Είχε μια φωνή ο Κωστής άλλο πράγμα. Και κάθε που ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος, τον έβαζε να τραγουδήσει, νάσου οι ψυθιρισμοί και τα πονηρά γελάκια. Ο Κωστής όμως, σαν νάταν τενόρος σε καμιά από κείνες τις μεγάλες αίθουσες, μ΄όλη του τη δύναμη γιόμιζε με παραφωνίες την τάξη. Και σαν να μην έφτανε κι΄ αυτό ήταν κι΄ οι χειρονομίες σωρό, σαν τροχονόμου σε πολυσύχναστη πλατεία . Όσο προχωρούσε το τραγούδημα, περίσσεια η δύναμη της φωνής του. Αδιαφορούσε για το τι λέγαν οι ζωηρότεροι της τάξης. Φθάνει που ο δάσκαλός του ο κυρ-Γιάννης συνέχιζε να παρακολουθεί μ΄ εκείνη την περίεργη σοβαρότητά του.
Κι΄ όλα τούτα ίσαμε ν΄ αρχινίσουν οι ζωηρότεροι τα αλλιώτικα πειράγματα με τον Αλέξανδρο επικεφαλής.
-Κωστή, πιο δυνατά να σ΄ ακούσει κι΄ ο πατέρας σου στην Αφρική. Πιο δυνατά Κωστή.
Τότε με μιας ο Κωστής σταματούσε, άφηνε το λεπτό του κορμάκι και καθόταν γρήγορα απότομα στο θρανίο κι΄ έμενε αμίλητος μέχρι το τέλος. Μάταια ο κυρ-Γιάννης ο δάσκαλος προσπαθούσε να τον κάνει ν΄ αρχινίσει πάλι. Ήταν τούτος ο μακρινός καημός του πολύ μεγάλος για το μοναχοπαίδι του Αναστάση του ξενιτεμένου. Χρόνια τώρα μισεμού ο Αναστάσης κι΄ είχε δεί τον μοναχογυιό του τον Κωστή μονάχα δύο φορές. Πικρή του μισεμού η απλωσιά για τούτο το παιδί μ΄ εκείνο τον μακρινό καημό. Έτσι είναι της ξενιτιάς η πίκρα. Κι΄ ο καημός σε τούτο το σκαλιαρούδι, θαρρείς ποτέ δεν θα συρθεί στην άκρη της λησμονιάς. Την ξέρει ο Αναστάσης τούτη την πίκρα, μα πιο πολύ ο Κωστής που σαν έρθει το Καλοκαίρι κάνει διακοπές στον αυλόγυρο του σπιτιού του παππού του στο παραδίπλα σπίτι με τα τόσα λούλουδα που σημαδεύουν το διάβα της Άνοιξης.
Κι΄ άκου πράγμα που σκαρφίστηκαν τις προάλες κείνα τα σκολιαρούδια. Γράψανε ολάκερο γράμμα του κόλλησαν και γραμματόσημα και το ρίξανε στο σπίτι του Κωστή. Η μάνα του αγράμματη γυναίκα που να καταλάβει . Ο Κωστής μια στην αυλή του σπιτιού του και μια στον αυλόγυρο του παππού του χοροπηδώντας.
-Θαρθεί ο μπαμπάς. Θαρθεί ο μπαμπάς.
Που να καταλάβει όμως ο καημένος ότι το γράμμα το γράψανε οι προκομμένοι οι συμμαθητάδες του. Χαρά κι΄ η κυρά- Λένα η μάνα του. Ολάκερη μέρα ο Κωστής έτρεχε στον αυλόγυρο. Τούτη η χαρά όμως δεν κράτησε για πολύ γιατί ο Γιαννάκης ο πιο μικρόσωμος της παρέας ,παιδί ευαίσθητο και μυαλωμένο, το ομολόγησε κρυφά στον Κωστή. Κείνη τη μέρα λυπήθηκε πολύ ο Κωστής. Ξέρει πως έχει για μοιράδι τούτο τον μακρινό καημό. Μήτε να φάει ήθελε μήτε να πιεί. Είχε όμως μια κρυφή χαρά ότι τουλάχιστον του στάθηκε φίλος ο Γιαννάκης και του είπε την αλήθεια.
Την άλλη μέρα ο Κωστής ξεχάστηκε να παίζει μ΄ εκείνα τα ζωηρά παιδιά στο διάλειμμα. Αναμνήσεις μπαλωμένες με τ΄ ανέμελα παιχνίδια στον αυλόγυρο του σχολείου. Εκείνη η ανεξικακία του Κωστή άλλο πράγμα. Δεν πέρασαν λίγες μέρες και νάσου άλλο γράμμα πρωί – πρωί.
-Τούτα τα παιδιά το παράκαναν μονολόγησε η κυρά –Λένα.
Μάταια προσπαθούσε ο Κωστής να τον αφήσει η μάνα του να διαβάσει το γράμμα.
