“Τι σταμάτησε αυτά τα κινήματα ψυχήςπου αξιώθηκε κι έφτασαν ως τις κοινότητες;Ποιος καπάκωσε μια τέτοιου είδους αρετή…”
Οδυσσέας Ελύτης
(Δημόσια και ιδιωτικά)
Ήταν ένα πρωινό Σαββάτου, όταν πήρα από το χέρι τον εγγονό μου να πάμε να ψωνίσουμε σε μια κλειστή δημοτική αγορά, η οποία έβριθε προϊόντων. Στους πάγκους τους οι μαγαζάτορες είχαν τοποθετήσει με τάξη την πραμάτεια τους. Έβρισκες εκεί όποιο είδος διατροφής επιθυμούσε η ψυχή σου. Η εικόνα αυτή της αγορά, που –ομολογώ- είχα να την επισκεφθώ πολλά χρόνια, μου αναρρίπισε παιδικές μνήμες, όταν ο μακαρίτης ο πατέρας μου έβαζε στο τελευταίο χώρισμα της δικηγορικής του τσάντας τρία δίχτυα- τσάντες ( τότε δεν υπήρχαν πλαστικές σακούλες) και με έπαιρνε μαζί του για να τον βοηθήσω, γεμίζοντας τες με καλούδια. Από μια διάθεση νοσταλγίας, που μας κατατρύχει για την παιδική μας ηλικία, ήθελα να αναβιώσω αυτές τις μνήμες και ταυτόχρονα να δείξω στον μικρό μου εγγονό ότι υπάρχει και μια άλλη όψη της ζωής και ένα άλλο είδος αγοράς, που έχει το χρώμα της εντοπιότητας και της λαϊκότητας και βρίσκεται έξω από τα γιγάντια supermarkets και τα ιλουστρασιόν υπόγεια γκαράζ τους.
Σε κάθε μας στάση για να ψωνίσουμε οι μαγαζάτορες του έπιαναν κουβέντα, τον ρωτούσαν πόσο χρονών είναι, τι ομάδα είναι, κ.α., ενώ συγχρόνως δεν παρέλειπαν να τον φιλέψουν με τα προϊόντα τους. Του έδιναν ένα κομματάκι φέτα, λίγα καρύδια, μια φέτα σαλάμι κ.τ.λ.. Ήταν μια αυθόρμητη και ανθρώπινη επαφή, που πολύ την χάρηκα και που οι δικές μου αγοραστικές συνήθειες την είχαν λίγο πολύ ξεχάσει και που ομολογώ ότι με συγκίνησε. Θέλοντας να μεταδώσω στο μικρό τα αισθήματα μου για την πηγαία ευγένεια των ανθρώπων και πιστεύοντας ότι και αυτό τον άγγιξε, στο τέλος τον ρώτησα πως του φάνηκε αυτή η αγορά, που πρώτη φορά έβλεπε. Εκείνος -με ένα απροσδόκητο για μένα ύφος, που έδειχνε θυμό- μου απάντησε επιλέξει: Απαράδεκτη!
Αιφνιδιάστηκα από την απάντηση του και θέλοντας να καλμάρω την αντίδραση του τον ξαναρώτησα:
-«Γιατί το λες αυτό; Δεν είδες τι καλοί άνθρωποι που ήτανε οι μαγαζάτορες; Σε φιλέψανε κιόλας, δεν είσαι ευχαριστημένος ;»
- «Όχι», μου είπε «γιατί οι διάδρομοι της ήταν γεμάτοι βρομόνερα και μου λερώσανε τα παπούτσια μου!»
Τότε, συνειδητοποίησα τον ρόλο που έχουν ασκήσει στην αξιολόγηση του μικρού οι εσωτερικευμένες από τις επισκέψεις του στα supermarkets παραστάσεις του.
Με αφορμή αυτό το συμβάν άρχισα να σκέφτομαι και να βάζω τον εαυτό μου στο βάθρο του εισαγγελέα, αρθρώνοντας εντός μου μια αυτοκριτική διερώτηση που μου την ενέπνευσε το -αναφερόμενο στο βιβλίο του P. Rosanvallon «Κοινωνία των ίσων»- παράδοξο του Bossuet, που λέει: «κάνουμε τον Θεό να γελάει με τους ανθρώπους, που ενώ διαμαρτύρονται για τις συνέπειες, αγαπούν τις αιτίες». Αυτό, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι εμείς, τα νεωτερικά υποκείμενα -ενώ στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις και παρέες μας- από το ένα μέρος δυσφορούμε για όλο αυτό το σύστημα σχέσεων που έχει εγκαθιδρύσει το καπιταλιστικό πρότυπο ζωής, από το άλλο μέρος με τις συμπεριφορές και πράξεις μας το ανατροφοδοτούμε και αναπαράγουμε τις αιτίες που δημιούργησαν τις συνέπειες του.
