Τα μυθολογικά πλάσματα στην Αγία Γραφή, στο Βιβλίο του Ενώχ και στην Θεογονία του Ησίοδου - Point of view

Εν τάχει

Τα μυθολογικά πλάσματα στην Αγία Γραφή, στο Βιβλίο του Ενώχ και στην Θεογονία του Ησίοδου




Ο Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “ας δημιουργήσωμεν τώρα τον άνθρωπον, σύμφωνα με την ιδικήν μας εικόνα, και να έχη την δυνατότητα να ομοιάση με ημάς. 

Αυτοί, άνδρας και γυναίκα, ας είναι άρχοντες και κύριοι των ιχθύων της θαλάσσης, των πτηνών του ουρανού, των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα έρπουν επάνω εις την επιφάνειαν της γης”. 

Και πράγματι ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον, τον οποίον επροίκισε με ιδικά του χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ώστε να είναι με αυτά εικών του Θεού. 

Εδημιούργησεν απ' αρχής άνδρα και γυναίκα. 

Και ευλόγησεν αυτούς ο Θεός λέγων· “αυξάνεσθε και πληθύνεσθε, γεμίσατε όλην την γην και γενήτε κύριοι αυτής· σας δίδω την δύναμιν να είσθε κύριοι και εξουσιασταί των ιχθύων της θαλάσσης και των πτηνών του ουρανού, όλων των κτηνών και όλης της γης και όλων όσα, ως ερπετά, σύρονται επάνω εις την επιφάνειαν της γης”. 

Και εν συνεχεία είπεν ο Θεός· “ιδού έχω δώσει υπό την κυριότητά σας και εις εξυπηρέτησίν σας όλα τα ειδη του χόρτου, τα οποία έχουν εν εαυτοίς σπέρματα και είναι απλωμένα εις ολόκληρον την γην, και κάθε δένδρον, το οποίον φέρει καρπόν προς τροφήν σας και σπέρμα προς πολλαπλασιασμόν και διαιώνισίν του. 

Ολα αυτά, χόρτα της γης και καρποί των δένδρων, θα είναι εις διατροφήν σας. 

Σας δίδω επίσης κυριότητα επί όλων των θηρίων της γης, επί όλων των πτηνών του ουρανού και επί όλων των ερπετών, που σύρονται εις την γην· εις όλας αυτάς τας ζώσας υπάρξεις δίδω επίσης ως τροφήν το χλωρόν χόρτον της γης”. 

Και έγινεν όπως ο Θεός διέταξε. Και είδε ο Θεός πάντα όσα έκανε και είδε ότι ήταν λίαν καλά. 

Και έγινε εσπέρα και έγινε πρωί ημέρα έβδομη.



Ούτω δε ετελείωσεν η δημιουργία του σύμπαντος, του ουρανού και της γης, και όλος αυτών ο στολισμός, η αρμονία και η λαμπρότης.

 Κατά την έκτην ημέραν ετελείωσεν ο Θεός τα έργα αυτού, όσα έκαμε, και ανεπαύθη κατά την εβδόμην ημέραν από όλα τα έργα αυτού, τα οποία εδημιούργησεν εκ του μηδενός και εμορφοποίησεν. 

Ευλόγησε δε ο Θεός την ημέραν την εβδόμην, ηγίασεν αυτήν και ως αγίαν την ώρισε, διότι κατ' αυτήν κατέπαυσε την δημιουργίαν του και ανεπαύθη μετά την δημιουργίαν των έργων, τα οποία από της πρώτης ημέρας ήρχισε να δημιουργή. 

Αυτή είναι η ιστορία της δημιουργίας του ουρανού και της γης, όταν αυτά ετελείωσαν και ωλοκληρώθησαν. 

Αυτή είναι η δημιουργία του σύμπαντος, όταν ο απειροτέλειος Θεός εδημιούργησεν εκ του μηδενός το σύμπαν, τον ουρανόν και την γην.

 Δεν υπήρχον όμως ακόμη χλόη και θάμνοι των αγρών και δεν είχον βλαστήσει φυτά του αγρού. 

Διότι δεν είχεν αποστείλει βροχάς ο Θεός εις την γην και δεν υπήρχεν άνθρωπος να εργάζεται και να καλλιεργή τους αγρούς.

 Ανέβλυζαν δε πηγαί και επότιζαν με τα ύδατά των όλην την επιφάνειαν της ξηράς. 

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον με χώμα από την γην (χοϊκόν) και ενεφύσησεν στο πρόσωπον αυτού πνεύμα ζων, την αθάνατον ψυχήν· έτσι δε έγινεν ο άνθρωπος ζώσα υλικοπνευματική ύπαρξις. 

Διέταξε δε ο Θεός και εφύτρωσε και εβλάστησεν εις την περιοχήν της Εδέμ προς ανατολάς κήπος, ο παράδεισος, και εκεί ετοποθέτησε τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε. 

Εκαμε δε ο Θεός να βλαστήσουν από την γην όλα τα είδη των δένδρων, τα οποία είναι ωραία εις την όρασιν, ευχάριστα εις την γεύσιν και θρεπτικά, καθώς επίσης διέταξε και εφύτρωσε το δένδρον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το δένδρον της γνώσεως του καλού και του κακού. 

Ποταμός δε πηγάζει και απλώνεται από την Εδέμ, ώστε να ποτίζη τον παράδεισον. 

Από εκεί δε εξέρχεται και διαχωρίζεται εις τέσσαρας κατευθύνσεις. Το όνομα του ενός εκ των τεσσάρων αυτών ποταμών είναι Φισών. 

Αυτός περικυκλώνει και ποτίζει όλην την περιοχήν Ευϊλάτ, όπου υπάρχει ο χρυσός. 

Ο χρυσός της χώρας εκείνης είναι αγνός και πολύτιμος. 

Εις την χώραν αυτήν επίσης υπάρχουν και δύο άλλοι πολύτιμοι λίθοι, ο απαστράπτων άνθραξ και ο πράσινος λίθος. 

Το όνομα του δευτέρου ποταμού είναι Γεών· αυτός διαρρέει όλην την γην της Αιθιοπίας. 

Και ο ποταμός ο τρίτος είναι ο Τιγρις· αυτός διέρχεται εμπρός από την χώραν των Ασσυρίων. 

Ο δε τέταρτος ποταμός είναι ο Ευφράτης. 

Ελαβε Κυριος ο Θεός τον άνθρωπον, τον οποίον εδημιούργησε, και έθεσεν αυτόν στον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται εις αυτόν και να τον φυλάσση. 

Εδωσε δε εντολήν Κυριος ο Θεός στον Αδάμ λέγων· “από όλα τα καρποφόρα δένδρα που υπάρχουν στον παράδεισον, σας δίδω το δικαίωμα να τρώγετε. 

Από το δένδρον όμως της γνώσεως του καλού και κακού δεν πρέπει ποτέ να φάγετε από αυτό. 

Κατά δε την ημέραν κατά την οποίαν θα φάγετε από τον καρπόν του, θα χάσετε το δικαίωμα της αθανασίας, θα αποθάνετε σωματικώς και θα χωρισθήτε από εμέ, που σας έδωσα την ζωήν”. 

