Κοιτάξτε γύρω σας, παντού υπάρχουν και διακρίνονται εύκολα. Χρειάζεται μια δεύτερη ματιά ή λίγη συζήτηση μαζί τους και η λάμψη της αρτιοσκληρωτικής ιδέας θα φωτίσει τον χώρο.
Είναι εκείνοι οι υπερπροστατευτικοί –αναφέρω για απλούστατο παράδειγμα- που υποχρεώνουν τη γυναίκα τους να κάτσει στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, ενώ μπροστά για λόγους τιμής (όχι ανημπόριας) η μαμά τους. Η μαμά που πολλές φορές απαιτεί με τη ματιά της μόνο, καθώς έχει γαλουχίσει τον γόνο κάνοντας τον πειθήνιο, τιμητή των μύχιων αναγκών της.
Είναι όλοι εκείνοι που ακούν πρώτα τους ανεξίτηλα γραμμένους νόμους στο μυαλό τους και κατόπιν τη λογική και την επιθυμία τους. Για την λογική επιθυμία της γυναίκας τους -όσο περνάει από το χέρι τους- ούτε λόγος.
Ο γονιός λοιπόν δικαιούται πάντα τη καλύτερη θέση. Προσέξτε, όχι επειδή έτσι αισθάνεται ο γιός, αλλά επειδή έτσι ΠΡΕΠΕΙ.
Σε αυτό το πρέπει εναντιώνομαι μετά μανίας, διότι ασφαλώς και ποτέ δεν πρέπει. Εκείνος και εκείνη που παντρεύεται πρώτα βάζει τον/την σύζυγο και μετά γονείς ή παιδιά. (και για να μιλήσουμε και με τα επιχειρήματα των πιστών, το λέει και η εκκλησία όπου ασφαλώς και δίνουν παρουσία ως έμαθαν να οφείλουν…)
Οι ίδιοι οι γονείς –του υπό συζήτηση μεσήλικα- έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Δίδαξαν προς ίδιον όφελος το βλαστάρι και το έκαναν υπηρέτη των αναγκών τους. Δούλο των απαιτήσεών τους φορτώνοντάς το με μύριες ενοχές και καταδίκες πριν εκείνο τολμήσει να απολογηθεί.
Ο γιος ως καλός μαθητής, ως άτολμος δαρμένος υποτακτικός, υπέγραψε με σπουδή τα συμβόλαια των διαχρονικών βολικών –για πολλούς- αξιών και σήμερα χρεωμένος ίσαμε τ’ αυτιά -καθόσον όλα τα χρόνια που δεν είχε το δικαίωμα λόγου, πλήρωνε-, ζητάει τις οφειλές, τα δίκια του δηλαδή -τώρα που απόχτησε φωνή- από την κοινωνία, τους υπαλλήλους του, τη γυναίκα του και πριν από όλους αυτούς από τα παιδιά του. Το κάνει στα ίσα. Πολύ δυστυχώς!
«Εμείς έτσι τα μάθαμε. Εγώ πόνεσα, μάτωσα...»
«Στο σπίτι μου εγώ βάζω τους κανόνες»
«Δουλειά, δουλειά, δουλειά...»
«Να στέκεσαι προσοχή όταν σου μιλάνε οι μεγαλύτεροι»
«Τιμή στο γονιό» (Σε αυτό δεν υπάρχει αντίρρηση αρκεί να είναι ειλικρινής και όχι υποχρεωτική. Είναι αλήθεια πως η υποκριτική στάση -απέναντι σε εκείνον που δια ροπάλου οφείλει να αγαπά και να τιμά- από την ειλικρινή, είναι δύσκολα για τον ίδιο διακριτή)
Όσες βρισιές έφαγε ο μοσχαναθρεμμένος, οφείλει να δώσει. Και θα τις δώσει όπου μπορεί. Με λόγια και με έργα.
