Πρόλογος
Ὁ ἀδελφός λέει• Θέλω νά μάθω τήν ἐξήγηση αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ, ἐπειδή δέν καταλαβαίνω, τί σημαίνουν αὐτά. Ἄκου, ἀποκρίνεται, μέ τή βοήθεια τῆς θείας χάριτος• οἱ δυό ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί πού ἄρχισαν νά βαδίζουν καί νά ἀγωνίζονται στό δρόμο τῆς εὐσέβειας• ὁ Ἐχθρός ὅμως θέλοντας νά τούς παρασύρει ἔξω ἀπό τό δρόμο αὐτό βάζει μέσα τους ἐπιθυμίες δαιμονικές, τήν κενοδοξία δηλαδή, τή φιλαρχία, τήν ὑπερηφάνεια, καί ὅσα εἶναι ὅμοια μ’ αὐτά• καί ὁ ἕνας, ἐπειδή βιαζόταν νά κατακτήσει τό βραβεῖο τῆς οὐράνιας πρόσκλησης, πού ἔγινε μέ τόν Χριστό, δέν κυριεύθηκε ἀπό αὐτά• ἐνῶ ὁ ἄλλος πού ἀπορροφήθηκε ἀπό τήν ὀμορφιά τῶν δέντρων καί τοῦ τόπου, εἶναι αὐτός πού ἔστρεψε τήν προσοχή του ἀπό τά μή βλεπόμενα στά βλεπόμενα. Ὁ καύσωνας τοῦ ἥλιου εἶναι ὁ κόπος τῶν ἀρετῶν. Ἡ ἔκφραση καθώς αὐτός χρονοτριβοῦσε στό μέρος αὐτό καί ἡ ἔκφραση ὅτι ἔγινε θηριάλωτος σημαίνει τό νά χρονοτριβεῖ ὁ λογισμός στήν ἐπιθυμία τῶν γήϊνων πραγμάτων ἀπό τήν ὁποία ἐπιθυμία βγῆκε σάν φοβερό θηρίο ἡ ἁμαρτία καί τόν ἔπιασε, ὅπως εἶναι γραμμένο. «Ἡ ἐπιθυμία ὅταν συλλάβει, γεννᾶ τήν ἁμαρτία, καί ἡ ἁμαρτία, ὅταν ὁλοκληρωθεῖ, γεννά τό θάνατο».
Νά ὑπομείνεις λοιπόν ἀγωνιζόμενος, γιά νά γίνεις ἄξιος, καί γιά νά πάρεις τό στεφάνι τῆς ζωῆς, τό ὁποῖο ὑποσχέθηκε νά δώσει ὁ Κύριος σ’ ἐκείνους πού τόν ἀγαποῦν. Διότι τό νά μᾶς πολεμοῦν τά πάθη καί νά πολεμοῦμε ἐναντίον τους, μᾶς κάνει ἄξιους καί ἔμπειρους στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν παθῶν. Διότι ἄν δέ μᾶς πολεμοῦν τά πάθη, εἶναι πιθανό νά κατηγοροῦμε αὐτούς πού πολεμοῦνται, ἐπειδή δέν ἔχουμε πείρα ἀπό ἀγώνα καί πέφτουμε σέ ὑπερηφάνεια. Δέν εἶναι βέβαια φοβερό τό νά μᾶς πολεμοῦν τά πάθη καί νά πολεμοῦμε ἐναντίον τους, ἀλλά εἶναι ὀδυνηρό τό νά πέσει κανείς ἀπό ἀμέλεια μπροστά στά μάτια τῶν ἐχθρῶν. Ἀντιστάσου λοιπόν στήν φλεγόμενη ἐπιθυμία, γιά νά γλυτώσεις ἀπό τή φλόγα πού δέ σβήνει ποτέ. Διότι ἄν μᾶς νικήσουν τά πάθη, δέν ἀπομακρύνονται ἀπό μᾶς, ἀλλά ἀποθρασύνονται ἀκόμη περισσότερο ἐναντίον μας. Ἄκου τόν Σολομώντα πού λέει «Μέλι στάζει ἀπό τά χείλη τῆς πόρνης γυναικός, ἡ ὁποία γιά λίγο καιρό γλυκαίνει τό φάρυγγά σου• ἔπειτα ὅμως θά τό βρεῖς αὐτό τό μέλι πικρότερο ἀπό τή χολή καί κοφτερότερο ἀπό ἕνα ἀκονισμένο δίκοπο μαχαίρι». Πρόσεχε τόν ἑαυτό σου γιά νά μή στερηθεῖς τή δόξα τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ• διότι εἶναι γραμμένο• Νά ἐπιδιώκετε τήν εἰρήνη μέ ὅλους, καί τόν ἁγιασμό, χωρίς τόν ὁποῖο κανείς δέ θά δεῖ τόν Κύριο. Διότι σ’ αὐτόν πρέπει ἡ δόξα, στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.»