Ο δε Τριαδικός Θεός είπε καθ' εαυτόν· “δεν είναι καλόν να μείνη μόνος του ο άνθρωπος. 

Ας δημιουργήσωμεν προς χάριν αυτού βοηθόν του, πλάσμα όμοιον με αυτόν”. 

Πριν όμως δημιουργήση ο Θεός την βοηθόν του Αδάμ, την Εύαν, ωδήγησεν ενώπιον του Αδάμ όλα τα θηρία του αγρού και όλα τα πτηνά του ουρανού, τα οποία εδημιούργησε, δια να ίδη αυτά ο Αδάμ και να τους δώση το κατάλληλον όνομα. 

Και το όνομα, το οποίον θα έδιδεν ο Αδάμ στο καθένα από αυτά, τούτο το όνομα και θα έμενεν εις αυτό. 

Και ο Αδάμ με την σοφίαν, την κρίσιν και την γνώσιν που είχεν, έδωσεν ονόματα εις όλα τα κτήνη και εις όλα τα πτηνά του ουρανού και εις όλα τα θηρία της υπαίθρου. 

Κανένα όμως από τα ζώα αυτά δεν ευρέθη βοηθός όμοιος με τον Αδάμ, άξιος και ευχάριστος εις αυτόν. 

Τοτε ο Θεός, δια να αναπληρώση την έλλειψιν αυτήν, έφερεν έκστασιν στον Αδάμ, ο οποίος και εκοιμήθη βαθύτατα. 

Ελαβε τότε μίαν από τας πλευράς του Αδάμ και συνεπλήρωσε δια σαρκός το κενόν της αναιρεθείσης αυτής πλευράς. 

Και κατεσκεύασε και εμορφοποίησε την πλευράν, την οποίαν έλαβεν από τον Αδάμ, εις γυναίκα, την οποίαν και έφερε προς αυτόν. 

Οταν δε ο Αδάμ εξύπνησε και είδε την γυναίκα είπεν· “αυτό είναι πλέον οστούν από τα οστά μου και σαρξ από την σάρκα μου. 

Αυτή θα ονομασθή γυνή (ανδρίς), διότι έγινεν από τον άνδρα αυτής.

 Ενεκα του στενού τούτου συνδέσμου του ανδρός προς την γυναίκα, στο μέλλον κάθε ανήρ θα αφήνη τον πατέρα και την μητέρα του και θα συνδέεται στενότατα με την γυναίκα του, ώστε οι δύο να γίνουν πλέον μία σαρξ δια της συζυγίας”. 

Ησαν δε και οι δύο γυμνοί, ο Αδάμ και η γυναίκα αυτού, και δεν εντρέποντο ο ένας τον άλλον, διότι ήσαν αγνοί και αθώοι.



Ο όφις ήτο το ευφυέστερον και επινοητικώτερον από όλα τα ζώα, τα οποία είχε δημιουργήσει Κυριος ο Θεός επί της γης. 

Ο όφις (ο διάβολος υπό μορφήν όφεως) ηρώτησε την Ευαν και της είπε· “διατί ο Θεός απηγόρευσε να φάγετε από τους καρπούς όλων των δένδρων, που υπάρχουν στον παράδεισον;” 

Η Ευα απήντησεν στον όφιν· “από τους καρπούς κάθε δένδρου του παραδείσου ημπορούμεν να φάγωμεν. 

Από τον καρπόν όμως του δένδρου, που υπάρχει εν τω μέσω του παραδείσου, έδωσεν εντολήν ο Θεός λέγων· δεν θα φάγετε από τον καρπόν αυτού ούτε και θα εγγίσετε αυτό, δια να μη αποθάνετε”. 

Είπε δε τότε ο όφις προς την γυναίκα· “δεν θα αποθάνετε· κάθε άλλο. 

Σας απηγόρευσεν ο Θεός να φάγετε από το δένδρον αυτό, διότι εγνώριζεν ότι κατά την ημέραν, κατά την οποίαν θα φάγετε, θα ανοιχθούν τα μάτια σας και θα είσθε και σεις σαν θεοί, όμοιοι με αυτόν, γνωρίζοντες καλόν και πονηρόν”. 

Τοτε η Εύα παρετήρησε προσεκτικότερα το απηγορευμένον δένδρον, είδε τον καρπόν του ωραίον εις την όψιν και εσκέφθη ότι ευχάριστον θα ήτο να δοκιμάση αυτόν. 

Και λοιπόν έλαβεν από τον καρπόν του δένδρου αυτού, έφαγεν αυτή, και έδωσε και στον άνδρα της, και έτσι έφαγον και οι δύο. 

Και ήνοιξαν τα μάτια των δύο πρωτοπλάστων, εκατάλαβαν ότι ήσαν γυμνοί σωματικώς και ψυχικώς, εντράπηκαν την γυμνότητά των και έκοψαν φύλλα συκής, τα έρραψαν προχείρως και με αυτά σαν ποδιές εκάλυψαν την γυμνότητά των. 

Οταν δε κατά το δειλινόν ήκουσαν την φωνήν του Θεού, ο οποίος περιπατούσεν στον παράδεισον, εκρύβησαν ο Αδάμ και η γυνή αυτού από φόβον και εντροπήν ανάμεσα εις τα δένδρα του παραδείσου, δια να μη αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού.

Ο Θεός προσεκάλεσε τον Αδάμ και του είπε· “' Αδάμ, που είσαι;” Ο δε Αδάμ απήντησεν στον Θεόν· “ήκουσα την φωνήν σου, καθώς περιπατούσες στον παράδεισον, και εφοβήθην να παρουσιασθώ εμπρός σου επειδή είμαι γυμνός δι' αυτό και έσπευσα να κρυφθώ”.

 Ηρώτησε δε ο Θεός αυτόν· “ποίος σου ανήγγειλεν ότι είσαι γυμνός; Μηπως και έφαγες από το δένδρον, από το οποίον και μόνον σου απηγόρευσα να φάγης;” 

Ο Αδάμ έσπευσε να δικαιολογηθή και είπε· “αυτή η γυναίκα, την οποίαν συ μου έδωκες ως σύντροφον και βοηθόν μου, αυτή μου έδωσε από τον καρπόν του απηγορευμένου δένδρου και έφαγον”. 

Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός προς την γυναίκα, την Εύαν· “διατί έκαμες αυτό;” 

Η Εύα απήντησεν· “ο όφις με εξηπάτησε και έφαγον”. 

Είπε δε τότε Κυριος ο Θεός στον όφιν· “επειδή διέπραξες αυτήν την δολιότητα, θα είσαι κατηραμένος συ ανάμεσα από όλα τα κτήνη και όλα τα θηρία, που υπάρχουν εις την γην. 

Θα σύρεσαι στο χώμα με το στήθος και την κοιλίαν και χώμα θα τρώγης όλας τας ημέρας της ζωής σου.

Θα θέσω δε άσβεστον εχθρότητα μεταξύ σου και της γυναικός, μεταξύ των απογόνων σου και των απογόνων αυτής. 

Ενας δε απόγονος της γυναικός μόνης, αυτός θα σου συντρίψή την κεφαλήν και συ θα κεντήσης αυτού την πτέρναν”. 

