H τόλμη και η εκκεντρικότητα κάποιων δηλώσεών του, σε συνδυασμό με την πασίγνωστη και δημοφιλή ομιλία του υπό τον τίτλο Γιατί δεν Είμαι Χριστιανός, έχουν χαρίσει στον φιλόσοφο Bertrand Russell τον χαρακτηρισμό του «θετικού αθεϊστή», μία φράση που κρύβει μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Ενώ, πράγματι, ισχύει το γεγονός ότι ο Russell δεν έβρισκε «κανέναν λόγο που θα τον έπειθε να πιστέψει σε κάποιο δόγμα της παραδοσιακής θεολογίας» — θεωρούσε τα δόγματα, στην ουσία, θετικά βλαβερά – θα ήταν παραπλανητικό να θεωρήσει κανείς ότι ο ίδιος απέρριπτε κάθε είδος μεταφυσικής, μυστικισμού και φαντασιακής, έστω ποιητικής, εικασίας.
Όταν δεν μπορούμε να προσεγγίζουμε τη γνώση πρέπει να την εικάσουμε
Ο Russell διείδε μια μεγαλειώδη οδό στην αναζήτηση της απόλυτης αλήθειας, μέσω τόσο της απόλυτης επιστήμης και της αμιγούς εικασίας. Σε ένα δοκίμιο υπό τον τίτλο «Μυστικισμός και Λογική», για παράδειγμα, ο Russell αντιπαραβάλει δύο «μεγάλους άνδρες», τον φιλόσοφο του Διαφωτισμού David Hume, του οποίου η «επιστημονική επίδραση βασιλεύει ανεξέλεγκτη» και του ποιητή William Blake, στον οποίο «συνυπάρχει μια δυνατή αντιπαλότητα απέναντι στην επιστήμη μαζί με μια βαθιά μυστικιστική διαίσθηση».
Είναι ενδιαφέρον ότι ο Russell επιλέγει τον Blake ως παράδειγμα. Ένας από τους δημοφιλείς αφορισμούς του κλέβει μια αράδα από έναν άλλον μυστικιστικό ποιητή, τον William Butler Yeats, που έγραψε στη «Δεύτερη Επιστροφή» (1920), «Το καλύτερο στερείται κάθε πίστης, ενώ το χειρότερο/είναι γεμάτο παθιασμένη ένταση». Η διασκευή του Russell, όπως αναφέρεται στο δοκίμιο «Ο Θρίαμβος της Ηλιθιότητας», γραμμένο το 1933 είναι λίγο πιο μεγαλόσχημο, θα έλεγε κανείς, σε επίπεδο ρητορείας:
«Η θεμελιώδης αιτία του προβλήματος είναι ότι στον σύγχρονο κόσμο οι ανόητοι είναι σίγουροι γι’ αυτά που πιστεύουν, ενώ οι έξυπνοι είναι γεμάτοι αμφιβολίες».
Η παράθεση έχει διασκευασθεί και τροποποιηθεί σε σημαντικό βαθμό όλα αυτά τα χρόνια, ωστόσο, φαίνεται πως λειτουργεί ως ένα μότο για την σκεπτικιστικού χαρακτήρα φιλοσοφία που πρέσβευε ο Russell, την οποία εν μέρει προσδιόριζε στις συνεντεύξεις του ως έναν τρόπο να «μας διατηρήσει μετριοπαθώς σε επίγνωση του γεγονότος ότι αυτό που τόσο πολύ φαίνεται ως γνώση δεν είναι γνώση». Αφ’ ετέρου, η φιλοσοφία ωθεί επιφυλακτικούς διανοούμενους να «διευρύνουν» τo «φαντασιακό πλαίσιο στη σφαίρα του υποθετικού», επιτρέποντας «την παρουσία εικασιών αναφορικά με θέματα που προκύπτουν εκεί που η γνώση δεν είναι εφικτή».
Επειδή τίποτα δεν είναι απολύτως βέβαιο, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα
Τα σημεία όπου η προαναφερόμενη ρήση φαίνεται να θέτει ένα άλυτο πρόβλημα – παρόμοιοo με την γνωστική τάση γνωστή ως «Φαινόμενο Dunning-Kruger»—φαίνεται στην αξιολόγηση του Russell ως ένα ψευδές δίλημμα. Σε μια ερώτηση που δέχεταιο Ράσελ σχετικά με την «πρακτική χρήση του είδους της φιλοσοφίας που πρεσβεύεται σε κάποιον που θέλει να ξέρει πως να διαχειριστεί τον εαυτό του», ο Russell απαντά:
«Νομίζω ότι κανείς δεν πρέπει να είναι σίγουρος για τίποτα. Εάν είσαι σίγουρος, είναι βέβαιο ότι κάνεις λάθος, διότι τίποτα δεν αξίζει την αβεβαιότητα. Οπότε κάποιος οφείλει να τηρεί τις πεποιθήσεις του έχοντας πάντοτε ένα συγκεκριμένο στοιχείο αμφιβολίας και οφείλει να ενεργεί δυναμικά παρά τις αμφιβολίες. Καθένας, στην πρακτική ζωή πρέπει να πράξει πάνω στις πιθανότητες και θεωρώ ότι η φιλοσοφία αυτό που πρέπει να κάνει είναι να ενθαρρύνει τους ανθρώπους να ενεργήσουν με δύναμη χωρίς ανασφάλεια.»
