Πώς να αναγνωρίσετε και να ξεσκεπάσετε έναν δημαγωγό
- Ο μαλαγάνας αποφεύγει την παράθεση επιστημονικών επιχειρημάτων και περιορίζεται σε γενικούς προβληματισμούς που συνδυάζουν την λογική με την ψυχολογία.
- Ο μαλαγάνας κερδίζει τη συμπάθεια των ακροατών του προβάλλοντας μία εντυπωσιακή προσωπικότητα και αξιολογώντας ηθικά τις ανθρώπινες καταστάσεις, για να δείξει πως γνωρίζει καλά τι σας απασχολεί και τι σας βασανίζει.
- Ο μαλαγάνας δεν αναζητά την αλήθεια, αλλά βρίσκει επιχειρήματα για το αληθοφανές που θα εντυπωσιάσει το κοινό του.
- Ο μαλαγάνας γνωρίζει πολύ καλά τι θεωρεί το ακροατήριό του ευτυχία και προσπαθεί να πείσει πως αυτός θα τους εξασφαλίσει αυτή την ευτυχία.
- Ο μαλαγάνας πρέπει να γνωρίζει ποιες αρετές εκτιμά το κοινό του, ώστε να το επαινέσει κατάλληλα.
Φτερά έβαλε, που λένε, για να μην πάρουνε χαμπάρι την κλεψιά του και βγάλει το δίκανο ο χασάπης και του τη μπουμπουνήσει.
Πήρε πολλές ανάσες και ευχαριστιόταν, που σε λιγάκι θα καταβρόχθιζε το νόστιμο μεγάλο μεζέ του.
Εκεί κοντά όμως, μέσα από τα χαμόκλαδα, να την που ξεπροβάλλει η κυρά-Μαριώ, η πονηρή αλεπού.
—Μα τι μοσχομυρίζει έτσι; μουρμουρίζει και ψάχνει με τα ρουθούνια της να βρει από πού έρχεται αυτή η λαχταριστή ευωδιά που έκανε το στομάχι της να γουργουρίζει από τη λιγούρα και να τρέχουνε τα σάλια της.
Σηκώνει τα μάτια της και βλέπει τον Κίτσο, το μαυροκόρακα, να έχει στο γκρίζο ράμφος του καρφωμένο το μεγάλο κομμάτι κρέας.
—Πρέπει να του το πάρω, σκέφτεται η πονηρή αλεπού. Αλλά πώς; εγώ δεν ανεβαίνω στα δέντρα για να του το κλέψω χωρίς να με πάρει χαμπάρι. Και αυτός ο κόρακας έχει και φτερά. Σε λίγο θα πετάξει για τη φωλιά του για να φάει το μεζέ και εγώ θα μείνω μόνο με τη μυρωδιά του. Κάτι πρέπει να βρω, κάποια πονηριά να κάνω για να του το βουτήξω.
Και αμέσως της έρχεται μια πολύ καλή ιδέα.
—Καλημέραααααα πανέμορφο πουλίιιι, φωνάζει δυνατά για να την ακούσει ο Κίτσος, που ήτανε και λιγάκι κουφός.
—Καλημέρααααα… μα τι ομορφιάααα είναι αυτή!!! Δεν έχω δει άλλο πουλί με τόσο λαμπερά χρώματα στα φτερά του!!! Τα πόδια σου είναι τόσο καλλίγραμμα, τα μάτια σου τόσο μεγάλα, το ράμφος σου τόσο δυνατό και κατακίτρινο σαν το χρυσάφι!!!
Καμαρώνει ο κατάμαυρος κόρακας, ο Κίτσος, και κουνάει τα φτερά του πολύ ευχαριστημένος από τα λόγια της αλεπούς.
—Αααααχ, κόρακά μου, πανέμορφε… ααααχ, συνεχίζει η πονηρή κυρά-Μαριώ, ένα μόνο σου λείπει, ένααααα και θα ήσουν το πιο τέλειο πουλί από όλααααα. Αν είχες φωνή, θα ήσουν ο βασιλιάς όλων των πουλιώωωων.
—Δεν έχω φωνή;; μα τι λέει αυτή η χαζή;; σκέφτεται θυμωμένος ο Κίτσος.
Και αμέσως ανοίγει το ράμφος του και βγάζει δυο φοβερά κρααααααα, κραααααααα για να της αποδείξει ότι και φωνή έχει, και πολύ όμορφη και μελωδική είναι.
Αυτό περιμένει η πονηρή κυρά-Μαριώ.
Με το πρώτο κραααααααα, πέφτει κάτω το κρέας, το αρπάζει αυτή και το βάζει στα πόδια.