Γνωστό παραμύθι μιλάει γιά ἕναν δυστυχισμένο βασιλιά μέ ἀμύθητα πλούτη, πού φθόνησε τήν προσωπική καί οἰκογενειακή χαρά τοῦ φτωχοῦ εὐτυχισμένου γείτονά του τσαγκάρη καί θέλησε νά τόν δοκιμάσει στέλνοντάς του ἕνα πουγκί φλουριά. Μετά τή «γενναία ἐπιχορήγηση» ἡ ζωή τοῦ γείτονα γέμισε ἔγνοιες καί ἄδειασε ἀπό εὐτυχία. Γι’ αὐτό ὁ τσαγκάρης μας ἐπέστρεψε τό πουγκί στόν δωρητή, ὁμολογώντας: «Βασιλιά μου, τά λεφτά μπῆκαν ἀπό τήν πόρτα καί ἡ ὀλιγάρκεια πῆρε τήν εὐτυχία καί ἔφυγαν ἀπό τό παράθυρο»!
Πράγματι ἡ ὀλιγάρκεια εἶναι ὕψιστη ἀρετή. Σπουδαῖοι φιλόσοφοι καί διανοητές ἔζησαν καί δημιούργησαν ὑπέροχα ἔργα, υἱοθετώντας τήν ἑκούσια πενία, τήν ἀκτημοσύνη, τήν ἐγκράτεια.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ὁρίζει ὡς ἑξῆς· «Αὐτάρκεια δέ τῇ χρείᾳ τούτων ὁρίζεται, ὧν ἄνευ ζῆν οὐκ ἔνι». Ὅ,τι ὑπερβαίνει τό ὅριο τῆς ἀνάγκης εἶναι περιττό καί ἄχρηστο. Τό ὅριο αὐτό τῶν ἀναγκῶν εἶναι κοινό γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους· περιλαμβάνει τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα γιά τή διατήρηση τοῦ ἀνθρώπου στή ζωή κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο· «Ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα» (Α´ Τι 6,8). Ἐξάλλου ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἀπό τόν Θεό ὀλιγοδεής.
Τήν ἀρετή τῆς λιτότητας, τή δωρικότητα ὡς τρόπο ζωῆς, τή συναντοῦμε σέ πολλές πτυχές τῆς ἱστορίας μας, ἀπ’ ὅπου παραθέτουμε σχετικά παραδείγματα.
Ὅλοι γνωρίζουμε τόν σκληρό τρόπο ζωῆς τῶν ἀρχαίων Σπαρτιατῶν καί τή λιτή ζωή τους. Ὅταν κάποτε ὁ μεγάλος βασιλιάς τῶν Λακεδαιμονίων Ἀγησίλαος κατέλαβε τή Θάσο, οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ ἔτρεξαν νά τοῦ προσφέρουν πλούσια δῶρα: κριθαρένια ψωμιά, χῆνες, μελόπιτες, καρύδια καί κάστανα εἰδικῶς παρασκευασμένα. Ἐκεῖνος κράτησε μόνο τά κριθαρένια ψωμιά καί διέταξε νά πάρουν τά ἄλλα πίσω. Στήν ἐπιμονή τῶν Θασιτῶν νά τά κρατήσει, διέταξε νά τά δώσουν στούς δούλους πού ἀκολουθοῦσαν τόν στρατό. Ἐξήγησε τόν λόγο: «Δέν ἁρμόζει σέ γενναίους καί ἀγαθούς ἄνδρες νά τρῶνε τέτοιες λιχουδιές· αὐτά πού δελεάζουν τούς δούλους εἶναι ξένα γιά τούς ἐλεύθερους».
Ὁ φιλόσοφος Σωκράτης στόν σοφιστή Ἀντιφῶντα, πού τόν κατηγοροῦσε ὅτι τρώει καί πίνει τά χειρότερα φαγητά καί ποτά, καί ὅτι χειμώνα καλοκαίρι φοράει τά ἴδια ροῦχα καί περιφέρεται χωρίς ὑποδήματα καί χιτώνα, ἀπαντᾶ: Ἡ εὐτυχία δέν βρίσκεται στήν τρυφή καί στήν πολυτέλεια· εὐτυχής εἶναι αὐτός πού ἔχει λίγες ἀνάγκες, γιατί ἔτσι πλησιάζει πρός τόν Θεό, πού δέν ἔχει καθόλου ἀνάγκες.