Ἐσύ λοιπόν, ὡς σοφός, στρέψε τόν ἑαυτό σου στή θλίψη πού προτίμησες, καί μήν ἀκολουθεῖς τούς λογισμούς σου, διότι δέ σέ συναντᾶ χωρίς νά τό θέλεις. Ἄλλα ἀπεναντίας, πρῶτα – πρῶτα νά ἐπικαλεσθεῖς τόν Κύριο, ὅταν ἐνοχλεῖσαι ἀπ’ αὐτούς, καί μετά νά δέχεσαι συμβουλές ἀπό κάθε ἄνθρωπο πού φοβᾶται τόν Κύριο. Διότι ἄν δέ δεχθεῖς μέ ὑπομονή τίς νουθεσίες αὐτῶν πού φοβοῦνται τόν Κύριο, ἡ ψυχή σου θά εἶναι σάν πόλη χωρίς τείχη καί, ὅταν θελήσει ὁ βάρβαρος ἐχθρός, θά μπεῖ μέσα σ’ αὐτή καί θά τήν αἰχμαλωτίσει. Διότι εἶναι γραμμένο• Ρώτησε τόν πατέρα σου καί θά σέ πληροφορήσει, ρώτησε τούς μεγαλύτερούς σου καί θά σοῦ ποῦν. Ὁ σοφός ἄνθρωπος ἄλλωστε θά δεχθεῖ τίς συμβουλές. Ἄς ἀποφύγουμε μάλιστα τή μέθη• ἄς ἀποφύγουμε, ὅσο εἶναι δυνατό, καί τίς συναντήσεις μέ γυναῖκες• διότι τά λόγια τῆς γυναίκας εἶναι σάν βρόχος στήν καρδιά καί σύρουν αὐτόν πού τά δέχθηκε στό αἰσχρό σμίξιμο.»
Γιατί λοιπόν ἀμελοῦμε, ἀγαπητοί, γιά τή σωτηρία μας; Γιατί συμμορφωνόμαστε μέ τίς ἐπιθυμίες τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, καί ἀπό τή μία στολίζουμε τόν ἐξωτερικό ἄνθρωπο μέ τό μοναχικό σχῆμα, ἀπό τήν ἄλλη καταστρέφουμε τόν ἐσωτερικό ἄνθρωπο μέ τίς πράξεις μας; Ἄς μή γίνουμε σκληροί καί ἀμετανόητοι, ὅπως ὁ Φαραώ, γιά νά μήν περιληφθοῦμε στή μερίδα του, οὔτε σκληροτράχηλοι, ὅπως κάποιοι ἀπό τους Ἰσραηλῖτες, γιά νά μή στερηθοῦμε τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας. Ἄς μισήσουμε τή συμπεριφορά τῶν ἀνόητων ἀνθρώπων, διότι δέν εἶναι χωρίς κίνδυνο ἡ πορεία τους, ὅπως εἶναι γραμμένο• ὅτι δηλαδή εἶναι ἔθνος πού ἔχει χάσει τά λογικά του καί δέν ὑπάρχει σ’ αὐτούς γνώση. Γι’ αὐτό καί ὁ Προφήτης ἔλεγε• Κύριε Παντοκράτορα, δέν παρακάθισα ἐγώ στίς ἀσεβεῖς συγκεντρώσεις αὐτῶν πού διασκέδαζαν, ἀλλά εἶχα σεβασμό σ’ ἐσένα καί φοβόμουν τήν τιμωρία σου• καθόμουν ὁλομόναχος, διότι ἡ ψυχή μου γέμισε ἀπό πίκρα. Ἄκου πώς θρηνεῖ ὁ Προφήτης τή γενεά μας καί σέ ἄλλο μέρος τῆς Γραφῆς, λέγοντας• Ἀλίμονο, διότι χάθηκε ὁ εὐσεβής ἄνθρωπος ἀπό τή γῆ, καί ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους δέν ὑπάρχει αὐτός πού ἐργάζεται τήν ἀρετή. Ὅλοι εἶναι ὑπεύθυνοι γιά αἱματηρά ἐγκλήματα• ὁ καθένας καταπιέζει τόν πλησίον του μέ σκληρότητα• ἔχουν τά χέρια τους πρόθυμα γιά τό κακό.»