Αν θες να ζήσεις «δυναμικά» χρειάζεσαι τόσο τα μαθηματικά όσο και την ποίηση
Οι απόψεις του Russell σχετικά με τις χρήσεις της φιλοσοφίας μου φέρνει στο μυαλό μια άλλη ιδέα ενός άλλου ποιητή του John Keats, τον όρο «αρνητική πιθανότητα», ή αυτό που η Maria Popova αποκαλεί «η τέχνη του να συνεχίσεις να αμφιβάλεις»… η προθυμία να αγκαλιάσει κανείς την ανασφάλεια, να ζήσει με το μυστήριο και να κάνει ειρήνη με την ασάφεια. Ίσως ο Russell δεν θα έκανε αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Δεν δινόταν και τόσο πολύ στα παραδείγματα που προέρχονται από την ποίηση. Και πράγματι, η μέθοδος του Russell στηρίζεται περισσότερο στη λογική και τη θεωρία των πιθανοτήτων σε σύγκριση με τον Keats. Και πάλι, η αρχή είναι εντυπωσιακά παρόμοια.
Για τον Russell, η ασφάλεια καταπνίγει την πρόοδο και η ανικανότητα να παίρνει κανείς φανταστικά ρίσκα μας οδηγεί στην αδράνεια. Μία μέση οδός προϋποθέτει να ζήσει κανείς «δυναμικά», φιλοσοφικά, το οποίο απαιτεί τόσο μαθηματικά όσο και ποίηση. Στο Μυστικισμός και λογική συνοψίζει τη θέση του επιγραμματικά: «οι μεγαλύτεροι άνδρες που υπήρξαν φιλόσοφοι έχουν αισθανθεί την ανάγκη της επιστήμης και του μυστικισμού: η προσπάθεια εναρμόνισης αυτών των δύο ήταν αυτό που δημιούργησε τη ζωή τους και γι’ αυτό πάντοτε η φιλοσοφία πρέπει να κάνει κάτι πιο σημαντικό από την επιστήμη ή τη θρησκεία, παρά την αβεβαιότητα που τη διέπει σε κάποια μυαλά».
Αυτή η δυναμικότητα που μας τροφοδοτούν από κοινού από τη μια οι επιστήμες και από την άλλη η ποίηση της φιλοσοφικής σκέψης είναι η κινητήριος δύναμη που γέννησε την καινοτομία και οδήγησε τις τελευταίες γενιές της ανθρωπότητας στο να επιτύχουν κορυφαίες εφευρέσεις, από τους υπολογιστές μέχρι την κατάκτηση του διαστήματος.
Επίσης ο Ράσελ πάνω στο θέμα έχει πει:
«Η επιστημονική γνώση καλύπτει ένα μικρό μέρος των στοιχείων που ενδιαφέρουν την ανθρωπότητα. Υπάρχουν πολλά ενδιαφέροντα πράγματα για τα οποία η επιστήμη δεν έχει απάντηση και δεν θα ήθελα η φαντασία της ανθρωπότητας να περιοριστεί και να εγκλωβιστεί σε αυτό που τώρα μπορεί να καταστεί αντιληπτό.»
«Υπάρχουν πράγματα που νομίζαμε ότι τα γνωρίζουμε αλλά δεν τα γνωρίζαμε…»
«Οι έλληνες επινόησαν πολλές υποθέσεις, οι οποίες απέκτησαν αξία αργότερα, αλλά στην εποχή που αυτές οι υποθέσεις δημιουργήθηκαν δεν μπορούσαν να αποδειχτούν, όπως π.χ. η ατομική θεωρία. Ο Δημόκριτος επινόησε την ατομική θεωρία, ότι η ύλη αποτελείται από άτομα, αλλά μόνο μετά από 2000 χρόνια, αποδείχτηκε ότι πράγματι ήταν έτσι.»
«Η επιστήμη δεν θα μας πει εάν κάτι είναι καλό ή κακό.»