Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου - Point of view

Εν τάχει

Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου



Πρόλογος
    «Ἔχουμε χρέος, ἀγαπητοί, νά νουθετοῦμε καί νά παροτρύνουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο, σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Ἀποστόλου. Λέει μάλιστα ὁ Ἀπόστολος καί σέ ἄλλο χωρίο• «Ἐκεῖνος πού ξέρει, τί καλό πρέπει νά κάνει καί δέν τό κάνει, ἁμαρτάνει». Ἄκου καί τόν Προφήτη πού λέει· «Ἰδού, δέ θά ἐμποδίσω τά χείλη μου». Δεχθεῖτε λοιπόν, παρακαλῶ, τή συμβουλή καί ἀπό μένα τόν τιποτένιο• καί ἄν ἔφταιξα μέ τό λόγο, συγχωρῆστε με, ὡς ἄνθρωπο ἁπλοϊκό καί ἁμαρτωλό. Ἄν ὅμως τά λόγιά μου εἰπώθηκαν ὀρθά, αὐτό ἦταν ἔργο τῆς θείας χάριτος. Ὅταν λοιπόν ἡ θεία χάρη χορηγεῖ σ’ ἐμᾶς τό λόγο, δέν πρέπει νά βάζουμε ἐμπόδιο στά χείλη• διότι ὁ Κύριος συσχέτισε τήν πονηρία μέ τήν ὀκνηρία, λέγοντας• «Δοῦλε πονηρέ καί ὀκνηρέ, ἔπρεπε νά καταθέσεις τά χρήματά μου στούς τραπεζίτες καί ἐγώ, ὅταν ἐπέστρεφα, θά ἔπαιρνα πίσω τά χρήματά μου μέ τόκο». Μακάρι νά δώσει ὁ Κύριος σ’ ἐμᾶς, πού ἔχουμε δεχθεῖ τό λόγο, νά κάνουμε καρπούς εὐπρόσδεκτους καί νά τούς προσφέρουμε στόν Κύριο• σ’ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»




Κεφάλαιο πρῶτο
     «Ἄκου, ἀγαπητέ· ὅταν ἦρθες νά γίνεις μοναχός, προτίμησες νά ἀπαρνηθεῖς τόν κόσμο. Ἄν πραγματοποιήσεις νόμιμα αὐτό ποῦ προτίμησες, ὄχι μόνο οἱ ἄνθρωποι θά χαροῦν γιά σένα, ἀλλά καί οἱ Ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔχει γραφεῖ, ὅτι «χαρά γίνεται στόν οὐρανό γιά ἕναν ἁμαρτωλό, πού μετανοεῖ, παρά γιά ἐνενήντα ἐννέα δικαίους, πού δέν ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μετάνοια». Γι’ αὐτό λοιπόν, ἄρχισες νόμιμα; Νόμιμα πραγματοποίησε τό ἔργο σου. Γνώριζε, προτοῦ νά ντυθεῖς τό μοναχικό σχῆμα, ὅτι ἔρχεσαι σέ ἀγώνα. Καί μέ ποιούς εἶναι ἡ πάλη, ἄκου τόν Ἀπόστολο πού λέει· «Ἡ πάλη μας δέν εἶναι μέ ἀνθρώπους πού ἔχουν αἷμα καί σάρκα, ἀλλά μέ τίς ἀρχές, μέ τίς ἐξουσίες, μέ τούς κοσμοκράτορες τοῦ σκότους τοῦ κόσμου αὐτοῦ, μέ τά πονηρά πνεύματα στούς οὐρανούς. Γι’ αὐτό ντυθεῖτε τήν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιά νά μπορέσετε νά ἀντισταθεῖτε κατά τήν πονηρή μέρα». Μήν ἀποκάμεις λοιπόν νά τρέχεις, ὡσότου κατακτήσεις τό βραβεῖο. Τόν κόσμο τόν ἐμίσησες; Μίσησε καί τήν ἀλαζονεία του. Τόν πρόσκαιρο πλοῦτο τόν ἀπαρνήθηκες; Ἀπαρνήσου καί τήν ὑπερηφάνεια τοῦ πλούτου. Ἀποξένωσες τόν ἑαυτό σου ἀπό τους σαρκικούς γονεῖς; Μένε σταθερός στήν ἀπάρνηση, ὑπομένοντας μέ γενναιότητα τούς κόπους τῶν ἀρετῶν. Διότι ἡ ἀπάρνηση δέν ὠφελεῖ ὅταν εἶναι γιά μιά μέρα, ἀλλά ὅταν παρατείνεται ὡς τό θάνατο.» 
  «Ἄν πραγματικά θέλεις νά γίνεις νικητής, μάθε νά ὑποφέρεις γενναῖα τούς κόπους τῶν ἀρετῶν μέ τήν πραότητα τῆς ἀληθινῆς σοφίας. Τί ἐννοῶ; Νά σέ προσβάλλουν οἱ κατώτεροι ἀπό σένα, καί νά μήν ὀργίζεσαι• νά σέ ἐξευτελίζουν, καί νά ἀνέχεσαι• νά σέ ραπίζουν, καί νά ὑπομένεις• νά σέ συκοφαντοῦν, καί νά δείχνεις μακροθυμία• νά στερεῖσαι, καί νά εὐχαριστεῖς. Βλέπε δηλαδή τόν συμπολίτη σου, ἐννοῶ τόν φτωχό τό Λάζαρο, μέσα σέ ποιά ἀνέχεια καί ταλαιπωρία ἔκανε ὑπομονή γιά τόν Κύριο, διότι ἀπέβλεπε στήν ἀνταπόδοση, ὅπως εἶναι γραμμένο• Ἐπειδή τά παθήματα τοῦ καιροῦ αὐτοῦ δέν ἔχουν καμιά ἀξία συγκρινόμενα μέ τή δόξα πού μέλλει νά ἀποκαλυφθεῖ σ’ ἐμᾶς. Καί σύ λοιπόν, ἀγαπητέ, πού ἐπιθύμησες νά ἀπολαύσεις τόν μακαρισμό τοῦ Κυρίου, βάδιζε τό δρόμο τῆς ταπεινοφροσύνης καί ὁ Κύριος θά σοῦ δώσει ὡς δῶρο τό στεφάνι τῆς ζωῆς, πού ὑποσχέθηκε σ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. Διότι δική του εἶναι ἡ δόξα, στούς αἰῶνες. Ἀμήν.

Κεφάλαιο δεύτερο.
 Παραβολή (α)
     «Δυό ἄνθρωποι βάδιζαν πρός μία πόλη, πού ἀπεῖχε τριάντα στάδια• καί ἀφοῦ βάδισαν δυό ἤ τρία στάδια, συνάντησαν στό δρόμο τους μιά τοποθεσία πού εἶχε θάμνους καί πυκνά σκιερά δέντρα• ἀλλά καί ρυάκια καί πολλή τέρψη ὑπῆρχαν στήν τοποθεσία αὐτή. Καί αὐτοί καθώς τά ἀντίκρυσαν αὐτά, ὁ ἕνας ἐπειδή βιαζόταν νά φθάσει στήν πόλη, τρέχοντας προσπέρασε τήν τοποθεσία• ὁ ἄλλος ὅμως ἐπειδή ἔστρεψε τήν προσοχή του νά καλοκοιτάξει τήν τοποθεσία, ἔμεινε πίσω. Στή συνέχεια, ὅταν θέλησε νά βγεῖ ἀπό τή σκιά τῶν δέντρων, φοβήθηκε τόν καύσωνα τοῦ ἥλιου, καί καθώς χρονοτριβοῦσε στό μέρος αὐτό, καί συνάμα ἦταν ἀπορροφημένος ἀπό τήν τέρψη τοῦ τόπου, βγῆκε ἕνα θηρίο, ἀπ’ αὐτά πού ζοῦσαν στό δάσος, καί ἀφοῦ τόν ἅρπαξε, τόν ἔσυρε στή φωλιά του. Ἐνῶ ὁ ἄλλος, ἐπειδή δέν ἄφησε τόν ἑαυτό του νά ἀπορροφηθεῖ ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν δέντρων καί τῆς τοποθεσίας, ἔφθασε στήν πόλη.
      Ὁ ἀδελφός λέει• Θέλω νά μάθω τήν ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ, ἐπειδή δέν καταλαβαίνω, τί σημαίνουν αὐτά. Ἄκου, ἀποκρίνεται, μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος• οἱ δυό ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί πού ἄρχισαν νά βαδίζουν καί νά ἀγωνίζονται στό δρόμο τῆς εὐσέβειας• ὁ Ἐχθρός ὅμως θέλοντας νά τούς παρασύρει ἔξω ἀπό τό δρόμο αὐτό βάζει μέσα τους ἐπιθυμίες δαιμονικές, τήν κενοδοξία δηλαδή, τή φιλαρχία, τήν ὑπερηφάνεια, καί ὅσα εἶναι ὅμοια μ’ αὐτά• καί ὁ ἕνας, ἐπειδή βιαζόταν νά κατακτήσει τό βραβεῖο τῆς οὐράνιας πρόσκλησης, πού ἔγινε μέ τόν Χριστό, δέν κυριεύθηκε ἀπό αὐτά• ἐνῶ ὁ ἄλλος πού ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν δέντρων καί τοῦ τόπου, εἶναι αὐτός πού ἔστρεψε τήν προσοχή του ἀπό τά μή βλεπόμενα στά βλεπόμενα. Ὁ καύσωνας τοῦ ἥλιου εἶναι ὁ κόπος τῶν ἀρετῶν. Ἡ ἔκφραση καθώς αὐτός χρονοτριβοῦσε στό μέρος αὐτό καί ἡ ἔκφραση ὅτι ἔγινε θηριάλωτος σημαίνει τό νά χρονοτριβεῖ ὁ λογισμός στήν ἐπιθυμία τῶν γήϊνων πραγμάτων ἀπό τήν ὁποία ἐπιθυμία βγῆκε σάν φοβερό θηρίο ἡ ἁμαρτία καί τόν ἔπιασε, ὅπως εἶναι γραμμένο.  «Ἡ ἐπιθυμία ὅταν συλλάβει, γεννᾶ τήν ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία, ὅταν ὁλοκληρωθεῖ, γεννά τό θάνατο». 
Παραβολή (β)
     «Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί, ἄς ἀποφεύγουμε τίς κοσμικές ἐπιθυμίες, μήπως κάποτε ξαναγίνουμε δοῦλοι τῆς ἁμαρτίας• διότι ὁ Σωτήρας μας λέει• Ἀλήθεια, ἀλήθειά σᾶς λέω, ὅτι καθένας πού κάνει τήν ἁμαρτία εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Λοιπόν, ἄς ὑπηρετήσουμε, ὡς δοῦλοι, ὅπως ἀρέσει στόν Θεό πού μᾶς ἐλευθέρωσε, καί ἄς μή γοητευθοῦμε ἀπό τά πάθη τῆς φθορᾶς, οὔτε νά δώσουμε προσοχή στόν ἐντυπωσιακό στολισμό ἤ στό μοναχικό κουκούλλιο ἤ στή ζώνη ἤ στόν ἐπιδεικτικό ἀνάλαβο, ἄλλα ἄς ἐπιδιώξουμε τά ταπεινά καί αὐτά πού εἶναι ἀκενόδοξα, ὅπως πρέπει σέ ἁγίους• διότι εἶναι ἄπρεπο, αὐτοί πού ἔχουν ὑποτάξει τά πολύ μεγάλα, νά νικῶνται ἀπό τά μηδαμινά. Ἀπεναντίας, ἄς φροντίζουμε πάντοτε, ὥστε ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος νά ζεῖ, ὅπως εἶναι ἀρεστό στόν Θεό, πού ἐρευνᾶ τίς σκέψεις καί τίς διαθέσεις μας, καί ἄς καταφρονήσουμε τά ἀνώφελα πράγματα. Διότι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπηρετεῖ συγχρόνως δυό κυρίους, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Γιατί, ποιός τεχνίτης τόν καιρό πού μαθαίνει τήν τέχνη προμηθεύεται γιά τόν ἑαυτό του λόγχη ἀντί γιά σκεπάρνι; Ἤ ποιός ἄνθρωπος πού θέλει νά κατορθώσει τήν ταπεινοφροσύνη ἀγωνίζεται γιά τήν ἀπόκτηση τῆς κενοδοξίας; Ἤ ποιός ἄνθρωπος πού ἐπιθυμεῖ τά οὐράνια δέν καταφρονεῖ τά γήϊνα; Ἀλλά μακάρι νά μᾶς δώσει ὁ Κύριος τή δύναμη νά ἐκτελοῦμε καί νά φρονοῦμε αὐτά πού ἀρέσουν σ’ αὐτόν. Διότι σ’ αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες. Ἀμήν.»