Όσες ξυλιές έφαγε, πρέπει να επιστρέψει όπου μπορεί. Και θα τις επιστρέψει. Σε παιδιά ή σε γυναίκα, μπορεί και σε εκείνον που του πήρε την προτεραιότητα στο δρόμο. Πάνω απ΄ όλα η τάξη, ο νόμος, ο δάσκαλος, ο καθηγητής, η πατρίδα, η θρησκεία, ο πατέρας, η μάνα, όσο καλοί κι αν είναι -γιατί δεν είναι όλοι οι γονείς καλοί-.
Ο εαυτός ή η επιθυμία, δεν έχει θέση πουθενά.
Ο ταγμένος απαιτεί ταγή από εκείνον που μπορεί. Συνήθως εκείνον που καταφέρνει να γονατίσει είναι η γυναίκα και κυρίως τα παιδιά του που οφείλουν να υποφέρουν στο όνομα μιας συνετής διαπαιδαγώγησης. Τόσο σωστής όσο εκείνης που κι εκείνος υπέστη.
Διαταγή, ξύλο, τιμωρία. Απαγόρευση στον όμοιο ή και σε μεγαλύτερο βαθμό, διότι τα μαλωμένα παιδιά γίνονται δυο φορές αυστηρότεροι γονείς. Οι δαρμένοι δέρνουν δυνατότερα, λες και με τον τρόπο αυτό ξεριζώνουν τα φυτεμένα στο μυαλό δεινά τους. Λες και ξοφλούν τα νιτερέσα τους με την κοινωνία κάνοντας το χρέος τους στα παιδιά τους. Ντροπή τους.
Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να συμβαδίσουν με ιδέες προοδευτικές (Συμφωνώ πως απόλυτος κανείς δεν μπορεί να είναι, αλλά μιλώ για την πλειοψηφία). Οι παλιακές θεωρίες απαιτούν παλιακούς κανόνες. Ιδέες στερεωμένες σε μυαλά αποθανόντων, του παππού και της γιαγιάς ας πούμε: «Αχ τότε ο κόσμος ήταν αλλιώς…», του μπαμπά, της μαμάς, των πάγιων θεωριών του ηγέτη του κόμματος, του ιερέα ίσως...
-Ναι λοιπόν, τότε ήταν καλύτερα τα πράγματα, αλλά προσέξτε: με εκείνα τα δεδομένα.
Αδυνατούν όλοι εκείνοι να συγκεράσουν το παλιό με το νέο. Γιατί απλά δεν υπάρχει σήμερα γέφυρα που να ενώνει τον αυνανισμό με την τύφλωση. Την παρθενία με την αιώνια καταδίκη ή την γενικευμένη κοινωνική κατακραυγή. Την σημερινή αριστερά με τους δολοφόνους. Το αναχρονιστικό, με το μέλλον. Ως εκ τούτου έρχονται σε δίλημμα -όσοι μπορούν να σκεφτούν-…
Μάχονται.
Το μισό τους μέρος αναμασά με πίκρα τις ιδέες για τις οποίες πλήρωσαν και ενστερνίστηκαν και το άλλο τους μισό διαλέγεται με μια πιο λεύτερη λογική που όμως μαστιγώνεται τελικά αλύπητα μην μπας και αποδείξει την αξία της. «Τζάμπα ο κόπος όλος; Η μάνα είχε άδικο; Να είναι αλλιώς ο κόσμος;» και αποφασίζουν «ΠΟΤΕ!»
