Πάντοτε λιτός, απλός, άγρυπνος, νηστευτής και δεόμενος. Επιλεγμένα σιωπηλός, λιγομίλητος, προσεκτικός, αυστηρός, και σοβαρός. Αν και φιλάσθενος, ανάπηρος και αδύναμος, δεν υπήρξε νωχελής, ακηδιαστής και υποχωρητικός στη γενναία του άσκηση.
Σε μεγάλη ανάγκη επισκεπτόταν ο ίδιος φτωχούς και ασθενείς. Είχε βοηθηθεί ο ίδιος πολύ με τον μακρύ, ταπεινό του αγώνα κι έτσι μπορούσε να βοηθήσει και τους άλλους καίρια. Στην αγία προσκομιδή μνημόνευε χιλιάδες ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων, όπως ο σύγχρονός του άγιος Νικόλαος ο Πλανάς των Αθηνών.
Μάλιστα σημείωνε ορισμένα ονόματα και, μετά το τέλος της θείας λειτουργίας, καλούσε ιδιαίτερα τους συγγενείς και τους έλεγε επακριβώς τα προβλήματα των ζώντων ή των κοιμηθέντων και πώς τελείωσαν το βίο τους. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι και μικρά παιδιά τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στη γη, όπως τον σύγχρονό του μακαριστό Γέροντα Ιερώνυμο Σιμωνοπετρίτη (†1957).
Στις καθημερινές αναίμακτες θείες ιερουργίες ήταν ο τρισμακάριος φωτεινός, ειρηνικός, γαλήνιος, χαρούμενος, αγλαόμορφος. Συλλειτουργούσε με αγγέλους και αγίους, όπως ο άγιος Σπυρίδων. “Σπάνια λειτουργώ μόνος μου” έλεγε ο όσιος Γέροντας. Είχε, όπως είπαμε, ιδιαίτερη ευλάβεια στην Παναγία, τον Τίμιο Πρόδρομο, τον άγιο μεγαλομάρτυρα Γεώργιο. Πολλούς ασθενείς, από μεγάλη ταπείνωση, τους έστελνε σε διάφορους αγίους και με την ευχή του θεραπεύονταν.
Η ταπείνωσή του δεν επέτρεπε να τον τιμούν. Είχε ειλικρινή αίσθηση της αναξιότητός του. Ζητούσε μόνο τη δόξα του Τρισαγίου Θεού και των φίλων του αγίων. Τους αγίους ονόμαζε μουσαφίρηδές του. Είχε καλή παρέα μαζί τους. Είχε τη χάρη να βλέπει την ψυχική κατάσταση των εκκλησιαζομένων. Τη χάρη αυτή χρησιμοποιούσε διακριτικά μόνο προς διόρθωση και ωφέλεια ψυχών.
Ο όσιος Γεώργιος ήταν αυστηρός τηρητής των Ιερών Κανόνων της Εκκλησίας μας. Δεν ήταν εύκολος σε ανεπίτρεπτες “οικονομίες”. Δικαιολογημένα γινόταν αρκετά αυστηρός στους αμετανόητους. Το λειτούργημα του Πνευματικού το είχε υψηλά και το είχε λάβει αυστηρά. Δεν ήθελε οπαδούς να τον κολακεύουν, να τον ακολουθούν και να τον διαφημίζουν.
Δεν ήθελε καν οπαδούς. Είχε πάντοτε μία διακριτική αυστηρότητα με όλους. Αποσκοπούσε συστηματικά στην ταπείνωση του εξομολογουμένου, στην αληθινή συντριβή και μετάνοια, στο μίσος της αμαρτίας, στην αγάπη της αρετής, την ουσιαστική σύνδεση με τον ζώντα Χριστό, τη σωτηρία και λύτρωση ψυχών αθανάτων, για τις οποίες ο Ζωοδότης Κύριος έχυσε το πανάχραντο αίμα του στον τίμιο και ζωοποιό Σταυρό.