Κεφάλαιο τρίτο. 
Γιά τόν πόλεμο τῆς σαρκός (α)
     «Ἀλλά, ἄν ὁ πόλεμος τῆς σαρκός ἐγερθεῖ ἐναντίον σου, μή φοβηθεῖς, οὔτε νά ὑποταχθεῖς στούς λογισμούς, μήπως ἐνθαρρύνεις τόν Ἐχθρό σου ἐναντίον σου, καί βάλει μέσα σου κάποιο σπέρμα ἀπό τά νοήματά του, καί σοῦ λέει• Δέν εἶναι δυνατό νά σταματήσει ἡ φλόγα τοῦ πειρασμοῦ μακριά ἀπό σένα, ἄν δέν ἱκανοποιήσεις τήν ἐπιθυμία σου• καί τό λέει αὐτό, γιά νά σέ τραυματίσει καί νά σταθεῖ ἀντιμέτωπος, περιγελώντας σε γιά τήν ἀδράνειά σου. Ἐσύ ὅμως περίμενε μέ ὑπομονή τόν Κύριο καί ἄφησε νά βγεῖ ἀπό τό στόμα σου μπροστά στήν ἀγαθότητά του ἡ δέησή σου μέ κλάμα, καί τότε ὁ ἴδιος θά δεχθεῖ τή δέησή σου καί θά σέ βγάλει ἔξω ἀπό τό λάκκο τῆς ταλαιπωρίας τῶν ἀκάθαρτων λογισμῶν καί ἀπό τή λάσπη τῶν αἰσχρῶν φαντασιῶν, καί θά στηρίξει τά πόδια σου στήν πέτρα τῆς ἁγιότητας καί θά δεῖς νά ἔρχεται σ’ ἐσένα ἡ βοήθεια πού στέλνει αὐτός. Τό μόνο πού ἔχεις νά κάνεις εἶναι νά ὑπομένεις καί νά μή χαλαρώσεις τόν ἀγώνα σου ἐξαιτίας τοῦ λογισμοῦ, οὔτε νά σταματήσεις νά ἀντλεῖς καί νά βγάζεις μέ τήν ἀντλία τό νερό πού πλημμύρησε, διότι τό λιμάνι τῆς ζωῆς εἶναι κοντά• καί ἐνῶ ἀκόμη προσεύχεσαι ἐσύ, θά σοῦ πεῖ• Ἰδού, εἶμαι παρών. Ὅμως περιμένει νά δεῖ τόν ἀγώνα σου• ἄν πραγματικά ἀγωνίζεσαι ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας, ὡς τό θάνατο. Μή λιγοψυχήσεις λοιπόν, διότι δέ σέ ἐγκατέλειψε. Καί μάλιστα βλέπει τόν ἀγώνα σου καί ὁ χορός τῶν ἁγίων Ἀγγέλων καί τό πλῆθος τῶν δαιμόνων οἱ Ἄγγελοι προσφέρουν στεφάνι στόν νικητή, οἱ δαίμονες φέρνουν ντροπή στόν ἡττημένο. Πολύς εἶναι ὁ ἀγώνας τῶν Ἀγγέλων γιά σένα, ἀγαπητέ• πολλή εἶναι ἡ φροντίδα τῶν δαιμόνων ἐναντίον σου, φιλόχριστε. Πρόσεχε λοιπόν τόν ἑαυτό σου, μήπως λυπήσεις τούς δικούς  σου  καί  δώσεις  χαρά  στούς  ξένους•   δικούς  ἐννοῶ τούς ἁγίους Ἀγγέλους, καί ξένους τους ἀκάθαρτους δαίμονες.»
Γιά τόν πόλεμο τῆς σαρκός (β)
     «Δέν ὑπάρχει μέρος κρυφό ἀπό τά μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητέ• δέν ὑπάρχει μέρος σκοτεινό γιά τά μάτια τοῦ Θεοῦ, ἀδελφέ. Μή λοιπόν σέ ξεγελᾶ ὁ ἀντίπαλος• διότι στέκεις κοντά στά πόδια τοῦ Θεοῦ. Μή δείξεις καταφρόνηση• διότι εἶναι γραμμένο• Ὁ οὐρανός εἶναι θρόνος μου καί ἡ γῆ εἶναι ὑποπόδιο τῶν ποδιῶν μου. Μή λοιπόν χαλαρώσεις τόν ἀγώνα σου ἐξαιτίας τοῦ λογισμοῦ, ἀλλά δεῖξε γενναιότητα, διότι εἶναι κοντά ὁ βοηθός. Ἄκου τόν Προφήτη πού λέει• Ὅλα τά ἔθνη μέ περικύκλωσαν, καί ἐγώ μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου τούς ἀπέκρουσα. Μέ περικύκλωσαν ἀπό παντοῦ, καί ἐγώ μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου τούς ἀπέκρουσα. Μέ περικύκλωσαν, ὅπως οἱ μέλισσες τήν κερήθρα, καί ἄναψε μέσα τους ἡ μανία, ὅπως ἀνάβει ἡ φωτιά στά ἀγκάθια, καί ἐγώ μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου τούς ἀπέκρουσα. Μέ ἔσπρωξαν καί λίγο ἔλειψε νά πέσω, ἀλλά ὁ Κύριος μέ ἔπιασε μέ τό χέρι του καί μέ στήριξε. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ δύναμή μου καί ἡ δοξολογία μου, καί ἔγινε γιά μένα σωτήρας.
      Νά ὑπομείνεις λοιπόν ἀγωνιζόμενος, γιά νά γίνεις ἄξιος, καί γιά νά πάρεις τό στεφάνι τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ὑποσχέθηκε νά δώσει ὁ Κύριος σ’ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. Διότι τό νά μᾶς πολεμοῦν τά πάθη καί νά πολεμοῦμε ἐναντίον τους, μᾶς κάνει ἄξιους καί ἔμπειρους στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν παθῶν. Διότι ἄν δέ μᾶς πολεμοῦν τά πάθη, εἶναι πιθανό νά κατηγοροῦμε αὐτούς πού πολεμοῦνται, ἐπειδή δέν ἔχουμε πείρα ἀπό ἀγώνα καί πέφτουμε σέ ὑπερηφάνεια. Δέν εἶναι βέβαια φοβερό τό νά μᾶς πολεμοῦν τά πάθη καί νά πολεμοῦμε ἐναντίον τους, ἀλλά εἶναι ὀδυνηρό τό νά πέσει κανείς ἀπό ἀμέλεια μπροστά στά μάτια τῶν ἐχθρῶν. Ἀντιστάσου λοιπόν στήν φλεγόμενη ἐπιθυμία, γιά νά γλυτώσεις ἀπό τή φλόγα πού δέ σβήνει ποτέ. Διότι ἄν μᾶς νικήσουν τά πάθη, δέν ἀπομακρύνονται ἀπό μᾶς, ἀλλά ἀποθρασύνονται ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον μας. Ἄκου τόν Σολομώντα πού λέει «Μέλι στάζει ἀπό τά χείλη τῆς πόρνης γυναικός, ἡ ὁποία γιά λίγο καιρό γλυκαίνει τό φάρυγγά σου• ἔπειτα ὅμως θά τό βρεῖς αὐτό τό μέλι πικρότερο ἀπό τή χολή καί κοφτερότερο ἀπό ἕνα ἀκονισμένο δίκοπο μαχαίρι». Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου γιά νά μή στερηθεῖς τή δόξα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ• διότι εἶναι γραμμένο• Νά ἐπιδιώκετε τήν εἰρήνη μέ ὅλους, καί τόν ἁγιασμό, χωρίς τόν ὁποῖο κανείς δέ θά δεῖ τόν Κύριο. Διότι σ’ αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»

Κεφάλαιο τέταρτο 
(α)
     «Μή δεχθεῖς τή συμβουλή τῶν ἀπερίσκεπτων, πού λένε• Ἀπό τήν ἡμέρα πού θά πεθάνω, τί ἔχω νά περιμένω; Καί αὐτά τά λένε γιά νά παροργίζουν τόν Κύριο τόν Θεό, πού μέλλει νά κρίνει ζῶντες καί νεκρούς. Ἀλίμονο στήν ψυχή πού ὑπακούει σ’ αὐτή τή γνώμη. Ἀλίμονο στόν ἄνθρωπο πού βρίσκεται σέ τέτοια κατάσταση. Ἡ συμβουλή αὐτή θά ὁδηγήσει κάτω στά κατοικητήρια τοῦ θανάτου ἐκείνους πού ὑπακούουν σ’ αὐτή. Ἡ συμβουλή αὐτή ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό, καί κάνει τόν ἄνθρωπο νά στρέφεται πρός τόν Διάβολο. Ἐσύ ὅμως ὁ πιστός ἀπόφευγε νά ἀκοῦς τήν κακή συμβουλή, καί μή γίνεσαι ἄπιστος, ἀλλά πιστός. Διότι πιστεύουμε ὅτι θά ὑπάρχει μετά τό θάνατο κρίση καί ἀνταμοιβή. Εἶναι πραγματικά ἀξιόπιστος ὁ Θεός πού ὑποσχέθηκε αὐτό• διότι δέν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός ὥστε νά λησμονήσει τό μισθό ἐκείνων πού ἐργάστηκαν σ’ αὐτόν μέ εἰλικρίνεια• ὅπως εἶναι γραμμένο· «Αὐτά πού μάτι δέν τά εἶδε καί αὐτί δέν τά ἄκουσε καί νοῦς ἀνθρώπου δέ συνέλαβε, αὐτά ἑτοίμασε ὁ Θεός γι’ αὐτούς πού τόν ἀγαποῦν. Θέλεις μάλιστα, ἀγαπητέ, νά γνωρίσεις τή δύναμη τοῦ λόγου; Παρατήρησε πόση δόξα ἔχουν οἱ Ἅγιοι, ἀκόμη καί πάνω στή γῆ• ὅπως εἶναι γραμμένο• Ἡ ἀνάμνηση τῶν δικαίων συνοδεύεται ἀπό ἐγκώμια, ἐνῶ τό ὄνομα τῶν ἀσεβῶν σβήνει. Ἐσύ ὅμως, ἀγαπητέ, πίστευε σ’ αὐτά πού εἶναι γραμμένα στίς θεῖες Γραφές, καί ἀπόφευγε τά λόγια τῶν ἀπίστων. Διότι ὁ νοῦς καί ἡ συνείδησή τους ἔχουν διαστραφεῖ· ὁμολογοῦν ὅτι γνωρίζουν τόν Θεό, ἀλλά τόν ἀρνοῦνται μέ τά ἔργα τους. Πρόσεξε δηλαδή τόν Ἡρῴδη πού φοροῦσε βασιλική στολή καί μιλοῦσε στό λαό, καί ἐπειδή δέν ἔδωσε δόξα στόν Θεό, Ἄγγελος Κυρίου τόν ἐπάταξε, καί ἀφοῦ γέμισε σκουλήκια, ξεψύχησε.» 
(β)
     «Ἄν γίνεις κάτοχος τῆς ἀρετῆς καί ὁ διάβολος πού μισεῖ τό καλό ξεσηκώσει κάποιους ἐναντίον σου γιά νά σοῦ προξενήσει θλίψη, μή δειλιάσεις, οὔτε νά ἐγκαταλείψεις τήν εὐσέβεια ἀπό ἀνθρώπινο φόβο. Διότι εἶναι φοβερό νά πέσει κανείς στά χέρια τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἄκου τόν Σωτήρα Χριστό πού λέει «Ἄν ἐμένα καταδίωξαν, θά καταδιώξουν καί σας». Γί αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγεις τά διεφθαρμένα λόγια τῶν κακόβουλων ἀνθρώπων καί νά μήν προσέχεις μόνο στήν ἐξωτερική ἐμφάνιση ἤ στά ἄσπρα μαλλιά, ἀλλά στό φρόνημα τοῦ ἀνθρώπου• διότι αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι γιά τούς ὁποίους ὁ Ἀπόστολος λέει· «Ἔχουν τήν ἐξωτερική ἐμφάνιση τῆς εὐσέβειας, ἀλλά μέ τή ζωή τους ἀρνοῦνται τή δύναμή της• γιά νά μή συμβεῖ κάποτε, συγκατανεύοντας στά ψεύτικα λόγια τους καί στερούμενος ἀπό τόν στενό καί θλιμμένο δρόμο, νά ἀκούσεις ἐκείνη τήν πικρή καί ἀπαρήγορη φωνή, τή γεμάτη πένθος καί πικρά δάκρυα, ἐνῶ θά καταφλέγεσαι μέσα στήν ἄσβηστη φωτιά• Παιδί μου, θυμήσου ὅτι ἐσύ ἀπόλαυσες τά ἀγαθά σου στή ζωή σου, ὅπως καί ὁ Λάζαρος τά κακά• τώρα ὅμως αὐτός ἐδῶ παρηγορεῖται, καί σύ ὑποφέρεις. Ἀλλά νά ἔχεις στραμμένη τή διάθεσή σου μόνο πρός τόν Θεό, ὥστε ζώντας βίο ἐνάρετο νά χαρεῖ ἡ ψυχή σου στή μέλλουσα ζωή μαζί μέ τούς δικαίους• καί τή χαρά σου κανείς δέ θά σοῦ τήν ἀφαιρέσει. Διότι στόν Θεό πρέπει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.» 

Κεφάλαιο πέμπτο
 (α)
      «Τώρα, στήν παρούσα ζωή, ὑπάρχουν δυό θλίψεις, μέσα σ’ αὐτά πού περιπλέκεται κάθε ἄνθρωπος πού ζεῖ κάτω ἀπό τόν ἥλιο• ἡ μία θλίψη εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἡ ἄλλη εἶναι σύμφωνη μέ τό κοσμικό φρόνημα. Καί δέν εἶναι δυνατό νά περάσει κανείς τήν παρούσα ζωή χωρίς νά δοκιμάσει τή μία ἀπ’ αὐτές• τή σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἤ τή σύμφωνη μέ τό κοσμικό φρόνημα. Καί ἡ θλίψη βέβαια τοῦ κόσμου εἶναι βαρειά καί χωρίς μισθό, ἐνῶ ἡ θλίψη ἡ σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ προσφέρει τήν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. 
      Ἐσύ λοιπόν, ὡς σοφός, στρέψε τόν ἑαυτό σου στή θλίψη πού προτίμησες, καί μήν ἀκολουθεῖς τούς λογισμούς σου, διότι δέ σέ συναντᾶ χωρίς νά τό θέλεις. Ἄλλα ἀπεναντίας, πρῶτα – πρῶτα νά ἐπικαλεσθεῖς τόν Κύριο, ὅταν ἐνοχλεῖσαι ἀπ’ αὐτούς, καί μετά νά δέχεσαι συμβουλές ἀπό κάθε ἄνθρωπο πού φοβᾶται τόν Κύριο. Διότι ἄν δέ δεχθεῖς μέ ὑπομονή τίς νουθεσίες αὐτῶν πού φοβοῦνται τόν Κύριο, ἡ ψυχή σου θά εἶναι σάν πόλη χωρίς τείχη καί, ὅταν θελήσει ὁ βάρβαρος ἐχθρός, θά μπεῖ μέσα σ’ αὐτή καί θά τήν αἰχμαλωτίσει. Διότι εἶναι γραμμένο• Ρώτησε τόν πατέρα σου καί θά σέ πληροφορήσει, ρώτησε τούς μεγαλύτερούς σου καί θά σοῦ ποῦν. Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἄλλωστε θά δεχθεῖ τίς συμβουλές. Ἄς ἀποφύγουμε μάλιστα τή μέθη• ἄς ἀποφύγουμε, ὅσο εἶναι δυνατό, καί τίς συναντήσεις μέ γυναῖκες• διότι τά λόγια τῆς γυναίκας εἶναι σάν βρόχος στήν καρδιά καί σύρουν αὐτόν πού τά δέχθηκε στό αἰσχρό σμίξιμο.» 
  «Ἄν σέ βρεῖ κάποια σωματική ἀρρώστια, μή λιγοψυχήσεις, ἀλλά νά τήν βαστάξεις μέ εὐχαριστία• διότι ὁ Ἀπόστολος λέει• Ὅταν ἀσθενῶ, τότε εἶμαι δυνατός». Καί σέ ἄλλο μέρος ἡ Γραφή λέει «Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο θά τόν παιδαγωγήσεις, Κύριε, καί θά τόν διδάξεις μέ τό νόμο σου. Ἄς ἀναθέσουμε λοιπόν, ἀγαπητέ, τή μέριμνά μας στόν Κύριο, διότι αὐτός φροντίζει γιά μᾶς. Γιά τή συντήρησή μας ἄλλωστε ἄς ἐργασθοῦμε ὅσο εἴμαστε γεροί• καί ὅταν μᾶς βρεῖ ἀδυναμία, ἄν δέ μᾶς προσέξουν οἱ προεστῶτες, πράγμα πού εἶναι ἀδύνατο νά συμβεῖ, ὁ Θεός θά στείλει ἀναπάντεχα τή βοήθειά του• διότι εἶναι γραμμένο• Ὁ πατέρας μου καί ἡ μητέρα μου μέ ἐγκατέλειψαν, ὁ Κύριος ὅμως μέ πῆρε στήν προστασία του. Μόνο, ἄς τόν λατρεύσουμε μέ καθαρή συνείδηση, καί τίς καρδιές τῶν πνευματικῶν μας ὁδηγῶν θά τίς κατευθύνει ὁ ἴδιος σέ σχέση μ’ ἐμᾶς, καί θά μᾶς κάνει ἄξιους τοῦ μακαρισμοῦ του. Μή λοιπόν στενοχωρεῖσαι γιά τόν κόπο πού κάνεις, διότι πολλοί καί χωρίς νά κάνουν τίποτε ἐνοχλήθηκαν ἀπό τήν ἀκηδία. Γἰ αὐτό μάθε νά εἶσαι ἐργάτης, γιά νά μή μάθεις νά εἶσαι ἐπαίτης. Μή λοιπόν δείξεις ἀδιαφορία, ὅταν ἐργάζεσαι, διότι εἶναι γραμμένο• ὁ Κύριος εἶναι κοντά, καί θά δώσει πολύ μισθό σ’ αὐτούς πού κοπιάζουν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μή μεριμνᾶτε γιά τίποτε, ἀλλά ἀπεναντίας, νά περιμένεις μέ ὑπομονή τόν Κύριο, γιά νά γίνεις ἄξιος τῆς ἀναπαύσεως τῶν δικαίων διότι σ’ ἐκείνη τήν ἀνάπαυση δέν ὑπάρχει κόπος, οὔτε ἀκηδία, οὔτε μέριμνα, οὔτε λύπη, οὔτε ἀσθένεια, οὔτε κακή ἐπιθυμία, οὔτε κάτι ἀπό τά παρόμοια• ἀπεναντίας, ὑπάρχει χαρά καί εἰρήνη καί ἀγαλλίαση, μέσα στήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι ὅταν ὁ Ἐχθρός μας Διάβολος ριχτεῖ μέσα στή γέεννα τοῦ πυρός μαζί μέ ὅλους τούς ἀγγέλους του καί μέ τά ὄργανά του, τότε θά σταματήσουν ὅλες οἱ ἐνέργειές του. Ὁ Κύριος ὅμως ἄς ἀξιώσει ὅλους ἐμᾶς νά χαροῦμε ἐκείνη τήν ἀπερίγραπτη χαρά• σ’ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»

