Οι άνδρες δύσκολα ομολογούμε μια ψυχική αδυναμία.
Μια στάση που η κοινωνία ενισχύει, συχνά με τραγικές συνέπειες.
Είναι πάντα εκεί, όπως το ανήμερο θεριό στη ζούγκλα
Στην περίπτωση μου, το πράγμα φάνηκε απ’ όταν ήμουν παιδί.
Σπάνια ήμουν ευτυχισμένος ή έστω χαρούμενος και συχνά ήθελα να απομονωθώ.
Τίποτα, όμως, ιδιαίτερο.
Τίποτα που να μοιάζει στους άλλους περίεργο.
Σχολείο, παρέες, όλα μια χαρά.
Απλώς υπήρχε πάντα από πίσω μια αίσθηση ατελέσφορου.
Βρέθηκα στο εξωτερικό να σπουδάζω, αφήνοντας πίσω τον έρωτά μου για μια γυναίκα.
Νόμιζα ότι θα μπορούσα να τα φέρω βόλτα και χωρίς αυτό.
Όμως το αίσθημα της έλλειψης δεν μ’ εγκατέλειψε έκτοτε ποτέ.
Κατέληξα να σουφρώνω βιβλία, να περνάω όλη τη νύχτα ξάγρυπνος προσπαθώντας να ρίξω δέκα βελάκια στο κέντρο ενός στόχου ή απλώς να βυθίζομαι στη μαυρίλα της ψυχής μου.
Ωστόσο, δεν έδωσα σημασία στην αινιγματική αυτή συμπεριφορά.
Συνέχισα τις σπουδές, έζησα με όμορφες γυναίκες και κατέληξα στο άσχετο να γράφω…
Και να πίνω και να καπνίζω του σκοτωμού.
Παρά την παροδική ευχαρίστηση όταν σκάρωνα ένα άρθρο ή όταν έπαιρνα στα χέρια μου το τεύχος του περιοδικού που είχα ολοκληρώσει και είχε κυκλοφορήσει, έβρισκα πάντα ελαττώματα, μου ήταν δυσάρεστος ο χώρος εργασίας ή ανυπόφοροι οι εκδότες.
Κατέληξα πως έτσι ήμουν φτιαγμένος: να βλέπω πάντα το ποτήρι μισοάδειο.
Ώσπου, μετά από μια παραίτηση, ένα βράδυ, σαν κραυγή μέσα στην έρημο, κουτούλησα μ’ όλη μου τη δύναμη το σώμα του καλοριφέρ.
Τις ουλές τις έχω ακόμα, τις ουλές της ζωής μου.
Υπήρξαν κι αργότερα ανάλογα συμβάντα, συνήθως στο τέλος μιας σχέσης, ενός κειμένου, κατά τη διάρκεια των εορτών ή στη θέα μιας ηλιαχτίδας στο πάτωμα.
Κατέληξα να στρέψω όλη μου την προσοχή στα μύχια της ψυχής μου, χάνοντας κάθε ενσυναίσθηση, παρότι παρίστανα το αντίθετο, ή καταφεύγοντας στο χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό.
Παρότι εκτιμούσα τον εαυτό μου, μου ήταν αδύνατο να αγαπήσω τη ζωή μου, ονειρευόμενος συχνά-πυκνά το θάνατο.
Στην πραγματικότητα, αισθανόμουν καλά μόνον όταν ένιωθα δυστυχισμένος.
Δεν ήξερα ή δεν ήθελα να ξέρω ή δεν αποδεχόμουν ακόμα τότε ότι έπασχα από μια ασθένεια κυκλικής μορφής που ονομάζεται «κατάθλιψη».
Δεν ήθελα να βγω έξω, δυσκολευόμουν απίστευτα ν’ αρχίσω να γράφω, ν’ ασχοληθώ με το σπίτι, να σηκώσω το τηλέφωνο.
Ήμουν ανίκανος να ζήσω όσο κι ανίκανος να σκοτωθώ, σε σημείο ν’ αρχίσω να ελπίζω ότι μια αρρώστια μιας άλλης μορφής θα έδινε ένα άλλο νόημα στη ζωή μου, όπως ο Χανς Κάστορπ στο «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν.
Αυτό που έκανα ήταν να προσπαθώ να κοροϊδέψω έναν Μινώταυρο, τον οποίο με καθησύχαζε να ονομάζω «άγχος».
Ήθελα να πιστεύω ότι αυτή η διαρκής ταπείνωση που είναι η κατάθλιψη μου χάριζε διαύγεια.
Πάνε δυο χρόνια που παραδέχτηκα πως όλο αυτό δεν σε κάνει καλύτερο και, κυρίως, δεν σε βοηθά να γνωρίσεις τον εαυτό σου.
Σήμερα, παίρνω αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά, από κείνα τα νέας γενιάς που ευτυχώς δεν επηρεάζουν τη λίμπιντο.
Κάτι έχουν καταφέρει.
Ωστόσο, δεν παύει πάντα να ελλοχεύει στο βάθος μια θλίψη.
Τουλάχιστον η πληγή σού επιτρέπει να γράφεις και να ζεις μέσα σ’ ένα είδος αθωότητας.
Τι σόι πράγμα είναι αυτή η μάστιγα
Στο μυαλό μας, η κατάθλιψη αφορά συνήθως στις γυναίκες.
Έλα μου, όμως, που τα πράγματα δεν έχουν έτσι.
Κι οι άνδρες υποφέρουν απ’ αυτήν επίσης.
Ίσως λιγότερο συχνά, εξίσου όμως σοβαρά.
Υπάρχουν πολλά είδη κατάθλιψης, στην ουσία όμως πρόκειται για μια αντίδραση σε μια μεγάλη απώλεια.