-Δώσε μου το και υπόσχομαι ότι δεν θα στενοχωρηθώ.
-Δεν πειράζει ,Κωστή μου. Είδες τι πάθαμε τις προάλλες.
-Τούτη τη φορά θα είναι αλλιώς τα πράγματα, παρακαλούσε ο Κωστής.
Μια έτσι, μια αλλιώς, τα κατάφερε ο Κωστής και του΄ δωσε το γράμμα η μάνα του. Στην αρχή ψυθιριστά και κατόπιν μεγαλοφώνως.
– …αποφάσισα να επιστρέψω για πάντα.
Εδώ το σταμάτησε απότομα η μάνα του.
-Είδες το ίδιο γράμμα σχεδόν.
-Το ξέρω μάνα .Τώρα μάθαμε το μάθημά μας.
Και συνέχισε μεγαλοφώνως ο Κωστής.
-…στις δεκατέσσερις του μηνός.
Σ΄ αυτό το σημείο ο Κωστής έριξε μια γρήγορη ματιά στο γράμμα, το δίπλωσε προσεκτικά και το΄ βαλε στην τσέπη του.
– Άντε τώρα να πας στη αλάνα, να παίξεις κι΄ εσύ λίγο με τ΄ άλλα παιδιά .
Ο Κωστής στην αρχή περπάτησε ίσαμε την πόρτα λίγο σκεφτικός κι΄ ύστερα έφυγε τρέχοντας. Τούτο όμως το γράμμα φαίνεται πως το μισοπίστεψε γι΄ αυτό το΄ χε συνέχεια στην τσέπη του και δεν το αποχωριζόταν ποτέ του. Κάθε λίγο και λιγάκι το κρυφοκοίταζε κι΄ ύστερα το ξανάβαζε στη θέση του. Μάλιστα μετρούσε και τις μέρες π΄απόμειναν. Το τραγουδάκι πούφτιαξε και το τραγουδούσε μ΄ εκείνη τη φάλτσα φωνή του έλεγε πολλά.
«Θυμήθηκα στην ξενιτιά
του χωριού μου την ιτιά
σίγουρα θαρθώ μια μέρα
κι΄αυτή θάναι η Δευτέρα
στις δεκατέσσερις του μήνα
καραβάκι μου καλό ξεκίνα «
Τ΄ άκουγε κι΄ κυρά –Λένα και μάτωνε η καρδιά της. Κι΄ είναι να διαπορείς με της κυρά –Λένας την παντοχή μα και την άλλη σιωπή που ζωγραφεί τούτος ο καημός της. Πλαστογραφεί θαρρείς την Άνοιξη για τον χειμώνα πού΄ ρχεται με μόνο θυμητάρι κείνο το ταξιδομάντηλο π΄ ανέμιζε κατ΄αντίκρυ στον πονέντε, στο μουράγιο με τις βαρκαδιές γιομάτες καημό.
Δεν άργησαν όμως να ρθούνε κι΄ οι δεκατέσσερις του μήνα. Το φαγητό περισσό σήμερα. Λες να το είχε ετοιμάσει γιατί ίσως λίγο να πίστεψε από τούτο το γράμμα; Το σίγουρο είναι πως δεν έδειχνε και πολύ αδιάφορη. Κατά βάθος γνώριζε πως θα ματάρθει από της ξενιτιάς τα στενορύμια. Κάθε τόσο κοίταζε από το παράθυρο, όμως η αυλόπορτα εξακολουθούσε νά΄ ναι ερμητικά κλειστή.
– Ημέρα τούτη γαληνεμό δεν έχει. Το νύχτωμα θα μας βρεί και πάλι με τούτη την παντοχή, μονολόγησε η κυρά-Λένα.
Σαν άρχισε όμως παραύστερα να σουρουπώνει , σουρούπωσαν κι΄ οι καρδιές στο φτωχικό της κυρά-Λένας. Έπαψε κι΄ο Κωστής το τραγούδημά του.
Κι΄όμως κτυπά κάποιος επίμονα την πόρτα στη σιγαλιά της νύκτας. Ο Κωστής κι΄ η κυρά –Λένα αλληλοκοιτάκτηκαν .
– Άσε Κωστή μου θα ανοίξω εγώ, είπε σχεδόν ψιθυριστά η κυρά –Λένα και σηκώθηκε ν΄ ανοίξει την πόρτα.
Ποιος ήταν, τι έγινε ,το μαρτυρούσε του Κωστή το τραγούδημα όλο το βράδυ. Κι΄ οι ιστορίες σωρό από τον πατέρα που ήρθε από την ξενιτιά. Το γράμμα όμως εκείνο δε το πέταξε ποτέ. Κι ο Κωστής συνέχισε κείνο το πρωτυτερινό τραγούδημά του πού΄γινε αντιπροίκι της επιστροφής. «Θυμήθηκα στην ξενιτιά…»