Κεφάλαιο ἕκτο
(α)
      «Ἄκου, ἀγαπητέ• τά δυσκολογιάτρευτα πάθη δέν ξεριζώνονται, παρά μόνο μέ καυστικά καί στυπτικά φάρμακα. Καί σύ λοιπόν, ἀγαπητέ, μήν ὀργίζεσαι ἀκούοντας τά λόγια τῆς ἀλήθειας ἄν ὅμως ἀγανακτεῖς μ’ αὐτόν πού σου προσφέρει τή γιατρειά, ἀποκαλύπτεσαι ὅτι δέ θέλεις νά γιατρευθεῖς, οὔτε θέλεις νά γλυτώσεις ἀπό τό πάθος, ἀλλά προτιμᾶς ἀκόμη νά βρίσκεσαι μέσα στήν ἀκαθαρσία. Διότι ἄν κρύψουμε τήν ἀλήθεια καί σέ ὁδηγήσουμε μέ τίς συμβουλές μας στήν ἡδονή, δέ θά διαφέρουμε καθόλου ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἐξαπατοῦσαν τό λαό λέγοντας στόν καθένα αὐτό πού τοῦ ἄρεσε. Οἱ Προφῆτες τοῦ Θεοῦ ὅμως, κηρύσσοντας τήν ἀλήθεια, γίνονταν μισητοί καί φονεύονταν. Καί δέν τά λέω αὐτά, διότι θεωρῶ τόν ἑαυτό μου ἴσο μέ προφήτη, γιατί ἐγώ εἶμαι ὅπως ἕνα σκυλί, πού ἀκολουθεῖ τά πρόβατα τοῦ Κυρίου του, καί πού ὅταν δεῖ τό λύκο νά ἔρχεται, δέν ἡσυχάζει, ἀλλά εὐθύς σηκώνεται καί ὁρμᾶ ἐπάνω του καί οἱ βοσκοί μόλις ἀκούσουν τό σκυλί νά γαυγίζει, σηκώνονται καί διώχνουν τόν χαλαστή   καί σώζουν τά πρόβατα. 
       Γιατί λοιπόν ἀμελοῦμε, ἀγαπητοί, γιά τή σωτηρία μας; Γιατί συμμορφωνόμαστε μέ τίς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καί ἀπό τή μία στολίζουμε τόν ἐξωτερικό ἄνθρωπο μέ τό μοναχικό σχῆμα, ἀπό τήν ἄλλη καταστρέφουμε τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο μέ τίς πράξεις μας;  Ἄς μή γίνουμε σκληροί καί ἀμετανόητοι, ὅπως ὁ Φαραώ, γιά νά μήν περιληφθοῦμε στή μερίδα του, οὔτε σκληροτράχηλοι, ὅπως κάποιοι ἀπό τους Ἰσραηλῖτες, γιά νά μή στερηθοῦμε τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἄς μισήσουμε τή συμπεριφορά τῶν ἀνόητων ἀνθρώπων, διότι δέν εἶναι χωρίς κίνδυνο ἡ πορεία τους, ὅπως εἶναι γραμμένο• ὅτι δηλαδή εἶναι ἔθνος πού ἔχει χάσει τά λογικά του καί δέν ὑπάρχει σ’ αὐτούς γνώση. Γι’ αὐτό καί ὁ Προφήτης ἔλεγε• Κύριε Παντοκράτορα, δέν παρακάθισα ἐγώ στίς ἀσεβεῖς συγκεντρώσεις αὐτῶν πού διασκέδαζαν, ἀλλά εἶχα σεβασμό σ’ ἐσένα καί φοβόμουν τήν τιμωρία σου• καθόμουν ὁλομόναχος, διότι ἡ ψυχή μου γέμισε ἀπό πίκρα. Ἄκου πώς θρηνεῖ ὁ Προφήτης τή γενεά μας καί σέ ἄλλο μέρος τῆς Γραφῆς, λέγοντας• Ἀλίμονο, διότι χάθηκε ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος ἀπό τή γῆ, καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους δέν ὑπάρχει αὐτός πού ἐργάζεται τήν ἀρετή. Ὅλοι εἶναι ὑπεύθυνοι γιά αἱματηρά ἐγκλήματα• ὁ καθένας καταπιέζει τόν πλησίον του μέ σκληρότητα• ἔχουν τά χέρια τους πρόθυμα γιά τό κακό.»
β)
      «Ἐμεῖς λοιπόν, ἄς ἀγαπήσουμε τήν εὐλάβεια• κι ἄν ἀκόμη μᾶς ὀνειδίσουν, κι ἄν ἀκόμη μᾶς μαστιγώσουν, ἄς μήν τήν ἐγκαταλείψουμε, διότι εἶναι θησαυρός γεμάτος μέ ἀγαθά, γεμάτος μέ ἀρετές. Ὁ θησαυρός αὐτός ἱκετεύει τόν Θεό νά ρίχνει στοργικά τό βλέμμα του, ὥστε νά ἀπολαύσει τά ἀγαθά ἐκεῖνος πού ἔχει ἀποκτήσει τήν εὐλάβεια, ὅπως εἶναι γραμμένο• «Σέ ποιόν νά ρίξω στοργικά τό βλέμμα, παρά στόν ταπεινό καί ἥσυχο, καί στόν ἄνθρωπο ποῦ φοβᾶται τά λόγια μου;»• καί, εἶναι μακάριος ἐκεῖνος πού ἀπό εὐλάβεια φοβᾶται πάντοτε μήπως ἁμαρτήσει.
       Πρόσεχε λοιπόν τόν ἑαυτό σου, ἀγαπητέ• μήν ἀμελεῖς γιά τή σωτηρία σου• μήν προσέχεις τούς ἀμελεῖς, ἀλλά πρόσεχε τούς προσεκτικούς• οὔτε αὐτούς πού ναυαγοῦν, ἀλλά αὐτούς πού σῴζονται. Ὡς πότε θά ἀνέχεσαι νά εἶσαι δοῦλος αὐτῶν πού σέ ἐξαναγκάζουν νά ζεῖς ἄπρεπα; Μή γίνεις δοῦλος τῶν παθῶν, ἀλλά νά προτιμήσεις νά γίνεις ἐλεύθερος. Σοῦ χρειάζεται πολλή προσοχή. Στέκεσαι στό βάραθρο, μή δείξεις καταφρόνηση• διότι ὁ ἀντίπαλος στέκεται ἀπέναντι• ὅπως εἶναι γραμμένο• Ὁ ἀντίδικός μας ὁ Διάβολος, σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται, τριγυρίζει ζητώντας νά βρεῖ κάποιον γιά νά τόν καταβροχθίσει. Βλέπεις τή μεγάλη ἀπληστία καί τή μεγάλη ἀγριότητα τοῦ ἀντιδίκου; Ὅτι δηλαδή δέ θέλει νά πληγώσει κάποιον καί νά τόν ἀφήσει, ἄν δέν τόν φονεύσει, ἀλλά ὅτι καταβροχθίζει ἀμέσως ὁλόκληρο, αὐτόν πού δέν προσέχει. Βρῆκες λοιπόν κατάλληλο καιρό; Ἀγωνίσου, ὅσο ἔχουμε καιρό. Διότι ἄν χάσουμε τόν καιρό μας μέσα στήν ἀμέλεια, φοβοῦμαι μήπως δέ βροῦμε ἄλλον καιρό. Πόσοι ἄνθρωποι γεννήθηκαν ἀπό τόν Ἀδάμ ἕως ἐμᾶς; Καί σέ ρωτῶ, ποῦ εἶναι; Ἤ ποιός ξέρει τόν ἀριθμό τους; Τόν ξέρει ὁ Κύριος ὁ Θεός, πού μᾶς ἔπλασε• ὁ ὁποῖος φέρνει στήν ὕπαρξη τά δημιουργήματά του μέ τή σειρά τους• ὁ ὁποῖος μετρᾶ τά πλήθη τῶν ἄστρων καί ὀνομάζει τό καθένα ἀπ’ αὐτά μέ τό ὄνομά του.  Αὐτός γνωρίζει τόν καθένα καί τό ἔργο τοῦ καθενός. Ὁ μόνος σοφός καί ἀγαθός καί κυβερνήτης• ὁ φοβερός καί ἀμνησίκακος• ὁ πολυεύσπλαχνος• πού ἀναζητᾶ αὐτούς πού χάνονται, πού ἐλεεῖ αὐτούς πού ἐπιστρέφουν καί πού σπλαχνίζεται αὐτούς πού μετανοοῦν. Ἐσένα προσκυνοῦμε, Κύριε, τόν Θεό πού μᾶς ἔπλασε. Σ’ ἐσένα προσφέρουμε δόξα καί τιμή, διότι ἀνέχεσαι νά ὑμνεῖσαι ἀκόμη καί ἀπό μένα τόν σιχαμερό. Διότι σ’ αὐτό, Κύριε, εἶναι μεγάλη ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ φιλανθρωπία σου, ὅτι δηλαδή καλεῖς στή σωτηρία ἀκόμη καί ἀνάξιους ἀνθρώπους. Τούς ἁμαρτωλούς πού μετανοοῦν δέν τούς ἀποστρέφεσαι, τούς θλιβομένους δέν τούς παραβλέπεις, τούς ὀλιγόψυχους δέν τούς ἐγκαταλείπεις. Μακάρια καί τρισμακάρια εἶναι ἡ ψυχή πού πόθησε μόνο ἐσένα• διότι ἡ ψυχή πού σέ ποθεῖ, φυλάττει καί τίς ἐντολές σου.» 
(γ)
     «Γιατί λοιπόν  ἐμεῖς,  ἀγαπητοί,  καταφρονοῦμε τή σωτηρία μας; Ἄς ἀναλογισθοῦμε ἀπό τά πρόσκαιρα τά αἰώνια. Σέ τί λογῆς φροντίδα δηλαδή βρίσκεται κανείς καθώς πλησιάζει νά ἀπαγγείλει τό μάθημα πού τοῦ ὅρισαν καί νά ἀποδώσει λογαριασμό γιά τό ἐργόχειρό του στόν ἐπιστάτη του. Γιατί λοιπόν ἐμεῖς δέ φροντίζουμε γιά κείνη τήν ὥρα, ὅταν θά μᾶς ζητηθεῖ λόγος γιά ὅλη μας τή ζωή; Ἐπίσης, ὅταν κάποιος βρεθεῖ μέ κακοκαιρία, τίς ἑσπερινές ὧρες, στό κελλί ἑνός ἄλλου καί βιάζεται νά φτάσει στό δικό του, τί φροντίδα ἔχει ἐξαιτίας τοῦ σκοταδιοῦ καί τοῦ ἀνέμου, πού φυσᾶ ἀπό παντοῦ; Καί πῶς γίνεται νά καταφρονοῦμε ἐμεῖς τόν ἀναπόφευκτο δρόμο; Λοιπόν τί θά συναντήσουμε ἐμεῖς μετά τό χωρισμό μας ἀπό τό σῶμα;
      Ἄς προσέξουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας, ἀγαπητοί, γιά νά χαροῦμε μέσα στή χαρά τῶν δικαίων. Διότι αὐτός πού ἐγκατέλειψε τόν ἑαυτό του στήν πλάνη, θά δοκιμάσει πολλές θλίψεις καί ὅσο ἀκόμη βρίσκεται σ’ αὐτή τή ζωή. Σήμερα τρώει, πίνει, κάνει τά θελήματά του, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, ὄχι ὅμως ὅσο θέλει, καί χαίρεται σέ βάρος τῆς ψυχῆς του• τήν ἄλλη μέρα ὅμως, ἄν δέν μπορεῖ νά χορτάσει ἀπό τίς ἴδιες ἀπολαύσεις, θά λυπηθεῖ πάρα πολύ. Αὐτόν ὅμως πού προσέχει τόν ἑαυτό του καί πού ἀπέκτησε καλή συνήθεια δέ θά τόν ἐγκαταλείψει, οὔτε θά ἐξαφανιστεῖ ἡ εὐφροσύνη, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα γιά τά μέλλοντα ἀγαθά• ὅπως εἶναι γραμμένο• «Θυμήθηκα τόν Θεό καί ἔνιωσα εὐφροσύνη». Προσευχηθεῖτε, παρακαλῶ, στόν Κύριο καί γιά μένα τόν ταλαίπωρο• διότι σ’ αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα, στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.»