Προς δε την γυναίκα είπε· “θα πολλαπλασιάσω εις πλήθος πολύ τας λύπας σου, τας θλίψεις και τους στεναγμούς σου. 

Με πόνους θα γεννάς τα τέκνα σου, θα εξαρτάσαι δε πάντοτε από τον άνδρα σου και αυτός θα είναι κύριός σου”. 

Εις δε τον Αδάμ είπεν· “επειδή ήκουσες την κακήν συμβουλήν της γυναικός σου και έφαγες από τον καρπόν του δένδρου, εκ του οποίου και μόνου εγώ σου έδωσα την εντολήν να μη φάγης, θα είναι κατηραιμένη η γη εις τα έργα σου. 

Με λύπην και κόπον θα κερδίζης την τροφήν σου από την γην όλας τας ημέρας της ζωής σου. 

Αγκάθια και τριβόλια θα σου φυτρώνη η γη και θα τρέφεσαι με τα χόρτα του αγρού.


Καθ' όλον το διάστημα της ζωής σου με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρώγης τον άρτον σου, μέχρις ότου αποθάνης και επιστρέψη το σώμα σου εις την γην, από την οποίαν και έχει πλασθή· διότι χώμα είναι το σώμα σου, στο χώμα θα καταλήξη και χώμα πάλιν θα γίνη”. 

Ωνόμασε τότε ο Αδάμ την γυναίκα του Ζωήν, διότι αυτή θα ήτο η μητέρα όλων των ανθρώπων της γης. 

Ο δε πανάγαθος Θεός, δια να προφυλάξη τον Αδάμ και την γυναίκα του από τας καιρικάς μεταβολάς, κατεσκεύασε δι' αυτούς χιτώνας δερματίνους, με τους οποίους και τους ενέδυσεν. 

Είπε δε τότε ο Τριαδικός Θεός· “ιδού ο Αδάμ έγινε πλέον σαν ένας από ημάς με την ικανότητα να γνωρίζη καλόν και κακόν ! Και τώρα μήπως τυχόν και απλώση το χέρι του και πάρη και φέγη από τον καρπόν του ξύλου της ζωής και γίνη αυτός και το κακόν αθάνατον, πρέπει να εκδιωχθή από τον παράδεισον”. 

Και έδιωξεν ο Θεός τον Αδάμ από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως, δια να εργάζεται μετά κόπου την γην, από το χώμα της οποίας είχε πλασθή το σώμα του. 

Εβγαλε τον Αδάμ και τον έφερε να κατοικήση απέναντι από τον παράδεισον της χαράς και της τέρψεως. 

Διέταξε δε τα Χερουβιμ και την φλογίνην ρομφαίαν, την συστρεφομένην, να φυλάσσουν την οδόν, η οποία ωδηγούσε προς το δένδρον της ζωής.




Μια από τις άγνωστες, στον πολύ κόσμο, πτυχές τής Παλαιάς Διαθήκης είναι η παρουσία τής Λίλιθ. 

 Η γυναίκα που κλήθηκε να παίξει τον ρόλο τής συντρόφου τού Αδάμ, αρχικά δεν ήταν η Εύα, αλλά μία άλλη γυναίκα η Λίλιθ. 

 Κατά το Ταλμούδ, ο Αδάμ και η Λιλίθ, πλάστηκαν ενωμένοι από την πλάτη και σχημάτισαν, έτσι, ένα ανδρόγυνο ον, συγχρόνως αρσενικό και θηλυκό. 

Το Ι κεφάλαιο της Γένεσης αφήνει την υποψία αυτού του πρώτου ζευγαριού, σαν πνευματική οντότητα, κατ’εικόνα του Θεού: “Την έκτη ημέρα ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο. 

Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’εικόνα Του. 

Κατ’εικόνα του Θεού τον έπλασε.  

Άνδρα και γυναίκα τους έπλασε”. 

 Η Λίλιθ που δεν ήταν διατεθειμένη να υποταχθεί απέναντι στον Αδάμ προσπαθήσει να τον πείσει, ενάντια στις βουλές τού Θεού, πως η ερωτική πράξη, δεν γίνεται μόνο για…αναπαραγωγικούς σκοπούς… 

Ο Αδάμ προσπάθησε να την καθυποτάξει, αλλά μάταια.



 Ο Αδάμ παραπονέθηκε στον Θεό, ο οποίος της έδωσε την επιλογή ή να υποταχθεί στον Αδάμ είτε να φύγει από τον Κήπο της Εδέμ και πολλά από τα παιδιά που θα κάνει να πεθαίνουν. 

Η Λίλιθ προχωρεί στο μέγιστο αμάρτημα και προφέρει το απαγορευμένο όνομα τού Θεού: Γιαχβέ. 

Ο Θεός όμως που δεν είναι διατεθειμένος να δεχθεί τέτοιες ιδέες, οδηγεί τελικώς την Λίλιθ σε έξωση από τον Παράδεισο, η οποία καταλήγει στην αγκαλιά τού…Διαβόλου. 

Στο μεταξύ, ο Αδάμ την νοσταλγούσε και την αναζητούσε. 

Ο Θεός μην αντέχοντας να βλέπει τον Αδάμ λυπημένο, έστειλε 3 Αγγέλους να βρουν την Λίλιθ και να την φέρουν πίσω. 

Οι 3 αυτοί Άγγελοι είναι ο Σανβί, ο Σανσαβί και ο Σαμεγκελάφ. 

Οι τρείς Άγγελοι αναζήτησαν για πολύ καιρό την Λίλιθ, όταν τελικά την συνάντησαν κάπου στην Ερυθρά Θάλασσα. 

Μέχρι τότε η Λίλιθ είχε πια ασπαστεί οριστικά τον ρόλο της ως Αρχόντισσα του Σκότους, είχε μεταλλαχθεί σε δαιμόνισσα και είχε μάλιστα γεννήσει πάμπολλα παιδιά με τον Σατανά. 

Οι τρείς 
Άγγελοι της ανέφεραν ότι ο Θεός και ο Αδάμ την συγχωρούν και την θέλουν πίσω, μα η Λίλιθ απάντησε με βρισιές. 



Οι τρείςΆγγελοι απαίτησαν να γυρίσει πίσω, αλλιώς θα έσφαζαν όλα της τα παιδιά. 



Η απάντηση της Λίλιθ όμως ήταν και πάλι αρνητική, προσθέτοντας μάλιστα κατάρες για τα παιδιά και όλους τους απογόνους του Αδάμ. 



Έτσι, οι Άγγελοι τήρησαν την απειλή τους σκοτώνοντας τα παιδιά της και επέστρεψαν στον κήπο της Εδέμ. 



Από εκείνη την στιγμή, η Λίλιθ απέκτησε και τον τίτλο της Παιδοκτόνου, που επιτίθεται στα νεογέννητα μωρά, στις έγκυες γυναίκες που φέρουν αρσενικό έμβρυο καθώς και στα νεαρά αγόρια και τα πνίγει στον ύπνο τους για εκδίκηση. 