Πρόσεχε λοιπόν τόν ἑαυτό σου, ἀγαπητέ• μήν ἀμελεῖς γιά τή σωτηρία σου• μήν προσέχεις τούς ἀμελεῖς, ἀλλά πρόσεχε τούς προσεκτικούς• οὔτε αὐτούς πού ναυαγοῦν, ἀλλά αὐτούς πού σῴζονται. Ὡς πότε θά ἀνέχεσαι νά εἶσαι δοῦλος αὐτῶν πού σέ ἐξαναγκάζουν νά ζεῖς ἄπρεπα; Μή γίνεις δοῦλος τῶν παθῶν, ἀλλά νά προτιμήσεις νά γίνεις ἐλεύθερος. Σοῦ χρειάζεται πολλή προσοχή. Στέκεσαι στό βάραθρο, μή δείξεις καταφρόνηση• διότι ὁ ἀντίπαλος στέκεται ἀπέναντι• ὅπως εἶναι γραμμένο• Ὁ ἀντίδικός μας ὁ Διάβολος, σάν λιοντάρι πού βρυχᾶται, τριγυρίζει ζητώντας νά βρεῖ κάποιον γιά νά τόν καταβροχθίσει. Βλέπεις τή μεγάλη ἀπληστία καί τή μεγάλη ἀγριότητα τοῦ ἀντιδίκου; Ὅτι δηλαδή δέ θέλει νά πληγώσει κάποιον καί νά τόν ἀφήσει, ἄν δέν τόν φονεύσει, ἀλλά ὅτι καταβροχθίζει ἀμέσως ὁλόκληρο, αὐτόν πού δέν προσέχει. Βρῆκες λοιπόν κατάλληλο καιρό; Ἀγωνίσου, ὅσο ἔχουμε καιρό. Διότι ἄν χάσουμε τόν καιρό μας μέσα στήν ἀμέλεια, φοβοῦμαι μήπως δέ βροῦμε ἄλλον καιρό. Πόσοι ἄνθρωποι γεννήθηκαν ἀπό τόν Ἀδάμ ἕως ἐμᾶς; Καί σέ ρωτῶ, ποῦ εἶναι; Ἤ ποιός ξέρει τόν ἀριθμό τους; Τόν ξέρει ὁ Κύριος ὁ Θεός, πού μᾶς ἔπλασε• ὁ ὁποῖος φέρνει στήν ὕπαρξη τά δημιουργήματά του μέ τή σειρά τους• ὁ ὁποῖος μετρᾶ τά πλήθη τῶν ἄστρων καί ὀνομάζει τό καθένα ἀπ’ αὐτά μέ τό ὄνομά του. Αὐτός γνωρίζει τόν καθένα καί τό ἔργο τοῦ καθενός. Ὁ μόνος σοφός καί ἀγαθός καί κυβερνήτης• ὁ φοβερός καί ἀμνησίκακος• ὁ πολυεύσπλαχνος• πού ἀναζητᾶ αὐτούς πού χάνονται, πού ἐλεεῖ αὐτούς πού ἐπιστρέφουν καί πού σπλαχνίζεται αὐτούς πού μετανοοῦν. Ἐσένα προσκυνοῦμε, Κύριε, τόν Θεό πού μᾶς ἔπλασε. Σ’ ἐσένα προσφέρουμε δόξα καί τιμή, διότι ἀνέχεσαι νά ὑμνεῖσαι ἀκόμη καί ἀπό μένα τόν σιχαμερό. Διότι σ’ αὐτό, Κύριε, εἶναι μεγάλη ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ φιλανθρωπία σου, ὅτι δηλαδή καλεῖς στή σωτηρία ἀκόμη καί ἀνάξιους ἀνθρώπους. Τούς ἁμαρτωλούς πού μετανοοῦν δέν τούς ἀποστρέφεσαι, τούς θλιβομένους δέν τούς παραβλέπεις, τούς ὀλιγόψυχους δέν τούς ἐγκαταλείπεις. Μακάρια καί τρισμακάρια εἶναι ἡ ψυχή πού πόθησε μόνο ἐσένα• διότι ἡ ψυχή πού σέ ποθεῖ, φυλάττει καί τίς ἐντολές σου.»