Κεφάλαιο ἕβδομο
 (α)
     «Μή θέλεις νά ζεῖς ἄπρεπα καί νά ἔχεις κακή φήμη, οὔτε νά ὑπακοῦς στήν ἁμαρτία, γιά νά μή σέ κάνει ἄνθρωπο σιχαμερό• ἀπεναντίας νά ὑπακοῦς στή δικαιοσύνη, γιά νά σέ κάνει ἕναν ἀπ’ αὐτούς πού θά δοξαστοῦν. Μή θέλεις νά εἶσαι σκάνδαλο γιά τίς ψυχές, ἀλλά νά προσέχεις τόν ἑαυτό σου, γιά νά ὠφελήσεις καί ἄλλους. Ναί, ἐκλεκτέ του Θεοῦ, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου γιά νά οἰκοδομήσεις καί ἄλλους. Μή θέλεις νά εἶσαι κακός, γιά νά μήν πονέσεις στά γηρατειά σου. Δέν ἀκοῦς τί λέει ἡ Γραφή, ὅτι μωλωπίσματα στό πρόσωπο καί σπασίματα ὀστῶν βρίσκουν τούς κακούς στή ζωή τους, καί δέ θά πάρουν μισθό γιά τούς πόνους τους; Ἐσύ ὅμως νά ὑπομένεις μέ γενναιότητα τούς κόπους τῶν ἀρετῶν γιά νά εὐαρεστήσεις τόν Κύριο, ὥστε νά πάρεις τό στεφάνι. Ὁ Κύριος σέ ἔχει καλέσει στούς γάμους• μή γίνεις ἀχάριστος, ἀλλά φόρεσε ἔνδυμα γάμου, γιά νά χαρεῖς στό νυμφώνα του καί νά μήν ἀκούσεις, ἐπειδή ἔδειξες καταφρόνηση• «Φίλε, πῶς μπῆκες ἐδῶ μέσα, χωρίς νά ἔχεις ἔνδυμα γάμου;». Καί τότε θά δεθεῖς χέρια καί πόδια καί θά ριχθεῖς στό σκότος τό ἐξώτερο, ὅπου θά ὑπάρχει ὁ θρῆνος καί τό τρίξιμο τῶν δοντιῶν. Ἀκούοντας μάλιστα ἔνδυμα γάμου, ἀγαπητέ, μή νομίζεις ὅτι γίνεται λόγος γιά ἐνδύματα, ἀλλά γιά καλές πράξεις.»
 (β)
     «Καί σύ λοιπόν, ἀγαπητέ, ἀξιώθηκες νά προσκληθεῖς στήν τάξη τῶν μοναχῶν φρόντισε νά παρουσιάσεις στούς ἀνθρώπους τήν ἀρετή τῆς ἐργασίας σου, γιά νά μήν καταντήσεις ἀξιοκαταφρόνητος. Μήν εἶσαι λοιπόν σκληρός, μήν εἶσαι φιλήδονος, μήν εἶσαι θυμώδης, μήν εἶσαι ὀργίλος, μήν εἶσαι φιλόνεικος, μήν εἶσαι ἀκρατής, μήν εἶσαι ἀδιάντροπος, ἀλλά ἀπεναντίας, νά εἶσαι πρᾶος, εὐσεβής, ταπεινός, συγκρατημένος, συνετός, ἥσυχος, εἰρηνικός, φρόνιμος, ἄνθρωπος πού προσέχει τήν ἁγνότητα τοῦ σώματός του, ὅπως συμφώνησες καί ὑποσχέθηκες στόν Χριστό• ὥστε, ἄν μᾶς πεῖ ἐκείνη τή μέρα τῆς κρίσεως• «Γιατί δέν ἐπισκεφθήκατε τίς χῆρες καί τά ὀρφανά στή θλίψη τους;», νά μπορέσουμε νά ἀπολογηθοῦμε σ’ αὐτόν λέγοντας• Κύριε, γιά νά σέ ὑπηρετήσουμε, ὡς δοῦλοι σου, χωρίς περισπασμούς, μέσα στήν ἡσυχία τῆς μοναχικῆς ζωῆς. Κι ἄν μᾶς πεῖ· «Γιατί δέ φυλάξατε τούς ἑαυτούς σας καθαρούς ἀπό τόν κόσμο;». Τί θά ἀπαντήσουμε σ’ αὐτόν, ἄν ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό θέμα μολυνθοῦμε; Δέν εἶναι ἄλλωστε ἀρετή αὐτό• νά ἀποφεύγουν δηλαδή κάποιοι τίς ἀκάθαρτες πράξεις, ἀλλά νά παρουσιάζουν συμπεριφορά πού παρακινεῖ τόν ἄλλο στά πάθη. Διότι εἶναι γραμμένο• Νά ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεό σου, καί τόν πλησίον σου, ὅπως τόν ἑαυτό σου. Ἀπόφευγε τά ἀνώφελα λόγια, γιά νά μήν πέσεις σέ αἰσχρούς λογισμούς. Διότι ὅπως τά καλά λόγια ὠφελοῦν τήν ψυχή, ἔτσι τά λόγια πού δέν εἶναι καλά τήν διαφθείρουν, σύμφωνα μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο• διότι λέει ὁ Ἀπόστολος• Διαφθείρουν οἱ κακές συναναστροφές τούς καλούς χαρακτῆρες. Γί αὐτό πάλι λέει• Κανένας κακός λόγος νά μή βγαίνει ἀπό τό στόμα σας, ἀλλά μόνο καλός λόγος, γιά νά οἰκοδομήσει ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἀνάγκη καί νά ὠφελήσει ἐκείνους πού τόν ἀκοῦν. Καί μή λυπεῖτε τό Πνεῦμα τό Ἅγιό του Θεοῦ μέ τό ὅποιο σφραγισθήκατε γιά τήν ἡμέρα τῆς ἀπολυτρώσεως.» 
 (γ)
     «Μήν ὀνομασθεῖς ἀνυπάκουος, σκληρός, καυχησιάρης, συκοφάντης, δόλιος, καταλάλος, ἄσπλαχνος, μισάδελφος, μισάρετος• ἀλλά ἀπεναντίας νά ὀνομασθεῖς ὑπάκουος, εἰλικρινής, συνετός, ἄνθρωπος τῆς σιωπῆς, ἐργατικός, εὔσπλαχνος, προσεκτικός, φιλάδελφος, φιλόξενος, φιλάρετος, παρηγορητικός, εὐσεβής• αὐτά εἶναι καλά καί ὠφέλιμα γιά τούς ἀνθρώπους. Ἄς μήν ὑπερηφανευθοῦμε λοιπόν, ἀλλά ἀπεναντίας ἄς ταπεινώσουμε τόν ἑαυτό μας. Ποιά εἶναι ἡ δύναμή μας, ὥστε νά ὑπερηφανευθοῦμε; Δέ βλέπουμε ὅτι ἕνας μικρός πόνος μᾶς κάνει νά λυγίσουμε ὡς κάτω στό ἔδαφος; Ἄς ἀγαπήσουμε λοιπόν τήν ταπείνωση, γιά νά μᾶς ὑψώσει ὁ Κύριος. Πρόσεχε λοιπόν τόν ἑαυτό σου νά μήν κατακυριευθεῖς ἀπό τήν ὀξυθυμία, ἀπό τήν ὀργή, ἀπό τή μνησικακία, γιά νά μή ζήσεις ζωή ταραγμένη καί ἀνήσυχη• ἀπεναντίας νά κάνεις κτῆμα σου τή μακροθυμία, τήν πραότητα, τήν ἀκακία, καί ὅσα πρέπουν στούς Χριστιανούς, γιά νά ζήσεις ἤρεμη καί ἥσυχη ζωή. Εἶναι ψηλά τά βουνά Ἀραράτ, ἐνῶ οἱ πεδιάδες τῆς ἐρήμου εἶναι πλατειές• κυριαρχεῖ τό ψύχος στή χώρα τοῦ βορρᾶ, ἐνῶ ὁ καύσωνας τοῦ ἥλιου στό νότο• τό μεγαλύτερο ἀνάμεσα στά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ εἶναι ὁ ἀετός, καί τό μεγαλύτερο ἀνάμεσα στά θηρία τῆς γῆς εἶναι τό λιοντάρι, ἀλλά ὁ μεγαλύτερος ἀνάμεσα στούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων εἶναι ὁ φοβούμενος τόν Κύριο. Μέγας εἶναι ὁ Κύριος ὁ Θεός μας καί ἄξιος νά ὑμνεῖται πάρα πολύ, ὁ ὁποῖος δημιούργησε τά πάντα καί ὑψώνει αὐτούς πού τόν φοβοῦνται. Σ’ αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες. Ἀμήν.» 