Η ιστορία συνεχίζει λέγοντας πως όταν οι 3 Άγγελοι επέστρεψαν και ανέφεραν στον Θεό το τι συνέβη, Εκείνος για να παρηγορήσει την μοναξιά του Αδάμ, δημιούργησε άλλη μια γυναίκα την Εύα, που όμως δεν ήταν εξίσου τέλειο δημιούργημα όσο υπήρξε αρχικά η Λίλιθ και ο Αδάμ, μιας και η Εύα δημιουργήθηκε από ένα πλευρό του Αδάμ. 





Συνεπώς, αν ο Αδάμ ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έπλασε ο Θεός η Λίλιθ ήταν η δεύτερη και η Εύα η τρίτη. 



Η Λιλίθ είναι μια πνευματική γυναίκα, σε αντίθεση με την Εύα, που είναι μια γυναίκα ενσαρκωμένη.



 Η Εύα, η γυναίκα η γεννημένη από τα πλευρά του Αδάμ.



 Στον εβραϊκό μύθο που αφορά την Λίλιθ, όταν εκείνη αρνήθηκε την υπακοή στον Αδάμ, έβγαλε φτερά και πέταξε μακριά του.



 Οι άγγελοι βρήκαν την κρυψώνα της και της είπαν ότι η τιμωρία της για την απομάκρυνσή της από τον Αδάμ ήταν πως θα πέθαιναν όλα τα παιδιά της. 



Βαθιά παραδομένη στη θλίψη, η Λίλιθ θέλησε να πεθάνει. 



Συγκινημένοι οι άγγελοι της έδωσαν πλήρη δικαιοδοσία πάνω στη ζωή των νεογνών, για την πρώτη εβδομάδα από γέννησή τους. 









Σε πιο πρόσφατους χρόνους συναντάμε ξόρκια που αναφέρουν τη Λίλιθ με το όνομά της, για να την κρατήσουν μακριά από τα παιδιά. 



Ιδιαίτερη προσοχή λαμβάνεται έτσι ώστε να αποδοθεί το μωρό στη φύλαξη των αγγέλων, ώστε να προστατευθεί από τη ζηλοτυπία και της θλίψη της Λίλιθ για τα χαμένα παιδιά της. 



Η Λίλιθ έγινε αργότερα η σύζυγος, η υποτιθέμενη σύζυγος του Διαβόλου, ο οποίος περιγράφεται επίσης συχνά ως φίδι. 



Τα παιδιά της ένωσής τους έζησαν και έγιναν γνωστά ως δαίμονες. 



Να σημειώσουμε εδώ πως και η Λίλιθ επίσης παραπλανούσε τους νεαρούς άνδρες και τους σκότωνε.








Ο Ενώχ θεωρείται ότι είναι ο έβδομος μετά τον Αδάμ Πατριάρχης των Εβραίων που έζησε στα χρόνια πριν από τον Κατακλυσμό. 

Πατέρας του Μαθουσάλα, παππούς του Λάμεχ και πρόπαππος του Νώε, θεωρείται από τη χριστιανική παράδοση ως ένας από τους δύο προφήτες, οι οποίοι δεν πέθαναν αλλά ανελήφθησαν ζωντανοί στους ουρανούς. 

Πιστεύεται ότι και οι δύο θα επιστρέψουν στη Γη στα χρόνια του Αντίχριστου, όπως αναφέρεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, και θα είναι οι τελευταίοι μάρτυρες της Πίστης πριν από τη Δευτέρα Παρουσία. 

Στον Προφήτη Ενώχ αποδίδεται η συγγραφή ενός κειμένου το οποίο περιέχει προφητείες για την έλευση του Μεσσία, τη συντέλεια του κόσμου, μιλάει για την πτώση των αγγέλων και δίνει λεπτομερείς περιγραφές της κόλασης και του παράδεισου, των κινήσεων των πλανητών και των καιρικών φαινομένων καθώς και πολλά άλλα. 

Το βιβλίο αυτό, οι διδαχές του οποίου θεωρούνται ότι μεταφέρθηκαν μέσω της προφορικής παράδοσης, δεν συμπεριλαμβάνεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης και λογίζεται ως απόκρυφο κείμενο, αν και πιθανώς να έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την Πεντάτευχο των Εβραίων αλλά ακόμα και την ίδια την Αποκάλυψη του Απόστολου Ιωάννη και τις επιστολές των αποστόλων. 





Οι πρώτοι πατέρες της εκκλησίας επηρεάστηκαν έντονα από αυτό και το εγκωμίασαν, όπως ο ‘Aγιος Ειρηναίος, ο Ιουστίνος, ο ‘Aγιος Κλήμης ο Αλεξανδρείας, ο Αθηναγόρας, ο Απόστολος Πέτρος και ο Εβραίος ιστορικός Ιώσηπος.


«Και εγένετο όταν επληνθύνθησαν οι υιοί των ανθρώπων εν εκείναις ταις ημέραις εγεννήθησαν αυτοίς θυγατέραι ωραίαι και καλαί. 

Και εθεάσαντο αυτάς οι άγγελοι, υιοί ουρανού και είπον προς αλλήλους. 

Δεύτε εκλεξώμεθα εαυτοίς γυναίκας από των ανθρώπων και γεννήσωμεν εαυτοίς τέκνα. 

Και είπεν ο Σεμειαζάς προς αυτούς, ος ην άρχων αυτών. 

Φοβούμαι μη ου θελήσετε ποιήσαι το πράγμα τούτον και έσομαι εγώ μόνος οφειλέτης αμαρτίας μεγάλης. 


Απεκρίθησαν ουν αυτώ πάντες. 

Ομόσωμεν όρκω πάντες και αναθεματίσωμεν πάντες αλλήλους μη αποστρέψαι την γώμην ταύτην, μέχρις ουν αν τελέσωμεν αυτήν και ποιήσωμεν το πράγμα τούτον. 

Τότε ώμοσαν πάντες ομού και ανεθεμάτισαν αλλήλους εν αυτώ…» 

«Και έλαβον εαυτοίς γυναίκας, έκαστος αυτών εξελέξαντο εαυτοίς γυναίκας και ήρξαντο εισπορεύεσθαι προς αυτάς και μιάνεσθαι εν αυταίς και εδίδαξαν αυτάς φαρμακείας και παοιδάς και ριζοτομίας και τας βοτάνας εδήλωσαν αυτάς. 

Αι δε εν γαστρί λαβούσιν ετέκοσαν γίγαντας μεγάλους εκ πηχών τρισχιλίων οίτινες κατήσθοσαν τους κόπους των ανθρώπων. 

Ως δε ουκ εδυνήθησαν αυτοίς οι άνθρωποι επιχορηγείν, οι γίγαντες ετόλμησαν επ’ αυτούς και κατησθίοσαν τους ανθρώπους και ήρξαντο αμαρτάνειν εν τοις πετεινοίς και τοις θηρίοις και ερπετείς και τοις ιχθύσιν και αλλήλων τας σάρκας κατεσθίειν και το αίμα έπινον. 



