Τι εννοεί ο κάθε ψυχοθεραπευτής λέγοντας: «βελτίωση της ποιότητας ζωής» - Point of view

Εν τάχει

Τι εννοεί ο κάθε ψυχοθεραπευτής λέγοντας: «βελτίωση της ποιότητας ζωής»





«Για να συντομεύσω, πρέπει να επιμηκύνω. 

Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω. 

Απ’ όσο γνωρίζω, στον κόσμο της ψυχοθεραπείας ενδημούν πάνω από διακόσιοι πενήντα τρόποι θεραπείας που σχετίζονταν με άλλες τόσες περίπου φιλοσοφικές απόψεις.

Oι σχολές αυτές είναι όλες διαφορετικές μεταξύ τους. 

Διαφέρουν στην ιδεολογία, στη μέθοδο ή στην προσέγγιση, όμως, νομίζω ότι όλες έχουν τον ίδιο στόχο: να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής του πάσχοντος, Σ’ αυτό που δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, ίσως, είναι στο τι εννοεί ο κάθε ψυχοθεραπευτής λέγοντας: «βελτίωση της ποιότητας ζωής».

 Αλλά… τέλος πάντων, ας συνεχίσουμε.

Αυτές οι διακόσιες πενήντα σχολές θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τρεις γραμμές σκέψης ανάλογα με την έμφαση που δίνει το κάθε ψυχοθεραπευτικό μοντέλο στην διερεύνηση των προβλημάτων του ασθενούς. 

Πρώτα, οι σχολές που επικεντρώνουν στο παρελθόν. 

Έπειτα, όσες επικεντρώνουν στο μέλλον. 

Και τέλος, αυτές που επικεντρώνουν στο παρόν.



Η πρώτη γραμμή, που δεν είναι η πιο πολυπληθής, συμπεριλαμβάνει εκείνες τις ξεκινούν -ή λειτουργούν σαν να ξεκινούσαν-, από την ιδέα ότι ένας νευρωτικός είναι κάποιος που κάποτε, πριν από καιρό, όταν ήταν μικρός, είχε ένα πρόβλημα, κι από τότε πληρώνει τις συνέπειες εκείνης της κατάστασης. 

Η δουλειά, συνεπώς, γίνεται για να θυμηθεί ο πάσχων την παλιά ιστορία και να εντοπίσει τι ακριβώς προκάλεσε τη νεύρωση. 

Επειδή οι αναμνήσεις βρίσκονται, σύμφωνα με τους αναλυτές, “καταπιεσμένες” στο υποσυνείδητο, χρειάζεται επίμονη αναζήτηση στο εσωτερικό για να βρεθούν τα γεγονότα που έμειναν “θαμμένα”.


Το πιο καθαρό παράδειγμα γί’ αυτό το μοντέλο είναι η ορθόδοξη ψυχανάλυση. 

Για να προσδιορίσω τις σχολές αυτού του τύπου, λέω συνήθως ότι ψάχνουν “το γιατί”.

Πολλοί αναλυτές, όπως βλέπω, νομίζουν ότι αρκεί να βρουν την αιτία του συμπτώματος, δηλαδή, o πάσχων ν’ ανακαλύψει γιατί κάνει αυτό που κάνει, να γίνει συνειδητό το ασυνείδητο.

 Τότε, όλος ο μηχανισμός θ’ αρχίσει να δουλεύει σωστά.


Η ψυχανάλυση, για να μιλήσουμε για την πιο διαδεδομένη σχολή, έχει, όπως όλα σχεδόν τα πράγματα, μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα.



Το ουσιαστικό πλεονέκτημα είναι ότι δεν υπάρχει ή τουλάχιστον εγώ δεν πιστεύω ότι δεν υπάρχει-, άλλο θεραπευτικό μοντέλο που να προσφέρει τόσο βαθιά γνώση των ίδιων των εσωτερικών διαδικασιών. 

Κανένα άλλο μοντέλο δεν είναι ικανό, μάλλον, να φτάσει στο επίπεδο αυτογνωσίας που μπορείς να φτάσεις με τις φροϋδικές τεχνικές.

Όσο για τα μειονεκτήματα, είναι τουλάχιστον δύο. 

Από τη μια, η υπερβολική διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας που γίνεται κουραστική και αντι-οικονομική – και δεν εννοώ μονάχα τα χρήματα. 