Κεφάλαιο ὄγδοο 
(α)
     «Ἄν, τήν ὥρα πού ἐργάζεσαι τό ἔργο τοῦ Κυρίου μέ ταπεινοφροσύνη καί εὐσέβεια, ὁ ἀντίπαλος ὁπλίσει ἐναντίον σου κάποιους ἀπό τούς πιό ἀμελεῖς, θέλοντας νά σέ ἀποσπάσει ἀπό τόν ὀρθό τρόπο ζωῆς, μή φοβηθεῖς, οὔτε νά δειλιάσεις, οὔτε νά παρεκκλίνεις ἀπό τόν ἴσιο δρόμο, ἐπειδή ὁ Ἀπόστολος λέει• «Πιεζόμαστε μέ κάθε τρόπο, ἀλλά δέν φτάνουμε σέ ἀδιέξοδο, ὁδηγούμαστε σέ ἀμηχανία, ἀλλά δέν ἀπελπιζόμαστε, μᾶς καταδιώκουν ἀλλά δέ μᾶς ἐγκαταλείπει ὁ Θεός, μᾶς ρίχνουν κάτω σάν ἡττημένους, ἀλλά δέ χανόμαστε πάντοτε περιφέρουμε στό σῶμα μας τή νέκρωση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ στό σῶμα μας. Πάντοτε ἐμεῖς πού ζοῦμε παραδίνουμε τόν ἑαυτό μας στό θάνατο γιά τή δόξα τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ ζωή τοῦ Ἰησοῦ στό θνητό μας σῶμα». 
      Περίμενε λοιπόν μέ ὑπομονή τόν Κύριο, ἐκλεκτέ τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκπλαγοῦν γιά τή θαυμαστή σωτηρία σου αὐτοί πού τώρα σέ θλίβουν, ὅπως εἶναι γραμμένο• Ὁ δίκαιος ἄν συμβεῖ νά πεθάνει πρόωρα, θά βρεθεῖ στήν αἰώνια ἀνάπαυση• διότι τιμημένα γηρατειά δέν εἶναι αὐτά πού διαρκοῦν πολλά χρόνια, οὔτε μετριέται ἡ ἀξία τους μέ τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν καί ἄσπρα μαλλιά γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ σύνεση, καί σεβαστή γεροντική ἡλικία εἶναι ἡ ἀκηλίδωτη ζωή. Ἐπειδή ἔγινε εὐάρεστος στόν Θεό, ἀγαπήθηκε ἀπό αὐτόν, καί ἐνῶ ζοῦσε ἀνάμεσα σέ ἁμαρτωλούς, τόν μετέθεσε ὁ Θεός στήν ἄλλη ζωή• τόν ἅρπαξε γιά νά μήν ἀλλάξει ἡ κακία τή σύνεσή του, καί γιά νά μήν ἐξαπατήσει ὁ δόλος τήν ψυχή του, διότι ἡ γοητεία τῆς φαυλότητας ἀμαυρώνει τά ὡραῖα, καί ὁ ρεμβασμός τῆς ἐπιθυμίας διαστρέφει τόν ἄκακο νοῦ.»
(β)
      «Ἄν καί ἔγινε τέλειος μέσα σέ λίγο χρονικό διάστημα, εἶναι σάν νά συμπλήρωσε πολλά χρόνια• διότι ἡ ψυχή του ἦταν εὐάρεστη στόν Κύριο• γι’ αὐτό βιάστηκε νά φύγει ἀνάμεσα ἀπό τήν ἀνθρώπινη πονηρία. Οἱ λαοί ὅμως εἶδαν καί δέν κατάλαβαν τήν αἰτία, οὔτε ἔβαλαν στό νοῦ τους τό γεγονός αὐτό, ὅτι δηλαδή εἶναι χάρη καί ἔλεος στούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ, καί ἐπίσκεψη στούς ἀφοσιωμένους σ’ αὐτόν. Θά κατηγορήσει καί θά δικάσει ὁ δίκαιος, ὅταν πεθάνει, τούς ἀσεβεῖς πού ζοῦν, καί ὁ νέος, πού ἔφτασε στήν τελειότητα, τά πολύχρονα γηρατειά τοῦ ἄδικου ἀνθρώπου. Διότι θά δοῦν τόν πρόωρο θάνατο τοῦ σοφοῦ καί δέ θά καταλάβουν τί ἀποφάσισε ὁ Θεός γι’ αὐτόν, καί πώς τόν προστάτευσε καί τόν ἐξασφάλισε ὁ Κύριος. Θά δοῦν τόν πρόωρο θάνατο τοῦ σοφοῦ καί θά τόν ἐλεεινολογήσουν, ἀλλά ὁ Κύριος θά γελάσει μ’ αὐτούς καί θά τούς ἐμπαίξει, καί θά καταντήσουν ἔπειτα ἀπ’ αὐτά πτῶμα περιφρονημένο καί αἰώνια ἀτιμία ἀνάμεσα στούς νεκρούς. Διότι ὁ Κύριος θά τούς συντρίψει καί θά τούς ρίξει κάτω πρηνεῖς καί ἄφωνους, καί θά τούς συγκλονίσει ἀπό τά θεμέλια, καί θά γίνουν χέρσοι, χωρίς ἀπογόνους, ὡς τόν τελευταῖο τῆς γενιᾶς τους, καί θά βρίσκονται μέσα σέ ὀδύνη, καί ἡ ἀνάμνησή τους θά ἐξαφανιστεῖ. Θά θυμηθοῦν τά ἁμαρτήματά τους τρομαγμένοι καί ὁ Κύριος θά ἐλέγξει ἐνώπιόν τους τίς παρανομίες τους. Τότε θά σταθεῖ ὁ δίκαιος μέ πολλή παρρησία μπροστά σ’ αὐτούς πού τόν καταπίεσαν καί καταπάτησαν τούς κόπους του. Ὅταν τόν δοῦν, θά ταραχθοῦν κυριευμένοι ἀπό τρομερό φόβο, καί θά καταπλαγοῦν γιά τήν ἀπίστευτη σωτηρία του. Καί θά ὁμολογήσουν μέσα τους μετανοώντας καί θά ἀναστενάζουν ἀπό τό ψυχικό βάρος, λέγοντας• Αὐτός ἦταν ἐκεῖνος πού κάποτε περιγελούσαμε καί τόν εἴχαμε κάνει ἐμεῖς οἱ ἀνόητοι παροιμία γιά χλευασμό• νομίσαμε ὅτι ἡ ζωή του ἦταν μία ἀνοησία καί ὅτι ὁ θάνατός του ἦταν ἄδοξος. Πῶς ὅμως τώρα κατατάχθηκε ἀνάμεσα στούς υἱούς τοῦ Θεοῦ, καί πῶς ἡ θέση του βρίσκεται ἀνάμεσα στούς Ἁγίους; Λοιπόν πλανηθήκαμε μακριά ἀπό τό δρόμο τῆς ἀλήθειας, καί τό φῶς τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ δέν ἔλαμψε πάνω σ’ ἐμᾶς, καί ὁ ἥλιος δέν ἀνέτειλε γιά μᾶς. Στούς δρόμους τῆς ζωῆς μας χορτάσαμε ἀπό τήν ἀνομία καί τήν ἀπώλεια, καί διασχίσαμε χῶρες ἔρημες καί ἀδιάβατες, ἀλλά τό δρόμο τοῦ Κυρίου δέν τόν γνωρίσαμε. Τί μᾶς ὠφέλησε ἡ ὑπερηφάνεια; Καί τί μᾶς βοήθησε ὁ πλοῦτος πού συνοδευόταν ἀπό τήν ἀλαζονεία; Πέρασαν ὅλα ἐκεῖνα σάν σκιά καί σάν εἴδηση πού ἔρχεται καί φεύγει· σάν πλοῖο πού διασχίζει τά ταραγμένα νερά τῆς θάλασσας, τό ὁποῖο ὅταν περάσει δέν μπορεῖς νά βρεῖς σημάδι ἀπ’ τό πέρασμά του, οὔτε τό δρόμο πού ἀφήνει ἡ καρίνα του, ἀνάμεσα στά κύματα. Ἤ σάν ἕνα ἄγριο πουλί πού πέταξε καί ἔσχισε τόν ἀέρα, χωρίς νά ἀφήνει κανένα ἴχνος ἀπό τό πέταγμά του, καί μέ τό χτύπημα τῶν φτερῶν του μαστιγώνει τόν ἐλαφρό ἀέρα καί τόν σχίζει μέ τήν ὁρμή τῆς βοῆς ἀπό τά κινούμενα φτερά του, καί πετά μέσα στόν ἀέρα καί ἔπειτα δέ βρίσκεται κανένα σημάδι σ’ αὐτόν ἀπό τό πέρασμά του.» 
 (γ)
     «Ἤ σάν ἕνα βέλος πού ἐκτοξεύθηκε στό στόχο του, καί ἀφοῦ σχίστηκε ὁ ἀέρας, ξαναγύρισε ἀμέσως στή θέση του, ὥστε νά εἶναι ἄγνωστο τό πέρασμά του. Ἔτσι καί μεῖς• γεννηθήκαμε καί πεθάναμε καί δέν ἔχουμε νά παρουσιάσουμε κανένα σημάδι ἀρετῆς, ἀλλά σπαταλήσαμε τή ζωή μας στήν κακία. Διότι ἡ ἐλπίδα τοῦ ἀσεβῆ ἀνθρώπου μοιάζει μέ σκόνη, πού τήν παρασύρει ὁ ἀέρας, καί μέ λεπτή πάχνη, πού τήν ἐξαφανίζει ἡ λαίλαπα, καί μέ καπνό, πού τόν σκόρπισε ὁ ἀέρας, καί μέ ἀνάμνηση ἐνός περαστικοῦ διαβάτη, πού ἔμεινε μία μόνο μέρα καί ἔφυγε. Οἱ δίκαιοι ὅμως ζοῦν αἰώνια, καί ἡ ἀμοιβή τους βρίσκεται στά χέρια τοῦ Κυρίου, καί ὁ Ὕψιστος φροντίζει γι’ αὐτούς. Γι’ αὐτό θά πάρουν ἀπό τό χέρι τοῦ Κυρίου τό μεγαλόπρεπο βασιλικό στέμμα καί τό ὡραῖο διάδημα, διότι ὁ Κύριος θά τούς σκεπάσει μέ τό δεξί του χέρι καί θά τούς ὑπερασπίσει μέ τόν βραχίονά του. Μή λοιπόν μισήσεις κάποιον μέσα στήν καρδιά σου, οὔτε νά ἀνταποδώσεις κακό ἀντί κακοῦ· ἀλλά ἀπεναντίας, ἀπόκτησε τήν ἀγάπη μέσα σου, τήν ὁποία ἡ Ἁγία Γραφή ὕψωσε περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη ἀρετή• διότι τήν παρομοίασε μέ τόν ἴδιο τόν Δημιουργό τῶν πάντων, λέγοντας• Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.»
(δ)
     «Ἕνας ἀδελφός ἀπό κοινόβιο ἐπισκέφθηκε κάποιον γέροντα καί ὁ γέροντας τοῦ εἶπε·  «Τά κοινόβια μοιάζουν μέ σχολεῖα· διότι ἄλλοι φθάνουν στό παλάτι τοῦ βασιλιά καί ἄλλοι καταλήγουν στά καμίνια. Καί ἀφοῦ ὠφελήθηκε ὁ ἀδελφός μέ τό λόγο τοῦ γέροντα, ἔβαλε μετάνοια σ’ αὐτόν. Γι’ αὐτό λοιπόν ἄς μεταχειρισθοῦμε τή ζωή μας σάν ἐργασία, γιά νά μή γίνουμε ἄχρηστοι καί πεταχθοῦμε ἔξω ἀπό τή βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί ὁδηγηθοῦμε στήν κάμινο τοῦ πυρός. Ὅταν δεῖς αὐτούς πού ἔχουν γεράσει στό μοναχικό σχῆμα νά δείχνουν ἀμέλεια, τότε σοῦ χρειάζεται πολλή προφύλαξη, μήπως τούς μιμηθεῖς καί βαδίσεις τόν ἴδιο δρόμο· ἤ μήπως, ἀφοῦ ἀποκτήσεις ἐγκράτεια, ὑπερηφανευθεῖς εἰς βάρος τους, κάτι πού εἶναι ἧττα ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας. Ἀλλά ἄκου αὐτόν πού λέει· «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου καί προφύλαξε πάρα πολύ τήν ψυχή σου», διότι οὔτε ἐμεῖς δικαιωνόμαστε ἀπό τά ἔργα τῶν ἄλλων, οὔτε οἱ ἄλλοι θά καταδικασθοῦν γιά τά δικά μας ἔργα. Γιατί ὅταν θά ὁδηγηθοῦμε μπροστά στόν Κριτή, γυμνοί καί ξεσκεπασμένοι, γιά νά δώσουμε λόγο γι’ αὐτά πού κάναμε, δέ θά καταδικασθεῖ ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλο· διότι ὁ καθένας θά βαστάξει τό δικό του φορτίο.
      Ἄν κάποιος σου ἐξομολογηθεῖ τούς λογισμούς του, μήν ἐρευνᾶς τήν ὑπόθεση, ἄν εἶναι ἄρρωστο τό μάτι τοῦ νοῦ σου, μήπως κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐκεῖνος μιλᾶ, ἐνοχληθεῖς ἀπό τά ἴδια πάθη καί γίνεις ὅμοιος μέ κυβερνήτη πού ἔπεσε σέ μεγάλη φουρτούνα. Πρέπει λοιπόν ἐμεῖς, ἀφοῦ ἀκούσουμε τήν ἀρχή τῶν λόγων, νά καταλάβουμε τά ἑπόμενα, καί ἔτσι νά παρηγοροῦμε αὐτόν πού θλίβεται, ἀντλώντας ἀπ’ αὐτά πού ἔχουμε παραλάβει ἀπό τούς ἁγίους ἀνθρώπους ἤ ἀπ’ αὐτά πού διδαχθήκαμε ἀπό τήν πείρα μας. Διότι δέν εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου νά πέσει στόν γκρεμό ἄλλος ἐξαιτίας ἄλλου· ἐπειδή ὁ Κύριος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι. Ἐσύ ὅμως, ἀγαπητέ, μή φανερώνεις τούς λογισμούς σου σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά σ’ ἐκείνους πού θά δοκιμάσεις καί θά βεβαιωθεῖς ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πνευματικοί· ἐπειδή οἱ ἐνέδρες τοῦ Διαβόλου εἶναι πολλές.»
(ε)
     «Διότι ὁ Σωτῆρας μας Χριστός εἶπε· Προσέχετε καί φυλάγεσθε ἀπό τούς ψευδοπροφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔρχονται σ’ ἐσᾶς μέ ἔνδυμα προβάτων, ἀπό μέσα τους ὅμως εἶναι λύκοι ἁρπαχτικοί. Θά τούς ἀναγνωρίσετε ἀπό τά ἔργα τους. Ἀπό τούς πνευματικούς ὅμως ἀνθρώπους μήν κρύψεις τούς λογισμούς σου, μήπως τυχόν βρεῖ ὁ Ἐχθρός ἀπόμερο σημεῖο καί φωλιάσει μέσα σου. Ἀπεναντίας ὅμως μέ τούς ἀνθρώπους πού ἔχουν σαρκικό φρόνημα μή συζητᾶς, διότι οἱ φιλήδονοι ἄνθρωποι καθημερινά σωρεύουν γιά τόν ἑαυτό τους ἁμαρτίες, λέγοντας τοῦτο· Αὐτή καί μόνο ἡ ἁμαρτία ἄς μου λογαριασθεῖ· ἐνῶ ὁ προφήτης Ἡσαῒας τούς ἐλεεινολογεῖ ἀπό λύπη, καί λέει· Ἀλίμονο σ’ ἐκείνους πού σύρουν πρός τόν ἑαυτό τους τίς ἁμαρτίες τους σάν μέ ἕνα μακρύ σχοινί, καί τίς ἀνομίες τους σάν μέ τό λουρί τοῦ ζυγοῦ μιᾶς δαμάλας. Γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγουμε τά ἀνώφελα λόγια καί νά μήν παρασυρόμαστε μαζί μ’ αὐτούς πού περιφρονοῦν τό φόβο τοῦ Κυρίου, διότι δέ λένε τίποτε γιά τήν ὠφέλειά μας, οὔτε κάνουν γιά τόν Κύριο κάτι πού νά εἶναι σχετικό μέ τήν ἀρετή καί τήν εὐσέβεια, ἤ κάτι σχετικό μέ τή σεμνότητα. Τά λόγια τους εἶναι παγίδες θανάτου· ἡ συμβουλή τους εἶναι βαθύς λάκκος ᾅδου. Ἡ συναναστροφή μ’ αὐτούς φέρνει παρρησία καί γέλια, μέθη καί ἀπώλεια τῆς ψυχῆς. Ὁ φοβερός Ὄφις ὁμιλεῖ μέ τό στόμα τους.»
 (στ)
«Ἐσύ ὅμως, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, νά ἀποφεύγεις αὐτά• νά ἐπιδιώκεις τή δικαιοσύνη, τήν εὐσέβεια, τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν ὑπομονή τήν πραότητα. Νά ἀγωνίζεσαι τόν καλόν ἀγώνα τῆς πίστεως. Κράτησε τήν αἰώνια ζωή, στήν ὁποία σέ κάλεσε ὁ Θεός καί γιά τήν ὁποία ἔδωσες τήν καλή ὁμολογία μπροστά σέ πολλούς μάρτυρες. Πρόσεχε, ἀγαπητέ δοῦλε τοῦ Κυρίου καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νά μήν παραπλανηθεῖς μέσα στήν πρόσκαιρη ἀπάτη αὐτῆς τῆς ζωῆς, γιά νά μή στερηθεῖς τήν αἰώνια ζωή. Νά προσέχεις καλά. Ὀνομάστηκες ἔμπορος, πρόσεχε μήπως χάσεις τό μαργαριτάρι, μήπως ἁρπάξει ὁ Ἐχθρός τό θησαυρό σου, μήπως βυθίσει τό πλοῖο μαζί μέ τό ἐμπόρευμα καί γυρίσεις μέ ἄδεια χέρια στό σπίτι σου. Ἐπειδή ξέρει ὁ Ἐχθρός ποιά δόξα θά πάρει ἀπό τόν Θεό ἐκεῖνος πού διατηρεῖ τόν ἑαυτό του καθαρό ἀπό αὐτά πού μολύνουν τό σῶμα, τόν πολεμᾶ δυνατά μέ τούς λογισμούς, θέλοντας νά κυλίσει τόν ἄνθρωπο μέσα στόν βοῦρκο τους, γιά νά μήν ἐπιτύχει τή μέλλουσα δόξα• καί ἄν βρεῖ μία ψυχή νά ἔχει ἀρνηθεῖ τούς ἀνώφελους λογισμούς, δέν τήν ἐπισκέπτεται συχνά, ἀλλά οὔτε ἀπομακρύνεται γιά καλά• πηγαίνει κατά προτίμηση ἐκεῖ ὅπου, μόλις χτυπήσει, θά τοῦ ἀνοίξουν ἀμέσως τήν πόρτα, καί καταμολύνει μέ βρωμερές ἐπιθυμίες τό σῶμα καί τήν ψυχή ἐκείνου πού δέν ἀντιστέκεται σ’ αὐτόν. Στό τέλος σάν καλός σύμβουλος, τόν συμβουλεύει τάχα· Εἶναι καλύτερα γιά σένα νά πᾶς στόν κόσμο καί νά πάρεις σύζυγο, παρά νά καταστρέφεις ἔτσι τό σῶμα σου. Ἀπό ἐκεῖνον ὅμως πού εἶναι προσεκτικός, ὅλα αὐτά θά ἀπομακρυνθοῦν.» 
(ζ)
      «Πρόσεχε λοιπόν τόν ἑαυτό σου καί τότε δέ θά σέ κυριεύσει κανένα ἀπ’ αὐτά. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀποφεύγεις τήν παρρησία• καί πάλι τό λέω· ἀπόφευγε τήν παρρησία, μήπως σέ κυριεύσει ἡ ἀδιαντροπιά, καί ἀφοῦ σέ δέσει σάν ἄθλιο αἰχμάλωτο, σέ παραδώσει  δοῦλο  στήν  ἁμαρτία·  καί τότε θά  ἀρχίσεις νά λές, Βυθίστηκα στά βάθη τῆς θάλασσας καί καταιγίδα μέ καταπόντισε• καί ἐπίσης• Χώθηκα στή λάσπη τοῦ βυθοῦ καί δέν ὑπάρχει στέρεο ἔδαφος. Γι’ αὐτό πρέπει νά ἀποφεύγεις τή συναναστροφή τῶν κακόγνωμων ἀνθρώπων, ὄχι ἐπειδή μισεῖς τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἐπειδή θέλεις νά ἀποφύγεις τή βλάβη. Ἄν ὅμως σχετίσθηκες ἀπό πρίν μέ ἀμελεῖς, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, ὥστε καί κείνους νά κερδίσεις μέ τόν σωστό τρόπο ζωῆς καί τόν ἑαυτό σου νά μήν τόν χάσεις. Μήν ἐμπιστεύεσαι τήν ψυχή σου σ’ αὐτούς πού λένε ἀνώφελα λόγια καί ὑπόσχονται ὅτι διδάσκουν τή σωφροσύνη. Διότι εἶπε ὁ Σωτῆρας μας· Ἀπό τό περίσσευμα τῆς καρδιᾶς μιλάει τό στόμα. Γι’ αὐτό λοιπόν νά προφυλάγεσαι ἀπ’ αὐτούς πού δείχνουν νεανική συμπεριφορά καί συναναστρέφονται μέ εὐτράπελους ἀνθρώπους, γιά νά μήν παρακούσεις τόν Ἀπόστολο πού λέει• Ἀπόφευγε τίς νεανικές ἐπιθυμίες. Μή συμπαθήσεις ἄνθρωπο εἰς βάρος τῆς ψυχῆς σου, οὔτε ἀσήμαντο, οὔτε σπουδαῖο, οὔτε ἄρχοντα· διότι κανείς δέ θά μπορέσει νά σέ γλυτώσει ἀπό τήν ἄσβηστη φωτιά. Ἄκου τόν Κύριο πού λέει• Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ὅταν κερδίσει τόν κόσμο καί χάσει τήν ψυχή του; Μή λοιπόν χάσεις τήν παρρησία σου πρός τόν Θεό, οὔτε γιά τιμή καί δόξα ἀνθρώπινη, οὔτε γιά φαγητό ἤ ποτό ἤ ἔνδυμα· διότι ὅλα αὐτά φθείρονται καί χάνονται• οἱ πράξεις ὅμως τοῦ καθενός, εἴτε καλές εἴτε κακές, γράφονται. Νά σκέφτεσαι τά οὐράνια ἀγαθά καί ὄχι τά γήϊνα πράγματα, γιά νά ἐπιτύχεις τήν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ Πατέρα, πού βρίσκεται στούς οὐρανούς, καί νά συναριθμηθεῖς μέ τούς ἐκλεκτούς τοῦ Υἱοῦ, καί νά σέ εὐλογήσει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο μαζί μέ ὅλους τούς Ἁγίους του• διότι σ’ αὐτό ἁρμόζει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες. Ἀμήν.»

