Στο στήθος των βαθιών ονείρων - Point of view

Εν τάχει

Στο στήθος των βαθιών ονείρων





Είμαι του ολίγου και του ακριβούς. Δεν υπήρξα ποτέ του τρίτου προσώπου. Τρέφομαι από το δ υ ς και το ε υ που κατά περίσταση προσφέρω. Αρνούμαι όμως τροφή στους χορτάτους που ζητούν ολοένα και άλλη, κι άλλη πείνα. Θα ’τανε σαν να επεδίωκα να ιδιοποιηθώ τα ίδια μου τα υπάρχοντα. Κατά τ’ άλλα, συχνάζω εκεί όπου κάθε θολούρα, ως και ο καπνός του τσιγάρου μου ακόμη εξουδετερώνεται απ’ το θαλασσάκι που φυλάγει καλού κακού για χάρη μου στο βορειοδυτικό της ντουλαπάκι η Παναγία η Παντοχαρά.





Όμως η εύνοια δεν είναι πάντοτε μια συγγενής που συμπίπτει να σ’ αγαπά. Και περνά πολύς καιρός έως ότου υπερεκχυλίσουν τα φρεάτια του νου σου και το συμπίλημα που δημιουργείται απ’ όλων των λογιών τις κακοδαιμονίες αποξηραθεί και το πάρει ο αέρας. Έτσι απλά όπως ο ύπνος παίρνει ένα μικρό αγόρι πάνω στα σανά. Και με το τρίτο του το αυτί τους παλμούς μιας άλλης, πιο δικής του γης, κρυφίως εγγράφει. Οπόταν, τι ωραία να τρέχει το χέρι σου πλάι σ’ ένα τοιχάκι γεμάτο λέξεις που προεξέχουν, έτσι που να αρπάζεται της λαλιάς σου η αγράμπελη. Τα πάντα είναι ζήτημα μυελού οστέων της φαντασίας. Πώς; Το άτυπτον ύδωρ του Καβο-Μαλιά να ’ναι συνάμα και πέτρα πελεκητή του πατρός Πινδάρου. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι σαν να μην μιλάς πλέον εσύ, αλλά τα συστατικά της πατρίδας σου, της ονομαζομένης γης. Και ο συνειρμών, συνειρμείτω.




Επειδή και της ΘαλάσσιαςΠέτρας εύσχημος ο τρόπος είναι να υποκρίνεται
Μια τρικυμία και το Γοργόνιον
Συναινεί των ιπποκάμπων τα τέθριππα όλα
Να κινούν πάνω στην άργιλο η το κόκκινο χώμα
Κάποιου νέου Ικαρίου πελάγους
Με πολλών σταγόνων άγρια –
Λούλουδα και μαργαρίτες ώστε

Κάθε να ‘ναι ζωή. Και οι οφιοειδής γραμμές των πίθων της Κνωσσού και οι ραβδωτές των κιονίσκων του Ιονίου, στο ίδιο σημείο να κατατείνουν:

Εκεί που δείχνει νύχι ο αδάμαντας και το ατλάζι της νύχτας με άλματα γυρίζει δώθε τον ουρανό. Μια εύστροφη αντιστροφή που σου επιτρέπει να εντείνεις κατά βούλησιν το στιγμιαίο και το διαρκές. Και να! Τόσο πολύ από κίτρου πεντάσταγμα και βόρειον σέλας να γίνεται πιο Βέρμιον το Βέρμιον, όσο από άκουα μαρίνα και κίτρινο του χρυσού όλο πιο πράσινο το πράσινο μιας Ναξίας πλαγιάς γεμάτης από φλοιφλοισβιστά χορτάρια και όστρακα. Έχει κι η θάλασσα τις ανηφοριές της.




