την ανιδιοτέλεια της αληθινής φιλίας.
«γιατί όταν οι άνθρωποι έχουν προβλήματα, πρέπει να τους αφήνουμε στην ησυχία τους και όχι να τους ενοχλούμε με
επισκέψεις. Αυτή τουλάχιστον είναι η αντίληψή μου για τη φιλία και είμαι σίγουρος πως έχω δίκιο. Έτσι, λοιπόν, θα
περιμένω μέχρι να έρθει η άνοιξη και τότε θα τον επισκεφτώ, και θα μπορεί κι αυτός να μου προσφέρει ένα μεγάλο καλάθι χρυσάνθεμα, κι αυτό θα τον κάνει τόσο ευτυχισμένο».
φωτιά. «Πραγματικά, πολύ συμπονετικός. Μου αρέσει τόσο πολύ να σ’ ακούω να μιλάς για τη φιλία! Είμαι σίγουρη ότι ούτε και ο ίδιος ο ιερέας δεν θα μπορούσε να λέει τόσο όμορφα πράγματα όπως εσύ αν και μένει σ’ ένα τριώροφο σπίτι και φορά ένα χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό του δάχτυλο».
«Όμως γιατί δεν καλούμε τον Χανς στο σπίτι μας;» είπε μια μέρα ο μικρότερος γιος του Μυλωνά. «Αν έχει προβλήματα
ο φτωχός Χανς, εγώ μπορώ να του δώσω το μισό μου φαΐ και θα του δείξω και τα λευκά μου κουνελάκια!»
στέλνουμε στο σχολείο. Μου φαίνεται ότι εκεί δεν μαθαίνεις τίποτα. Γιατί αν ο μικρός Χανς έρθει εδώ στο σπίτι μας και δει
τη ζεστή μας φωτιά, το πλούσιο δείπνο μας και το μεγάλο βαρέλι με το κρασί, μπορεί να ζηλέψει. Και η ζήλια είναι το χειρότερο πράγμα γιατί μπορεί να καταστρέψει τον χαρακτήρα του ανθρώπου και εγώ δεν θα επιτρέψω με τίποτα να καταστραφεί η ευγενική καρδιά του Χανς. Είμαι ο καλύτερός του φίλος και θα τον προστατεύω πάντοτε από επικίνδυνους πειρασμούς. Εξάλλου, αν ο Χανς έρθει εδώ, μπορεί να μου ζητήσει να του δώσω αλεύρι με πίστωση κι αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Άλλο πράγμα είναι το αλεύρι και άλλο πράγμα είναι η φιλία, δεν πρέπει να τα μπερδεύουμε ποτέ. Γιατί οι λέξεις συλλαβίζονται διαφορετικά και σημαίνουν διαφορετικά πράγματα. Ο καθένας μπορεί να το διαπιστώσει αυτό».
Σαν να βρίσκομαι στην εκκλησία».
και μετά πηγαίνει στην αρχή και καταλήγει στη μέση της ιστορίας. Αυτή είναι η νέα μέθοδος. Το άκουσα που το έλεγε
τις προάλλες ένας κριτικός σ’ έναν νεαρό, καθώς περπατούσαν στις όχθες της λίμνης. Μιλούσε με μεγάλη σιγουριά και είμαι
βέβαιος ότι είχε δίκιο, γιατί φορούσε μεγάλα γυαλιά και το κεφάλι του ήταν φαλακρό. Κι όποτε έλεγε κάτι ο νεαρός,
εκείνος απαντούσε «Ουφ» με αποδοκιμασία. Αλλά συνέχισε με τη δική σου ιστορία, Μ’ αρέσει πολύ αυτός ο Μυλωνάς.
Τρέφω κι εγώ τα ίδια ευγενή ιδανικά μ’ αυτόν κι έτσι τον έχω συμπαθήσει πολύ».
τους, ο Μυλωνάς είπε στη γυναίκα του ότι θα επισκεπτόταν τον μικρό Χανς».