Ἄς προσέξουμε λοιπόν τόν ἑαυτό μας, ἀγαπητοί, γιά νά χαροῦμε μέσα στή χαρά τῶν δικαίων. Διότι αὐτός πού ἐγκατέλειψε τόν ἑαυτό του στήν πλάνη, θά δοκιμάσει πολλές θλίψεις καί ὅσο ἀκόμη βρίσκεται σ’ αὐτή τή ζωή. Σήμερα τρώει, πίνει, κάνει τά θελήματά του, ὅσο περισσότερο μπορεῖ, ὄχι ὅμως ὅσο θέλει, καί χαίρεται σέ βάρος τῆς ψυχῆς του• τήν ἄλλη μέρα ὅμως, ἄν δέν μπορεῖ νά χορτάσει ἀπό τίς ἴδιες ἀπολαύσεις, θά λυπηθεῖ πάρα πολύ. Αὐτόν ὅμως πού προσέχει τόν ἑαυτό του καί πού ἀπέκτησε καλή συνήθεια δέ θά τόν ἐγκαταλείψει, οὔτε θά ἐξαφανιστεῖ ἡ εὐφροσύνη, πού εἶναι ἡ ἐλπίδα γιά τά μέλλοντα ἀγαθά• ὅπως εἶναι γραμμένο• «Θυμήθηκα τόν Θεό καί ἔνιωσα εὐφροσύνη». Προσευχηθεῖτε, παρακαλῶ, στόν Κύριο καί γιά μένα τόν ταλαίπωρο• διότι σ’ αὐτόν ἁρμόζει ἡ δόξα, στούς ἀπέραντους αἰῶνες. Ἀμήν.»
Περίμενε λοιπόν μέ ὑπομονή τόν Κύριο, ἐκλεκτέ τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκπλαγοῦν γιά τή θαυμαστή σωτηρία σου αὐτοί πού τώρα σέ θλίβουν, ὅπως εἶναι γραμμένο• Ὁ δίκαιος ἄν συμβεῖ νά πεθάνει πρόωρα, θά βρεθεῖ στήν αἰώνια ἀνάπαυση• διότι τιμημένα γηρατειά δέν εἶναι αὐτά πού διαρκοῦν πολλά χρόνια, οὔτε μετριέται ἡ ἀξία τους μέ τόν ἀριθμό τῶν ἐτῶν καί ἄσπρα μαλλιά γιά τούς ἀνθρώπους εἶναι ἡ σύνεση, καί σεβαστή γεροντική ἡλικία εἶναι ἡ ἀκηλίδωτη ζωή. Ἐπειδή ἔγινε εὐάρεστος στόν Θεό, ἀγαπήθηκε ἀπό αὐτόν, καί ἐνῶ ζοῦσε ἀνάμεσα σέ ἁμαρτωλούς, τόν μετέθεσε ὁ Θεός στήν ἄλλη ζωή• τόν ἅρπαξε γιά νά μήν ἀλλάξει ἡ κακία τή σύνεσή του, καί γιά νά μήν ἐξαπατήσει ὁ δόλος τήν ψυχή του, διότι ἡ γοητεία τῆς φαυλότητας ἀμαυρώνει τά ὡραῖα, καί ὁ ρεμβασμός τῆς ἐπιθυμίας διαστρέφει τόν ἄκακο νοῦ.»