Στην Ελλάδα τα βουνά, ως ένα σημείο τουλάχιστον, αποτελούν μέρος της θάλασσας, ακριβώς όπως οι χειμώνες μέρος του θέρους. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς, σε μιαν άλλη κλίμακα, για την εορταστική ατμόσφαιρα∙ που αποτελεί μέρος της μελαγχολίας∙ και, ακόμα βαθύτερα, για την επαναστατική τέχνη, που εάν είναι υψηλής ποιότητας αποτελεί πρόπλασμα μιας μελλοντικής νομοθεσίας. Εδώ, στο σημείο αυτό εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς πόσο διφυής είναι πάντοτε, χωρίς εξαίρεση, η υπόσταση των υλικών και των πνευματικών φαινομένων. Με τον ίδιο τρόπο που ένα τμήμα της ύλης μετέχει κάποιου άλλου, έστω και αντιθέτου, ή που μια σκέψη μετέχει σ’ ένα γενικότερο σύστημα ιδεών που την περιβάλλει∙ έτσι και τα δύο αυτά μετέχουν εναλλάξ το ένα στο άλλο. Ας μην μας πτοεί ο παράγων της τύχης, όπου κι ένα φρέσκο φασολάκι μπορεί να εμπλακεί μέσα στην θεωρία των κβάντα. Είναι θέμα δικό μας, θέμα προσωπικού χειρισμού. Επειδή το τυχαίο δύο τρόπους έχεις να το αντιμετωπίζεις. Ή το δέχεσαι όπως είναι, όπως σου το φυσά ο αέρας, και του δίνεις μια θέση σταθερή και ακλόνητη μέσα στο γεωμετρημένο σύνολο των αντιλήψεών σου για τα επιστητά ∙ ή το αφήνεις ν’ αλλοιώνει την μοίρα σου και, με τις σχιζοειδείς μετατοπίσεις του, να σε μεταβάλλει σε αντίγραφο εξπρεσσιονιστικό της μορφής σου
.




Α να μπορούσα να σβήνω και να γράφω ανθρώπους όπως εγώ τους θέλω.

Τι λόγος! Εδωπέρα, ο καθυστερημένος πίθηκος μέσα μου δοκιμάζει να συνδυάσει το ευφυές με το κενό και το βλακώδες με το απίθανο. Με ποιον τρόπο λειτουργεί ένας λωποδύτης του ιδίου του αγαθού; Η ερασμιότητα είναι κληρονομική; Πόσες φορές σαράντα είναι το σαράντα; Μια συνείδηση ξεφόρτωτη ξεκολλάει και ανεβαίνει στην επιφάνεια;

Αν δώσει κανείς απάντηση, θα πρέπει να είναι ο μονογενής της μοίρας του. Στο αναμεταξύ, εμείς όλοι, που μπερδευόμαστε με τα χρωμοσώματα, καλύτερα να τ’ αφήσουμε και να ρίξουμε στο γατάκι μας που αδημονεί την κουβαρίστρα του. Μια και δυο και τρεις φορές. Μόνον έτσι, όταν επανέρχονται τα θέματα της τύχης και του παιχνιδιού γίνεται να πλαστεί, εάν όχι τίποτε άλλο, μια μικρή ευτυχία λέξεων. Όπως απ’ την δική του βύνη και τον δικό του λυκίσκο γίνεται του καθενός μας ο σπινθηρίζων ζύθος. Και φυσικά, με την προϋπόθεση να μην παρεισφρήσει ποτέ λαθροχειρία. Θα ‘τανε κι αστείο να βγάζει κανείς στο σφυρί την μοναδική του καλή πιθανότητα, για να ρίξει τις τιμές και να επωφεληθεί ο ίδιος. Η μια πεντάρα σε κάνει πλούσιο, οι πολλές ποτέ. Ανέκαθεν στον κόσμο αυτόν βασιλεύει μια κάποια όπως θα λέγαμε άνισος ισομετρία. Το ίδιο δυναμικό και για το καλό και για το κακό απαιτείται να καταβληθεί, αφού το φαρμάκι επενεργεί αρνητικά, όπως ακριβώς το αγαθόν θετικά, πάνω στους άλλους, που ξέρουν να κρατούν σωστά το κάτοπτρο της καθαρής αντίληψης στη σχέση τους με τους τρίτους. Είναι όμως διαφορετικό το μήκος των πεπρωμένων. Θεέ μου, πόσα πολλά πράγματα, και ν’ αντιστοιχούν μόνο σ’ ένα σκέτο σπίρτο, που το τραβάς επάνω τους ∙ και να!






Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος∙ κι αν είδες, είδες.

