Στο «Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης» (1889), ο Μπερξόν ορίζει τα βασικά γνωρίσματα της «διάρκειας» (durée), όπως ονομάζει τον πραγματικό (βιωμένο) χρόνο (σε ρητή αντιδιαστολή προς τον χωροποιημένο –ωρολογιακό– χρόνο των επιστημών).
Στο «Δοκίμιο για τα άμεσα δεδομένα της συνείδησης» (1889), ο Μπερξόν υποστηρίζει ότι τα βασικά γνωρίσματα της «διάρκειας» (durée), όπως ονομάζει τον πραγματικό (βιωμένο) χρόνο (σε ρητή αντιδιαστολή προς τον χωροποιημένο –ωρολογιακό– χρόνο των επιστημών), είναι τα εξής: η ποιότητα, σε αντίθεση με την ποσότητα· η ετερογένεια, σε αντίθεση με την ομοιογένεια· η αλληλοδιείσδυση, σε αντίθεση με την παράταξη ή συμπαράθεση· η διαδοχή, σε αντίθεση με την ταυτοχρονία· η συνέχεια, σε αντίθεση με την ασυνέχεια· η ποιοτική πολλαπλότητα σε αντίθεση με την ποσοτική ή αριθμητική πολλαπλότητα· η αδιαιρετότητα σε αντίθεση με τη διαιρετότητα· η μη αντιστρεψιμότητα, σε αντίθεση με την αντιστρεψιμότητα· και η ακατάπαυστη ανάδυση του απρόβλεπτου νέου, σε αντίθεση με τη μηχανική αναπαραγωγή του ίδιου, όπου το καινοφανές δεν συνίσταται επ’ ουδενί σε απλή αναδιάταξη ή αναδιευθέτηση παλαιών στοιχείων. Ο Μπερξόν εφιστά την προσοχή μας στο γεγονός ότι αυτά τα χαρακτηριστικά της διάρκειας, τα οποία εξέθεσα παρατακτικά (γραμμικά), στην πραγματικότητα αλληλοδιεισδύουν.
Σε επόμενα βιβλία του ο Μπερξόν θα αναδείξει τον οντολογικό χαρακτήρα της διάρκειας. Δεν αφορά μόνο κάθε ανθρώπινη ψυχή, αλλά χαρακτηρίζει εγγενώς κάθε έμβιο ον, ακόμη και την ύλη, «θεωρημένη ως αδιαίρετο όλον», και, γενικότερα, το σύμπαν.
Οι συνέπειες αυτής της σύλληψης είναι θεμελιώδεις: κατ’ αρχάς, ο Γάλλος φιλόσοφος αντιτίθεται στη θεμελιώδη παραδοχή της παραδοσιακής φιλοσοφίας –κυρίως στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη– σύμφωνα με την οποία το είναι προηγείται και υπερτερεί του γίγνεσθαι, και ο χρόνος είναι υποβάθμιση της αιωνιότητας ως αμεταβλησίας. Ο Μπερξόν χαρακτηρίζει την τελευταία «νεκρή αιωνιότητα», στην οποία αντιπαραθέτει τη «ζωντανή αιωνιότητα» ως αέναη μεταβολή.
Η μπερξονική σύλληψη της «διάρκειας» συνεπάγεται την απόρριψη τόσο της μηχανοκρατικής εξήγησης της πραγματικότητας όσο και της ριζικής τελεολογίας. Η βαθιά εξοικείωση του Μπερξόν με τις μεθόδους και βασικά πορίσματα επιστημών της αρχαιότητας και της εποχής του τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το επιστημολογικό μοντέλο της μαθηματικοποιημένης φυσικής δεν ήταν ενδεδειγμένο για όλες τις επιστήμες, επειδή είχε καταστεί ήδη σαφής η πολυπλοκότητα του αντικειμένου της βιολογίας, της ψυχολογίας και της κοινωνιολογίας. Ο Μπερξόν επισημαίνει ότι η ζωή και η ύλη είναι ανάλογες με τη συνείδηση, χαρακτηρίζονται δηλαδή από διάρκεια, έστω διαφορετικού ρυθμού ή έντασης. Oσον αφορά το σημαντικότερο γνώρισμα της διάρκειας –την ακατάπαυστη ανάδυση του απρόβλεπτου νέου– σταδιακά θα το ερμηνεύσει ως δημιουργία.
Σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο, ο Μπερξόν ασκεί κριτική στον ιμπεριαλισμό της νόησης (ή διάνοιας). Δίχως να παραγνωρίζει τη χρησιμότητά της, επισημαίνει ότι η νόηση, ενώ είναι επαρκής γνωστική λειτουργία σε ό,τι είναι ποσοτικό και μετρήσιμο, είναι αθέμιτο να επιβληθεί σε όλη την πραγματικότητα. Η νόηση, που, μέσω των εννοιών, στερεοποιεί ό,τι είναι φύσει μεταβαλλόμενο, συμπληρώνεται από μια άλλη γνωστική δύναμη ή ικανότητα, την οποία ο Μπερξόν ονομάζει ενόραση (intuition).
Η ενόραση του Μπερξόν δεν αναφέρεται στην άκοπη διαίσθηση αλλά σε μια υπερνοητική γνωστική δύναμη, εξαιρετικά δύσκολη και σπάνια, που διαρκεί ελάχιστα εκάστοτε. Προϋποθέτει όλη την εργασία της νόησης και τη συμπληρώνει για ό,τι διαρκεί. Ενώ η νόηση γνωρίζει επακριβώς –με όμως μόνο ένα είδος ακρίβειας, της γεωμετρικής– ό,τι είναι ακίνητο και από το μεταβαλλόμενο γνωρίζει μόνο ό,τι μεταφράζεται σε ακίνητο, η ενόραση επιτρέπει να αγκαλιάσουμε το πραγματικό (να το αγγίξουμε και να το αφουγκραστούμε, όχι μόνο να το δούμε), στους μαιάνδρους του, στις καμπύλες του, στις λεπτομέρειες και στις αποχρώσεις του, στην ιδιαιτερότητά του.
Για τον Μπερξόν, η ενόραση «είναι κάποιου είδους αίσθηση, σαν την όραση, στραμμένη όμως προς τα μέσα, που επανακτά (ατελώς άλλωστε) την ίδια τη ζωή κάτω από τα πέπλα που την καλύπτουν». Αντικείμενό της είναι «η κινητικότητα της διάρκειας» – το τελούμενο, όχι το τετελεσμένο. Είναι η ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε ό,τι διαρκεί με τη συνεχή δημιουργία που ενέχει· η κοπιώδης προσπάθεια να αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα (εσωτερική και εξωτερική), αναζητώντας τάσεις και εντοπίζοντας ροές εκεί όπου η νόηση αναφέρεται στατικά σε πράγματα και σε καταστάσεις. Μόνο η ενόραση μας επιτρέπει να συλλάβουμε το βαθύ εγώ μας σε αντιδιαστολή προς το επιφανειακό, κοινωνικό εγώ. Μολονότι δεν είναι τηλεπάθεια, βοηθάει να μπούμε στη θέση των άλλων.
Η φιλοσοφία της διάρκειας, «στην οποία εγκαθιστάμεθα μεμιάς, με ενορατική προσπάθεια», δεν επιτρέπει απλώς να προσπελάσουμε –καλύτερα από τη νόηση– τα προβλήματα της προσωπικότητας, της ελευθερίας, της θέσης μας στο σύμπαν, της καταγωγής μας, ίσως και της μοίρας μας, συμβάλλοντας έτσι στην εξάλειψη, έστω στην ελάττωση, πολλών δυσκολιών, αλλά μας παρέχει μεγαλύτερη δύναμη δράσης και πιο έντονη ζωτικότητα.
* Ο κ. Γιάννης Πρελορέντζος είναι καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και συγγραφέας του βιβλίου «Γνώση και Μέθοδος στον Bergson» (Ευρασία, 2012).