Κάποιος αναλυτής μου είπε κάποτε ότι η θεραπεία πρέπει να διαρκέσει το ένα τρίτο του χρόνου που έχει ζήσει ο πάσχων ως τη στιγμή που αρχίζει τη θεραπεία. 

Από την άλλη, το μοντέλο αυτό δίνει αμφίβολα θεραπευτικά αποτελέσματα. 

Προσωπικά, αμφιβάλλω αν κάποιος μπορεί να αποκτήσει ικανοποιητική αυτογνωσία ώστε να μεταβάλει τη θεώρηση της ζωής του, μια αρρωστημένη στάση του, ή το λόγο για τον οποίο ο πάσχων προσέφυγε στη ψυχανάλυση.

Στην άλλη άκρη, νομίζω εγώ, βρίσκονται οι ψυχοθεραπευτικές σχολές που επικεντρώνονται στο μέλλον. 

Αυτές οι τάσεις, που είναι στη μόδα σήμερα, θα μπορούσαν να περιγραφούν ως εξής: το αληθινό πρόβλημα είναι ότι ο πάσχων ενεργεί με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι θα έπρεπε για να πετύχει τους στόχους του. 

Συνεπώς, ο σκοπός δεν είναι να ανακαλύψουμε γιατί συμβαίνει αυτό που συμβαίνει -το θεωρούμε δεδομένο-, ούτε να μάθουμε πόσο βαθιά υποφέρει το άτομο. 

Το ζήτημα είναι να καταφέρουμε να φτάσει ο πάσχων εκεί που θέλει να φτάσει, ή να πετύχει αυτό που επιθυμεί ξεπερνώντας τους φόβους του, ώστε να ζήσει πιο δημιουργικά και θετικά.


Η γραμμή αυτή, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από τον συμπεριφορισμό, προτείνει την ιδέα ότι μπορείς να διδαχθείς νέες συμπεριφορές μόνο αν τις ασκείς -κάτι που ο πάσχων δύσκολα θα επιχειρήσει δίχως την έξωθεν βοήθεια, υποστήριξη και καθοδήγηση. 

Αυτή η βοήθεια θα του δοθεί κατά βάση από κάποιον επαγγελματία που θα του υποδείξει ποια είναι η καταλληλότερη συμπεριφορά, θα του προτείνει με συγκεκριμένο τρόπο τι πρέπει να πράξει και θα συνοδεύσει τον ασθενή σ’ αυτή τη διαδικασία υγιούς επαναφοράς.


Η βασική ερώτηση που θέτουν οι ψυχοθεραπευτές αυτής της κατηγορίας δεν είναι το γιατί αλλά το πώς. 

Δηλαδή, πώς θα επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος.

Η σχολή αυτή έχει και μειονεκτήματα. 

Το πρώτο ότι η, τεχνική αυτή είναι απίστευτα αποτελεσματική και το δεύτερο ότι η όλη διαδικασία είναι ταχύτατη. 

Ορισμένοι Αμερικανοί νέο-συμπεριφοριστές μιλούν ήδη για θεραπείες που φτάνουν από μία έως πέντε επισκέψεις. 

Το πιο προφανές μειονέκτημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η θεραπεία αυτή είναι επιφανειακή. 

Ο ασθενής ποτέ δεν θα φτάσει να γνωρίσει τον εαυτό του, ούτε θ’ ανακαλύψει τις δυνάμεις του. 

Συνεπώς, η μέθοδος τον βοηθά να λύσει μονάχα αυτήν την κατάσταση για την οποία οδηγήθηκε στο ιατρείο, εξαρτώντας τον στενά από τον ψυχοθεραπευτή του. 

Αυτό δεν είναι υποχρεωτικά κακό, όμως, δεν προσφέρει τα αναγκαία εφόδια ώστε ο πάσχων να φτάσει στην απαραίτητη επαφή με τον εαυτό του.


H τρίτη γραμμή είναι, από ιστορικής απόψεως, η πιο νέα από τις τρεις. 

Περιλαμβάνει όλες εκείνες τις ψυχοθεραπευτικές σχολές που επικεντρώνουν την προσοχή τους στο παρόν.

Σε γενικές γραμμές, ξεκινάμε από την ιδέα να μην ερευνήσουμε την καταγωγή του προβλήματος ούτε και να προτείνουμε συμπεριφορά που θα έπρεπε να αποφευχθεί. 