Ἀλλά κι ἀπό τή σύγχρονή μας πραγματικότητα ἀποδεικνύεται ὅτι μέ τά ἀπολύτως ἀπαραίτητα περνᾶ κανείς ἐξίσου καλά, ὅπως καί μέ τά πολλά. Ἀπόδειξη τά σπίτια τριῶν σπουδαίων ποιητῶν, τοῦ Τάσου Λειβαδίτη, τοῦ Νίκου Καρούζου καί τοῦ Μίλτου Σαχτούρη. Ἔζησαν: σ’ ἕνα μικροαστικό διαμέρισμα τῆς γωνίας Ἀχαρνῶν καί Ἠπείρου ὁ Λειβαδίτης, σ’ ἕνα ἡμιυπόγειο ἑνάμισι δωματίου τῆς ὁδοῦ Σούτσου ὁ Καροῦζος καί σ’ ἕνα δυάρι τῆς ὁδοῦ Μηθύμνης, πού ἔβλεπε μάλιστα στόν «ἀκάλυπτο», ὁ Σαχτούρης. Δέν ὑπῆρξαν γι’ αὐτό ἄνθρωποι δυστυχισμένοι· οὔτε διέκρινε κανείς τήν ἐλάχιστη ἐπιθυμία νά μετακομίσουν. Ὁ Καροῦζος, μάλιστα, ὅταν θέλησε νά τοῦ χαρίσει κάποιος ἕνα ψυγεῖο, τόν ἀποπῆρε λέγοντάς του: «Δέν μ’ ἐνδιαφέρει ἡ ἄνεση· μ’ ἐνδιαφέρει νά βλέπω τήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς». Ὁ νομπελίστας Ἐλύτης σέ ὅποιον τόν ρωτοῦσε γιατί ἐξακολουθεῖ νά μένει σέ ἕνα διαμέρισμα δύο δωματίων ἀπαντοῦσε: «Μά τί νά τά κάνω τ’ ἄλλα δωμάτια, γιά νά βάλω μέσα μπουφέδες;».
Αὐτά τά δεδομένα ἀποτελοῦν μία στάση ζωῆς, μία «ἐπανάσταση» πού καταδεικνύει τή δυναμική τῆς φράσης: «Τίς ἐστιν πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος». Καί ὁ προσωκρατικός φιλόσοφος Δημόκριτος ἔλεγε: «Εὐτυχισμένος εἶναι ὅποιος χαίρεται μέ τά λίγα, ἐνῶ δυστυχισμένος αὐτός πού στενοχωρεῖται μέ τά πολλά». Πράγματι, ὁ ἐγκρατής «φιλοκαλεῖ μετ’ εὐτελείας» καί διάγει βίο ταπεινό μέ εὐχαριστία καί οὐσιαστική πληρότητα.
Ὁ ἄνθρωπος ὅμως τῆς σημερινῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, σάν τόν ἄφρονα πλούσιο τοῦ Εὐαγγελίου κατήντησε ἄβουλο ὄν, δοῦλος τῶν ἀναγκῶν, πού δέν τίς ἔνιωσε μόνος του, ἀλλά τοῦ τίς ἐπέβαλε τό περιβάλλον, ὁ καταναλωτισμός, ἡ διαφήμιση. Παρεμπιπτόντως νά ἀναφέρουμε ὅτι, σύμφωνα μέ ἔρευνα στή Μ. Βρετανία, τά ροῦχα πού ψωνίζουν οἱ σύγχρονες γυναῖκες φοριοῦνται μόλις ἑπτά φορές πρίν «ξεχαστοῦν» στό βάθος τῆς ντουλάπας. Συχνότερες αἰτίες εἶναι οἱ ἀλλαγές στό βάρος καί τό ὅτι ἀγοράστηκαν γιά τήν ἱκανοποίηση στιγμιαίας ἰδιοτροπίας.