Ἄν κάποιος σου ἐξομολογηθεῖ τούς λογισμούς του, μήν ἐρευνᾶς τήν ὑπόθεση, ἄν εἶναι ἄρρωστο τό μάτι τοῦ νοῦ σου, μήπως κάποια στιγμή, ἐνῶ ἐκεῖνος μιλᾶ, ἐνοχληθεῖς ἀπό τά ἴδια πάθη καί γίνεις ὅμοιος μέ κυβερνήτη πού ἔπεσε σέ μεγάλη φουρτούνα. Πρέπει λοιπόν ἐμεῖς, ἀφοῦ ἀκούσουμε τήν ἀρχή τῶν λόγων, νά καταλάβουμε τά ἑπόμενα, καί ἔτσι νά παρηγοροῦμε αὐτόν πού θλίβεται, ἀντλώντας ἀπ’ αὐτά πού ἔχουμε παραλάβει ἀπό τούς ἁγίους ἀνθρώπους ἤ ἀπ’ αὐτά πού διδαχθήκαμε ἀπό τήν πείρα μας. Διότι δέν εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου νά πέσει στόν γκρεμό ἄλλος ἐξαιτίας ἄλλου· ἐπειδή ὁ Κύριος θέλει νά σωθοῦν ὅλοι. Ἐσύ ὅμως, ἀγαπητέ, μή φανερώνεις τούς λογισμούς σου σέ κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά σ’ ἐκείνους πού θά δοκιμάσεις καί θά βεβαιωθεῖς ὅτι εἶναι ἄνθρωποι πνευματικοί· ἐπειδή οἱ ἐνέδρες τοῦ Διαβόλου εἶναι πολλές.»
Διότι εἶναι ἀψευδής ὁ Κύριος πού εἶπε· Ἀλήθεια σᾶς λέω• καθένας πού ἁμαρτάνει εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας• γιατί τό σχῆμα μοιάζει μέ φύλλα, ἐνῶ τά ἔργα μοιάζουν μέ καρπούς. Οἱ στρατιῶτες τοῦ ἐπίγειου βασιλιά χύνουν αἵματα, γιά νά ἀρέσουν στό βασιλιά τους• ἐσύ ὅμως δέν ἔχεις ἀνάγκη νά χύσεις αἷμα, ἀλλά νά μή νικηθεῖς ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά μήν κάνεις καρπούς γιά τό θάνατο. Νά εἶσαι ἄγρυπνος, ἀγαπητέ, νά εἶσαι ἄγρυπνος καί νά ὑπομείνεις τούς κόπους. Διότι ὁ Θεός δέν εἶναι ἄδικος, ὥστε νά λησμονήσει τόν κόπο σου. Ἀπεναντίας μάλιστα, γιά τό σκοτάδι πού ὑποφέρεις, καθώς κάθεσαι στό κελλί σου, θά λάμψει ἐπάνω σου τό φῶς τῆς ἀλήθειας• ὅπως εἶναι γραμμένο• Ἀνέτειλε στό σκοτάδι φῶς γιά τούς εὐθεῖς ἀνθρώπους. Νά ἀγωνίζεσαι τόν καλόν ἀγώνα τῆς πίστεως, ὥστε νικώντας τόν Ἐχθρό νά προσκυνήσεις τόν Βασιλέα τῆς δόξης, χωρίς ντροπή. Διότι δέ θά στεφανώσει ὁ Κύριος μόνον αὐτούς πού φονεύθηκαν μέ ξίφος καί μαρτύρησαν μπροστά σέ τυράννους, ἀλλά καί αὐτούς πού προόδευσαν στήν ἄσκηση καί τήν ἀγάπη• διότι ὅπως ἐκεῖνοι ὑπέφεραν τά βασανιστήρια γιά τόν Κύριο, ἔτσι καί αὐτοί ὑπέφεραν γιά τόν Κύριο τήν ταλαιπωρία καί τήν ἄσκηση.»