μεγάλο καλάθι για τα λουλούδια».
Έτσι λοιπόν ο Μυλωνάς, αφού έδεσε με μια μεγάλη αλυσίδα όλα τα πανιά του ανεμόμυλου, κατηφόρισε στον
λόφο με το καλάθι στο χέρι.
η άνοιξη είμαι και πάλι χαρούμενος. Όλα τα λουλούδια μου πηγαίνουν καλά».
πέρα».
τόσο υπέροχη. Φοβάμαι, όμως, ότι εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις την ποίηση της ζωής. Κι εδώ που τα λέμε, πόσο
υπέροχες δείχνουν οι πρίμουλες σου!»
να τις πουλήσω στην κόρη του Δημάρχου και με τα λεφτά θα πάρω πίσω το καρότσι μου».
να αγοράσω ούτε ψωμί. Έτσι, πρώτα πούλησα τα ασημένια μανικετόκουμπα του κυριακάτικου παλτού μου, μετά την
ασημένια μου αλυσίδα, έπειτα τη μεγάλη πίπα και στο τέλος πούλησα το καρότσι. Αλλά τώρα θα τα πάρω όλα πίσω».
ακρίβεια η μία πλευρά του είναι σπασμένη και κάτι δεν πάει καλά με τους τροχούς, παρόλα αυτά όμως θα σου το δώσω.
Ξέρω πόσο γενναιόδωρο είναι αυτό κι ότι πολλοί θα το θεωρούσαν μεγάλη ανοησία, όμως εγώ δεν είμαι σαν τους
άλλους. Πιστεύω ότι η γενναιοδωρία είναι η ουσία της φιλίας και, εξάλλου, έχω αγοράσει ένα καινούριο καρότσι για μένα.
Ναι, οπότε μπορείς να ησυχάσεις, καλέ μου φίλε, θα σου δώσω εγώ το καρότσι μου».
μέχρι πάνω, δεν θα έμεναν καθόλου λουλούδια για την αγορά και ήταν πολύ αγχωμένος να πάρει πίσω τα ασημένια του
μανικετόκουμπα.
πλάτη.
«Αχ, λυπάμαι τόσο πολύ» είπε ο Χανς «αλλά έχω πολλή δουλειά σήμερα. Έχω όλο αυτό το αγιόκλημα να δέσω και όλα μου τα λουλούδια να ποτίσω και όλο το χορτάρι να κόψω».
χαρούμενος που δεν αρνήθηκα στον Μυλωνά, γιατί είναι ο καλύτερός μου φίλος. Εξάλλου, θα μου δώσει και το καρότσι
του».
δούλευες πιο σκληρά. Η τεμπελιά είναι μεγάλη αμαρτία και δεν θέλω οι φίλοι μου να είναι τεμπέληδες ή νωθροί. Μη με
παρεξηγείς που σου μιλάω ευθέως. Φυσικά, ούτε που θα το σκεφτόμουν να το κάνω, αν δεν ήμουν φίλος σου. Αλλά τι
νόημα έχει η φιλία, αν δεν μπορείς να πεις ακριβώς αυτό που σκέφτεσαι; Όλοι μπορούν να λένε ωραία πράγματα και να προσπαθούν να ευχαριστούν και να κολακεύουν, αλλά ο αληθινός φίλος πρέπει να λέει και τα δυσάρεστα χωρίς να σκέφτεται αν προσφέρει πόνο. Μάλιστα, αν είναι πραγματικά αληθινός φίλος, το προτιμά αυτό, γιατί ξέρε ότι έτσι κάνει καλό».
κουρασμένος, που σκέφτηκα να μείνω λίγο παραπάνω στο κρεβάτι και να ακούσω τα πουλιά που κελαηδούν. Ξέρεις ότι,
όταν ακούω το πρωί τα πουλάκια, δουλεύω με μεγαλύτερη όρεξη;»
και να επισκευάσεις την οροφή του αχυρώνα για μένα».
