Πήγαινε καιρός που δεν ήταν στις καλές της. Τις περισσότερες μέρες της βδομάδας τα μάτια της ήταν θλιμμένα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο… Βαθιά όμως μέσα της τον ήξερε καλά.
Εκείνο το απόγευμα είχε αποφασίσει να μην κάνει τίποτα. Να μείνει σπίτι της και να μην ασχοληθεί με τίποτα. Ούτε βόλτα θα πήγαινε, ούτε στη φίλη της για καφέ, ούτε γυμναστήριο, ούτε σινεμά. Είχε αποφασίσει να μείνει μόνη και ν” ακούσει τη σιωπή της.
Άναψε μερικά κεράκια -λάτρευε τα κεριά!- έβαλε ένα ποτό, πήρε ένα βιβλίο και έκατσε στον καναπέ. Ούτε που άνοιξε το βιβλίο που είχε διαλέξει. Το ποτό έμεινε κι αυτό μόνο του δίπλα της στο τραπεζάκι κι εκείνη βρέθηκε κουλουριασμένη στον καναπέ, αγκαλιά μ” έναν τεράστιο πάνινο αρκούδο.
Τότε ήταν που εμφανίστηκε αυτό το περίεργο, διάφανο ανθρωπάκι.
-Καλησπέρα! της είπε.
-Ποιος μίλησε; ρώτησε ξαφνιασμένη.
-Εγώ! … Εδώ… πού κοιτάς; επανέλαβε η φωνούλα.
-Πού είσαι, επιτέλους; ρώτησε πάλι εκείνη, κάπως τρομαγμένη.
-Εδώ, πάνω στον αρκούδο σου! Με είδες τώρα;
-Α! Τι είσαι εσύ; θαύμασε απορημένη.
-Ε, καλά… Τώρα θα μου πεις ότι δεν ξέρεις τι είμαι!
-… -Τι κάνεις τόση ώρα;
-Κλαίω… ψιθύρισε εκείνη ντροπαλά.
-Μήπως τώρα, λοιπόν, ξέρεις τι είμαι; Με αναγνωρίζεις;
-…
-Δάκρυ είμαι, ανόητη, δάκρυ!
-Μα, τα δάκρυα δε μιλάνε… είπε δειλά.
Το δακρυάκι γέλασε και της απάντησε:
-Δε μιλάνε; Τι ανόητη που είσαι! Φυσικά και μιλάνε! Όχι μόνο μιλάνε, αλλά φωνάζουν, παρακαλούν, ζητάνε, χαίρονται, γελάνε, λυπούνται, τρομάζουν, πονούν… Και μάλιστα όλα αυτά τα συναισθήματα τα εκφράζουν πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και πολύ πιο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τ” ακούσει. Άκου εκεί, «δε μιλάνε…»!
-Και από μένα τι θες; Μάθημα ήρθες να μου κάνεις; ανέβασε τον τόνο της φωνής της.
-Όχι. Απλά τόσες μέρες με καταπιέζεις και δεν μ” αφήνεις να βγω και να “ρθω να σου μιλήσω.
-Και σαν τι θες να μου πεις; Δεν έχω όρεξη να ακούσω τίποτα. Είχα αποφασίσει να μείνω μόνη μου απόψε…
-Για πρόσεχε πώς μου μιλάς, σε παρακαλώ! Δε φτάνει που βγήκα από μέσα σου για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα, θα με μαλώσεις κι από πάνω;
Και στο κάτω κάτω, ξεχνάς από πού προέρχομαι; Αυτά τα, »είχα αποφασίσει να μείνω μόνη μου απόψε» να τα πεις αλλού, όχι σε μένα! είπε το δακρυάκι θυμωμένο και εκείνη κουλουριάστηκε πιο πολύ στον καναπέ της.
Καταλάβαινε πως το διάφανο ανθρωπάκι είχε δίκιο και ότι, μάλλον, δεν θα “πρεπε να διώχνει τον… ουρανοκατέβατο φύλακά της. Έτσι, σταμάτησε να μιλάει και το άφησε να πει το λόγο της επίσκεψής του.
Το άκουγε με προσοχή ενώ κι άλλα διάφανα ανθρωπάκια, αθόρυβα και βουβά, εμφανίστηκαν και χόρευαν μπροστά στα μάτια της. Όσα άκουσε να λέει το δακρυάκι, τα ήξερε πολύ καλά, όμως αρνιόταν να τα παραδεχτεί. Τελειώνοντας όσα είχε να πει το διάφανο ανθρωπάκι κύλησε και τρύπωσε μέσα στην καφετιά γούνα του αρκούδου. Ούτε το ξανάδε ποτέ.
Μερικά ακόμα διάφανα ανθρωπάκια κρύφτηκαν μέσα στη γούνα του αρκούδου, άλλα στην πιτζάμα της, άλλα στα μαξιλάρια που στήριζαν το κεφάλι της… Και τότε ένιωσε μια γλυκιά νύστα να την τυλίγει και να βαραίνει τα βλέφαρά της. Όταν ξύπνησε δεν υπήρχαν πουθενά διάφανα ανθρωπάκια.
Δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν όλα αυτά συνέβηκαν στην πραγματικότητα ή αν ήταν μόνο ένα όνειρο. Όμως για ένα πράγμα ήταν βέβαιη: ότι τα δάκρυα εκφράζουν όλα τα συναισθήματα πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και πολύ πιο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τα ακούσει…