Μή λοιπόν ἀδιαφορεῖς, ἀλλά στάσου γενναία ἀπέναντι στόν Ἀντίπαλο καί φράξε καλά τό ἄνοιγμα ἀπό τό ὁποῖο μπαίνοντας συνήθως ὁ Ἐχθρός σέ λαφυραγώγησε, γιά νά γυρίσει πίσω ἄπρακτος, καθώς δέ θά βρεῖ κατάλληλη τήν εἴσοδο. Καί τό φράξιμο τοῦ ἀνοίγματος εἶναι τό νά προφυλάσσουμε τίς αἰσθήσεις ἀπό τίς ὁποῖες μπαίνει στήν ψυχή τό ἀγαθό ἤ τό πονηρό: τήν δράση, τήν ἀκοή, τήν ὄσφρηση, τήν ἀφή, τή γεύση• καί νά μήν ἀφήνουμε τούς λογισμούς νά περιπλανιῶνται ἄπρεπα. Νά ἔχεις, ἀγαπητέ, στό νοῦ σου τούς γίγαντες, οἱ ὁποῖοι κατέστρεψαν τή γῆ κατά τόν καιρό τῆς κυριαρχίας τους• πώς τούς ἐξαφάνισε ὁ Κύριος σέ μία στιγμή μέ τόν κατακλυσμό, ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, καί ἡ δύναμή τους δέν τούς ὠφέλησε. Συλλογίσου τή χώρα τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας, πώς καταστράφηκε ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν πού κατοικοῦσαν σ’ αὐτή, καί ὅτι ἡ ἄσωτη ζωή καί ἡ ὑπερηφάνεια δέν τούς ὠφέλησε. Ἄς ἐνδιαφερθοῦμε λοιπόν, ἀγαπητοί, γιά τή σωτηρία μας, μήπως βρεῖ ξαφνικά καί ἐμᾶς τό τέλος τῆς ζωῆς μας καί ἀναχωρήσουμε ἀπ’ αὐτή τή ζωή, τή στιγμή πού εἴμαστε σέ μεγάλη κατάκριση. Τί νομίζουμε γι’ αὐτόν πού πέθανε· ὅτι μετά ἀπό μία μέρα θά ξαναγυρίσει στό σπίτι του; Ἤ μετά ἀπό ἕνα χρόνο; Ἤ μετά ἀπό ἑκατό ἤ χίλια χρόνια; Γιατί λοιπόν προσπαθοῦμε νά διεκδικήσουμε αὐτά πού δέ μένουν, καί καταφρονοῦμε αὐτά πού δέ φεύγουν;»
Ἄς ἀγαπήσουμε λοιπόν αὐτά πού εἶναι ἀρεστά στόν Κύριο, ὡς δοῦλοι χρήσιμοι καί εὐγνώμονες• κι ἄν ἀκόμη ὑποστοῦμε τίς ἐπιθέσεις τῶν κακούργων, κι ἄν ἀκόμη κυριευθοῦμε ἀπό βαρβάρους καί μᾶς πουλήσουν ὡς δούλους, ἄς μήν ἀπελπισθοῦμε γιά τή σωτηρία μας• διότι εἶναι γραμμένο· Στή θλίψη μου ἐπικαλέσθηκα τόν Κύριο καί ἄκουσε τήν προσευχή μου καί μέ ἀνακούφισε, καί αὐτό ἄς τό κάνουμε φέρνοντας στό νοῦ μας ὅτι καί οἱ Προφῆτες ὁδηγήθηκαν στήν αἰχμαλωσία καί ὑπέφεραν δουλεῖες καί ταλαιπωρίες σέ ξένη χώρα, ὅμως ἡ σκέψη τους ποτέ δέν αἰχμαλωτίσθηκε καί δέν ἀπομακρύνθηκε ἀπό τόν Θεό. Διότι, τό νά πουληθεῖ ἤ νά μήν πουληθεῖ ὁ ἐξωτερικός μας ἄνθρωπος, δέν ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς• ὅμως τό νά ἀποκτήσει ὁ ἐσωτερικός μας ἄνθρωπος ἤ νά μήν ἀποκτήσει τήν ἀσέβεια, ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Γι’ αὐτό οἱ Ἅγιοι ἔλεγξαν τούς ἄρχοντες καί περιφρόνησαν τίς ἀπειλές τοῦ θανάτου, ἐπειδή ζητοῦσαν νά ἀποκτήσουν τήν ἀρετή. Λοιπόν καί ἐμεῖς, ἀγαπητοί, πού εἴμαστε παιδιά τῶν Προφητῶν καί βαδίζουμε στά ἴχνη τους, ἄς ἀποκτήσουμε τήν τέλεια πίστη τους• διότι εἶναι γραμμένο· Αὐτῶν ἐξετάζοντας τό τέλος τῆς ζωῆς τους, νά μιμεῖσθε τήν πίστη τους, γιά νά μποῦμε μαζί μ’ αὐτούς στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπου μέσα στή λαμπρότητα τῶν Ἁγίων δέν ὑπάρχει ὀδύνη, λύπη καί στεναγμός.»
