‘Ήθελες να βγεις στους δρόμους,
να ξεσκάσεις από τη μοναξιά
και τους τέσσερις τοίχους,
μουντούς και άχαρους.
Bαρέθηκες να ρίχνεις
στο λάρυγγά σου αλκοόλ
και να κλαις τη μοίρα σου.
Ανοίγεις την εξώπορτα,
χοροπηδώντας τρέχεις τα σκαλιά,
πανέτοιμος να βγεις να δεις ήλιο,
να μυρίσεις αέρα και ζωή.
To μόνο που μπορείς να δεις,
είναι να απλώνεται μπροστά σου
ένα ατελείωτο καρναβάλι.
Μάσκες, παντού μάσκες,
κάτι ειρωνικά χαμόγελα
που τα βλέπεις μπροστά σου
εξ’ αποστάσεως αναπνοής,
κάτι προσωπεία που κρύβουν
μαύρες άθλιες ψυχές
έτοιμες να σε κατασπαράξουν.
Εσύ έμαθες επιτέλους,
τις παγίδες των ανθρώπων.
Μπόρεσες να ξεχωρίσεις
Αυτή τη φορά τελικά
δε γελάστηκες καθόλου,
τα είχες ζήσει τόσες
μα αλήθεια, τόσες φορές αυτά!
Κάποτε ήθελες και εσύ
να μασκαρευτείς και εσύ,
με τη μάσκα του ευτυχισμένου,
του περήφανου αλλά
τελικά κατάλαβες ότι
το καρναβάλι ήταν για τους άθλιους,
για τους απατεώνες που ζούνε
σαν γύφτοι πατώντας ψυχές των άλλων.
Να εκεί στη γωνιά, είναι κάτι ανθρώποι,
που μισούν και αυτοί το καρναβάλι τόσο…
Είναι αυτοί που έχουν κουτουλήσει
και τους τέσσερις τοίχους.
Δεν είσαι μόνος τελικά,
εκεί θα βρεις παρηγοριά,
εκεί θα απλωθείς χωρίς να φοβάσαι ότι
θα πέσεις απ’ τα χέρια του άλλου.
Εκεί θα μυρίσεις αέρα καθαρό,
εκεί θα δεις ήλιο.
Στους ταπεινούς ανθρώπους,
στα μέρη όπου συχνάζουν,
μακριά από τα μασκαρέματα
και τις παρελάσεις της υποκρισίας…