Βεβαίως, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας στό σύνολό τους καταδικάζουν τήν πολυτέλεια καί τήν τρυφηλή ζωή μέ τή διδασκαλία τους καί μέ τή ζωή τους. Ὁ Μ. Βασίλειος σέ ἐπιστολή στόν πλούσιο φίλο του Ὀλύμπιο, ὁ ὁποῖος φρόντιζε νά τοῦ στέλνει τρόφιμα στό ἐρημικό κτῆμα τοῦ Πόντου, διαμαρτύρεται. Ἄν, τοῦ λέγει, ἡ «φίλη πενία» μιλοῦσε, θά σέ κατηγοροῦσε γιατί προσπαθεῖς νά τή διώξεις ἀπό τό σπίτι τοῦ Βασιλείου, ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ καί θαυμάζει τή λιτότητα τῶν ἀρχαίων σοφῶν. Στήν ἐπιστολή του ἐπαινεῖ τόν Ζήνωνα, ὁ ὁποῖος, ἐνῶ ἔχασε τά πάντα σέ ναυάγιο, δέν δυσανασχέτησε, ἀλλά εὐχαρίστησε τήν τύχη πού ὑπῆρξε ἡ ἀφορμή νά ζήσει λιτά, σάν πραγματικός φιλόσοφος. Ἐπαινεῖ τόν Κλεάνθη, ὁ ὁποῖος ὅλη τήν ἡμέρα γύριζε τό μαγγάνι σ’ ἕνα πηγάδι, γιά νά παίρνει ἡμερομίσθιο, μ’ αὐτό νά ζεῖ καί νά πληρώνει τά δίδακτρα στούς δασκάλους. Ἐπαινεῖ ἀκόμη καί τόν Διογένη, ὁ ὁποῖος περιοριζόταν νά χρησιμοποιεῖ μόνον ὅσα ἡ φύση δίδει. Ὅταν κάποτε εἶδε ὁ φιλόσοφος ἕνα παιδί νά πίνει μέ τήν παλάμη του νερό, πέταξε τό κύπελλο πού εἶχε καί ἔκτοτε δέν τό χρησιμοποίησε.
Ὁ ἴδιος πατέρας μᾶς συμβουλεύει: «Ἔστω τοίνυν ἡ χρῆσις τῇ χρείᾳ σύμμετρος». Τό μέτρο, ἡ ὀλιγάρκεια, ἡ ὀλιγοδεΐα νά εἶναι κριτήριο, στόχος στή ζωή μας καί νά νοηματοδοτεῖ τόν ἀγώνα διεξόδου μας ἀπ’ ὅσα μᾶς ταλανίζουν. Μόνον ἔτσι μπορεῖ νά ἐπιτευχθεῖ ἀναστροφή τῆς κρίσης, μέ τήν ἐπιστροφή στήν παράδοση, στήν πατροπαράδοτη λιτότητα, στό ἀσκητικό ἦθος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κλείνουμε μέ ἕνα παράθεμα ἀπό τίς διδαχές τοῦ Πατροκοσμᾶ: «Νά στοχαζώμεθα... τήν ψυχήν μας ὁπού εἶνε τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, νά τρώγωμεν καί νά πίνωμεν τό ἀρκετόν μας, ὁμοίως καί τά ροῦχα μας τά ἀρκετά, τόν δέ ἐπίλοιπον καιρόν νά τόν ἐξοδεύωμεν διά τήν ψυχήν μας, νά τήν κάμνωμεν νύμφην τοῦ Χριστοῦ μας... Εἰ δέ καί ζητοῦμεν πῶς νά τρώγωμεν, πῶς νά πίνωμεν, πῶς νά ἁμαρτάνωμεν, πῶς νά στολίζωμεν τοῦτο τό βρώμικο σῶμα, ὁπού αὔριον θά τό φάνε τά σκουλήκια, καί ὄχι διά τήν ψυχήν ὁπού εἶνε ἀθάνατος, τότε δέν πρέπει νά λεγώμεθα ἄνθρωποι, ἀλλά ζῶα. Λοιπόν κάμετε τό σῶμα δοῦλον τῆς ψυχῆς, καί τότε νά λέγεσθε ἄνθρωποι».