Συγκεκριμένα, εμείς οι Έλληνες με τις αγοραστικές μας συνήθειες και τις ετεροκατευθυνόμενες συμπεριφορές μας καταφέραμε να απαξιώσουμε και να κλείσουμε δημοτικές αγορές και να ελαχιστοποιήσουμε τις μικρής κλίμακας εγχώριες παραγωγικές μονάδες, εισάγοντας είδη διατροφής από το εξωτερικό και ότι αυτό συνεπάγεται από πλευράς εξάρτησης της οικονομίας και της σύνολης δομής μας από τα υπερεθνικά κέντρα. Όταν ένας παραγωγός τυποποιημένων γαλακτοκομικών προϊόντων, που είχε το κατάστημα του στη συγκεκριμένη δημοτική αγορά, μου έδειξε την αναρτημένη στον τοίχο φωτογραφία του τσελιγκάτου του, μου είπε ότι «εμείς είμαστε από τον παππού μας κτηνοτρόφοι και παράγουμε μόνοι μας αγνά προϊόντα». Τότε, άθελα μου, ήρθε στη μνήμη μου όταν συγκέντρωνα και συνέτασσα την εργογραφία του Κ. Καραβίδα το «τσελιγκάτο», για όποιο μιλούσε με ιδιαίτερη ζέση ο συγγραφέας, καθώς και για το ρόλο της γεωοικονομίας στην ανάπτυξη της χώρας μας.
Για όσους δεν γνωρίζουν τον Κωνσταντίνο Καραβίδα (1890-1973) οφείλω να σημειώσω ότι ήταν, μαζί με τον Δημοσθένη Δανιηλίδη, οι πρώτοι Έλληνες κοινωνιολόγοι που οραματίστηκαν έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και ένα άλλο τρόπο ζωής της κοινωνίας. Ο πρώτος ήταν φύτρα της Ρουμελιώτικής γης και προσκυνητής των ορεινών της όγκων, στους οποίους αντηχούσαν ακόμα τα καριοφίλια της επανάστασης του ’21.
Ο Καραβίδας, απομακρυνόμενος από τις κρατούσες στο μεσοπόλεμο οικονομικο-φιλελεύθερες θεωρίες και δογματικές μαρξιστικές αναλύσεις, χάραξε με το πρόταγμα του ένα «τρίτο δρόμο» εξόδου της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας από την κρίση. Είδε ότι για τα δεδομένα της χώρας μας το κοινοτικό σύστημα, το οποίο διέπεται από κοινές αξίες και χαρακτηρίζεται από το αίσθημα του «εμείς», μπορεί αναδιαμορφούμενο να γίνει βιώσιμο. Στη συμμετοχική κουλτούρα της κοινότητας είδε να αποκαθίσταται η επαφή του ανθρώπου με τη φύση, τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του, έχοντας ως ιστορικό προηγούμενο τις αγροτικές και αστεακές κοινότητες του ελληνικού παρελθόντος.
Για τον συγγραφέα της «Κοινοτικής Πολιτείας», Καραβίδα, η αυτοδιοίκηση δύναται να αποτελέσει μοχλό απογείωσης της οικονομίας και ενσάρκωση της ελευθερίας και δημοκρατίας. Θέσεις τις οποίες συναντάμε στις μεταγενέστερες ιδέες της κοινωνικής οικολογίας. Ο αγώνας του Κ. Καραβίδα για την αλλαγή των πραγμάτων στράφηκε εναντίον του συγκεντρωτικού-γραφειοκρατικού κράτους, το οποίο με το πελατειακό του σύστημα, τα προσαρτημένα στον κορμό του μεταπρατικά συμφέροντα και τα συνεργαζόμενα και με τους δύο παράγοντες διεθνή καπιταλιστικά κέντρα, απομύζησε τον εσωτερικό δυναμισμό της υπαίθρου και θρυμμάτισε τη σπονδυλική στήλη της ελληνικής οικονομίας, που ήτανε οι μικρομεσαίες παραγωγικές μονάδες και εμπορικές επιχειρήσεις. Και αυτό σε αντίθεση με κάποιες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου το Κράτος με τα θεσμικά μέτρα που έλαβε, όπως π.χ. φορολογικές ελαφρύνσεις κ.α., στήριξε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες -εξειδικεύοντας την παραγωγή τους και τεχνολογικά αναβαθμιζόμενες- κατάφεραν να επιβιώσουν και επιβιώνοντας να επαυξήσουν την παραγωγική τους ικανότητα, αποβαίνοντας συμπληρωματικό σκέλος της οικονομίας.
Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας διέβλεψε που οδηγούν την χώρα οι επείσακτοι, αναφομοίωτοι και κακοποιημένοι αστικοί θεσμοί, όπως είναι:
α) η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, «ο δικηγορικός κοινοβουλευτισμός» -όπως την αποκαλούσε-, που καθιστά τους ανθρώπους αδιάφορους κι παθητικούς απέναντι στα «κοινά»
β) η μετατροπή της κοινότητας από κοινωνιολογική οντότητα σε διοικητική ενότητα-περιοχή και
γ) ο οικονομικός φιλελευθερισμός ως τάση του διεθνούς κεφαλαίου να ομορφοποιήσει την οικονομία και να ομογενοποιήσει τον πολιτισμό λόγω της μονοπωλιακής του λειτουργίας και της κοινωνικής πόλωσης που προκαλεί.
Θέλοντας ο Κωνσταντίνος Καραβίδας να σταματήσει όλο αυτό το σύστημα των διαπλεκόμενων σχέσεων που διαμόρφωσε τρόπους ύπαρξης και κατανόησης του κοινωνικού πρόταξε ως αντίρροπη δύναμη τον «κοινοτικό του κανόνα». Αναφερόμενος στο κανονιστικό του πλαίσιο έλεγε ότι πρώτα από όλα η κοινότητα είναι «πνεύμα ζωής». Αυτό το πνεύμα ήθελε να το αναζωογονήσει, να το ανασύρει από τις καταχωνιασμένες μικρόψυχες γωνίες της ύπαρξη. Να το βγάλει στο φως, να το απομακρύνει από τον εφησυχασμό του. Να το απελευθερώσει από τον αυταρχικό μηχανισμό της κρατικο-διοικητικής αυτοδιοίκησης και από την αρπακτικότητα του καπιταλισμού και να το μετατρέψει σε κινητήρια δύναμη της οικονομίας και της πολιτικής, δίνοντας του πνοή και φτερά για να πετάξει.
Προκειμένου να δώσει ιστορικό βάθος, σταθερές βάσεις και ιστορική προοπτική στο εγχείρημα του, αντιμετώπισε την κοινότητα ως εκούσια συνένωση παραγωγών και την είδε ως αναπτυξιακό πόλο της οικονομίας. Την ονόμασε «περίπλοκο οικονομικό πολυώνυμο». Τοποθετημένη η κοινότητα στον εδαφικό της χώρο από το παρελθόν ήταν το θεμέλιο της ζωής, αναπαριστούσε με το σταθερό δίκτυο σχέσεων της την σύνθεση ελευθερίας, δημοκρατίας, ισοπολιτείας και ισοκατανομής πλούτου. Ως εσωτερική και εξωτερική σχέση επαναενσωμάτωνε την φύση, την οικονομία και την κοινωνία και συγκροτούσε μια αυτοθεσμισμένη ενότητα.
Θέλοντας να αποφύγει οποιαδήποτε παρεξήγηση αναφορικά με την προέλευση της και να αποκλείσει παρανοήσεις θα πει ότι ο «κοινοτικός κανόνας» δεν έχει μεταφυσική προέλευση. «Ο συνθετικός αυτός κανόνας της κοινότητας των Ελλήνων δεν τους εδόθηκεν ποτέ κάπου σε κάποιο Σινά […] αλλά διεπλάσθη εδώ ο εν λόγω κανόνας […] δια μέσου της μακράς παράδοσης, σύμφωνα δηλαδή με τις άμεσες ασυγκάλυπτες και αμείλικτες καθημερινές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες […] Ο κοινοτικός αυτός κανόνας τεκμηριώνεται κι εκ των υστέρων εκάστοτε και ασκείται, δοκιμάζεται και αδιάκοπα κυρούται εδώ ως κυριολεκτική σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο […] με το […] κριτήριο της ανθρώπινης αξίας […] βήμα προς βήμα δια μέσου μιας αέναης αναπροσαρμοστικής κατ’ άτομον αξιολογήσεως μέσα στην συντροφική ομάδα […]» (Μακεδονικοί Ύμνοι 1922).