Κεφάλαιο ἔνατο
(α)
     «Ἀγαπητέ, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως σέ διδάξει ὁ Ὄφις νά μιμεῖσαι αὐτούς πού καταφρονοῦν τή σωτηρία τους καί νά λές• Δέν εἶσαι καλύτερος ἀπ’ αὐτούς πού ἔπεσαν στά πάθη. Ἐσύ ὅμως νά ἀντιληφθεῖς αὐτό πού εἶναι γραμμένο· Σέ ἕνα μεγάλο σπίτι δέν ὑπάρχουν μόνο σκεύη χρυσά καί ἀσημένια, ἀλλά καί ξύλινα καί πήλινα• καί ἄλλα εἶναι προορισμένα γιά τιμητική χρήση, καί ἄλλα γιά περιφρονητική. Ἄν λοιπόν παρακούσεις τόν Κύριο, ἐκτελώντας τά ἔργα τῆς ἁμαρτίας, θά εἶσαι σκεῦος περιφρονημένο· ἄν ὅμως ἐκτελέσεις τά ἔργα τοῦ Κυρίου, θά εἶσαι σκεῦος  ἐκλεκτό,  τιμημένο,  ἁγιασμένο, χρήσιμο  στόν Δεσπότη Χριστό, σκεῦος προετοιμασμένο γιά κάθε καλό ἔργο. Παρακαλῶ, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, γιά νά βρεῖς ἔλεος ἀπό τόν Κύριο καί σ’ αὐτή τή ζωή καί στή μέλλουσα· ἄν ὅμως δέν προσέχεις τόν ἑαυτό σου, καί ἐδῶ θά ταλαιπωρηθεῖς καί ἐκεῖ δέ θά βρεῖς ἀνάπαυση. Διότι αὐτά πού γίνονται ἔξω ἀπό τόν ἴσιο δρόμο δέν προξενοῦν τίποτε ἄλλο παρά κατάκριση καί μεταμέλεια. Μή λοιπόν ζηλεύεις αὐτούς πού καταφρονοῦν τή σωτηρία τους καί δείχνουν ἐνδιαφέρον μόνο γιά τό σχῆμα, γιά νά μή γίνεις ὅμοιος μέ στρατιώτη πού αἰχμαλωτίσθηκε ἀπό τούς ἐχθρούς, καί ἔχεις βέβαια τό σφράγισμα τοῦ βασιλιά.
      Διότι εἶναι ἀψευδής ὁ Κύριος πού εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέω• καθένας πού ἁμαρτάνει εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας• γιατί τό σχῆμα μοιάζει μέ φύλλα, ἐνῶ τά ἔργα μοιάζουν μέ καρπούς. Οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐπίγειου βασιλιά χύνουν αἵματα, γιά νά ἀρέσουν στό βασιλιά τους• ἐσύ ὅμως δέν ἔχεις ἀνάγκη νά χύσεις αἷμα, ἀλλά νά μή νικηθεῖς ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά μήν κάνεις καρπούς γιά τό θάνατο. Νά εἶσαι ἄγρυπνος, ἀγαπητέ, νά εἶσαι ἄγρυπνος καί νά ὑπομείνεις τούς κόπους. Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος, ὥστε νά λησμονήσει τόν κόπο σου. Ἀπεναντίας μάλιστα, γιά τό σκοτάδι πού ὑποφέρεις, καθώς κάθεσαι στό κελλί σου, θά λάμψει ἐπάνω σου τό φῶς τῆς ἀλήθειας• ὅπως εἶναι γραμμένο• Ἀνέτειλε στό σκοτάδι φῶς γιά τούς εὐθεῖς ἀνθρώπους. Νά ἀγωνίζεσαι τόν καλόν ἀγώνα τῆς πίστεως, ὥστε νικώντας τόν Ἐχθρό νά προσκυνήσεις τόν Βασιλέα τῆς δόξης, χωρίς ντροπή. Διότι δέ θά στεφανώσει ὁ Κύριος μόνον αὐτούς πού φονεύθηκαν μέ ξίφος καί μαρτύρησαν μπροστά σέ τυράννους, ἀλλά καί αὐτούς πού προόδευσαν στήν ἄσκηση καί τήν ἀγάπη• διότι ὅπως ἐκεῖνοι ὑπέφεραν τά βασανιστήρια γιά τόν Κύριο, ἔτσι καί αὐτοί ὑπέφεραν γιά τόν Κύριο τήν ταλαιπωρία καί τήν ἄσκηση.»
 (β)
     «Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου, μήπως συμβεῖ νά δημιουργηθεῖ στήν καρδιά σου πονηρός λογισμός. Μή συμφωνήσεις μέ τόν πονηρό λογισμό• διότι αὐτό ἔπαθε κάποιος ἀπό τους παλαιούς, κρύβοντας ἀπό τά ἀφιερώματα στή σκηνή του• τό ἴδιο καί ὁ Γιεζί ὁ ὑπηρέτης τοῦ προφήτη Ἐλισαιέ, ἀλλά δέν ἔμειναν ἀπαρατήρητοι ἀπό τόν Θεό, οὔτε ἀπό τούς ἀνθρώπους• διότι παρόλο πού κρυφά ἔκαναν τό κακό, φανερά πῆραν τήν ἀνταμοιβή• ὁ ἕνας λιθοβολήθηκε μαζί μέ ὅλη τήν οἰκογένειά του ἀπό ὅλο τό λαό, καί ὁ ἄλλος κληρονόμησε τή λέπρα μαζί μέ τούς ἀπογόνους του, ὅσο θά ὑπάρχουν στή ζωή. Διότι εἶναι ἀψευδής ὁ Ἀπόστολος πού εἶπε• Ὁ Θεός δέν ἐμπαίζεται· γιατί αὐτό πού θά σπείρει κανείς, αὐτό καί θά θερίσει. Μάθε νά ζεῖς ὑπομονετικά, γιά νά ἀποφύγεις τίς βλάβες, πού βρίσκουν αὐτούς πού δέ ζοῦν στήν ἡσυχία. Ἄκου αὐτόν πού λέει• Παιδί μου, ἄν γίνεις σοφός γιά τόν ἑαυτό σου, θά εἶσαι σοφός καί γιά τόν πλησίον σου• ἄν ὅμως γίνεις κακός, μόνος θά ἀντλήσεις τά κακά γιά τόν ἑαυτό σου. Ρωτᾶς• γιατί μᾶς νικᾶ ὁ Ἐχθρός; Ρωτᾶς• γιατί γίνεται καί περισσεύουν τά πάθη μας; Διότι, ὅταν μᾶς διδάσκουν, δέν προσέχουμε, ὅταν μᾶς ἐλέγχουν γιά τή διόρθωση τῶν σφαλμάτων μας, ἀρνούμαστε τόν ἔλεγχο. Τούς ἀνθρώπους τούς ἐμπαίζουμε καί τόν Θεό τόν καταφρονοῦμε, μέ τό νά μήν πειθόμαστε στόν Κύριο πού λέει· Ἀλήθειά σας λέω· ὅτι ἄν αὐτοί σωπάσουν, θά φωνάξουν οἱ πέτρες.»
 (γ)
      «Ὁ φοβερός Ὄφις μᾶς προσφέρει κρυφά ἐξυπνάδα γιά νά νικήσουμε μέ δικαιολογίες αὐτούς πού θέλουν νά μᾶς διορθώσουν, καί ἔτσι ἡ ἁμαρτία περισσεύει σ ἐμᾶς, ἐπειδή δέν ὑπάρχει αὐτός πού θά ἀντισταθεῖ. Σέ λαφυραγωγεῖ ὁ Ἐχθρός σου, καί δέν τό γνωρίζεις, ψυχή μου; Κάνει τίς ἐπιθυμίες του σ’ ἐσένα, καί τό ἀνέχεσαι; Ἀπόφευγε, ἄνθρωπέ μου, τίς κακές συμβουλές του. Θυμήσου αὐτά πού συμφώνησες μέ τόν Θεό, καί πρόσεχε τόν ἁγιασμό σου, γιά νά βρεῖς χάρη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἄκου τόν Ἀπόστολο πού λέει· Ἀποφεύγετε τήν πορνεία. Καί θέλεις νά μάθεις πόσο ἐπικίνδυνη εἶναι ἡ πορνεία; Αὐτούς δηλαδή πού δέν μπόρεσε νά θανατώσει στήν ἔρημο τό δάγκωμα τῶν φιδιῶν, αὐτούς στήν Μαδιάν τούς ἔριξε κάτω νεκρούς ἡ πορνεία, καί διά μέσου τῆς πορνείας προτίμησαν νά φᾶνε ἀκόμη καί θυσία εἰδώλων γι’ αὐτό ἔπεσαν νεκροί, μέσα σέ μία μέρα, εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες. Ἄν ὅμως ἔπεσες σέ τέτοια ἁμαρτία, μήν παραμένεις στήν πτώση, οὔτε νά καταφρονεῖς τή μακροθυμία καί τήν ἀνεκτικότητα τοῦ Θεοῦ. Θυμήσου ὅτι ὁ θάνατος δέ θά ἀργήσει. Θυμήσου ὅτι δέν εἶναι δυνατό νά ξεφύγεις ἀπό τά χέρια τοῦ Θεοῦ. Μή λοιπόν ἀδιαφορεῖς, ἀλλά μετανόησε, χύσε δάκρυα, στέναξε, διότι σέ ἔχει ἐμπαίξει ὁ Διάβολος. Γιατί καί ἄν ἀκόμη ἐμεῖς ἀφήσουμε νά λησμονηθεῖ τό παράπτωμα, ὅμως ὁ Θεός πού μᾶς ἔπλασε γνωρίζει καλά τό ἔργο τοῦ καθενός. 
      Μή λοιπόν ἀδιαφορεῖς, ἀλλά στάσου γενναία ἀπέναντι στόν Ἀντίπαλο καί φράξε καλά τό ἄνοιγμα ἀπό τό ὁποῖο μπαίνοντας συνήθως ὁ Ἐχθρός σέ λαφυραγώγησε, γιά νά γυρίσει πίσω ἄπρακτος, καθώς δέ θά βρεῖ κατάλληλη τήν εἴσοδο. Καί τό φράξιμο τοῦ ἀνοίγματος εἶναι τό νά προφυλάσσουμε τίς αἰσθήσεις ἀπό τίς ὁποῖες μπαίνει στήν ψυχή τό ἀγαθό ἤ τό πονηρό: τήν δράση, τήν ἀκοή, τήν ὄσφρηση, τήν ἀφή, τή γεύση• καί νά μήν ἀφήνουμε τούς λογισμούς νά περιπλανιῶνται ἄπρεπα. Νά ἔχεις, ἀγαπητέ, στό νοῦ σου τούς γίγαντες, οἱ ὁποῖοι κατέστρεψαν τή γῆ κατά τόν καιρό τῆς κυριαρχίας τους• πώς τούς ἐξαφάνισε ὁ Κύριος σέ μία στιγμή μέ τόν κατακλυσμό, ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, καί ἡ δύναμή τους δέν τούς ὠφέλησε. Συλλογίσου τή χώρα τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας, πώς καταστράφηκε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν πού κατοικοῦσαν σ’ αὐτή, καί ὅτι ἡ ἄσωτη ζωή καί ἡ ὑπερηφάνεια δέν τούς ὠφέλησε. Ἄς ἐνδιαφερθοῦμε λοιπόν, ἀγαπητοί, γιά τή σωτηρία μας, μήπως βρεῖ ξαφνικά καί ἐμᾶς τό τέλος τῆς ζωῆς μας καί ἀναχωρήσουμε ἀπ’ αὐτή τή ζωή, τή στιγμή πού εἴμαστε σέ μεγάλη κατάκριση. Τί νομίζουμε γι’ αὐτόν πού πέθανε· ὅτι μετά ἀπό μία μέρα θά ξαναγυρίσει στό σπίτι του; Ἤ μετά ἀπό ἕνα χρόνο; Ἤ μετά ἀπό ἑκατό ἤ χίλια χρόνια; Γιατί λοιπόν προσπαθοῦμε νά διεκδικήσουμε αὐτά πού δέ μένουν, καί καταφρονοῦμε αὐτά πού δέ φεύγουν;» 
(δ)
     «Πές σ’ αὐτόν πού σοῦ ὑπαγορεύει ρυπαρές καί ἀκάθαρτες ἐπιθυμίες• Ἐχθρέ τῆς ἀληθείας, θά ντροπιασθῶ ἐγώ, γιά νά πραγματοποιήσεις ἐσύ τήν ἐπιθυμία σου; Πήγαινε πρός τούς ὁμοίους μ’ ἐσένα ἀσελγεῖς ἀνθρώπους. Ζήτησες γιά τόν ἑαυτό σου τήν ἀγέλη τῶν γουρουνιῶν; Καταποντίσου λοιπόν μαζί τους. Δέ θά μέ ἔχεις πιά ὑπάκουο δοῦλο, γιά νά ἐκτελῶ τίς ἐπιθυμίες σου. Εἶναι ἀρκετός ὁ καιρός πού πέρασε ἀνώφελα· ἀπό τώρα θά φροντίσω γιά τήν ἀλήθεια καί θά ἱκετεύσω τόν Θεό μου, ὥστε νά μέ σώσει ἐντελῶς ἀπό τά ἔργα σου· διότι μου ἔχει δώσει Πνεῦμα Ἅγιο, καί ἐγώ τό παρόργισα• μοῦ ἔχει δώσει ψυχή καί σῶμα καθαρό, ἐγώ ὅμως τά μόλυνα. Ἔτσι νά λές, ἀγαπητέ, σ’ αὐτόν πού σοῦ ὑπαγορεύει τά ὀλέθρια πάθη. Εἶπε κάποιος ἀπό τούς Ἁγίους• ἡ πορνεία μοιάζει μέ σκυλί· ἄν τήν κολακεύσεις, ἀφοσιώνεται σ’ ἐσένα• ἄν τήν διώξεις, θά φύγει. Ἄκου τόν Δαβίδ πού λέει• Ἐγώ θά παραμένω μόνος μου ὡσότου νά παρέλθω• πού σημαίνει, νά προσέχει ὁ καθένας μας τόν ἑαυτό του, ὡσότου νά ἀναχωρήσουμε ἀπό τήν παρούσα ζωή. Παρακαλῶ, πρόσεχε τόν ἑαυτό σου καί μήν καταφρονεῖς τόν τρόπο τῆς ζωῆς σου. Μή χάσεις γιά μικρή ἀπόλαυση τούς καρπούς τῶν κόπων σου, οὔτε νά προδώσεις ἐξαιτίας τῆς ἀκαθαρσίας τό μισθό τῆς ἐργασίας σου, τό μισθό τῆς ἡσυχίας, τό μισθό τῆς ἀγρυπνίας, τῆς ἐγκράτειας καί τῶν ὑπόλοιπων ἀρετῶν, μήν τόν χάσεις ἐξαιτίας τῆς ἀκαθαρσίας καί ὁμοιωθεῖς μ’ αὐτόν πού βάζει τούς μισθούς του μέσα σέ φθαρμένο βαλάντιο.»
 (ε)
      «Λίγο προζύμι ζυμώνει ὅλο τό ζυμάρι, ἀλλά ἐσύ νά προφυλάγεις ἀπό παντοῦ τόν ἑαυτό σου στό φόβο τοῦ Κυρίου. Ἄκου, ἀγαπητέ, αὐτά πού λέω• στήν κοσμική ζωή ὁ γλυκόλογος θεωρεῖται ὅτι εἶναι μεγάλος ἄνθρωπος, στή μοναχική ὅμως ζωή αὐτός πού ἀγαπᾶ τήν ἡσυχία εἶναι μεγάλος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ἐπίσης, στήν κοσμική ζωή, αὐτός πού ἀγαπᾶ τόν καλλωπισμό τοῦ σώματός του καί ἀλλάζει κάθε τόσο ἐνδύματα, ἀποκτᾶ ἀνθρώπινη δόξα• σ’ αὐτήν ὅμως τήν ὑπόσχεση, ἐκεῖνος πού καταφρονεῖ αὐτά καί δίνει προσοχή μόνο σ’ ἐκεῖνα πού εἶναι ἀπαραίτητα γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, ἐξασφαλίζει γιά τόν ἑαυτό του δόξα στούς οὐρανούς• σύμφωνα μέ τόν Ἀπόστολο πού λέει• Ἄν ἔχουμε τροφές καί ἐνδύματα, ἄς ἀρκεσθοῦμε σ’ αὐτά. Ἀκόμη, στήν κοσμική ζωή, αὐτός πού καυχιέται γιά τή δύναμη τοῦ σώματός του καί γιά τόν πλοῦτο του, θεωρεῖται ὅτι εἶναι μεγάλος ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους• στή μοναχική ὅμως ζωή, αὐτός πού ἀγαπᾶ ἀληθινά τήν ταπείνωση, δοξάζεται ἀπό τόν Κύριο• ὅπως εἶναι γραμμένο• Ὅσους ὁ κόσμος θεωρεῖ μωρούς, αὐτούς διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά ντροπιάσει τούς σοφούς• καί ὅσους ὁ κόσμος θεωρεῖ ἀνίσχυρους, αὐτούς διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά ντροπιάσει τούς ἰσχυρούς• καί ὅσους ὁ κόσμος θεωρεῖ ἄσημους καί περιφρονημένους, αὐτούς διάλεξε ὁ Θεός, καί αὐτούς πού δέν τούς λογαριάζει κανείς, γιά νά καταργήσει αὐτούς πού νομίζουν πώς εἶναι κάτι• ὥστε νά μήν καυχηθεῖ κανείς ἄνθρωπος μπροστά στόν Θεό.
      Ἄς ἀγαπήσουμε λοιπόν αὐτά πού εἶναι ἀρεστά στόν Κύριο, ὡς δοῦλοι χρήσιμοι καί εὐγνώμονες• κι ἄν ἀκόμη ὑποστοῦμε τίς ἐπιθέσεις τῶν κακούργων, κι ἄν ἀκόμη κυριευθοῦμε ἀπό βαρβάρους καί μᾶς πουλήσουν ὡς δούλους, ἄς μήν ἀπελπισθοῦμε γιά τή σωτηρία μας• διότι εἶναι γραμμένο· Στή θλίψη μου ἐπικαλέσθηκα τόν Κύριο καί ἄκουσε τήν προσευχή μου καί μέ ἀνακούφισε, καί αὐτό ἄς τό κάνουμε φέρνοντας στό νοῦ μας ὅτι καί οἱ Προφῆτες ὁδηγήθηκαν στήν αἰχμαλωσία καί ὑπέφεραν δουλεῖες καί ταλαιπωρίες σέ ξένη χώρα, ὅμως ἡ σκέψη τους ποτέ δέν αἰχμαλωτίσθηκε καί δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό. Διότι, τό νά πουληθεῖ ἤ νά μήν πουληθεῖ ὁ ἐξωτερικός μας ἄνθρωπος, δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς• ὅμως τό νά ἀποκτήσει ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος ἤ νά μήν ἀποκτήσει τήν ἀσέβεια, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι ἔλεγξαν τούς ἄρχοντες καί περιφρόνησαν τίς ἀπειλές τοῦ θανάτου, ἐπειδή ζητοῦσαν νά ἀποκτήσουν τήν ἀρετή. Λοιπόν καί ἐμεῖς, ἀγαπητοί, πού εἴμαστε παιδιά τῶν Προφητῶν καί βαδίζουμε στά ἴχνη τους, ἄς ἀποκτήσουμε τήν τέλεια πίστη τους• διότι εἶναι γραμμένο· Αὐτῶν ἐξετάζοντας τό τέλος τῆς ζωῆς τους, νά μιμεῖσθε τήν πίστη τους, γιά νά μποῦμε μαζί μ’ αὐτούς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπου μέσα στή λαμπρότητα τῶν Ἁγίων δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός.» 
 (στ)
      «Γι’ αὐτό ἄς ἀγρυπνοῦμε προσευχόμενοι γιά νά μήν πέσουμε σέ πειρασμό. Ἄς μελετήσουμε τά λόγια του Ἁγίου Πνεύματος γιά νά σκύψουμε μέ ζῆλο στή μελέτη τῶν Γραφῶν, καί χωρίς νά κρατοῦμε βιβλίο στά χέρια μας, ἄς ἔχουμε στό νοῦ μας τά λόγια τοῦ Θεοῦ. Ἄν κάποιος σοῦ ἀποκαλύψει τούς λογισμούς του ἤ σοῦ φανερώσει τίς ἀδυναμίες του, μήν τόν περιφρονήσεις μέ τό νοῦ σου, ἐπειδή τάχα ἔκανε τέτοιες πράξεις, ἀλλά περισσότερο νά θαυμάζεις γιά τήν ἀλλαγή τοῦ ἀδελφοῦ. Διότι τό νά φανερώνει κανείς μέ τή θέλησή του τά σφάλματά του σέ πνευματικούς ἀνθρώπους δείχνει διόρθωση τοῦ τρόπου ζωῆς, τό νά κρύβει ὅμως τά σφάλματά του φανερώνει ψυχή κυριευμένη ἀπό τά πάθη. Γιατί κανείς ποτέ ἄνθρωπος πού συμπράττει μέ τούς κλέφτες καί συμμερίζεται τίς πράξεις τῶν μοιχῶν, δέν τούς ξεσκεπάζει, ἐπειδή ἔχει φιλική διάθεση ἀπέναντι στό πάθος τους. Πρέπει λοιπόν νά συμβουλεύεις αὐτόν πού σοῦ ἐμπιστεύθηκε τό λογισμό του, μέ ὅλη σου τήν ταπεινοφροσύνη, προσέχοντας, ὅπως εἶναι γραμμένο, τόν ἑαυτό σου, μήπως καί σύ πέσεις σέ πειρασμό. Διότι ὁ Κύριος λέει μέ τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ· Καί σύ, ἄνθρωπε, πές στά παιδιά τοῦ λαοῦ σου, ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ δικαίου ἀνθρώπου δέν τόν σώζει τήν ἡμέρα πού θά παραπλανηθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου δέ θά μπορέσει νά τόν βλάψει τήν ἡμέρα πού θά ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία του. Ἀλλά ἄς δώσει σ’ ἐμᾶς ὁ Κύριος νά βαδίζουμε τόν σωστό δρόμο ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς μας, τό δρόμο τόν στενό καί γεμάτο θλίψεις· ὥστε νά φιμωθεῖ τό στόμα τοῦ ἀντιδίκου μας Διαβόλου, γιά νά μήν μπορεῖ νά λέει γιά μᾶς κάτι κακό. Καί αὐτά, διότι στόν Θεό ἁρμόζει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες. Ἀμήν.» 