Όχι βέβαια τα της χρείας, που αχρείαστα να ‘ναι,
αλλά τα χαϊδεμένα των αισθήσεων,
που τα φυλάγει ο καθένας μας σε μια ζεστή γωνιά της καρδιάς του κι έχει τον λόγο του.
Για κείνο το κάτι ξεχωριστό που το καθένα τους προσκομίζει στο ύφος της κοινής πατρίδας:
Τιμή στην ελαία, για την εγνωσμένη της φρόνηση.
Στην λουίζα, για την ευγενή της καταγωγή και τους λεπτούς της τρόπους.
Στο μάρμαρο, για το ένα κάτι απόλυτο που αντιπροσωπεύει.
Στον πευκώνα, για το απτό και μη της παρουσίας του.
Στο νεράντζι, για τον τρόπο που επέτυχε δέκα αιώνες αργότερα
να συμπυκνώσει την σκέψη των Ιώνων.
Στον θαλασσινό βράχο, για την μνήμη των Πατέρων Πάντων.
Στο απλώς κυανό, για το απείρως παρόμοιο

Στο σημείο που αρχίζει εκείνο που για τους άλλους τελειώνει, συμβαίνει να πρωτακούγεται, με όλα τα ντο και τα σολ της, η μουσική που ξέρει να σχηματίζει μιαν αέναα επαναλαμβανόμενη κέντα για χάρη της μικρής τύχης των ματιών μας.
Δύσκολο μοιάζει αλλά είναι απλό. Ρίχνεις τα χαρτιά και τ’ ανοίγεις. Εμφανίζονται πλήθος από μοβ «όχι» και κόκκινα «ναι», σιωπηλά «πάντα» και ηχερά «ποτέ», όλα τους με τρόπο τοποθετημένα σε σχέδια γεωμετρικά δοσμένα κατευθείαν απ’ την ψυχή σου… Παράξενο. Τι είναι λοιπόν αυτό που μας κάνει να παίζουμε διαφορετικό ρόλο σε κάθε πράξη ενός και του αυτού έργου; Γιατί εννοούμε να δοκιμαζόμαστε πάλι και πάλι;



Ανταλλάσσουμε το μέλλον μας όπως οι ναυτικοί φάροι τους προβολείς τους, έτσι που σε μιαν τελική διάθλαση όλες μας οι ηλικίες να δίνουν το παρόν επί τω αυτώ, καθώς και όλα μας τα στοιχεία υγρά και στερεά, εύφλεκτα και κρυσταλλικά, σκοτεινά και πάνλαμπρα να δίνουν άθροισμα το εν. Εἰ μή ἐν εἴη περανεῖ πρός ἄλλο . Με τέτοιο τρόπο φτάνει κανείς περικλείοντας όλες τις μορφές της ζωής στο ίδιο αποτέλεσμα μ’ εκείνο του πεζού και του ιπτάμενου, από την άποψη της διαφορετικής ταχύτητας των σωμάτων κι ας μην είχαν οι φουτουριστές του 1920 αντιληφθεί ότι τροχάδην φεύγουν τα πάντα, πάντα στην ίδια θέση όπως τ’ άστρα.

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ
Έχουν και οι αισθήσεις τη δική τους χημεία, όπως εκείνα τα πέραν των δέκα χαϊδευτικά δάχτυλα με των δυο ποιοτήτων δέρματα, ή το παρασκεύασμα κυανού από ουλτραμαρίνα με οξύ νερό της βερβένας τέλος, last but not least, τα παραδοσιακώς αντίθετα, λεμόνι και ζάχαρη, όπως εδώ και αιώνες βρίσκουμε να συμβιούν ειρηνικά στον βυθό ενός κυπέλλου με καυτό τσάι.

Αχ αγάπη, πώς καταφέρνεις ν’ αποχωρίζεσαι απ’ το στοιχείο του έρωτα! Πώς τ’ αφήνεις να φτάνει σε μιαν ύστατη έκρηξη και να εξαντλείται, τη στιγμή που εσύ ατάραχη συντηρείσαι και ανεβαίνεις όπως το λάδι πάνω απ’ το νερό.