Καὶ γιὰ νὰ μὴ λέμε γιὰ τὸ καθένα χωριστά, φτάνει νὰ ποῦμε ὅτι ἀπ’ ὅλους αὐτοὺς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν πλούσια φαγητὰ καὶ λουτρὰ καὶ πολυτελῆ ἐνδύματα, φαινόταν ὁ ἴδιος καὶ λαμπρότερος καὶ προθυμότερος, συγκριτικὰ μὲ τὴ δύναμή του. Ἐμεῖς ὅμως ποὺ ἐπινοοῦμε αὐτὰ ποὺ ἀποχαυνώνουν τὸ σῶμα, ὑπερηφανευόμαστε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, χωρὶς νὰ ἀντιλαμβανόμαστε πόσο σκληροὺς ἀντιπάλους ἔχουμε• γι’ αὐτὸ καὶ οἱ ἴδιοι οἱ ἀντίπαλοί μας βλέποντας τὴν τόσο μεγάλη ἀπροσεξία μας γίνονται πιὸ πρόθυμοι ἐναντίον μας καὶ ρίχνουν ἐπάνω μας συνεχῶς τὰ βέλη τῆς ἀσέλγειας. Ἂς προσέξουμε λοιπὸν τοὺς ἑαυτούς μας, γιὰ νὰ ἐξαφανίσει ὁ Κύριος τὰ ἐναντίον μας ἐχθρικά τους σχέδια. Καὶ αὐτὰ τὰ λέω, ἀδελφοί, ὄχι ἐπειδὴ ἔχω ἀποκτήσει καθαρὴ ζωή• γιατί ἂν ὁ Κύριος ξεσκεπάσει τὶς ἁμαρτίες μου, προτοῦ νὰ ὁδηγηθῶ στὴν κόλαση, ἡ ντροπὴ γιὰ τὶς πράξεις μου θὰ γίνει γιὰ μένα μέρος ἀπὸ τὴν κόλαση. Ἀλλά αὐτὰ τὰ εἶπα ἐγώ μὲ τὴ βοήθεια τῆς χάριτος τοῦ Κυρίου, ὥστε μὲ τὸ νὰ ὠφελεῖσθε ἐσεῖς μὲ τὴν καλὴ συμβουλὴ νὰ ἔχω ἐγώ ὁ τιποτένιος μισθὸ γιὰ τὴ δική μου καλὴ συμβουλή• γιατί ὅπως ἀκριβῶς αὐτὸς ποὺ παρακινεῖ κάποιες ψυχὲς στὴν καταστροφή, θὰ ἔχει μερίδα στὴν ἀπώλεια καὶ στὴν καταστροφή, ἔτσι καὶ αὐτὸς ποὺ συμβουλεύει γιὰ τὴ διόρθωση, θὰ ἔχει ἀπὸ τὸν Κύριο καλὴ μερίδα, ἂν ἀπέχει στὸ ἑξῆς καὶ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὰ ἀνώφελα ἔργα."