Κεφάλαιο δέκατο
 (α)
      Ἂς προσέξουμε τοὺς ἑαυτούς μας, ἀγαπητοί, διότι ἔχουμε σκληροὺς καὶ ἄσπλαχνους ἐχθρούς, ποὺ χαίρονται μὲ τὸ πέσιμο τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ποὺ αὐτή εἶναι ἡ μοναδικὴ χαρά τους. Γι’ αὐτό, ἐπειδὴ οἱ ἅγιοι Πατέρες γνώριζαν καλὰ τὶς ἐναντίον μας κακουργίες τους, δὲν ἔδειχναν ἀμέλεια, δὲν παρασύρονταν σὲ περισπασμούς, ἀλλὰ πρόσεχαν τὸν ἑαυτό τους, καὶ προσέχοντας τὸν ἑαυτό τους, καὶ τὸν Θεὸ εὐαρεστοῦσαν καὶ τοὺς ἀνθρώπους παρακινοῦσαν μὲ τὴ ζωή τους στὸ ἀγαθό. Τέτοιος ἀναδείχθηκε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος,  ὅπως ἀνέφερε καὶ ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος, ὁ ἀρχιεπίσκοπος, στὸ βίο ποὺ ἔγραψε γι’ αὐτόν. Καὶ μάλιστα ζοῦσε μὲ πολλὴ καὶ ἐντατικὴ ἄσκηση, διότι νήστευε πάντοτε καὶ τὸ ἔνδυμά του ἦταν ἐσωτερικὰ τρίχινο, ἐξωτερικὰ ὅμως δερμάτινο, καὶ αὐτὰ τὰ κράτησε ὡς τὸ θάνατό του, χωρὶς νὰ λούσει μὲ νερὸ τὸ σῶμα του γιὰ νὰ τὸ καθαρίσει ἀπὸ τὸν ρύπο, καὶ χωρὶς καθόλου νὰ πλύνει τὰ πόδια του ἤ καὶ νὰ τὰ βάλει μόνο μέσα στὸ νερό, δίχως κάποια ἀνάγκη• ἀλλά καὶ οὔτε τὸν ἔχει δεῖ κανεὶς νὰ γυμνωθεῖ, οὔτε ἔχει δεῖ κανεὶς γυμνὸ τὸ σῶμα τοῦ Ἀντωνίου, παρὰ μόνο ὅταν πέθανε καὶ γινόταν ἡ ταφή του. Καὶ ἀκόμη εἶπε• Ἂν καὶ αὐτὰ εἶναι μικρὰ σὲ σχέση μὲ τὴν ἀρετὴ ἐκείνου, ὅμως ἔλα νὰ ἀναλογισθοῦμε ἀπὸ αὐτά, τί λογῆς ἦταν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιος, ποὺ ἀπὸ τὴ νεανικὴ ἡλικία ὡς τὰ γηρατειὰ του κράτησε ἀμείωτη τὴν προθυμία γιὰ τὴν ἄσκηση• καὶ παρόλο ποὺ δὲν ὑποχώρησε ἐξαιτίας τῶν γηρατειῶν στὴν πολυτέλεια τῶν φαγητῶν καὶ δὲν ἄλλαξε ἐξαιτίας τῆς ἀδυναμίας τοῦ σώματός του τὸ εἶδος τοῦ ἐνδύματος, ἀλλὰ καὶ παρόλο ποὺ δὲν ἔπλυνε οὔτε τὰ πόδια του μὲ νερό, διατηρήθηκε ὅμως σὲ ὅλα ἀβλαβής καὶ μάλιστα, εἶχε καὶ τὰ μάτια του γερὰ καὶ τέλεια, καὶ ἔβλεπε καλά.
       Καὶ γιὰ νὰ μὴ λέμε γιὰ τὸ καθένα χωριστά, φτάνει νὰ ποῦμε ὅτι ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν πλούσια φαγητὰ καὶ λουτρὰ καὶ πολυτελῆ ἐνδύματα, φαινόταν ὁ ἴδιος καὶ λαμπρότερος καὶ προθυμότερος, συγκριτικὰ μὲ τὴ δύναμή του. Ἐμεῖς ὅμως ποὺ ἐπινοοῦμε αὐτὰ ποὺ ἀποχαυνώνουν τὸ σῶμα, ὑπερηφανευόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε πόσο σκληροὺς ἀντιπάλους ἔχουμε• γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἀντίπαλοί μας βλέποντας τὴν τόσο μεγάλη ἀπροσεξία μας γίνονται πιὸ πρόθυμοι ἐναντίον μας καὶ ρίχνουν ἐπάνω μας συνεχῶς τὰ βέλη τῆς ἀσέλγειας. Ἂς προσέξουμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει ὁ Κύριος τὰ ἐναντίον μας ἐχθρικά τους σχέδια. Καὶ αὐτὰ τὰ λέω, ἀδελφοί, ὄχι ἐπειδὴ ἔχω ἀποκτήσει καθαρὴ ζωή• γιατί ἂν ὁ Κύριος ξεσκεπάσει τὶς ἁμαρτίες μου, προτοῦ νὰ ὁδηγηθῶ στὴν κόλαση, ἡ ντροπὴ γιὰ τὶς πράξεις μου θὰ γίνει γιὰ μένα μέρος ἀπὸ τὴν κόλαση. Ἀλλά αὐτὰ τὰ εἶπα ἐγώ μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, ὥστε μὲ τὸ νὰ ὠφελεῖσθε ἐσεῖς μὲ τὴν καλὴ συμβουλὴ νὰ ἔχω ἐγώ ὁ τιποτένιος μισθὸ γιὰ τὴ δική μου καλὴ συμβουλή• γιατί  ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ παρακινεῖ κάποιες ψυχὲς στὴν καταστροφή, θὰ ἔχει μερίδα στὴν ἀπώλεια καὶ στὴν καταστροφή, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει γιὰ τὴ διόρθωση, θὰ ἔχει ἀπὸ τὸν Κύριο καλὴ μερίδα, ἂν ἀπέχει στὸ ἑξῆς καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὰ ἀνώφελα ἔργα."
(β)
     "Ἂν ἔχεις φιλία μὲ κάποιον ἀδελφὸ καὶ ἡ συνείδησή σου σὲ κατακρίνει ὅτι βλάπτεται ἡ ψυχή σου ἀπὸ τὴ συναναστροφή του, ἀπομακρύνσου ἀπ’ αὐτόν. Γιατί ἔχει πεῖ κάποιος ἀπό τους Ἁγίους• Μὲ ὅλους νὰ ἔχεις ἀγάπη, ἀλλά νὰ κρατᾶς τὸν ἑαυτό σου μακριὰ ἀπὸ ὅλους. Καὶ τὰ λέω αὐτά, ἀγαπητέ, ὄχι γιὰ νὰ μισήσεις τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλά τὴν ἁμαρτία. Διότι εἶναι γραμμένο• Ἂν ἡ καρδιά μας δὲ μᾶς κατακρίνει, τότε ἔχουμε παρρησία νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεό, ὥστε νὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτὸν ὅ,τι ζητοῦμε, διότι τηροῦμε τὶς ἐντολές του καὶ κάνουμε ἐκεῖνα ποὺ τοῦ εἶναι ἀρεστά• ἂν λοιπὸν ἡ καρδιά μας μᾶς κατακρίνει, ὁ Θεὸς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὴν καρδιά μας, καὶ τὰ γνωρίζει ὅλα. Κάποιος ἀδελφὸς συμβούλευε ἕναν ἀδελφὸ στὴν κατὰ Θεὸν ζωή, καὶ καθὼς περνοῦσε ἄλλος ἀδελφός, εἶπε ἐκεῖνος ποὺ παρότρυνε αὐτὸν τὸν ἀδελφό• Παροτρύνω τὸν ἀδελφὸ καὶ δὲ θέλει νὰ μὲ ἀκούσει• καὶ αὐτὸς ἀποκρίθηκε• Πρέπει νὰ σὲ ἀκούσει• συγχώρησε• διότι καὶ τὸ νὰ ἀκούσει κανεὶς ἀπὸ σένα εἶναι καλὸ καὶ τὸ νὰ ἐκτελέσει εἶναι χαρά. Καὶ αὐτὸς εἶπε• Δὲν εἶναι ἔτσι• ἂν δοκιμάσει καὶ βρεῖ ὅτι τὰ λόγιά μου δὲν εἶναι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂς μὴ μὲ ἀκούσει• καὶ ὄχι μόνο ἐμένα, ἀλλά οὔτε καὶ Προφήτη, ἂν συμβουλεύει παρὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ• διότι ὁ Ἀπόστολος λέει• Καὶ ἂν ἐμεῖς ἤ ἄγγελος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σᾶς κηρύξει διαφορετικὸ εὐαγγέλιο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ σᾶς κηρύξαμε, νὰ εἶναι ἀφορισμένος. Διότι ποιοὶ ἦταν αὐτοὶ πού ξεσηκώθηκαν στὴ Βαβυλῶνα ἐναντίον τῆς Σωσάννας; Δὲν ἦταν πρεσβύτεροι; Καὶ ὄχι μόνο πρεσβύτεροι, ἀλλά κριτὲς καὶ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πρόσεχαν τὸν ἑαυτό τους, σὲ τί κατάντημα ἔπεσαν; Καὶ τὸ ἀξίωμά τους δὲν τοὺς ὠφέλησε.
       Ἂς ἐνδιαφερθοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, γιὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μᾶς περιφρουρήσει ἡ ἀλήθεια. Διότι σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν κάποιος κάνει κάτι κακὸ καὶ κατηγορηθεῖ στὸν ἄρχοντα, ἴσως μπορέσει νὰ σωθεῖ, φεύγοντας σὲ ἄλλους τόπους• ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ποῦ νὰ φύγουμε; Σύμφωνα μὲ τὸν Ψαλμῳδὸ ποὺ λέει• Ποὺ νὰ πορευθῶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα σου, καὶ ποῦ νὰ φύγω μακριὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου; Ἂν ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖ ἂν κατεβῶ στὸν ᾅδη, εἶσαι παρών. Ἂν σὰν πουλὶ σηκώσω τὰ φτερά μου, καὶ τὰ χαράματα πετάξω καὶ κατασκηνώσω στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας, καὶ κεῖ πραγματικὰ θὰ μὲ καθοδηγεῖ τὸ χέρι σου καὶ θὰ μὲ στηρίζει ἡ παντοδυναμία σου.  Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπό τους περισπασμούς. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ἐγκράτεια μὲ ἀγάπη Θεοῦ. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἂς εἴμαστε ταπεινοί, ἂς εἴμαστε καταδεκτικοὶ καὶ στοὺς μικροὺς καὶ στοὺς μεγάλους, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν κενοδοξία καὶ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ Διαβόλου. Ἂς μισήσουμε τὴ μέθη καὶ τὰ γέλια καὶ τὰ ἀνώφελα λόγια τῶν ἀπερίσκεπτων ἀνθρώπων. Διότι ὅλα τὰ κάνουν, ὅλα τὰ ἐπινοοῦν, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὶς ἀπολαύσεις τους. Ἐσύ ὅμως, ἀγαπητέ, ἀπόφευγε αὐτά, ἐπειδὴ ὑποσχέθηκες νὰ ἀρέσεις στὸν Θεό• ὅλα νὰ τὰ κάνεις σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ." 
(γ)
     "Διότι ὁ Θεὸς δὲν ἐμπαίζεται, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Ἀποστόλου, διότι αὐτὸ ποὺ θὰ σπείρει ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ καὶ θὰ θερίσει• διότι αὐτὸς ποὺ σπέρνει στὴ σάρκα του, θὰ θερίσει ἀπὸ τὴ σάρκα του τὴν καταστροφή• αὐτὸς ὅμως ποὺ σπέρνει στὸ Πνεῦμα, θὰ θερίσει ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὴν αἰώνια ζωή. Μὴν ἀσχολεῖσαι μὲ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς, μήπως σὲ παρασύρουν καὶ σὲ ὁδηγήσουν στὴν αἰσχρὴ πράξη• ἀπεναντίας νὰ τοὺς σιχαθεῖς αὐτοὺς τοὺς λογισμοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀπομακρύνεις, γιὰ νὰ ἠρεμήσει ἡ διάνοιά σου. Παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ φωτίσει τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς σου• διότι αὐτὰ ποὺ εἶναι ἀδύνατα στοὺς ἀνθρώπους εἶναι δυνατὰ στὸν Θεό. Ὅταν στέκεσαι νὰ προσευχηθεῖς, μὴν ἀφήνεις τὸ νοῦ σου νὰ τρέχει ἀλλοῦ, γιὰ νὰ μὴν ἀποδειχθεῖς ἄνθρωπος ποὺ καταφρονεῖ. Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου, ἀγαπητέ, μήπως, βλέποντας αὐτοὺς ποὺ πλουτίζουν στὴν παρούσα ζωὴ νὰ ζοῦν ἀκόλαστα καὶ νὰ διατρέφουν τὰ σώματά τους σὰν ζῷα γιὰ τὴ μέρα ποὺ θὰ τὰ σφάξουν, τοὺς μακαρίσεις γιὰ τὴν πρόσκαιρη εὐημερία. Διότι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο δὲν μακάρισε τὸν πλούσιο, οὔτε τὸν φιλήδονο, οὔτε τὸν βασιλιά, ἀλλά αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται τὸν Κύριο•  ὅπως εἶναι γραμμένο• Εἶναι μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ φοβᾶται τὸν Κύριο• καί, εἶναι μακάριοι ὅλοι ὅσοι φοβοῦνται τὸν Κύριο." 
 (δ)
     "Σὲ ἔκαναν ἡγούμενο; Γίνε ἡγούμενος τῆς εἰρήνης, γιὰ νὰ σοῦ ἀνοιχθοῦν οἱ πύλες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ νὰ μπεῖς μέσα μαζὶ μ’ αὐτοὺς ποὺ ὑπηρετοῦν τὴν εἰρήνη. Διότι τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο λέει• Ἀνοῖξτε τὶς πύλες• ἂς μπεῖ μέσα ὁ λαός. Καὶ ποιὸς λαός; Ὁ λαὸς ποὺ τηρεῖ τὴ δικαιοσύνη καὶ μένει πιστὸς στὴν ἀλήθεια• ὁ λαὸς ποὺ δέχεται τὴν ἀλήθεια καὶ τηρεῖ τὴν εἰρήνη. Γι’ αὐτὸ ἔλεγε κάποιος ἀπό τούς Ἁγίους• Ἂς ἐπικρατήσει εἰρήνη καὶ δικαιοσύνη στὶς μέρες τῆς ζωῆς μου. Ἄκουσε ἀκόμη καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο ποὺ λέει• ποιὸς εἶναι μεταξὺ σας σοφὸς καὶ συνετός; Ἂς δείξει ἀπὸ τὴν καλὴ συμπεριφορὰ του τὰ ἔργα του μὲ σοφὴ πραότητα. Ἂν ὅμως ἔχετε μέσα στὴν καρδιὰ σας πικρὸ φθόνο καὶ ἐριστικὴ διάθεση, μὴν ὑπερηφανεύεσθε καὶ μὴν ψεύδεσθε ἐναντίον τῆς ἀλήθειας• αὐτὴ ἡ σοφία δὲν εἶναι ἐκείνη ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀλλά εἶναι σοφία γήινη, σαρκική, δαιμονική. Διότι,  ὅπου ὑπάρχει φθόνος καὶ ἐριστικὴ διάθεση, ἐκεῖ ὑπάρχει ἀκαταστασία καὶ κάθε κακὸ πρᾶγμα. Ἡ σοφία ὅμως ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανό, πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἁγνή, ἔπειτα εἶναι εἰρηνική, ἐπιεικής, πρόθυμη νὰ πειθαρχεῖ, γεμάτη εὐσπλαχνία καὶ καλοὺς καρπούς, ἀμερόληπτη, εἰλικρινής. Καὶ ὁ καρπὸς  τῆς  δικαιοσύνης  σπέρνεται  εἰρηνικὰ  ἀπό τούς  εἰρηνοποιούς. Ἂς δώσει μάλιστα σ’ ἐσᾶς ὁ Κύριος τὴν ὁμόνοια, σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά του. Εὐχηθεῖτε, παρακαλῶ, καὶ γιὰ μένα τὸν ἀξιολύπητο, ὥστε νὰ φωτίσει ὁ Κύριος τὰ σκοτισμένα ἐσωτερικά μου μάτια. Διότι δική του εἶναι ἡ βασιλεία καὶ ἡ δόξα, στοὺς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν."