Με την κάθε μέρα που ζούμε γινόμαστε άθελά μας εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες που γεννάει το μέσα μας ασήμαντον. Όποιος δεν έτυχε να δει ποτέ του με πόση γοργάδα και χάρη ανεβοκατεβαίνει μέρα νύχτα και συναποκομίζει από το έδαφος άπειρα μικροπράγματα, σποράκια, πετρίτσες, φυλλαράκια, πευκοβελόνες, άχυρα και πούπουλα, μια μητέρα νεοσσών ώστε να μπορέσει να στεγάσει τα παιδιά της. Όποιος δεν ξύπνησε τ’ άλλο πρωί να βρει μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει από αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστοριάς, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει πώς με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών, κάποτε και βιβλίων, μπορεί να φτάσει κανείς, με μιαν ανάλογη μαγική μαστοριά, στην τεχνική της συνεικόνας και κατ’ αναλογίαν να δώσει το όραμα ενός κόσμου όπου το γραφικό σήμα παίρνει τη θέση του απλού ψηφίου και να μεταδώσει άλλου είδους ποιητικά μηνύματα, όσο κι αν η γραφή πάντοτε βγαίνει πρώτη στην τελική αναμέτρηση.

Υπήρξαν μερικές περίοδοι που τις χαρήκαμε όπως ο τρελός την ελευθερία του. Το γραφείο μου –κείνο της αφανούς γεωμετρίας- κόντευε σχεδόν να μεταβληθεί σε προξενείο έμμονων ιδεών και υπερβατικών σχημάτων. Κόρες του Αγίου Βορρά με υελώδη ωμοφόρια κι άλλες με άλω χρυσή και προκαθορισμένη μέσα στο θερινό κατά τα άλλα εορτολόγιο θέση, βάρκες πρηνείς μέσα στα πρίνα ή μόλις ξεμυτίζοντας απ’ την κρυψώνα τους, κομμάτια θάλασσας όπως κανείς ποτέ δεν τα δε, ιππάρια κυματοειδή, αύλακες αφρού περιούσιου. Μιλώ για κάτι που είναι και όχι. Κείνο το καίριο κι ένα, που το βρίσκεις σε μια πρώτη σελίδα κοριτσιού κι ώσπου να το εξηγήσεις χάνεται.

Έχουμε τόσο πολύ τριφθεί πάνω στην κοινωνία και το κοινωνικό ψεύδος που και η πιο σημαντική αλήθεια, ευθέως διατυπωμένη, μοιάζει παραδοξολογία.

Στη διάρκεια ενός σιγαρέτου που είναι η ζωή μας και όπου χαιρόμαστε και αυτοκαταστρεφόμαστε όπως άλλωστε και στους έρωτες, τις απόπειρες δημιουργίας, και οπουδήποτε αλλού, το μόνο φωσάκι που δεν σβήνει ακόμη κι αν χρόνος μας το πατά χάμω είναι το κάλλος. Η απειροελάχιστη στιγμή όπου γευτήκαμε το κάλλος και την ενσωματώσαμε μια για πάντα μες στη ιδιωτική μας αιωνιότητα.

Θ’ αρχίσω με μιαν ήχηση που να φτάνει από το πιο σκληρό μέταλλο έως την πιο λεπτή χορδή, χωρίς ούτε οι απολαύσεις ν’ αποκλείονται ούτε οι ενοχές να επιβάλλονται, αλλά η φύσις να παραμένει φύσις. Υπάρχει ένας τρόπος να μπαινοβγαίνουμε στα καθημερινά γεγονότα, έτσι που το ρούχο μας να μην πιάνεται από τα κλαδιά που απλώνει γύρω μας το συμφέρον, αυτό το επίμονο βήμα σημειωτόν πάνω στο θυμικό μας, η αφαίρεση ενός μικρότατου ευτυχισμού που ο άνθρωπος φυλάγει στα πιο ασφαλή θησαυροφυλάκια της ιδιωτικής του ζωής.Κι όμως διαφορετικός θα ήταν ο Μάιος αν αντί να πληρώνουμε και τέλη για την εισπνοή του οξυγόνου του, λαλούσαμε πέτρα και λαλούσαμε νερό με την ελπίδα ν’ αναφανεί μια μέρα ένα καινούργιο άλσος, κατάλληλο να δεχθεί την ταφή μας. Έαρ χρειάζεται και ζωή πλήρης καθαρότητας, για ένα δώρο που κανείς άλλος δεν μπορεί να στο προσφέρει - Αποσπάσματα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: Ο ΚΗΠΟΣ με τις ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ]

via

Pages