Οι δέκα (10) σπουδαιότερες Ελληνίδες της ελληνικής ιστορίας και ο διαχρονικός ρόλος των γυναικών - Point of view

Εν τάχει

Οι δέκα (10) σπουδαιότερες Ελληνίδες της ελληνικής ιστορίας και ο διαχρονικός ρόλος των γυναικών




Η γυναίκα στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους θεωρούνταν, βιολογικά και ψυχολογικά, πλάσμα που δεν είχε την ικανότητα να ελέγξει τον εαυτό της και να αντισταθεί σε εξωτερικά ερεθίσματα.

 Έπρεπε να είναι σεμνή, όμορφη και υγιής, προκειμένου να συμβιβάζεται με τα πρότυπα μιας πατριαρχικής κοινωνίας, όπως ήταν η αρχαία ελληνική. 

Ακόμα και στην τέχνη είναι δυνατόν να παρατηρήσει κανείς ότι από την αρχαϊκή περίοδο ως και το τέλος περίπου της κλασικής περιόδου, όπου το θηλυκό κορμί απελευθερώνεται, η γυναίκα -ιδιαίτερα στη γλυπτική- παρουσιάζεται ευπρεπώς ενδεδυμένη, ενώ αποφεύγεται η έμφαση στα χαρακτηριστικά του φύλου. 

Στην καθεαυτό πολιτική ζωή των Αθηνών η θέση των γυναικών ήταν ανύπαρκτη. Οι γυναίκες δε θεωρούνταν πολίτες. 

Κατά συνέπεια στερούνταν των πολιτικών δικαιωμάτων που απολάμβαναν οι άνδρες. 

Ταυτόχρονα όμως έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη μεταβίβαση της ιδιότητας του πολίτη. 

Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά κάποιο τρόπο ανήκαν, έστω εμμέσως στην ευρύτερη πολιτική κοινότητα. 

Ο ρόλος αυτός συνίστατο στο γάμο.

 Ο μόνος νόμιμος γάμος στην αρχαία Αθήνα ήταν εκείνος που ένωνε έναν πολίτη με την αστή κόρη ενός άλλου πολίτη. 

Μάλιστα από το 451 π.Χ αυτό αποτέλεσε νόμο του αθηναϊκού κράτους με ψήφισμα από την Εκκλησία του Δήμου, κατόπιν εισηγήσεως του Περικλή.

 Απέβλεπε στην ομοιογένεια και τη συνοχή του πολιτικού σώματος. 


Βλέπουμε λοιπόν ότι η αστή δεν είχε δικαίωμα να συμμετέχει στα πολιτικά δρώμενα, παρότι προέρχονταν από το σώμα των πολιτών.

 Όμως, ένας Αθηναίος πολίτης ήταν απαραίτητο να έρθει εις γάμου κοινωνίαν με μία αθηναία αστή, προκειμένου τα παιδιά του να μη θεωρηθούν νόθα. 

Επιπρόσθετα, εάν επρόκειτο για αγόρια θα μπορούσαν να αποκτήσουν την πολύτιμη ιδιότητα του πολίτη και να έχουν δικαίωμα στην πατρική κληρονομιά. 

Να αναφέρουμε επίσης την περίπτωση της επικλήρου.

 Ήταν γυναίκα που βρισκόταν να είναι η μοναδική κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. 

Επειδή η ίδια δεν είχε δικαίωμα κατοχής γης, συνεπώς ούτε κληρονομιάς, είχε το δικαίωμα ο πλησιέστερος συγγενής να τη διεκδικήσει σε γάμο. 

Ο θεσμός αυτός υποδηλώνει την τεράστια σημασία που δίνονταν στα θέματα διαφύλαξης της περιουσίας του οίκου και της διατήρησης των γενών. 



Οι Σπαρτιάτισσες δεν είχαν άμεση συμμετοχή στο πολιτικά δρώμενα της πόλης τους. 

Αναμφισβήτητα όμως απολάμβαναν μεγαλύτερη ελευθερία από τις γυναίκες της Αθήνας.

 Ασκούσαν αναμφίβολα επιρροή στους άνδρες τους.

 Όμως, η θεώρηση της Σπάρτης ως γυναικοκρατούμενης πόλης, έχει να κάνει περισσότερο τόσο με τη σχετική ελευθερία των γυναικών όσο κυρίως με τη ανεξάρτητη οικονομική τους θέση στη Σπαρτιατική πολιτεία. 

