«Πολλοὶ ἄνθρωποι συνέχεια μὲ ρωτᾶνε, πῶς μποροῦν νὰ μάθουν νὰ προσεύχονται σωστὰ καὶ πῶς νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν διασκορπισμὸ τῶν λογισμῶν τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Μοῦ λένε ὅτι δὲν μποροῦν νὰ συγκεντρωθοῦν στὴν προσευχή, ὅτι ὁ νοῦς συνέχεια ἀποσπᾶται ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ πηγαίνει ἀλλοῦ. Ακόμα καὶ ἡ μία ἀκτίνα τοῦ ἡλίου ποὺ πέφτει πάνω στὴν εἰκόνα εἶναι ἱκανὴ νὰ τὸν ἀποσπάσει ἀπό τὴν προσευχή. Λένε ἐπίσης ὅτι καὶ ἡ λαμπρότητα τῆς ἀρχιερατικῆς λειτουργίας τοὺς ἐμποδίζει στὴν προσευχή, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἀφήνει νὰ συγκεντρωθοῦν. «Δὲν μποροῦμε, λένε, νὰ συγκεντρωθοῦμε καὶ νὰ προσευχηθοῦμε καλά». Καὶ μὲ παρακαλᾶνε νὰ τοὺς μάθω νὰ προσεύχονται.
Μὴν νομίζουμε ὅμως ὅτι τὸ πράγμα αὐτὸ εἶναι εὔκολο. Ξέρετε τί εἶναι αὐτὸ πού μοῦ ζητᾶτε νὰ σᾶς μάθω; Εἶναι τὸ πιὸ μεγάλο καὶ τὸ πιὸ δύσκολο ἀπ’ ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἔργα. Διότι τί εἶναι ἡ ἀληθινὴ προσευχή; Εἶναι ἡ ἄμεση κοινωνία τοῦ πνεύματός μας μὲ τὸν Θεό.
Αὐτὸ σημαίνει ἡ προσευχή. Ἂν ἔτσι τὴν βλέπουμε, τότε ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ ἁπαλλαγοῦν ἀπό τὸν διασκορπισμὸ τῶν λογισμῶν εἶναι ἡ ἑξῆς· γιὰ νὰ ὑπάρχει κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ πρέπει νὰ ἔχουμε ἀντίστοιχη ζωή, νὰ εἴμαστε ἄξιοι καὶ ἱκανοί. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀσχολεῖται μόνο μὲ τὶς βιοτικὲς μέριμνες, ποὺ πολὺ σπάνια σκέφτεται τὸν Θεό, ἀλλὰ κυλιέται στὰ πάθη, τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἐπιθυμίες του, μπορεῖ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔχει κοινωνία μὲ τὸν Θεό;»
«Τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς μὲ τὸν Θεὸ θέλει πολὺ κόπο καὶ ἄσκηση. Ὅλες οἱ σκέψεις καὶ οἱ ἐπιθυμίες μας πρέπει νὰ εἶναι συγκεντρωμένες στὸν Θεό, στὰ ἄνω ἀγαθά. Μόνο αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὶς σκέψεις καὶ τὶς ἐπιθυμίες τους προσηλωμένες στὸν Θεό, ποὺ προσπαθοῦν μὲ ὅλη τὴν δύναμή τους νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τὶς μάταιες κοσμικὲς φροντίδες καὶ βιοτικὲς μέριμνες· αὐτοὶ ποὺ ἀφιερώνουν πολλὴ ὥρα στὴν μελέτη τῆς Αγίας Γραφῆς καὶ τῶν Πατέρων, ποὺ προσεύχονται συχνά καὶ μὲ ζῆλο καί, τὸ κυριότερο, ἐφαρμόζουν στὴν ζωὴ τοὺς τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, διότι μόνο αὐτὸς ποὺ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς γίνεται συγγενὴς καὶ φίλος τοῦ Χριστοῦ, μόνο τέτοιοι ἄνθρωποι μποροῦν νὰ μάθουν νὰ προσεύχονται καὶ θὰ ἔχει ἡ προσευχὴ τους βάθος καὶ εἰλικρίνεια. Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀπάντησή μου· νὰ ποθοῦμε τὴν ἁγιότητα, νὰ προσπαθοῦμε πάντα, ὅσό μᾶς εἶναι δυνατόν, νὰ ἔχουμε στραμμένες τὶς σκέψεις καὶ τὸ πνεῦμα μας στὸν Θεό.
Οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες εἶναι πάντα συγκεντρωμένοι, ὁ νοῦς τους πάντα μελετᾶ τὰ μεγάλα ζητήματα ποὺ τοὺς ἀπασχολοῦν. Δὲν περιπλανοῦνται μὲ τὴ σκέψη τους ἀπό δῶ καὶ ἀπό κεῖ, ἀλλά τὴν ἔχουν πάντα προσκολλημένη σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔργο στὸ ὁποῖο ἔχουν ἀφιερώσει τὴν ζωή τους. Αὐτοὺς πρέπει νὰ μιμούμαστε· ὅπως ἐκεῖνοι πάντα στὸ νοῦ τους μελετοῦν τὰ ὑψηλὰ ζητήματα τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ἐπιστήμης, ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἂν θέλουμε νὰ ἔχουμε κοινωνία μὲ τὸν Θεό, πρέπει νὰ ζοῦμε ἐν Θεῷ καὶ νὰ ἔχουμε τὴν σκέψη μας στραμμένη πρὸς τὸν οὐρανό. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ οἱ ἰσχυροὶ τῷ πνεύματι ἄνθρωποι, γεμάτοι ἀπό τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἄφηναν τὸν κόσμο καὶ ἔφευγαν σὲ ἀδιαπέραστα δάση καὶ ἔρημους. Ἤθελαν νὰ μάθουν νὰ προσεύχονται καὶ ἔμαθαν διότι ἀπέσπασαν τὴν σκέψη τους ἀπό τὰ γήινα καὶ τὴν ἔστρεψαν στὸν Θεό, ἀφιερώνοντας ὅλη τὴν ζωή τους στὴν ἀπόκτηση τῆς πνευματικῆς τελειότητας.»
«Ἄνθρωποι ποὺ ἀκολουθοῦν ἄλλο δρόμο καὶ ἀσχολοῦνται μόνο μὲ τὰ προβλήματα τοῦ καθημερινοῦ βίου, αὐτοὶ συνέχεια παραπονοῦνται· «Ὅτι καὶ νὰ κάνω δὲν μπορῶ νὰ συγκεντρωθῶ στὴν προσευχή, ὁ νοῦς διασκορπίζεται». Καὶ βγάζουν τὸ συμπέρασμα ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ φύση τους καὶ δὲν χρειάζεται νὰ κο¬πιάζουν ἐπειδὴ ὅ,τι καὶ νὰ κάνουν ποτὲ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ συγκεντρώσουν τὸ νοῦ τους στὴν προσευχή. Πολλοὶ προβάλλουν ὡς δικαιολογία τὴν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση μοιάζουν μὲ τὸν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν ξέρει νὰ κολυμπᾶ καὶ ὅταν βλέπει πὼς δὲν τὸν κρατάει τὸ νερὸ λέει μέσα του· «Τὸ σῶμα μου εἶναι βαρύ, τὸ νερὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κρατήσει. Ἄχ, τί νὰ κάνω, αὐτὴ εἶναι ἡ φύση μου, γι’ αὐτό μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ μάθω νὰ κολυμπάω καὶ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ κοπιάζω». Δὲν εἶναι παραλογισμὸς νὰ σκέφτεται κανεὶς ἔτσι; Δὲν ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ ξέρουν νὰ κολυμπᾶνε καὶ κολυμπᾶνε πολὺ καλά; Τὸ θέμα εἶναι ὅτι δὲν θέλουμε νὰ μαθαίνουμε. Γι’ αὐτὸ ἂς μὴν κατηγοροῦμε τὴν φύση γιὰ τὸ ὅτι διασπᾶται ὁ νοῦς μας, ὅταν προσευχόμαστε. Δὲν φταίει ἡ φύση, ἁπλῶς δὲν θέλουμε νὰ συμμαζέψουμε τὸ νοῦ μας καὶ νὰ τὸν συγκεντρώσουμε στὴν προσευχή.