Είτε ενός αγαπημένου προσώπου είτε ενός status που θεωρούμε σημαντικό είτε στην αίσθηση ότι η ζωή μας πάει χαμένη.
Είναι, ωστόσο, μια αντίδραση πολύ ιδιαίτερη: ξεχειλίζει και καταστρέφει αντί να ανοικοδομεί.
Για τι είδους ανεπανόρθωτη απώλεια μιλάμε;
Εδώ διαφαίνεται μια πρώτη διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Ενώ στις γυναίκες αυτό που την πυροδοτεί συνήθως έχει να κάνει με την αισθηματική ζωή, την απουσία μητρότητας, την αναχώρηση των παιδιών, στους άνδρες συνδέεται περισσότερο με την επαγγελματική ζωή, μια απόλυση, μια συνταξιοδότηση, η έλλειψη προοπτικής, τα οικονομικά προβλήματα.
Αν βάλεις όλους τους λόγους αυτούς μαζί στο μπλέντερ, αντιλαμβάνεσαι ότι οι άνδρες υποφέρουν όσο κι οι γυναίκες.
Είπαμε, όμως: όχι το ίδιο συχνά.
Κι αυτή είναι μια δεύτερη σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων.
Πράγμα που εξηγεί εν μέρει γιατί η ανδρική κατάθλιψη αγνοήθηκε.
Εκτός από ποσοτική, η διαφορά είναι και ποιοτική.
Η συμπεριφορά των ανδρών που πάσχουν από κατάθλιψη είναι σαφώς διακριτή.
Δυσκολεύονται πολύ περισσότερο να αποδεχθούν ότι έχουν πρόβλημα και το αρνούνται.
Καθώς σπάνια κάθονται να αναρωτηθούν για την κατάστασή τους, θα βρούν χίλιους τρόπους να ρίξουν το φταίξιμο στους άλλους, όντας ταυτόχρονα ιδιαίτερα ευέξαπτοι (ευτυχώς εγώ είμαι αυτοκαταστροφικός, όχι επιθετικός).
Εξ ου και τα συχνά ξεσπάσματα θυμού, που δεν κάνουν άλλο από το να κρύβουν την εσωτερική τους θλίψη.
Άλλη διαπίστωση είναι ότι, αντί να καταφύγουν στην απάθεια, επιδίδονται σε μια υπερδραστηριότητα, θέλοντας να δώσουν την εικόνα του μαχητή, ενώ αισθάνονται ηττημένοι.
Μια τέτοια στάση έχει τα πλεονεκτήματά της.
Το να το ρίχνεις στη δουλειά μπορεί να σε προστατέψει και να σε παρηγορήσει.
Έχει, όμως, και μειονεκτήματα.
Η εξάντληση, το άγχος κι οι αϋπνίες σε καταβάλλουν.
Το θέμα είναι ότι οι άνδρες πάνε πολύ πιο δύσκολα να δούνε έναν γιατρό.
Κι όταν επιτέλους το πάρουν απόφαση, η κατάσταση έχει χειροτερέψει.
Στο μεταξύ, έχουν καταφύγει στο κάπνισμα, το αλκοόλ ή τα ναρκωτικά.
Όλα αυτά δυσκολεύουν τον εντοπισμό της ασθένειας.
Και ενώ οι γυναίκες είναι καλύτερα ενημερωμένες και προκαλούν τη συμπάθεια, αφού μοιράζονται το πρόβλημά τους, οι άντρες γίνονται αντιπαθείς, καθώς κλείνονται στον εαυτό τους και γίνονται επιθετικοί, χωρίς αυτό να ταιριάζει στην προσωπικότητά τους.
Μια άλλη δυσκολία στη διάγνωση της ανδρικής κατάθλιψης πρέπει να αποδοθεί σε κοινωνικά αίτια.
«Οι άντρες δεν κλαίνε», μαθαίνουμε από γενιά σε γενιά.
Κρύβουν λοιπόν τη λύπη μπροστά σε κάποια αδυναμία τους, πως ο ρόλος τους αλλάζει και δεν είναι πια οι κουβαλητές, ενώ κι οι γιατροί έχουν την τάση να αναζητούν ένα οργανικό αίτιο στο πρόβλημά τους παρά κάποιο ψυχολογικό.
Αποτέλεσμα: Μπορεί οι άντρες να πάσχουν από κατάθλιψη δυο φορές λιγότερο απ’ ό,τι οι γυναίκες, αλλά αυτοκτονούν τρεις φορές πιο συχνά (όπως έδειξε έρευνα του σουηδικού πανεπιστημίου Λουντ και του Ιατρικού Τμήματος του αμερικανικού πανεπιστημίου Στάνφορντ).
Φαίνεται λοιπόν πως το σημαντικό βήμα που πρέπει να γίνει είναι να καταλάβουν οι άντρες ότι η κατάθλιψη δεν είναι ντροπή, αλλά ασθένεια.
Πως δεν είναι τα ανίσχυρα θύματα αυτού που τους συμβαίνει, αλλά ότι η θεραπεία εξαρτάται από τους ίδιους.
Πως μπορεί να μη φταίνε για την κατάστασή τους, είναι όμως υπεύθυνοι γι’ αυτή.
Πρέπει λοιπόν να μιλήσουν.
Συν ότι οφείλει και η κοινωνία να αποδεχτεί την ψυχική οδύνη στον άντρα.
Μην ξεχνάμε ότι μεγάλες ιστορικές προσωπικότητες υπέφεραν απ’ την κατάθλιψη: από τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Σοπενχάουερ ως τον Λουθήρο.