Η θερμή πίστη, η ασκητική βιοτή, η καθαρή ζωή, ο σεμνός βίος, η ταπεινή διαγωγή, το ορθόδοξο εκκλησιαστικό ήθος και ύφος τον χαρίτωσαν θεσπέσια. Κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο· “αδύνατον τον μετά συντριβής και ταπεινώσεως, άνευ σημείων παρά Θεού αφεθήναι…”. Όντως ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης για τη γνήσια, ατόφια, ανυπόκριτη, καθαρή ταπείνωσή του υπήρξε τεκμηριωμένα σημειοφόρος.
Ο Θεός φώτιζε το μόνιμα στραμμένο πνεύμα του προς Αυτόν, να βλέπει τα μακρυνά ως πλησίον, τα παρελθόντα ως παρόντα, τα κρύφια ως φανερά, τα μέλλοντα ως τωρινά. Ανεξομολόγητα πάθη φανέρωνε, όχι για να ντροπιάσει, αλλά για να εξαγορευθούν και ιαθούν από τη θαυματουργή μετάνοια, από το ιαματικό του δακρύβρεκτο πετραχήλι. Με συγκίνηση μεγάλη διηγούνται πολλά πνευματικά του τέκνα πολλά τέτοια υπερφυή και ασύλληπτα για τον ανθρώπινο νου.
Μερικοί δυσπιστούσαν και αμφέβαλλαν για τα χαρίσματα του οσίου Γέροντος. Δεν αργούσαν όμως να τον γνωρίσουν και να διαπιστώσουν ότι επρόκειτο πραγματικά για αληθινό άνθρωπο του Θεού, τέκνο του γνησιώτατο, που βάδιζε σταθερά την οδό του Κυρίου και των αγίων Του. Τα χαρίσματά του ο τρισμακάριος Γέροντας τα χρησιμοποιούσε πάντοτε μόνο προς βοήθεια και σωτηρία ψυχών και όχι ασφαλώς για να εκθέσει κάποιον ή να καυχηθεί και προβληθεί ο ίδιος.
Με δάκρυα μιλούσε για τα επερχόμενα δεινά· την κατοχή του 1940, την επιδρομή των Βουλγάρων, τον εμφύλιο πόλεμο. Έβλεπε τις καρδιές των ανθρώπων σαν σε ανοιχτό βιβλίο. Πολύ λυπόταν, όταν ηθελημένα έκρυβαν αμαρτήματα στο μυστήριο της ιεράς εξομολογήσεως.
Με τρόπο προσπαθούσε να τ’ αλιεύσει, για ν’ απαλλάξει τους ανθρώπους από τα δίχτυα της φοβερής αμαρτίας. Μερικές φορές, για να διατηρείται στην ασφάλεια της ταπεινώσεως, προσποιόταν μωρία, δια Χριστόν σαλότητα, μία αποτελεσματική μέθοδο διατηρήσεως στην ταπεινοφροσύνη, μία οδό δύσκολη, σπάνιας αγιότητος. Η αρετή, αγαπητοί μου αδελφοί, θέλει πολύ κόπο ν’ αποκτηθεί και περισσότερο για να διαφυλαχθεί αλώβητη και ακέραια.
Ο σήμερα πρωτοεορταζόμενος άγιος ήταν ένας ταπεινότατος θεατής των αθεάτων και ισχυρός, γενναίος και ατρόμητος πολέμιος του αρχαίου και αρχέκακου εχθρού των ανθρώπων, του οποίου τις περίτεχνες παγίδες κατέστρεφε συστηματικά και πολυχρόνια, επιτήδεια και αποτελεσματικά. Είχε βρει ο δαίμονας μαζί του τον μπελά του.
Ο όσιος στο ποιμαντικό του έργο έδειχνε ιδιαίτερη προσοχή στις γυναίκες, που λόγω του πλούσιου συναισθηματικού τους κόσμου, εύκολα υπερβάλλουν στις τιμές, μεγαλοποιούν τη συμπάθεια, αυξάνουν την κολακεία, κινούνται συναισθηματικά, έχουν υπερευαισθησία και δημιουργούν μεταξύ τους μικρά ή μεγάλα προβλήματα. Έτσι μερικές φορές αναγκαζόταν να μη δέχεται τα δώρα τους, τις περιποιήσεις τους, τον θαυμασμό τους και τα πολλά λόγια τους.