Εἶπε ὁ ἅγιος προφήτης Δαβίδ· «Μακάριος ἀνήρ, ὧ ἐστιν ἡ ἀντίληψις αὐτοῦ παρὰ σοί· ἀναβάσεις ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ διέθετο» (Ψα. 83, 6). Μακάριος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἡ δύναμή του βρίσκεται στὸν Θεό. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ἡ δύναμή του; Διότι μέσα στὴν καρδιὰ του ἔχει πάντα τὴν ἀνάβαση πρὸς τὸν Θεό. Μακάριος εἶναι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος. Ὁ Θεὸς θὰ κάνει τὴν προσευχή του νὰ ἔχει δύναμη. Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν ἀνεβαίνει μέσα στὴν καρδιὰ του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν προσέχει τὴν ψυχή του ποὺ ὅλο καὶ περισσότερο γεμίζει μὲ τὰ αἰσχρὰ πάθη. Αὐτὸς ποτὲ δὲν θὰ μάθει νὰ προσεύχεται.»
«Ὁ προφήτης Ἱερεμίας λέει· «Ἕως πότε ὑπάρξουσιν ἐν σοῖ διαλογισμοὶ πόνων σου» (Ἱερ. 4, 14). Ὡς πότε, δηλαδή, θὰ παραμένουν μέσα σου οἱ σκέψεις σου οἱ κακές. Αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαιότερο ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε· νὰ διώξουμε ἀπό τὴν καρδιά μας τὶς κακὲς σκέψεις. Ἔχουμε πάρα πολλὲς τέτοιες σκέψεις, ἀλλά δυστυχῶς δὲν βιαζόμαστε νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπ’ αὐτές. Ἂν ὅμως ἡ καρδιά μας εἶναι γεμάτη κακὲς σκέψεις καὶ λογισμούς, πῶς μποροῦμε νὰ προσευχόμαστε;
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ συγκεντρωθοῦμε στὴν προσευχή, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἡ ἀνοδικὴ πορεία καὶ ἡ καρδιά μας δὲν ὑψώνεται διαρκῶς, κάθε μέρα, ἀπό τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ, πρὸς τὸν Θεό. Δὲν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι στὴν ζωὴ τους σκοπὸ νὰ ἀνεβαίνουν πρὸς τὸν Θεὸ καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι ἀντί νὰ ἀνεβαίνουν ψηλὰ κατεβαίνουν ὅλο καὶ πιὸ κάτω. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπάρχει προσευχή.
Ὑπάρχει μία εὐχὴ ποὺ θεωρεῖται ἡ κατ’ ἐξοχὴν Προσευχὴ καὶ εἶναι τὸ κυριότερο ἔργο τῶν μοναχῶν, εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», τὴν ὁποία οἱ μοναχοὶ τὴν ἐπαναλαμβάνουν συνέχεια, καὶ πολλὲς φορὲς κάνουν ταυτόχρονα μετάνοιες καὶ γονυκλισίες. Αὐτὴ ἡ προσευχὴ ἔχει μεγάλη δύναμη. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὴν συνηθίζει καὶ τὴν λέει συνέχεια λαμβάνει χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μαθαίνει νὰ προσεύχεται σωστά. Λέω στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν αὐτὴ τὴν προσευχή. Μερικοὶ ἀρχίζουν, ἀλλά πολὺ γρήγορα τὴν ἀφήνουν καὶ μοῦ λένε μετὰ τὸ ἑξῆς· «μηχανιστικὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὴν εὐχὴ καὶ δὲν βλέπουμε ὅτι ὠφελούμαστε ἀπ’ αὐτή». Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι θέλουν πολὺ γρήγορα νὰ δοκιμάσουν τοὺς καρποὺς καὶ δὲν καταλαβαίνουν ὅτι τὸ νὰ μάθει κανεὶς νὰ προσεύχεται θέλει πολὺ κόπο καὶ πνευματικὸ καὶ σωματικό, ἀμέσως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πετύχει.»