Μάρτυρες αυτής της αδυναμίας αναδίπλωσης, της υπογραφής των νέων ιδεών, πρώτα η οικογένειά τους, κατόπιν η κοινωνία που αργεί εξ' αιτίας τους τον δεδομένο βηματισμό της. Είπαμε, όλες οι εποχές έχουν τα καλά τους και όλες τα κακά τους. Σήμερα θεωρείται παράλογο να απαιτεί ο πατέρας τη γηροκόμηση της μάνας του από την γυναίκα του. Στα μέσα του 1960 όποια διάφορη σκέψη ήταν απολύτως κατακριτέα. Σήμερα ευελπιστώ να είναι –κατακριτέα- από ελάχιστους…
Εξελισσόμεθα, κι όμως παντού γύρω μας βλέπουμε ανθρώπους που μονίμως επιφυλάσσονται. Η σκέψη πως ο κόσμος αλλάζει τους τρομάζει. Στέκουν αγκαλιασμένοι σφιχτά με την άγκυρα που είχαν ρίξει οι πατεράδες τους. Παλεύουν να ανασάνουν μέσα στις καταδίκες των παιδικών και εφηβικών τους χρόνων, έμαθαν να αποδιώχνουν κάθε τι το μη οικείο. Και μη οικείο είναι όλα όσα δεν τους άφησαν να γνωρίσουν. Τον τρόπο σκέψης πάνω απ' όλα, πως το καλό και το κακό είναι σχετικά.
Και τα σχολεία λοιπόν θα αλλάξουν εκείνα που διδάσκουν και η σημαία θα ανέβει ψηλότερα ή θα κατέβει χαμηλότερα, και τα θρησκευτικά θα αυξήσουν ή θα μειώσουν τις ώρες τους και θα γίνουν όλα αυτά γιατί πολύ απλά δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Εκείνοι που πιστεύουν στο θεό, θα το κάνουν ούτως ή άλλως, να είναι σίγουροι πως δεν πρόκειται να χάσουν τίποτα, όπως κι οι υπόλοιποι που δεν πιστεύουν δεν πρόκειται να κερδίσουν.
Κάθε νέα τεχνολογία αναδιατάσσει ιδέες. Σβήνει τις παλιές και φέρνει καινούριες. Είναι πράγματι όμορφη η καθαρεύουσα αλλά εάν πάψει να εξυπηρετεί τον σκοπό της, εμείς που την μάθαμε, οφείλουμε να προσυπογράψουμε τον επόμενο τρόπο συνεννόησής μας. Γραπτό και προφορικό γιατί μόνο έτσι θα έχουν τα παιδιά μας μέλλον. (όχι εμείς. Μάθαμε να κρίνουμε τα πάντα θέτοντας ως όρο το εγώ.)
Δεν μας αρέσει να υψώνει εναντίον μας τη φωνή του το παιδί μας, όμως αντί να το χαστουκίσουμε όπως μας χαστούκισαν, μπορούμε μέσα μας να καμαρώσουμε το σθένος του κι έξω μας να κουβεντιάσουμε μαζί του. Χτυπώντας το, συνθλίβουμε ένα ανάστημα, δημιουργούμε έναν ακόμα ταγό. Διδάσκουμε ακόμα έναν να υπακούει στη βία. Γεμίζουμε έναν μελλοντικό μεσήλικα με απωθημένα, με θυμό, έναν αυριανό δυνάστη της γυναίκας και του εγγονού μας.
Αυτό θέλουμε;
«Για χάρη σου περάσαμε τα πάνδημα» Οι παλαιότεροι το ΄χουμε κατά κόρον ακούσει από τους γονείς μας. Πόσο λάθος!
Κι έχει γούστο να νομίζετε πως τα παιδιά έχουν υποχρέωση στους γονείς… (όπως νόμιζα κι εγώ). Έχει γούστο. Μάλλον οι γονείς έχουμε σε αυτά (για όσους δεν έχουν διαβάσει παλαιότερα άρθρα μου έχω τη τύχη να έχω δύο παιδιά. 23 και 25 χρονών) γιατί μέσα από εκείνα κομπάσαμε και κομπάζουμε μπαμπάδες και μαμάδες. Με τη γέννησή τους γίναμε άξιοι… Κι όποιος πει πως τα μεγάλωσε και τους πρόσφερε, η απάντηση είναι: πως εκείνος είχε επιλογή να μην τα κάνει.
Μπορούσε να μείνει άκληρος, άτεκνος. Τα παιδιά του δεν είχαν επιλογή. Άρα υποχρέωση έχει ο πιο νοήμων, ο δράστης της υπόθεσης κι όχι εκείνος που δεν έχει λόγο ή περίπτωση άρνησης…