Ο στόχος είναι, περισσότερο, να προσδιοριστεί τι ακριβώς συμβαίνει στο άτομο που κάνει την ψυχοθεραπεία και για ποιο λόγο βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση.

Ξέρεις ότι αυτή είναι η δική μου επιλογή στη δουλειά μου. 

Γι’ αυτό είναι προφανές ότι πιστεύω πως είναι η καλύτερη. 

Ωστόσο, παραδέχομαι ότι κι αυτός o δρόμος έχει μειονεκτήματα, όπως και πλεονεκτήματα.

Συγκριτικά, δεν είναι τόσο μακροχρόνια η θεραπεία όπως στην ψυχανάλυση, ούτε τόσο σύντομη όπως στις νεοσυμπεριφοριστικές μεθόδους. 

Μια θεραπεία τέτοιου είδους 

θα διαρκέσει από έξι μήνες έως δύο χρόνια. 





Δίχως να ανταγωνίζεται σε εμβάθυνση την ορθόδοξη σχολή, προσφέρει, κατά τη γνώμη μου, μια καλή δόση αυτογνωσίας κι ένα καλό επίπεδο χρήσης των ίδιων εφοδίων.



Από την άλλη, μολονότι κατορθώνει να γονιμοποιήσει τη διαδικασία επαφής με τη σημερινή πραγματικότητα, κρύβει ταυτόχρονα τον κίνδυνο να ενθαρρύνει μια φιλοσοφία αδιαφορίας και ελαφρότητας στον πάσχοντα, έστω και προσωρινά. 

Μια στάση του τύπου: “να ζήσω τη στιγμή”, που δεν έχει σχέση με το “παρόν” που προτείνουν αυτές οι σχολές, το οποίο, φυσικά, δέχεται και προϋποθέτει τόσο την εμπειρία όσο και τα σχέδια για τη ζωή.





Υπάρχει ένα παλιό ανέκδοτο που ίσως βοηθήσει να κατανοήσεις αυτές τις τρεις τάσεις. 

Εξηγεί μια κατάσταση, πάντοτε την ίδια, όπως τη βλέπουν οι διαφορετικές σχολές. 

Ας κάνουμε λίγη πλάκα μ’ αυτές τις τρεις γραμμές ψυχοθεραπείας. 

H ιστορία τελειώνει με τρεις διαφορετικούς τρόπους.»

Κάποιος υποφέρει από ενκόπριση (με απλά λόγια, χέζεται επάνω του). 

Πάει στο γιατρό που τον εξετάζει και δεν του βρίσκει καμία σωματική αιτία για το πρόβλημά του. 

Του προτείνει να απευθυνθεί σε ψυχοθεραπευτή.

Πρώτο τέλος, όπου ο ψυχοθεραπευτής είναι κλασικός ψυχαναλυτής:

Ύστερα από πέντε χρόνια, ένας φίλος του τον ρωτάει:
«Πώς πάει η θεραπεία σου;»
«Φανταστικά!» λέει ο άνθρωπος χαρούμενος.
«Δεν τα κάνεις πια επάνω σου;»
«Κοίταξε, ότι τα κάνω τα κάνω, όμως τώρα ξέρω το γιατί τα κάνω!»


Δεύτερο τέλος, όπου o ψυχοθεραπευτής είναι συμπεριφοριστής.


Πέντε μέρες μετά την αρχή της θεραπείας ένας φίλος τον ρωτάει:
«Πώς πάει η θεραπεία σου;»
«Καταπληκτικά!» απαντάει χαρούμενος.
«Και δεν τα κάνεις πια επάνω σου;»
«Κοίταξε, ακόμα επάνω μου τα κάνω, όμως τώρα χρησιμοποιώ λαστιχένια σώβρακα!»


Τρίτο τέλος, όπου ο ψυχοθεραπευτής είναι της σχολής Γκεστάλτ:


Ύστερα από πέντε μήνες, ένας φίλος ρωτά τον πάσχοντα:
«Τι γίνεται, πώς πάει η θεραπεία;»
«Θαυμάσια!» απαντάει χαρούμενος.
«Και δεν τα κάνεις πια επάνω σου;»
«Κοίταξε, εξακολουθώ να τα κάνω, αλλά τώρα πια δεν με νοιάζει!»



Να σου πω μια ιστορία 
Χόρχε Μπουκάι



Pages