Ο δαίμονας που πήρε σύζυγο - Point of view

Εν τάχει

Ο δαίμονας που πήρε σύζυγο





Ο Πλούτων, βασιλιάς του Κάτω Κόσμου, αποφασίζει να στείλει στη Γη τον αρχιδιάβολο Belfagor (ο «ευνοημένος» της κλήρωσης) για να διαπιστώσει αν αληθεύουν τα λεγόμενα των συζύγων ανδρών που καταλήγουν στο βασίλειό του: δηλαδή, ότι ο συζυγικός βίος είναι πιο επώδυνος και από την Κόλαση.




Ο Belfagor, έχοντας 100.00 δουκάτα στην τσέπη, έχει ως αποστολή να βιώσει τη συζυγική ζωή για δέκα χρόνια και να υποστεί αγόγγυστα όλες τις ταλαιπωρίες και τις δυστυχίες που υφίστανται οι άνδρες – εκτός κι αν τις αποφύγει χρησιμοποιώντας πονηριά ή απάτη. Κατόπιν, υποκρινόμενος ότι έχει πεθάνει, οφείλει να επιστρέψει και να περιγράψει τις εμπειρίες του στους ανωτέρους του.

Πηγαίνει στη Φλωρεντία και, με το όνομα Roderigo της Καστίλλης, παίρνει για σύζυγό του την Onesta (Σεμνή) – κόρη του Amerigo Donati. Όμως, εκτός από αριστοκρατική καταγωγή και ομορφιά, η Onesta είναι «προικισμένη» και με απεριόριστη έπαρση – τόση, όση δε διαθέτει ούτε ο ίδιος ο Εωσφόρος. Ο Roderigo υφίσταται σωρηδόν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς και προσβολές. Όσο ερωτευμένος (άρα, ευάλωτος) δείχνει απέναντί της, τόσο μεγαλώνει η δική της αλαζονεία.

Κάποια στιγμή, βρίσκεται ασφυκτικά χρεωμένος και αποφασίζει να εξαφανιστεί. Οι πιστωτές του τον καταδιώκουν και, για να ξεφύγει, ζητά άσυλο στο αγροτόσπιτο του Gianmatteo del Bricha – υποσχόμενος ότι θα του ανταποδώσει τη χάρη. Όταν οι διώκτες του φεύγουν άπραγοι, ο Roderigo υπόσχεται στον Gianmatteo πως θα τον κάνει πάμπλουτο. Του λέει πως θα κυριεύσει κάποιον άνθρωπο και, όταν πάει ο Gianmatteo για τον «εξορκισμό», εκείνος θα φύγει και ο Gianmatteo θα αμειφθεί πλουσιοπάροχα.

Η εφαρμογή της απάτης επιτυγχάνεται όταν ο αρχιδιάβολος καταλαμβάνει την κόρη του Ambruogio Amidei αλλά, επειδή ο Gianmatteo ζητά χαμηλή αμοιβή, ο Roderigo του δίνει μια δεύτερη και τελευταία ευκαιρία – η οποία εμφανίζεται με τον δαιμονισμό της κόρης του βασιλιά Carlo της Napoli. Αυτήν τη φορά, ο Gianmatteo πλουτίζει πραγματικά και είναι έτοιμος να αποσυρθεί για να απολαύσει το υπόλοιπο του βίου του. Όμως, η φήμη του έχει ξεπεράσει τα όρια της ιταλικής επικράτειας και τον καλεί (ή, μάλλον, τον προστάζει) για τις υπηρεσίες του ο βασιλιάς της Γαλλίας, Λουδοβίκος ο 7ος – η κόρη του οποίου έχει καταληφθεί από δαιμόνιο.

Ο αρχιδιάβολος αρνείται να συνεργαστεί, πιστεύοντας πως ο Gianmatteo είναι άπληστος και προσπαθεί να τον εκμεταλλευθεί, και του ανακοινώνει πως θα φροντίσει για τον απαγχονισμό του – αυτή είναι η ποινή που ανακοίνωσε ο Λουδοβίκος στον Gianmatteo, σε περίπτωση αποτυχίας του. Όταν αποτυγχάνουν όλες οι προσπάθειες του Gianmatteo να επιτύχει τον οίκτο του Belfagor/ Roderigo, ο πονηρός χωριάτης επιστρατεύει το τελευταίο του τέχνασμα: ανακοινώνει στον αρχιδιάβολο πως η σύζυγός του (η Onesta) έχει έλθει για να τον ανταμώσει. Ο Belfagor/ Roderigo τρομοκρατείται και, βγαίνοντας από το κορίτσι, κατευθύνεται τάχιστα προς την Κόλαση – έστω κι αν δεν είχαν παρέλθει τα δέκα χρόνια.

Νικολό Μακιαβέλι

Μεταξύ των ετών 1518-1527, ο Niccolò Machiavelli συνέγραψε το διήγημα «Belfagor arcidiavolo»(άλλος τίτλος: «Il demonio che prese moglie» / «Ο δαίμονας που πήρε σύζυγο»). Αν δούμε την ιστορία σφαιρικά (χωρίς βιαστικούς αφορισμούς περί «μισογυνισμού»), μπορούμε να πούμε πως ο Machiavelli (ο οποίος, μόνο «άγιος» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί) θέλει να στιγματίσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές που μετατρέπουν την επίγεια ζωή σε φρίκη πιο αβάσταχτη και από την τρομερότερη κόλαση οποιασδήποτε θρησκείας.
***

Πηγή: adnoctum

Pages