τα λουλούδια του. Όμως δεν ήθελε να αρνηθεί του Μυλωνά, μια και ήταν τόσο καλός φίλος.
στο μέτωπό του. «Αλλά φοβάμαι ότι εγώ ποτέ δεν θα έχω τόσο όμορφες σκέψεις σαν τις δικές σου».
Χανς ξεκίνησε για το βουνό. Του πήρε όλη τη μέρα να πάει και να ‘ρθει και, όταν επέστρεψε σπίτι του, ήταν τόσο κουρασμένος, που τον πήρε ο ύπνος στην καρέκλα και δεν ξύπνησε παρά το επόμενο πια πρωί.
Έτσι, ο μικρός Χανς δούλευε συνέχεια για τον Μυλωνά. Όταν ο Μυλωνάς έλεγε όμορφα πράγματα για τη φιλία, ο Χανς
τα σημείωνε σ’ ένα σημειωματάριο και συνήθιζε να τα διαβάζει τη νύχτα σαν καλός μαθητής. Κάποιο βράδυ, ενώ ο μικρός Χανς καθόταν δίπλα στη φωτιά, άκουσε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ένα τρομερό βράδυ, με τον αέρα να φυσάει τόσο δυνατά γύρω απ’ το σπίτι, που στην αρχή νόμιζε ότι ήταν η καταιγίδα. Όμως ακόμα ένα χτύπημα λίγο αργότερα και άλλο ένα στη συνέχεια του άλλαξαν γνώμη.
χέρι κι ένα μπαστούνι στο άλλο.
αν πάθαινε κάτι».
κασκόλ στον λαιμό και ξεκίνησε. Τι τρομερή καταιγίδα που ήταν! Η νύχτα ήταν τόσο σκοτεινή, που ο Χανς μετά βίας μπορούσε να δει και ο άνεμος ήταν τόσο δυνατός που με δυσκολία στεκόταν όρθιος. Ωστόσο, ήταν πολύ γενναίος και αφού περπάτησε για περίπου τρεις ώρες, έφτασε στο σπίτι του γιατρού και χτύπησε την πόρτα.
Μυλωνά, με τον μικρό Χανς να περπατάει πίσω του. Μα η καταιγίδα γινόταν όλο και χειρότερη και η βροχή έπεφτε με το τουλούμι. Ο Χανς δεν μπορούσε να δει ούτε πού πήγαινε ούτε το άλογο του γιατρού. Τελικά, έχασε τον δρόμο
του και, αφού περιπλανήθηκε μέσα στους βάλτους, που ήταν ένα πολύ επικίνδυνο μέρος καθώς ήταν γεμάτο βαθιές τρύπες,
έπεσε και πνίγηκε.
προς την κεφαλή της πομπής σ’ ένα μακρύ μαύρο παλτό και σκούπιζε πότε πότε τα μάτια του μ’ ένα μεγάλο μαντίλι.
στο καφενείο, πίνοντας κρασί με μπαχαρικά και τρώγοντας γλυκό κέικ.
και τώρα δεν ξέρω τι να το κάνω. Μου πιάνει πολύ χώρο στο σπίτι και είναι τόσο χαλασμένο, που δεν θα πιάσει τίποτα αν το
πουλήσω. Θα φροντίσω να μη χαρίσω ξανά τίποτα πια. Υποφέρεις τόσο πολύ, όταν είσαι γενναιόδωρος!»
νωρίτερα, δεν θα καθόμουν να σ’ ακούσω. Για την ακρίβεια θα είχα πει «Ουφ!», σαν εκείνον τον κριτικό. Όπως και να ‘χει,
μπορώ να το πω τώρα. Ουφ!» φώναξε δυνατά ο Νεροπόντικας και μ’ ένα τίναγμα της ουράς του γύρισε στην τρύπα του.
αναβλύζουν δάκρυα απ’ τα μάτια μου».
Και συμφωνώ απόλυτα μαζί της.