Τότε η γη ενέτυχεν κατά των ανόμων…» 


Η διήγηση συνεχίζει αναφέροντας αναλυτικά τις τέχνες που δίδαξαν οι άγγελοι στις γυναίκες και το κακό που έσπειραν οι γίγαντες στη γη, μέχρις ότου οι τέσσερις ισχυρότεροι άγγελοι, ο Μιχαήλ, ο Γαβριήλ, ο Σουριήλ και ο Ουριήλ έριξαν το βλέμμα τους στη γη και διαπίστωσαν τι είχε συμβεί, οπότε και ενημέρωσαν το Θεό.

 Ο Θεός αποφάσισε να ριφθούν οι εκπεσόντες στα βάθη της αβύσσου για πάντα, οι γίγαντες να αφανιστούν από τα ίδια τους τα χέρια και το αμαρτωλό γένος των ανθρώπων να εκλείψει από τον Κατακλυσμό. 

Οι εκπεσόντες παρακάλεσαν τον Ενώχ να μεσολαβήσει για αυτούς στο Θεό αλλά Εκείνος τους απάντησε ότι οι άγγελοι μεσολαβούν για τους ανθρώπους και όχι το αντίστροφο. 

Συνεχίζοντας το κείμενο αναφέρει το εξαιρετικά ενδιαφέρον, ότι οι γίγαντες θα γεννήσουν πονηρά πνεύματα που θα καλούνται πνεύματα του κακού, δεν θα τρώνε, δεν θα πίνουν, θα είναι αόρατα και υπεύθυνα για κάθε συμφορά των ανθρώπων. 

Εάν επρόκειτο για ανθρώπους, για ποιο λόγο η αναπαραγωγή τους οδήγησε στη γέννηση Γιγάντων, οι οποίοι αναφέρονται και στη Γένεση;

 «οι δε γίγαντες ήσαν επί της γης εν ταις ημέραις εκείναις.


 Και μετ’ εκείνο, ως αν εισεπορεύοντο οι υιοί του Θεού προς τας θυγατέρας των ανθρώπων και εγεννωσαν εαυτοίς. 

Εκείνοι ήσαν οι γίγαντες οι απ’ αιώνος, οι άνθρωποι οι ονομαστοί».

 Ενώ στους Αριθμούς αναφέρει ότι ήταν υιοί των «Ανάκ» και υπαινίσσεται ότι τελικά ο Κατακλυσμός δεν τους κατάστρεψε όλους αλλά κάποιοι τουλάχιστον επέζησαν στην περιοχή της Παλαιστίνης.

Θα μπορούσαν λοιπόν οι Εγρήγοροι να είχαν εξαπατήσει τις γυναίκες, εμφανιζόμενοι με ανθρώπινη μορφή; Φυσικά και θα μπορούσαν, ολόκληρη η Παλαιά Διαθήκη αλλά και το βιβλίο του Ενώχ αναφέρουν ότι οι ‘Aγγελοι μπορούν να αποκτούν ανθρώπινη μορφή όταν το θελήσουν, επομένως, λογικά, θα έπρεπε να εμφανιστούν μπροστά τους ως άνθρωποι.


Αυτοί έζησαν την πανάρχαια εποχή και ήταν άνθρωποι ονομαστοί για την τότε εποχή. 

Αλλά, όμως, όπως και οι άλλοι άνθρωποι, έτσι κι αυτοί ήταν βουτηγμένοι στην αμαρτία και στην διαφθορά. 

Ο Θεός, όταν είδε τη σαρκικότητα των ανθρώπων, αποφάσισε να περιορίσει τη διάρκεια ζωής των ανθρώπων σε 120 χρόνια.

 Πριν από τη διήγηση αυτή, η διάρκεια ζωής των ανθρώπων ήταν πολύ περισσότερη. 

Ο Αδάμ έζησε 930 χρόνια, ο Σηθ 912, ο Ενώς 905, ο Καϊνάν 910, ο Μαλελεήλ 895, ο Ιάρεδ 962, ο Ενώχ 365, ο Μαθουσάλα 969 και ο Λάμεχ 777 χρόνια. 





Τον καιρό που ο Μωυσής έστειλε τους 12 κατασκόπους στη Γη της Επαγγελίας, κατοικούσαν στη Χεβρών οι γιγαντόσωμοι απόγονοι του Ανάκ (Ενάχ).

 Οι κατάσκοποι ξεκίνησαν από την έρημο Φαράν, έλεγξαν όλη τη χώρα από την έρημο Σιν έως τη Ροόβ που βρίσκεται βόρεια και πάει ο δρόμος προς την Αϊμάθ. 

Μετά επέστρεψαν στην έρημο και έφτασαν στη Χεβρών, όπου κατοικούσαν οι Αχιμάν, οι Σεσσί (Σεσαΐ) και οι Θελαμί (Ταλμαΐ), απόγονοι του γίγαντα Ανάκ (Ενάχ).

 Η λέξη “γίγας” στην Παλαιά Διαθήκη είναι η Νephil, που σημαίνει ισχυρός, καταπιεστής, τύραννος, γίγαντας.

 Εμφανίζεται τρεις φορές στην Παλαιά Διαθήκη: Στον πληθυντικό αποδίδεται με τη λέξη"Νεφιλείμ".

 Οι Γίγαντες τους οποίους αναφέρει η Παλαιά Διαθήκη ονομάζονται και Ραφαΐν ή Ρεφαΐτες, και είναι οι ίδιοι Γίγαντες με εκείνους όλων των άλλων παραδόσεων.

 Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ, ήταν η Βασάν, που ονομάζεται: "γη γιγάντων".

 Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της θάλασσας της Γαλιλαίας, κατάλληλη για επιβίωση από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη γη. 

Εκεί, οι Γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό, αλλά και στις ημέρες του Αβραάμ και του Μωυσή.

 Όταν ο Χοδολλογομόρ και οι σύμμαχοί του, πήγαιναν για να πολεμήσουν με το στρατό των Σοδόμων και των Γομόρρων, στο πέρασμά τους κατέκοψαν τους Γίγαντες των πόλεων Ασταρώθ και Καρναΐν, στη Βασάν. 


Στην Παλαιά Διαθήκη, οι κατάσκοποι των ημερών του Μωυσή, βρήκαν τους Νεφιλείμ στη Χαναάν, όπου μάλιστα ονομάζει τους Γίγαντες "Νεφιλείμ". 

Σε άλλα εδάφια, αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός, ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ.

 Με τη λέξη Ανακείμ η Αγία Γραφή συσχετίζει, όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω από τη θάλασσα της Γαλιλαίας, όπως ήταν οι Ραφαείμ, οι Εμμαίοι και οι Ζουμζουμείμ, τους οποίους εξολόθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ.


 Οι Ανακίτες ήταν "ισχυροί και πανύψηλοι».

 Τον καιρό που ο Μωυσής έστειλε τους 12 κατασκόπους στη Γη της Επαγγελίας, κατοικούσαν στη Χεβρών οι γιγαντόσωμοι απόγονοι του Ανάκ(Ενάκ) και οι γιοι του ο Αχιμά (Αχιμάν), ο Σουσί (Σεσσί) και ο Θολαμί (Θελαμί).


 Ο Μωυσής, όταν έδινε τις τελευταίες οδηγίες στους Ισραηλίτες, έκανε λόγο για τους απογόνους του Ανάκ (Ενάκ), οι οποίοι ήταν άνθρωποι μεγάλου αναστήματος, κατοικούσαν σε πόλεις με υψηλά τείχη και ήταν ισχυροί στρατιωτικά.