Μερικές φορές μάλιστα γινόταν αρκετά αυστηρός μαζί τους, στέλνοντάς τους στα χωριά να ζητιανέψουν, για να ταπεινωθούν, που δεν θεωρούσαν μεγάλο αμάρτημα την έκτρωση… Έκρυβε όμως μία μεγάλη καρδιά με πολλή αγάπη προς όλους. Μια αγάπη προς Θεό και συνάνθρωπο, αφού η χριστιανική αγάπη είναι πάντοτε διφυής, θυσιαστική και ταπεινή. Καρπός τής προς τον πλησίον αγάπης του ήταν η πλούσια ελεημοσύνη του, που συνήθως ήταν μυστική, αδιαφήμιστη.
Είχε κάποιους έμπιστους, δικούς του ανθρώπους, και μόλις σκοτείνιαζε, τους έστελνε κρυφά, με αναγκαία τρόφιμα και ρούχα, στα γνωστά σπίτια των φίλων φτωχών. Παρηγορούσε τους πενθούντες, τις χήρες, τα ορφανά, και φρόντιζε προσεκτικά για τους νεκρούς. Αγαπούσε τα παιδιά, τα συμβούλευε στοργικά και τους μοίραζε απλόχερα δώρα. Έκρυβε πάντοτε τον εαυτό του και δεν ήθελε να φαίνεται και να τιμάται.
Κανένας, δεν ήθελε ο όσιος Γέροντας της Σίψας να φύγει από το μοναστήρι του νηστικός. Μαγείρευε, ζύμωνε και φούρνιζε ψωμί, και μοίραζε σε όλους ευλογία. Ήταν εργατικός, ακούραστος, ελεήμων, φιλόπονος, φιλότιμος, φιλότεκνος και φιλόπτωχος. Ζούσε για τους άλλους. Ζούσε για τον Θεό. Τον εαυτό του τον είχε από χρόνια παραμερίσει και παραμελήσει. Χαιρόταν να δίνει και όχι να παίρνει. Αν κάτι έπαιρνε, το μοίραζε αμέσως με μεγάλη χαρά.
Οι πιστοί για όλα αυτά έτρεφαν έναν απέραντο σεβασμό και μία μεγάλη αγάπη. Ο όσιος Γεώργιος ζούσε στην καρδιά όλων. Δεχόταν την αγάπη των τέκνων του, για να τους χαροποιεί, αλλά δεν την προκαλούσε κι επιθυμούσε. Ήταν ταπεινός και αγαπούσε ιδιαίτερα να μιλά για την αγία ταπείνωση. Ζούσε τελικά σε μία ιερή μοναξιά.
Οι περισσότεροι των ανθρώπων δεν κατανοούσαν την πάσχουσα για τα θεία, φιλάρετη κι ένθεη ζωή του και μάλιστα ορισμένοι τον παρεξηγούσαν και τον θεωρούσαν παράξενο, ιδιότροπο, πλάνο, περίεργο και ανόητο. Λίγοι, πολλοί λίγοι, μπορούσαν να κατανοήσουν πλήρως το βάθος της νηπτικής του εργασίας, της ησυχαστικής ζωής του, της ορθοδόξου πνευματικότητός του. Αυτό δεν τον εμπόδιζε να συνεχίζει το μυστικό έργο του.
Ζούσε για ν’ αρέσει στον Θεό και όχι στους ανθρώπους. Ζούσε για να μεταφέρει το αρεστό του Θεού στον κόσμο και όχι το αρεστό του κόσμου στην Εκκλησία, πράγμα που αποτελεί ανόσια εκκοσμίκευση, αδελφοί μου αγαπητοί.
Ομιλία στο τέλος του πανηγυρικού εσπερινού της πρώτης ετήσιας μνήμης τού οσίου Γεωργίου Καρσλίδη στην Ι. Μονή Αναλήψεως Σίψας (2008, β’ μέρος).
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 410.