Όπως διαπιστώνεται από το ως άνω παράθεμα, ο Κ. Καραβίδας δεν θεωρεί την κοινότητα ως ένα κλειστό και στατικό μόρφωμα, που στηρίζει την ύπαρξη της στην «φυσική οικονομία» κατά Marx (Το Κεφάλαιο -3ος) - δηλαδή στην αυτοκατανάλωση, όπου η πρόσοδος παραμένει σε είδος, όπως ήταν ο αυτάρκης αγροτικός οίκος, ο οποίος απείχε από την αγορά και την παραγωγική και ιστορική κίνηση της κοινωνίας. Αλλά, αντίθετα την θεωρεί ένα ανοιχτό και δυναμικό σύστημα που συμμετέχει στην αγορά και λαμβάνει μέρος στην αέναη και προχωρητική κίνηση της ιστορίας. Μέσα από το πνεύμα της συνεργασίας και συνεταιριστικής οργάνωσης της παραγωγής, η κοινότητα διαρκώς αναπροσαρμόζεται, σκοπώντας στην μεγιστοποίηση της συλλογικής ωφέλειας και σε ένα ανώτερο επίπεδο στην ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας και της συμμετοχής στη διεθνή αγορά, έχοντας πάντα ως σταθερό κριτήριο των επιδιώξεων της την αξία άνθρωπος και τον εξανθρωπισμό της εργασίας.
Υποθέτω, ότι ο Κ. Καραβίδας, όταν συνέθετε το κοινοτικό του πρόταγμα, θα είχε υπόψη του τόσο το έργο του P. Kropotkin «Αγροί, εργοστάσια και εργαστήρια» (1899), όπου μιλούσε για το ιδεώδες της αυτοργάνωσης της βασισμένης πάνω στην αλληλεγγύη και την συνεργασία. Όσο, επίσης, και το έργο του F. Tönnies «Κοινότητα και κοινωνία», καθώς και των νεότερων Γερμανών κοινοτιστών, όπως του Gustav Landauer, με τον οποίο έχω ασχοληθεί σε ένα άλλο μου άρθρο.
Το πρόταγμα Καραβίδα είναι απόρροια των κοινωνικό-πολιτικών ανησυχιών της ταραγμένης και αβέβαιης εποχής του μεσοπολέμου. Εκείνο που γίνεται εμφανές τόσο στο έργο του Καραβίδα, όσο και του Landauer, είναι ότι και οι δύο διαπνέονται από τις ίδιες κοινωνικές ανησυχίες για ένα κόσμο εσωτερικά διχασμένο και αποπροσανατολισμένο, ανίκανο να διακρίνει τις δυνάμεις που λανθάνουν εντός του, επικαλούνται σε βοήθεια το «πνεύμα του παρελθόντος» -όπως έλεγε ο Marx - και δανείζονται από αυτό τα ερείσματα της σκέψης τους.
Όταν στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γερμανία ο Landauer και οι ομοϊδεάτες του συγκροτούσαν τον όμιλο «Νέα Κοινότητα» (Neue Gemeinschaft) για να συζητήσουν τις δυνατότητες αναβίωσης του συντροφικού και συνεργατικού πνεύματος, ο Καραβίδας με τον Ντίνο Μαλούχο εκδίδανε στο μεσοπόλεμο για την διάδοση των κοινοτικών τους ιδεών το περιοδικό «Κοινότητα». Στη σύλληψη του Καραβίδα η κοινότητα ήταν μια ιστορική κληρονομιά. Η επαναφορά στη ζωή του συντροφικού και αλληλέγγυου πνεύματος της θεωρείτο για τον Κ. Καραβίδα προϋπόθεση για την αλλαγή των σχέσεων και ιδιαίτερα για την ανάπτυξη της οικονομίας. Επεκτεινόμενη στο σύνολο των κοινωνιακών σχέσεων η κοινότητα εκλαμβανόταν ως μήτρα σύλληψης ενός νέου οικονομικού και πολιτικού δυναμισμού. Ο Κ. Καραβίδας για να θεμελιώσει το πρόταγμα του συγκέντρωσε από τις επιτόπιες έρευνες του στην αγροτική ύπαιθρο ένα τεράστιο εμπειρικό υλικό, το οποίο αποτέλεσε πρωτογενές υλικό για τις εργασίες των νεότερων επιστημόνων. Έδειξε με τα ευρήματα του το δρόμο που οδηγεί στην αυτογενή και αυτοδύναμη ανάπτυξη της χώρας και σε μια άλλη πολιτική που επέχει το αυτεξούσιο της ζωής.