Κεφάλαιο ἑνδέκατο
       "Ἂς μὴν ἀδιαφοροῦμε, ἀδελφοί, νὰ ὑπηρετοῦμε γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Διότι πολλοί, ἐπειδὴ ἐρωτεύθηκαν μία νέα, προτίμησαν νὰ γίνουν δοῦλοι, γιὰ χάρη τῆς νέας ποὺ πόθησαν. Ἐμεῖς λοιπόν, τί σπουδαῖο κάνουμε, ἂν ὑπηρετοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου; Ἂς μὴν εἴμαστε ἀπρόσεκτοι, ἀγαπητοί, τὸν καιρὸ ποὺ καθόμαστε στὸ κελλί μας, φέρνοντας στὴ μνήμη μας ὅτι οἱ ἅγιοι Μάρτυρες ἦταν κλεισμένοι σὲ σιδερένια δεσμὰ καὶ ὑπέφεραν πολλὰ βάσανα. Λοιπόν, ἂς μὴν ἀποφύγουμε τὴ στενότητα τοῦ κελλιοῦ ἂς μὴν ἀποκάμνουμε, ὅταν ἐργαζόμαστε, φέρνοντας στὴ μνήμη μας ὅτι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἁγίους στέλνονταν σὲ καταναγκαστικὲς ἐργασίες γιὰ χάρη τοῦ Κυρίου. Ἄραγε, ἂν ἤμασταν ἐμεῖς στὰ χρόνια ἐκεῖνα, θὰ προδίναμε τὴ ζωή μας ἐξαιτίας τῶν βασανισμῶν; Ἄραγε θὰ ἀπαρνούμασταν τὴν πίστη μας ἐξαιτίας τῶν ἐξαναγκασμῶν; Ἂς φέρουμε στὴ μνήμη μας, ἀδελφοὶ ἀγαπημένοι ἀπὸ τὸν Κύριο, τὶς εὐεργεσίες τοῦ Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας, ποὺ μᾶς ἔπλασε καὶ μᾶς μεγάλωσε, ποὺ μᾶς τρέφει καὶ μᾶς προστατεύει ἀπὸ ὅλα, ποὺ βγάζει τοὺς ἀνέμους ἀπὸ τὶς ἀποθῆκες του γιὰ νὰ μᾶς προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες τους, ποὺ ἀνυψώνει τὰ σύννεφα ἀπό τους μακρινοὺς ὁρίζοντες γιὰ νὰ μᾶς ὑπηρετήσουν, ποὺ πληθύνει τὰ πτηνά, τὰ ζῷα καὶ τὰ ὑδρόβια γιὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ δημιούργησε τὸν ἥλιο γιὰ νὰ φωτίζει τὴ μέρα, καὶ τὴ σελήνη καὶ τὰ ἄστρα γιὰ νὰ φωτίζουν τὴ νύχτα καὶ νὰ ὑπηρετοῦν τὸ γένος μας, καὶ ποὺ μᾶς ἔσωσε μὲ τὸ μυστήριο τοῦ τιμίου σταυροῦ του. Ἂς τὸν ὑπηρετήσουμε μὲ πολὺ φόβο καὶ τρόμο, καὶ μὲ καλὴ ἐλπίδα, διότι σ’ αὐτὴ τὴ ζωὴ εἴμαστε ξένοι καὶ περαστικοί, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τοῦ Ψαλμῳδοῦ• ξένος καὶ περαστικὸς εἶμαι στὴ γῆ, ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μου.
       Σᾶς παρακαλῶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ὁ τιποτένιος, ὁ χρεώστης τῶν μυρίων ταλάντων, ὁ ἁμαρτωλότερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτωλό, νὰ ἀνεχθεῖτε αὐτὴ τὴν καλὴ συμβουλή μου. Φυλάξτε τοὺς ἑαυτοὺς σας ἀκατηγόρητους σὲ κάθε τί, γιὰ νὰ μὴ δοκιμάσετε καμιὰ ντροπή. Ἂν ὅμως συμβεῖ νὰ βρεῖ κάποιος τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔνογο σὲ κάποιο ζήτημα, στὸ ἑξῆς ἂς φυλάξει τὸν ἑαυτὸ του ἀκατηγόρητο, γιὰ νὰ μὴν ἔχει νὰ πεῖ κάτι κακὸ γιὰ μᾶς ὁ ἀντίπαλός μας Διάβολος, ὁ μισάνθρωπος, ὁ πρόξενος τῆς καταστροφῆς, ὁ ἐχθρικός, ὁ ἐχθρός τῆς δικαιοσύνης, αὐτὸς ποὺ χαίρεται μὲ τὶς δυστυχίες μας, ποὺ εἶναι ἀδύνατος νὰ κάνει κακὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑπηρετοῦν τὸν Κύριο ἀληθινά, ποὺ ἐξευτελίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸν Κύριο ἀληθινά, ποὺ ποδοπατιέται περιφρονητικὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μὲ καθαρὴ καρδιά. Διότι στὸν Θεὸ μας ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ μεγαλοσύνη, σὲ ὅλους τους αἰῶνες. Ἀμήν.

Κεφάλαιο δωδέκατο
      "Νὰ μένεις, ἀγαπητέ, σταθερὸς στὸ κάλεσμα πού σοῦ ἔγινε ἀπὸ τὸν Θεό. Δῶσε δόξα στὸν Θεό, διότι σὲ ἀξίωσε νὰ συναριθμηθεῖς μαζὶ μὲ τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης του, ὥστε νὰ τραφεῖς μὲ τὴ νομὴ τῶν προβάτων του. Κάνε λοιπὸν ὑπομονὴ ὡς τὸ τέλος, γιὰ νὰ σωθεῖ ἡ ψυχή σου. Διότι εἶναι γραμμένο• μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ κερδίσετε τὶς ψυχές σας. Νὰ εἶσαι ἄνθρωπος ποὺ διδάσκεσαι ἀπὸ κάθε συναναστροφή σου. Ἄκου τὸν Σολομώντα ποὺ λέει• παιδί μου, ἂν εἶσαι σοφός, θὰ δώσεις χαρὰ καὶ στὴ δική μου καρδιά. Μὴ γίνεσαι ἀπότομος στὰ λόγια σου, οὔτε νὰ ἀποκρίνεσαι σκληρὰ στὸν ἀδελφό σου, ἀλλὰ ἡ φωνή σου νὰ ἔχει γνώρισμα της ὅλη τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Μήπως λοιπὸν ἀγοράζουμε μὲ χρήματα τὸν καλὸ λόγο; Μὲ τίποτε δὲν τὸν ἀγοράζουμε, ἀλλά εἶναι στὴ θέλησή μας, διότι καὶ τοὺς δύο δρόμους μᾶς τοὺς παραχώρησε ὁ Κύριος, γιὰ νὰ φανερωθεῖ ἡ διάθεση τοῦ καθενός. Ἔτσι λοιπὸν νὰ ἀποκρινόμαστε ἐμεῖς ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ,  ὅπως ἀποκρίνεται ἕνας πιστὸς δοῦλος τὴν ὥρα ποὺ μιλάει μὲ τὸν ἀφέντη του. Διότι εἶναι ἀψευδής ὁ Κύριος ποὺ εἶπε• καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθεῖ, καὶ αὐτὸς ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθεῖ. Καὶ τὰ λόγια ποὺ ἀνταλλάσσουμε μεταξύ μας, ἂς μὴν εἶναι γιὰ κοσμικὰ πράγματα, ἀλλά γιὰ τὴν ὠφέλεια τῆς ψυχῆς, γιὰ τὴν οἰκοδομὴ ποὺ πρέπει νὰ προσφέρει ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, γιὰ τὰ πνευματικὰ κατορθώματα, γιὰ κάθε καλὸ ἔργο• ὥστε,  ὅπως εἶναι γραμμένο, νὰ ὠφελήσει ὁ λόγος ἐκείνους ποὺ θὰ τὸν ἀκούσουν καί, μὴ λυπεῖτε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο τοῦ Θεοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο σφραγισθήκατε γιὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀπολυτρώσεως. Διότι σ’ αὐτὸν ἁρμόζει ἡ δόξα, στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν."


«Ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου Ἔργα»
(Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας)


via
[full_width]

Pages