Ἂς ἐνδιαφερθοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί, γιὰ τὴν ἀλήθεια, γιὰ νὰ μᾶς περιφρουρήσει ἡ ἀλήθεια. Διότι σ’ αὐτὴ τὴ ζωή, ἂν κάποιος κάνει κάτι κακὸ καὶ κατηγορηθεῖ στὸν ἄρχοντα, ἴσως μπορέσει νὰ σωθεῖ, φεύγοντας σὲ ἄλλους τόπους• ἀλλὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ ποῦ νὰ φύγουμε; Σύμφωνα μὲ τὸν Ψαλμῳδὸ ποὺ λέει• Ποὺ νὰ πορευθῶ μακριὰ ἀπὸ τὸ Πνεῦμα σου, καὶ ποῦ νὰ φύγω μακριὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό σου; Ἂν ἀνεβῶ στὸν οὐρανό, ἐσὺ εἶσαι ἐκεῖ ἂν κατεβῶ στὸν ᾅδη, εἶσαι παρών. Ἂν σὰν πουλὶ σηκώσω τὰ φτερά μου, καὶ τὰ χαράματα πετάξω καὶ κατασκηνώσω στὴν ἄκρη τῆς θάλασσας, καὶ κεῖ πραγματικὰ θὰ μὲ καθοδηγεῖ τὸ χέρι σου καὶ θὰ μὲ στηρίζει ἡ παντοδυναμία σου. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ἡσυχία, γιὰ νὰ γλυτώσουμε ἀπό τους περισπασμούς. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ἐγκράτεια μὲ ἀγάπη Θεοῦ. Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη. Ἂς εἴμαστε ταπεινοί, ἂς εἴμαστε καταδεκτικοὶ καὶ στοὺς μικροὺς καὶ στοὺς μεγάλους, γιὰ νὰ ἀποφύγουμε τὴν κενοδοξία καὶ ὅλες τὶς παγίδες τοῦ Διαβόλου. Ἂς μισήσουμε τὴ μέθη καὶ τὰ γέλια καὶ τὰ ἀνώφελα λόγια τῶν ἀπερίσκεπτων ἀνθρώπων. Διότι ὅλα τὰ κάνουν, ὅλα τὰ ἐπινοοῦν, γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὶς ἀπολαύσεις τους. Ἐσύ ὅμως, ἀγαπητέ, ἀπόφευγε αὐτά, ἐπειδὴ ὑποσχέθηκες νὰ ἀρέσεις στὸν Θεό• ὅλα νὰ τὰ κάνεις σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ."
Σᾶς παρακαλῶ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος, ὁ τιποτένιος, ὁ χρεώστης τῶν μυρίων ταλάντων, ὁ ἁμαρτωλότερος ἀπὸ κάθε ἁμαρτωλό, νὰ ἀνεχθεῖτε αὐτὴ τὴν καλὴ συμβουλή μου. Φυλάξτε τοὺς ἑαυτοὺς σας ἀκατηγόρητους σὲ κάθε τί, γιὰ νὰ μὴ δοκιμάσετε καμιὰ ντροπή. Ἂν ὅμως συμβεῖ νὰ βρεῖ κάποιος τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔνογο σὲ κάποιο ζήτημα, στὸ ἑξῆς ἂς φυλάξει τὸν ἑαυτὸ του ἀκατηγόρητο, γιὰ νὰ μὴν ἔχει νὰ πεῖ κάτι κακὸ γιὰ μᾶς ὁ ἀντίπαλός μας Διάβολος, ὁ μισάνθρωπος, ὁ πρόξενος τῆς καταστροφῆς, ὁ ἐχθρικός, ὁ ἐχθρός τῆς δικαιοσύνης, αὐτὸς ποὺ χαίρεται μὲ τὶς δυστυχίες μας, ποὺ εἶναι ἀδύνατος νὰ κάνει κακὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ ὑπηρετοῦν τὸν Κύριο ἀληθινά, ποὺ ἐξευτελίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγαποῦν τὸν Κύριο ἀληθινά, ποὺ ποδοπατιέται περιφρονητικὰ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κάνουν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου μὲ καθαρὴ καρδιά. Διότι στὸν Θεὸ μας ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ μεγαλοσύνη, σὲ ὅλους τους αἰῶνες. Ἀμήν.