Οι πολυδύναμοι θεσμοί της κοινότητας ήταν αυτοί που της επέτρεπαν να υπερβεί τις αντιφάσεις και να αναχθεί σε ισότιμο θεσμικό φορέα της αγοράς. Ο Κ. Καραβίδας προσπάθησε –αλλά δεν το πέτυχε - να κάνει πράξη αυτό που έλεγε ο Γάλλος σοσιαλιστής Jean Jaurès για τους σοσιαλιστές: «Οι σοσιαλιστές από την εστία των προγόνων τους κρατούν την φλόγα και οι συντηρητικοί τις στάχτες». Τη φλόγα θέλησε να μεταλαμπαδεύσει στην κοινωνία της εποχής του ενσταλάζοντας στα πνεύματα και στη συνείδηση ένα άλλο περιεχόμενο ζωής, το οποίο από τη φύση του αντιμάχεται τον ατομικιστικό ωφελιμισμό, την αποσυνθετική ειδίκευση της μισθωτής εργασίας και το ανώνυμο μετοχικό κεφάλαιο του τραπεζικού- τοκογλυφικού συστήματος.
Με τα έργα του «Δημοκρατία και Αυτοδιοίκησις εν Ελλάδι» (1930) και «Αγροτικά μελέτη συγκριτική» (1931) έθεσε τα θεμέλια του κεντρόφυγου και αναπτυξιακού του οράματος. Επιχείρησε να απεγκλωβίσει την αυτοδιοίκηση από το σφιχτό εναγκαλισμό της με το Κράτος. Θέλησε να την κάνει κύτταρο της δημοκρατίας και πρώτη ύλη για τον μετασχηματισμό της παραγωγικής βάσης της οικονομίας, έτσι ώστε να την απεξαρτήσει, όπως έλεγε, από την «ατλαντική κεφαλαιοκρατική οικονομία». Προς την κατεύθυνση αυτή επεξεργάστηκε μια δέσμη συνεκτικών προτάσεων, ένα θεωρητικό ολοκλήρωμα, την «Κοινοτική Πολιτεία» (1935).
Ο ριζοσπαστισμός της σκέψης του έθεσε σε αμφισβήτηση τους κυριάρχους θεσμούς και τις πρακτικές τους που κάνουν τους πολίτες αδιάφορους για τα κοινά και εξαρτημένη τη ζωή τους από το πολιτικό «ρουσφέτι». Η αναστροφή αυτής της πορείας συνεπαγόταν την μετατόπιση του κέντρου βάρους λήψης και υλοποίησης των αποφάσεων από τα «άνω», το κράτος, προς τα «κάτω», την αυτενεργούσα και συναποφασίζουσα συλλογική δύναμη. Οι πράξεις της οποίας δίνουν κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιεχόμενο στην ελευθερία και τη δημοκρατία. Και όπως σημείωνε στο «Δημοκρατία και Αυτοδιοίκησις» «[…] η ελευθερία δεν είναι κάτι που χορηγείται και οργανώνεται μηχανικά εκ των άνω, με κάποιο εγκεφαλικό τέχνασμα, είναι κάτι που –εν μέτρω- υπάρχει (και) δεν μπορεί να μείνει κενή λέξη». Για να αποκτήσει ιστορικό νόημα η ελευθερία και οικονομική διάσταση η δημοκρατία, απαιτούσε ένα ποιοτικό άλμα που είναι η δημιουργία ενός ελεύθερου και ισότιμου συνεταιρισμού παραγώγων και η ισοκατανομή του παραγόμενου συλλογικού πλούτου.