«Μερικοὶ παραπονοῦνται ὅτι δὲν μποροῦν νὰ συγκεντρωθοῦν ὅταν λειτουργεῖ ὁ ἀρχιερέας, τοὺς ἐνοχλεῖ ὅτι συχνὰ ἀλλάζει, ὅπως λένε, τὰ ἄμφιά του κατὰ τὴν διάρκεια τῆς λειτουργίας. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν καταλαβαίνουν τί λένε. Ὁ ἀρχιερέας δὲν ἀλλάζει τὰ ἄμφια, ἁπλῶς μερικὲς φορὲς τοῦ βγάζουν καὶ μετὰ ξαναβάζουν τὸ ὠμοφόριο. Ποιὸς εἶναι ὁ συμβολισμὸς αὐτῆς τῆς πράξης καὶ γιατί τὸ κάνουν;
Ὅταν θὰ τὸ μάθετε δὲν θὰ σᾶς ἐνοχλεῖ πλέον αὐτό. Τὸ ὠμοφόριο εἶναι ἕνα ἀπό τὰ πιὸ σπουδαῖα ἀρχιερατικὰ ἄμφια. Ὅλα τὰ ἱερατικὰ ἄμφια ἔχουν ἕναν συγκεκριμένο συμβολισμό. Τὸ ὠμοφόριο τοὺ ἀρχιερέα συμβολίζει τὸ χαμένο πρόβατο ποὺ βρῆκε ὁ Ἰησοῦς στὴν ἔρημο καὶ τὸ σήκωσε στοὺς ὤμους του. Τὸ ὠμοφόριο σημαίνει ὅτι ὁ ἀρχιερέας, ὁ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἔχει τὸ καθῆκον νὰ βρίσκει τὰ χαμένα πρόβατα καὶ νὰ τὰ σηκώνει στοὺς δικούς του ὤμους. Ὁ ἀρχιερέας εἰκονίζει τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὑπάρχουν ὅμως στιγμὲς κατὰ τὴν θεία λειτουργία στὶς ὅποιες σὰν νὰ παρουσιάζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μπροστὰ στὸν λαό του, καὶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ὁ ἀρχιερέας βγάζει τὸ ὠμοφόριο.
Ὅταν διαβάζεται τὸ Εὐαγγέλιο σὰν νὰ ἀκοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ νὰ μᾶς μιλάει. Ὁ Χριστὸς εἶναι παρών, γι’ αὐτὸ ὁ ἀρχιερέας πρέπει νὰ βγάλει τὸ ὠμοφόριο, τὸ ἄμφιο ποὺ δείχνει τὸ ἀρχιερατικὸ του ἀξίωμα. Μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο δείχνει τὴν ταπείνωσή του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου.
Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ κατὰ τὴν μεγάλη εἴσοδο. Τὸ δισκάριο μὲ τὸν εὐλογημένο ἄρτο καὶ τὸ ποτήριο μὲ τὸν οἶνο συμβολίζουν τὸν Κύριο ποὺ ἔρχεται στὸ πάθος. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀρχιερέας ποὺ ὑποδέχεται τὸν Χριστὸ στὴν ὡραία πύλη, λαμβάνοντας ἀπό τὸν ἱερέα καὶ τὸν διάκονο τὸ ποτήριο καὶ τὸ δισκάριο δὲν φοράει ἐπάνω του τὸ ὠμοφόριο.»