 Εδώ έχουμε και περιγραφή των Γιγάντων από τους ανιχνευτές που είχε στείλει ο Μωυσής για να κατασκοπεύσουν τους κατοίκους της Χαναάν: «…όλοι όσους είδαμε εκεί είναι πανύψηλοι, και είδαμε και τους γίγαντες εκεί, τους γιους του Ανάκ από την γενιά των γιγάντων εμείς φαινόμασταν μπροστά τους σαν ακρίδες, και σαν τέτοιους μας έβλεπαν κι εκείνοι». 

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας, οι υψηλόσωμες αυτές φυλές εξολοθρεύτηκαν, και δεν έμειναν πλέον Ανακείμ στο Ισραήλ. 

Μόνο στη Γάζα, στη Γεθ, και στην Άζωτο έμειναν, αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους.

 Ένας απ' αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γεθ.

 Το ύψος του ήταν περίπου 2,5 μέτρα.

 Φορούσε περικεφαλαία στο κεφάλι του και αλυσιδωτό θώρακα, από χαλκό και σίδηρο, που το βάρος του ήταν περίπου 50 κιλά.

 Είχε χάλκινες περικνημίδες στα πόδια του και χάλκινη ασπίδα στους ώμους του. 

Το δόρυ του ήταν χοντρό και μεγάλο, σαν το αντί του αργαλειού και η σιδερένια λόγχη του ζύγιζε περίπου 6,5 κιλά.

 Έτσι τον καιρό του βασιλιά Δαβίδ, σκοτώθηκαν και οι τελευταίοι γίγαντες τουλάχιστον στο χώρο του Ισραήλ.




Ή Θεογονία του Ησίοδου αποτελεί ουσιαστικά το ιερό βιβλίο των αρχαίων Ελλήνων και δεν είναι τυχαίο ότι γράφτηκε από κάποιον που κατοικούσε στη Βοιω­τία.

 Στη συγκεκριμένη περιοχή κατά την αρχαιότητα συναντούσε κανείς δε­κάδες ιερά και τόπους αγιασμένους από θεούς και ήρωες. 

Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ζεύς και ο Ερμής γεννήθηκαν στην Τανάγρα, η Αθηνά στις Αλαλκομενές, ο Απόλλων στην Τεγύρα και ο Διόνυσος στην Αλίαρτο. 

Ο γάμος του Δία με την Ήρα έγινε στον Κιθαιρώνα, ενώ πολλοί Βοιωτοί, όπως η Σεμέλη, ο Ηρακλής και ο Γλαύκος, έγιναν αθάνατοι.

 Τέλος, η μορφολογία του εδάφους και οι διάφορες γεωλογικές διαταραχές ενίσχυσαν τη δεισιδαίμονα διάθεση του λαού, ο οποίος θεωρούσε την περιοχή κατοικητήριον φοβερών τεράτων, όπως ήταν η Σφιγξ, ο Τυφών, οι Ερινύες κ.λ.π.). 


Πηγή της Θεογονίας πρέπει να θεωρηθούν οι πανάρχαιοι θρησκευτικοί ύμνοι.

 Όσο τα ιερά αυξάνονταν και η λα­τρεία γινόταν πιο πολύπλοκη και επίσημη τόσο περισσότερο εμπλουτιζόταν αυτής της μορφής η ποίηση.

 Οι αρχέγονοι ύμνοι είχαν χαρακτήρα αφηγηματικό και τα θέματά τους ήταν οι στοι­χειώδεις για τους θεούς παραδόσεις για τη γέννηση και τις περιπέ­τειες τους.

Το έργο των αοιδών – συνθετών των ύμνων εξασκούσαν οι ιερείς. 


Είναι βέβαιο ότι ιερέας υπήρξε και ο ποιητής της Θεογο­νίας, ο οποίος μάλιστα θεωρεί ως πρωτεύουσα ασχολία των Μουσών την εξύμνηση του Δία και κατά δεύτερο λόγο των άλλων θεών.

 Ο Ησίοδος συνένωσε παραδόσεις ήδη διαμορφωμένες, συγκεφαλαι­ώνοντας τις βασικές παραδόσεις των παλαιότερων ασμάτων σε μια ενιαία σύνθεση.

 Το ποίημα αποτελείται από πέντε απόλυτα διακριτά μέρη: το Προ­οίμιο (στ. 1-115), την Κοσμογονία και την Θεογονία (στ. 116-616), την Τιτανομαχία (σι. 617-885) την συνέχεια της Θεογονίας (στ. 886-964) και την Ηρωογονία (στ. 965-1020).


" Στ᾽ αλήθεια πρώτα‒πρώτα το Χάος έγινε. 


Κι ύστερα η πλατύστερνη η Γη, η σταθερή πάντοτε έδρα όλων των αθανάτων που την κορφή κατέχουνε του χιονισμένου Ολύμπου, και τα ζοφώδη Τάρταρα στο μυχό της γης με τους πλατιούς τους δρόμους. 

Αλλά κι ο Έρωτας που ο πιο ωραίος είναι ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, αυτός που παραλύει τα μέλη και όλων των θεών κι ανθρώπων την καρδιά δαμάζει μες στα στήθη και τη συνετή τους θέληση. 

Κι από το Χάος έγινε το Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα.

Κι από τη Νύχτα πάλι έγιναν ο Αιθέρας και η Ημέρα: αυτούς τους γέννησε αφού συνέλαβε σμίγοντας ερωτικά με το Έρεβος.

 Και η Γη γέννησε πρώτα ίσον μ᾽ αυτή τον Ουρανό που ᾽ναι γεμάτος άστρα, να την καλύπτει από παντού τριγύρω και να ᾽ναι έδρα των μακαρίων θεών παντοτινά ασφαλής.

 Γέννησε και τα όρη τα ψηλά, τις όλο χάρη κατοικίες των θεών Νυμφών που κατοικούνε στα βουνά τα φαραγγώδη, μα και το πέλαγος το άκαρπο γέννησε που ορμάει με το κύμα, τον Πόντο, δίχως ζευγάρωμα ευφρόσυνο.

 Κι έπειτα ξάπλωσε με τον Ουρανό και γέννησε τον Ωκεανό το βαθυδίνη τον Κοίο, τον Κρείο, τον Υπερίονα, τον Ιαπετό, τη Θεία, τη Ρέα, τη Θέμιδα, τη Μνημοσύνη, τη χρυσοστέφανη τη Φοίβη και την εράσμια Τηθύ. 

Μαζί μ᾽ αυτούς γεννήθηκε, πιο νέος απ᾽ όλους, ο δολοπλόκος Κρόνος, ο πιο δεινός απ᾽ τα παιδιά.

 Και το γονιό του το θαλερό εχθρεύτηκε.

 Γέννησε και τους Κύκλωπες, που ᾽χουν πανίσχυρη καρδιά, το Βρόντη, το Στερόπη και τον Άργη με τη δυνατή ψυχή, που δώσανε στο Δία τη βροντή και του ᾽φτιαξαν τον κεραυνό."

 Θεογονία Ησίοδου.