Ο Κ.Καραβίδας, στην προσπάθεια του να εμπραγματώσει το αυτοδιαχειριστικό όραμα του και θεωρώντας ότι η γεωοικονομία είναι ο πρωταρχικός παράγοντας πλούτου της Ελλάδας, προτρέπει -ως στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας- τους μικροκαλλιεργητές ιδιοκτήτες γης να εγκαταλείψουν τις παλαιές μεθόδους καλλιέργειας και τους παραδοσιακούς οικογενειακούς τρόπους εργασίας, τον παλαιοτεχνικό τους οικότυπο και να ενώσουν για το κοινό τους συμφέρον τις δυνάμεις τους. Η συλλογική δύναμη για τον συγγραφέα είναι ανώτερη από πλευράς ποιότητας, ποσότητας και έντασης και αποτελεσματικότερη από ότι το άθροισμα των επιμέρους οικογενειακών κλήρων. Η συγκρότηση τους σε συνεταιριστικές ενότητες, μη εξαιρουμένων και των συνεταιριστικών τραπεζών, προσφέρει ασύγκριτα αποτελέσματα. Το βάρος των καλλιεργειών, όπως έλεγε, πρέπει να πέσει σε καλλιέργειες «επιδεκτικές εντατικής εκμεταλλεύσεως και μεγάλης αποδόσεως με καθαρόν κέρδος». Η «εκποίκιλση» των παραγόμενων προϊόντων, η αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και του πλούσιου υπεδάφους της, η ανάπτυξη ανταλλακτικών σχέσεων με τις όμορες και οργανωμένες πάνω σε συνεργατική βάση Βαλκανικές χώρες ήταν μερικά από τα βασικά μέτρα για την οικοδόμηση της ζωής πάνω σε νέες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές βάσεις.
Ξεκινώντας τη σκέψη του από το τοπικό, μέσα από αναβαθμούς, μεταβαίνει στο εθνικό και το Βαλκανικό και φθάνει στο διεθνές, που είναι η συμμετοχή και η ένταξη των παραγόμενων προϊόντων στη διεθνή αγορά, στο χώρο της οποίας μπορεί να εξισορροπηθεί η συνεργασία με τον υγιή ανταγωνισμό. Οι θέσεις του για τις ανταλλαγές προϊόντων με τις Βαλκανικές χώρες είχαν και ένα άλλο νόημα. Προεικόνιζαν μια γεωφυσικά ολοκληρωμένη και γεωπολιτκά σπονδυλώμενη οικονομία. Η ανθρωπογεωγραγική ενοποίηση του Βαλκανικού χώρου δημιουργούσε τις προϋποθέσεις μιας πραγματικής αδελφοσύνης των λαών σε μια περιοχή, η οποία ήταν το μήλον της έριδος και παραμένει το σημείο ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων και των εθνικισμών.
Ο «τρίτος δρόμος» που χάραξε με την σκέψη του ο Καραβίδας και ο οποίος θα έφερνε ανάπτυξη και ευημερία στη χώρα και ειρηνική συνύπαρξη των λαών της Βαλκανικής, περιττό να λεχθεί ότι αγνοήθηκε. Οι παρατρεχάμενοι της πολιτικής εξουσίας, «αστοί» οικονομολόγοι θεώρησαν τον Κ. Καραβίδα ουτοπιστή, γιατί εκινείτο πέραν των συνόρων των αστικών θεσμών και της «αστικής» πραγματικότητας. –Ποιάς αστικής πραγματικότητας; Αυτής του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου και του εξαρτημένου από τον εξωτερικό δανεισμό κράτους, που για άλλη μια φορά, το 1932, το οδήγησε σε πτώχευση. – Επίσης, οι «αστοί» οικονομολόγοι αντιμετώπισαν τους αγρότες ως μια απολίτιστη και αμελητέα μάζα, η οποία δεν ήταν για τίποτε άλλο ικανή παρά μόνο για να παρέχει την ψήφο της για την νομιμοποίηση της εξουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι στον ελληνικό πολιτικό σχηματισμό εκτός από το μικρό και βραχύβιο Αγροτικό Κόμμα του Αλέξανδρου Παπαναστασίου, το οποίο δεν συμμετείχε στις εκλογές του 1928 και απορροφήθηκε από τον Βενιζελισμό, τελικά δεν υπήρχε αγροτικό κόμμα στην Ελλάδα. Την ίδια αδιαφορία για τα αγροτικά στρώματα έδειξαν με το δικό τους τρόπο και οι δογματικοί μαρξιστές, οι οποίοι κινούμενοι στη σφαίρα των ψευδαισθήσεων, όπως ο Γ. Σκληρός στο έργο του «Τα σύγχρονα προβλήματα του Ελληνισμού» (1919) είδε στην έλευση του Ε. Βενιζέλου τον «ολοκληρωμένο ηγέτη της αστικής τάξης» σε μία κοινωνία, όπως η ελληνική, που για λόγους ιστορικούς και αντικειμενικούς στη οποία δεν μπόρεσε να δημιουργηθεί και να αναπτυχθεί κοινωνικά, ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά αστική τάξη και αντίστοιχα ένα οργανωμένο και συνειδητοποιημένο προλεταριάτο. Ο Σκληρός, ευελπιστώντας ότι θα υπάρξει με τον Βενιζέλο αυτό που δεν υπήρχε ή που υπήρξε ως ισχνή κοινωνική παρουσία, φαντασιώθηκε «ταξική πάλη» και «ταξικές συγκρούσεις», οι οποίες θα οδηγούσαν την χώρα στην εθνική ολοκλήρωση της. Κάτω από αυτό το σκεπτικό αντιμετώπισε τα αγροτικά στρώματα ως καθυστερημένα υπολείμματα προκαπιταλιστικών μορφών σχέσεων που όφειλαν δια μαγείας να προλεταριοποιηθούν.