«Ὅταν ἔρχεται ἡ σπουδαιότερη στιγμὴ τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ ὁ ἀρχιερέας ἐκφωνεῖ τὰ μεγάλα ἐκείνα λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στὸ μυστικὸ δεῖπνο«Λάβετε, φάγετε· τοῦτό μου ἔστι τὸ σῶμα, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν κλώμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο ἐστι τὸ αἷμα μου, τὸ τῆς καινῆς Διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν». Τότε ὅταν εὐλογεῖ τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο, ἐπικαλούμενος τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὴν δύναμη τοῦ ὁποίου αὐτὰ μεταβάλλονται σὲ ἀληθινὸ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τότε λοιπὸν ὁ ἀρχιερέας πρέπει νὰ φοράει ὅλα τὰ ἀρχιερατικά του ἄμφια. Με¬τὰ ὅταν τὸ μυστήριο ἔχει τελεστεῖ πρέπει νὰ βγάλει τὸ ὠμοφόριό του, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ, εἶναι παρών.
Βλέπετε, αὐτὸ ποὺ κάνει ὁ ἀρχιερέας δὲν εἶναι ἁπλὴ ἀλλαγὴ ρούχων, ἀλλά ἱερὲς πράξεις καὶ σύμβολα ποὺ ἔχουν πολὺ βαθὺ νόημα. Γι’ αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ σᾶς ἐνοχλεῖ ἡ λαμπρότητα τῆς ἀρχιερατικῆς λειτουργίας. Δὲν ἀποσπᾶ τὸ νοῦ μας ἀπὸ τὴν προσευχή, ἀλλὰ ἀντίθετα αὐτοὺς ποὺ κατανοοῦν τὸ ὑψηλό της νόημα τοὺς βοηθάει νὰ προσεύχονται μὲ περισσότερο βάθος.
Αὐτὸ πού σᾶς ἐνοχλεῖ εἶναι ὁ διασκορπισμὸς τῶν λογισμῶν, ποὺ ἡ αἰτία του εἶναι οἱ βιοτικὲς μέριμνες καὶ κοσμικὲς φροντίδες. Πολὺ σπάνιες εἶναι οἱ στιγμὲς ὅταν συγκεντρώνετε τὴν σκέψη σας στὸ θεῖο καὶ ἱερό.
Ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν λοιπὸν ὅλα αὐτὰ πού εἴπαμε παραπάνω; Στὸ νὰ συνειδητοποιήσουμε πόσο δύσκολο ἔργο εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ὅτι μόνο οἱ ἅγιοι μποροῦν νὰ προσεύχονται καθαρὰ χωρὶς νὰ περιπλανῶνται μὲ τὴν σκέψη τους. Γι’ αὐτὸ ἂς ταπεινωθοῦμε βλέποντας τὴν ἀδυναμία μας. Πολὺ μακριὰ βρισκόμαστε ἀπὸ τὸ νὰ εἴμαστε ἅγιοι.
Νὰ προσευχόμαστε ὅπως μποροῦμε, μὲ εἰλικρίνεια σὰν τὰ μικρὰ παιδιά. Ὁ Χριστὸς ἀκούει τὴν προσευχή μας, προσευχὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων ἀκούει ὁ Κύριος. Ὅσο ἀδύναμη καὶ νὰ εἶναι ἀνεβαίνει ψηλὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ. Νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε καὶ νὰ μὴν κατεβάζουμε τὰ χέρια μας. Δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε νὰ ἀπαλλαχθοῦμε γρήγορα καὶ χωρὶς κόπο ἀπὸ τὸ διασκορπισμὸ τοῦ νοῦ μας τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς»
«Ἁγίου Λουκᾶ Ἀρχιεπισκόπου Κριμαίας
Λόγοι καί ὁμιλίες τόμος Β»