Οι Τιτάνες ήταν μια φυλή της αποτελούμενη από ισχυρές θεότητες που γεννήθηκαν από τη Γαία και τον Ουρανό και κυβέρνησαν την περίοδο της Χρυσής Εποχής.

 Ο Όμηρος αναφέρει τρεις Τιτάνες, τον Κρόνο, την Ρέα και τον Ιαπετό που ήταν τέκνα του Ουρανού και της Τηθύος. 

Όλοι οι Τιτάνες, κάτοικοι του Ουρανού, λέγονταν και Ουρανίδες.

 Αυτοί οι Ελληνικοί μύθοι για την τιτανομαχία εντάσσονται σε μια τάξη παρόμοιων μύθων από την Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, όπου μια γενιά ή ομάδα θεών αντιτίθενται στους κυρίαρχους. 


Μερικές φορές οι Γηραιότεροι Θεοί εκτοπίζονται. 

Άλλες φορές οι επαναστάτες χάνουν, και είτε εκδιώχνονται ολοκληρωτικά από την εξουσία ή ενσωματώνονται στο πάνθεον. 

Άλλα παραδείγματα μπορούν να συμπεριλάβουν τους πολέμους μεταξύ των Εσίρ με τους Βανίρ και τους Γιοτούν στην Σκανδιναβική μυθολογία , το Βαβυλωνιακό έπος Ενούμα Ελίς , τη Χιττιτική διήγηση «Βασίλειο στον Ουρανό».



 Το χριστιανικό βιβλίο της Αποκάλυψης επίσης περιγράφει έναν «Πόλεμο στον Ουρανό».


Οι Γίγαντες φέρονται να γεννήθηκαν από το σώμα της Γης όταν έσταξε πάνω του αίμα από την πληγή του Ουρανού μετά τον ακρωτηριασμό που υπέστη από τον Κρόνο.

 Με τον ίδιο τρόπο γεννήθηκαν και οι Ερινύες και οι Μέλιες Νύμφες. 

Οι Γίγαντες ήταν όντα τρομακτικά και υπερφυσικά.

 Είχαν μορφή ανθρώπου αλλά ήταν τρομεροί στην όψη, πελώριοι στο ανάστημα και ακαταμάχητοι στη δύναμη. 

Το σώμα τους ήταν φολιδωτό και κατέληγε σε ουρά σαύρας.

 Είχαν πυκνά μαλλιά και μακριά γένια.

 Στα τριχωτά χέρια τους κρατούσαν μακριά και λαμπερά ακόντια. 

Μολονότι είχαν θεϊκή καταγωγή ήταν θνητοί ή τουλάχιστον για να σκοτωθούν έπρεπε να χτυπηθούν ταυτόχρονα από ένα θεό και ένα θνητό.


 Άλλες παραδόσεις έλεγαν ότι κάποιοι από τους Γίγαντες ήταν αθάνατοι όσο πατούσαν στο έδαφος όπου είχαν γεννηθεί.

 Οι Γίγαντες ήταν πολύ περισσότεροι από τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες και τους Εκατόγχειρες.

 Υπολογίζονται γύρω στους εκατό. Κατοικούσαν στις δυτικές ακτές του Ωκεανού όπου συχνά τους επισκέπτονταν οι θεοί και έπαιρναν μέρος στα συμπόσιά τους.

Αυτό γινόταν στις γιορτές όταν οι Γίγαντες πρόσφεραν εκατόμβες. Ακόμα και στο δρόμο, όταν τους συναντούσαν οι θεοί, πήγαιναν μαζί τους.

 Παρόλα αυτά, κάποτε ήρθαν σε σύγκρουση μαζί τους, την περίφημη Γιγαντομαχία. 

Η δύναμη των Γιγάντων ήταν αφάνταστη.

Μπορούσαν να ξεκολλούν με ευκολία βράχους ολόκληρους και να τους εκσφενδονίζουν μακριά.


Οι Εκατόγχειρες ήταν τέρατα, παιδιά του Ουρανού και της Γαίας.

Οι Εκατόγχειρες ήταν τρεις: ο Βριάρεως ή Αιγαίων, ο Κόττος και ο Γύγης.

 Το όνομά τους οφείλεται στο ότι είχαν εκατό χέρια ο καθένας. Επιπλέον, ο κάθε Εκατόγχειρας είχε 50 κεφάλια και ήταν γιγαντόσωμος.

 Η δύναμή τους ήταν υπερφυσική.

 Μόλις γεννήθηκαν οι Εκατόγχειρες, ο πατέρας τους τους έκλεισε στα βάθη της γης.

 Από εκεί τους ελευθέρωσε ο Δίας για να τον βοηθήσουν κατά την Τιτανομαχία.

 Αφού οι Τιτάνες νικήθηκαν, ο Δίας τους έκλεισε στα Τάρταρα και έβαλε τους Εκατόγχειρες να τους φυλάγουν.



Οι Κύκλωπες ήταν μυθικά όντα με ένα μάτι στη μέση του μετώπου.

Εξάλλου η λέξη κύκλωπας προέρχεται από τη σύνθεση των δυο λέξεων κύκλος και οφθαλμός και προσδιορίζει κάποιο ον με ένα μόνο μάτι στο κούτελο. 

Η πρώτη κατηγορία αφορά έναν λαό τερατόμορφων ανθρώπων, γιων του Ποσειδώνα, που φέρουν έναν και μοναδικό οφθαλμό στην μέση του μετώπου.

 Αναφέρονται στην Οδύσσεια ως κατοικούντες, πιθανώς, στην νήσο Σικελία, στη Δυτική Μεσόγειο.

 Άγριοι, χωρίς κάποια στοιχεία πολιτισμού και κοινωνικής οργάνωσης, εξόντωναν (και έτρωγαν) όσους πλησίαζαν στην περιοχή τους.

 Ο Οδυσσέας και οι ναύτες του προσορμίστηκαν στην ακτή τους και εγκλωβίστηκαν στη σπηλιά του ισχυρότερου από αυτούς, του Πολύφημου. 

Τελικά μετά από ένα περιβόητο τέχνασμα του Οδυσσέα τύφλωσαν τον Κύκλωπα και κατόρθωσαν να διαφύγουν, όχι όμως χωρίς απώλειες.

 Η δεύτερη κατηγορία αφορά μία τριάδα τερατόμορφων θεοτήτων που εμφανίζονται στη Θεογονία και είναι παιδιά του Ουρανού και της Γαίας.

 Αυτοί είναι τρεις: ο Βρόντης, ο Άργης και ο Στερόπης.

 Έχουν τεράστια δύναμη και γι αυτό φυλακίζονται στα Τάρταρα από τον Ουρανό, επειδή απειλούν την εξουσία του.

 Ο Κρόνος και οι Τιτάνες τους απελευθερώνουν, για να τους βοηθήσουν στην πτώση του Ουρανού, αλλά όταν έρχονται στην εξουσία τους φυλακίζουν και πάλι στα Τάρταρα.

 Τέλος, ο Ζεύς και οι Ολύμπιοι τους απελευθερώνουν και πάλι και με τη βοήθειά τους κατανικούν τους Τιτάνες στην Τιτανομαχία , χάρη στα πολεμικά όπλα (τον κεραυνό, την βροντή και άλλα) που κατασκεύασαν υπό την επίβλεψη του Ήφαιστου μέσα στην Αίτνα. 