Οι εσωκομματικοί ανταγωνισμοί, που συγκλόνισαν το Κομμουνιστικό Κόμμα στην δεκαετία του 1920, είχαν ως αποτέλεσμα τις δυσφημιστικές επιθέσεις εναντίον των ομοϊδεατών τους. Από αυτές δεν γλίτωσε ο Γ. Σκληρός, όταν ο Γ. Κορδάτος στο άρθρο του «Ο Γ. Σκληρός και το έργο του», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νέα Επιθεώρηση (1929), τον αποκάλεσε «απολογητή του Βενιζελισμού» και «σοσιαλπατριώτη» που έπρεπε να πεταχτεί «στην κοπριά της ιστορίας». Και από το άλλο μέρος η περιφρόνηση των «αστών» θεωρητικών για τους «άξεστους» αγρότες και η αδυναμία των μαρξιστών να δουν τα αγροτικά στρώματα ως κοινωνικούς συμμάχους τους και ως κινητήρια δύναμη της κοινωνίας και της οικονομίας, είχε ως αποτέλεσμα να τα εγκατέλειψαν στην μοίρα τους. Λεηλατημένα τα άφησαν να γίνουν βορά στο πελατειακό κράτος και αθύρματα στα χέρια εξωγενών συμφερόντων.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες δρομολογήθηκαν οι διαδικασίες δημογραφικής αποψίλωσης και κοινωνικο-οικονομικής αφαίμαξης της αγροτικής υπαίθρου και αντίστοιχα η πορεία γιγάντωσης των πόλεων με προεξάρχουσα την πρωτεύουσα και την ένταξη των νεοπαγών αντιπαραγωγικών μικροαστών στο τομέα των υπηρεσιών, ως μετακινούμενων κοινωνικών παρασίτων.
Με βάση αυτά τα δεδομένα δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως δομήθηκε η πολιτική και οικονομική πυραμίδα της εξουσίας στην Ελλάδα. ‘Όπως, επίσης, μπορεί να εξηγήσει το πώς φθάσαμε έως εδώ και γιατί οι αντιθέσεις δεν μπόρεσαν να φθάσουν στην ωρίμανση τους, αλλά αναλώθηκαν σε θνησιγενείς διεκδικήσεις μικροσυμφερόντων και σε χωρίς αντίκρισμα διαμαρτυρίες. Οι ιδέες του Καραβίδα μπορούν ίσως να αποτελέσουν, στην συγκυρία που βιώνουμε, αφορμή προβληματισμών και συναγωγής συμπερασμάτων. Πάντως, ο Καραβίδας, ζώντας σε ηθική μοναξιά που του επέτρεψε να κάνει τη σκέψη του γόνιμη, θέλησε με το έργο του μέσα στο διχασμένο τοπίου του μεσοπολέμου να δείξει ότι οι υποβιβασμένοι και παραγνωρισμένοι κοινοτικοί θεσμοί ως συναισθηματικοί δεσμοί και συμμετοχικοί και συνεργατικοί θεσμοί αποτελούν πηγή παραγωγής νοήματος και η αναζωογόνηση του θεμελιακού τους υποστρώματος είναι σε θέση να δώσει απαντήσεις και λύσεις στα αδιέξοδα της ελληνικής κοινωνίας.