Η αναζήτηση της σοφίας υπάρχει σε κάθε μεγάλη και ολική φιλοσοφική θεώρηση, χωρίς εξαίρεση, ακόμα και στους φιλοσόφους που αντιτίθενται στην ιδέα κάποιου ιδεώδους, ακόμα και στους μεγάλους ανατροπείς όπως ήταν ο Νίτσε ή ο Χάιντεγκερ.
Το να σκεφτόμαστε ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν όταν θα αλλάξουμε αυτοκίνητο, χτένισμα, παπούτσια, φίλους ή ό, τι άλλο επιθυμούμε, είναι, στα μάτια των Ελλήνων, μια ψευδαίσθηση.
Διότι, χωρίς αυτή την περατότητα, δεν θα είχε συνείδηση του οτιδήποτε, αν είναι αλήθεια, όπως θα πει αργότερα ο Χούσσερλ στα ίχνη του Καντ, ότι «κάθε συνείδηση είναι συνείδηση κάποιου πράγματος», παράσταση ενός αντικειμένου που έρχεται να την περιορίσει. Βλέπουμε εδώ τη σημασία της έννοιας του στοχασμού που διαπερνά ολόκληρο το έργο του Καντ. Όπως η συνείδηση, της οποίας είναι η κατ’ εξοχήν λειτουργία, ο στοχασμός είναι ιδιότητα της πεπερασμένης σκέψης εφόσον προϋποθέτει ένα αντικείμενο που μπαίνει μπροστά στη συνείδηση και την περιορίζει, έναν κόσμο έξω από τον εαυτό μας πάνω στον οποίο σκοντάφτουμε, για να επιστρέψουμε, σε μια δεύτερη φάση, στον εαυτό μας. Ακόμα και στο φαινόμενο της συνείδησης του εαυτού, όπου θα μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι παραμένουμε μέσα στην υποκειμενικότητα, η αντικειμενικότητα εισχωρεί πάλι: παίρνουμε τον εαυτό μας για αντικείμενο, έτσι ώστε ο στοχασμός είναι σύμφυτος με το πεπερασμένο, με την ιδέα του ορίου, της απόστασης ανάμεσα στον εαυτό και τον κόσμο, ακόμα και ανάμεσα στον εαυτό και τον εαυτό. Ο Θεός δεν μπορεί να στοχάζεται αφού είναι παντογνώστης. Η κατανόησή του, εξ ορισμού, δεν περιορίζεται από τίποτα. Ο Θεός είναι το ον για το οποίο η ύπαρξη και η σκέψη είναι ταυτόσημες. Όπως ο Σπινόζα είχε σωστά αντιληφθεί, δεν θα μπορούσε, για τον ίδιο λόγο, να έχει συνείδηση – διότι για όποιον έχει συνείδηση, σκέψη, πρέπει να υπάρχει και όριο, πράγμα που αποκλείει την ιδέα του απείρου και της πανσοφίας του Θεού. Η περί Θεού φιλοσοφία δεν με ενδιαφέρει και τόσο: δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω ακόμα και τις αφηρημένες, «πέραν των θρησκειών» προσλήψεις του Θεού.
Έτσι, βλέπουμε να αποκρυσταλλώνεται η αρχή της ευτυχίας: είμαι «αισιόδοξος και χαρούμενος» όταν καταλάβω ότι δεν πεθαίνω ή, για να το πούμε καλύτερα, ότι πεθαίνω μόνο ως άτομο, πράγμα που δεν έχει σημασία αφού η ατομικότητα είναι ψευδαίσθηση· μέσα στο πραγματικό Είναι, της βούλησης, είμαι αιώνιος, όπως στον Σπινόζα, μέσα σ’ αυτή τη σφαίρα του πραγματικού ανήκω στην κοινότητα των όντων την οποία αποτελούν οι άνθρωποι μαζί με τα ζώα και τα φυτά. Εξ ού η ηθική της συμπόνιας και η «οικολογία» του Σοπενάουερ. Μ’ αυτούς τους όρους, δεν μας φαίνεται περίεργο που, στα μάτια του, η χριστιανική άποψη για τον θάνατο φαίνεται ιδιαιτέρως ανόητη και παράλογη, αφού ο χριστιανισμός μας υπόσχεται ότι το άτομο θα επιζήσει ως πρόσωπο. Ο Σοπενάουερ αντιτίθεται εδώ όχι μόνον στον ιουδαϊσμό-χριστιανισμό, αλλά και σε κάθε μορφή περσοναλισμού, στον καρτεσιανισμό καθώς και στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού – την οποία βλέπει, δικαιολογημένα, ως εκκοσμίκευση της χριστιανικής ιδέας. Αντιθέτως, εγκωμιάζει τον βουδισμό, τη μόνη μεγάλη θεωρία του κόσμου (μαζί, ίσως, με τον Στωικισμό) που είναι πραγματικά ικανή να συλλάβει την κοινότητα των όντων στο επίπεδο της βούλησης: ανήκουμε όλοι σε μια κοσμική τάξη και είμαστε όλοι συνδεδεμένοι μεταξύ μας στην αιωνιότητα του κόσμου.
Ο Σπινόζα είναι ένας ολόκληρος κόσμος: εκτός του ότι συμπυκνώνει την εποχή του, εκφράζει το πνεύμα της Βόρειας Ευρώπης, τον εβραϊσμό, τον προτεστανισμό και τον ρασιοναλισμό.
Η φιλοσοφία του Σπινόζα έχει πολλά κοινά με τον Στωικισμό, στον βαθμό που και οι δύο φιλοσοφίες επιδίωξαν να επιτελέσουν θεραπευτικό ρόλο, καθοδηγώντας τους ανθρώπους πώς να αποκτήσουν αταραξία και ευτυχία. Αλλά ο Σπινόζα διέφερε από τους Στωικούς στο ότι απέρριπτε την ιδέα ότι η λογική μπορεί να νικήσει το συναίσθημα. Αντιθέτως, υποστήριζε ότι ένα συναίσθημα μπορεί να αντικαταστήσει ή να υπερνικήσει ένα άλλο, λιγότερο ισχυρό συναίσθημα: να μια χρήσιμη ιδέα για την ψυχανάλυση. Εξάλλου, θεωρούσε ότι το καλό και το κακό είναι σχετικές έννοιες (ακόμα μια ιδέα χρήσιμη για την ψυχανάλυση και τη θεραπεία του ανθρώπου από τη δυστυχία), υποστηρίζοντας ότι τα πράγματα που θεωρούνται καλά ή κακά είναι απλώς καλά ή κακά για τους ανθρώπους. Κι εδώ επανερχόμαστε στον Στωικισμό: αν οι περιστάσεις είναι θλιβερές, αυτό οφείλεται στην ανεπαρκή αντίληψη της πραγματικότητας. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να αποδέχεται το αναπόφευκτο.