Όταν ο Ζεύς έρχεται στην εξουσία τους αναθέτει την φύλαξη των Τιτάνων στα Τάρταρα και αυτοί ως ανταπόδοση του χαρίζουν τον κεραυνό και την βροντή, έκτοτε σήματα κατατεθέν του Δία. Στην Άρτεμη χάρισαν το κυνηγετικό τόξο.

Τους Κύκλωπες τους σκότωσε ο Απόλλων για να εκδικηθεί τον Δία για τον θάνατο του γιού τουΑσκληπιού.


 Η τρίτη κατηγορία αφορά έναν λαό γιγάντιων ανθρώπων στους οποίους οι Έλληνες της κλασσικής εποχής απέδιδαν την κτίση των γιγάντιων τειχών που τα υπολείμματα τους διατηρούνταν σε πολλές περιοχές της χώρας.

Ο Στράβων αναφέρει ότι δημιούργησαν τείχη και άλλες κατασκευές στην Τίρυνθα και στις Μυκήνες, γνωστές ως Κυκλώπεια Τείχη.


Οι κένταυροι απεικονίζονται μεν ανθρωπόμορφοι, με ανθρώπινο το άνω τμήμα του κορμού, και ζωικό (αλογίσιο) το κάτω.

 Παρουσιάζονται ως είδη πρωτόγονα που όφειλαν περισσότερα στη ζωική φύση τους παρά στην ανθρώπινη κληρονομιά τους.

 Ο μύθος τους τοποθετεί στη Θεσσαλία, στην κατεξοχήν μαγική γη της ελληνικής επικράτειας.


 Στα ελληνικά έργα τέχνης η τυπική απεικόνιση των Κενταύρων είναι εκείνη που τους δείχνει να επιτίθενται στους Λαπίθες, εμπλεκόμενοι σε πράξεις βιασμού και λεηλασίας, όπως και στην γαμήλια τελετή του Πειρίθου.

 Εκδιώχθηκαν από τους Κάποιες της Θεσσαλίας και οι κένταυροι μετακινήθηκαν στην Πελοπόννησο.

 Έτρωγαν τα κρέατα ωμά χωρίς να τα ψήνουν.

 Ο Ηρακλής έδιωξε αρχικά τον Άγχιο και τον Άγριο, πετώντας τους δαυλιά που φώτιζαν τη σπηλιά.

 Με τα φαρμακερά βέλη που είχε βάψει από το αίμα της Λερναίας Ύδρας, τους σημάδευε και τους χτύπαγε με το ρόπαλο.

 Τους καταδίωξε μέχρι το ακρωτήριο Μαλέα όπου είναι ή πύλη για τον Κάτω Κόσμο.

 Τους περισσότερος τους εξόντωσε ενώ οι υπόλοιποι, μαγεμένοι από τους ήχους των σειρήνων, πέθαναν από την πείνα.

 Οι υπόλοιποι Κένταυροι έφυγαν.



Οι Σάτυροι ήταν κατώτερα μυθικά όντα "δαίμoνες", (πνεύματα των βουνών και των δασών), τους οποίους η Ποίηση και η Τέχνη τους απεικόνιζαν από τη μέση και πάνω σχεδόν ανθρωπόμορφους, φαλακρούς και με μυτερά αυτιά, με πόδια και ουρά τράγου, σε αντίθεση με τους Σειληνούς, των οποίων το κάτω μισό του σώματος έμοιαζε με αλόγου.

 Ήταν, όπως και οι Σειληνοί, υπηρέτες και σύντροφοι του θεού Διόνυσου, τον οποίον είχαν μεγαλώσει από παιδί.

 Αγαπημένη τους ασχολία ήταν το παίξιμο αυλού και κιθάρας, ο τρύγος και το μεθοκόπημα, αλλά και το κυνήγι των κοριτσιών.


Οι Σειληνοί ήταν δαίμονες των ρεόντων υδάτων και της ευφορίας της γης, σύντροφοι του Διόνυσου. 


Αν και συχνά συγχέονται με τους Σάτυρους, ήταν διαφορετικά πλάσματα.

 Έμοιαζαν αρκετά με Κένταυρους, έχοντας αυτιά, ουρά και οπλές αλόγου και κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία.

 Αρχηγός τους ήταν ο Σειληνός, που είχε διαπαιδαγωγήσει το θεό Διόνυσο και που χρησίμευε σαν μάντης στους ανθρώπους, μόνο όμως αφού αυτοί τον μεθούσαν.

 Οι Σειληνοί συνήθως διασκέδαζαν το Διόνυσο παίζοντας μουσική και χορεύοντας με τις Μαινάδες, ενώ κατά το μύθο είχαν πολεμήσει μαζί με το Διόνυσο εναντίον των Γιγάντων.


Οι Σειρήνες ήταν γυναικείες θεότητες που σχετίζονταν με το νερό, τον έρωτα και το θάνατο.

 Ακριβέστερα όμως φέρονται ως θαλάσσιοι δαίμονες. Απεικονίζονταν με ανθρώπινο γυναικείο κεφάλι και σώμα αρπακτικού πουλιού.

 Με το πανέμορφο τραγούδι τους προσείλκυαν τους ναύτες των πλοίων που πλησίαζαν στην περιοχή τους και προκαλούσαν στην συνέχεια την καταστροφή τους.

 Αναφέρονται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια.

Ο Οδυσσέας είχε ενημερωθεί από την Κίρκη για το γοητευτικό τραγούδι τους με το οποίο παγίδευαν τους ανυποψίαστους ταξιδιώτες, που πλησιάζοντας είτε ξεχνούσαν τον προορισμό τους, είτε κατασπαράζονταν απ΄ αυτές, κι έτσι διέταξε σε όλο το πλήρωμα του να βάλουν κερί στα αυτιά τους ώστε να μην ακούν το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ ό ίδιος ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι ώστε όταν ακούσει το τραγούδι τους να μη παρασυρθεί στη γοητεία τους.

 Πριν τον Οδυσσέα μόνο οι Αργοναύτες είχαν καταφέρει να περάσουν από την περιοχή τους, όταν ο Χείρων είχε προειδοποιήσει τον Ιάσονα να πάρει μαζί του τον Ορφέα ο οποίος με το τραγούδι του ξεπέρασε σε ομορφιά τις σειρήνες και κατόρθωσαν τελικά να διαφύγουν χωρίς απώλειες.










Πηγή: http://users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh/Genesis/Genesis_kef.1-5.htm#kef.1
http://mythagogia.blogspot.gr/2013/05/blog-post_2687.html
http://www.metafysiko.gr/?p=996
http://users.sch.gr/aiasgr/Eguklopaideia/Laoi_kai_fules/Gigantes.htm
https://chilonas.com/2012/08/04/httpwp-mep1op6y-nl/
http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=2&page=3
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τιτάνες
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Γίγαντες_(μυθολογία)
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κύκλωπες
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κένταυρος
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σάτυροι
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σειληνοί
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Σειρήνες
via

Pages