Η περίπτωση της πατρούχου είναι χαρακτηριστική. 

Είναι ανάλογη της επικλήρου. 

Με μία βασική όμως διαφορά. 

Η πατρούχος μοναχοκόρη έχει δικαίωμα να κληρονομήσει την περιουσία του πατέρα της. 

Αυτή η κληρονομιά μπορεί να θεωρηθεί και ως προίκα.

 Όμως και ο πατέρας που βρίσκονταν εν ζωή, προίκιζε με ένα σεβαστό περιουσιακό του κομμάτι την κόρη του. 

Εξάλλου ο ίδιος ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά αναφέρει ότι στην εποχή του, τον 4ο αιώνα π.Χ, τα δύο πέμπτα της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης ανήκαν σε γυναίκες. 

Αυτό, βεβαίως, ενδέχεται να οφείλεται και στην ολιγανδρία της Σπάρτης εκείνη την εποχή, λόγω των αλλεπάλληλων πολέμων.

 Έτσι εξηγείται η συγκέντρωση τόσων κλήρων στα χέρια λίγων γυναικών, με επακόλουθο την αύξηση της πολιτικής επιρροής τους.

 Όπως διαπιστώνουμε η θέση της γυναίκας στις πόλεις των Αθηνών και της Σπάρτης, στο πλαίσιο της οικογενειακής, της κοινωνικής και πολιτικής ζωής διέφερε σημαντικά.

 Στην Αθήνα, από πολιτική άποψη, η γυναίκα Αστή ήταν απαραίτητη γιατί ο σύζυγός της αποκτούσε μέσω αυτής γνήσιους απογόνους και ελεύθερους πολίτες. 

Ενώ ο ρόλος της στα πλαίσια της οικογένειας και της κοινωνίας έπεται σε σημασία του πολιτικού.

 Αντίστοιχα στη Σπάρτη είδαμε ότι η λιτή σπαρτιατική αγωγή των γυναικών αντανακλούσε τη θέση τους στην κοινωνία, με βασικότερο χαρακτηριστικό την ενσωμάτωσή τόσο των ιδίων, όσο και των ανδρών σε μία ευρύτερη λειτουργικά κοινωνική ομάδα με γνώμονα το συμφέρον του κράτους. 

Στη ρωμαϊκή κοινωνία, όπως και στην ελληνική, η γυναίκα είχε τη φροντίδα του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών. 

Οι βαριές οικιακές εργασίες εκτελούνταν από τους δούλους, τουλάχιστον στις αριστοκρατικές οικογένειες που είχαν στην κατοχή τους μεγάλο αριθμό τους.

 Οι γυναίκες των υψηλών κοινωνικών στρωμάτων μορφώνονταν και είχαν τη δυνατότητα να συνοδεύουν τους συζύγους τους σε εκδηλώσεις κοινωνικού (συμπόσια) ή ακόμη και πολιτικού χαρακτήρα.

 Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, η γυναίκα αναλάμβανε ένα ρόλο μέσα στην οικογένεια που έμοιαζε αρκετά με εκείνον του συζύγου της.

 Ή δράση της δεν περιοριζόταν αποκλειστικά στο χώρο του σπιτιού, αλλά εκτεινόταν και σε δημόσιους χώρους της πόλης, όπως στην αγορά.

 Επιπλέον, γυναίκες από όλες τις κοινωνικές τάξεις -ακόμη και δούλες και πόρνες- προσέρχονταν στα ιερά, για να συμμετάσχουν σε θρησκευτικές τελετές. 


Ενδεικτικά αναφέρεται η περίπτωση της Iουνίας Θεοδώρας από τη Λυκία, η οποία είχε εγκατασταθεί στην Κόρινθο στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. ως πρέσβειρα των Λυκίων εκεί αναλαμβάνοντας ποικίλες δραστηριότητες πολιτικού, θρησκευτικού ή ακόμη και εμπορικού χαρακτήρα. 

Η ρωμαϊκή αντίληψη για τη θέση της γυναίκας είχε θετικό αντίκτυπο και στην Ελλάδα, όπως δείχνει η αναβάθμιση του κοινωνικού ρόλου της στη Βέροια της Μακεδονίας αλλά και η ανάδειξή της σε σημαντικά αξιώματα, κυρίως θρησκευτικά. 

Την εποχή του Αυγούστου, η γυναίκα απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη ανεξαρτησία στη διαχείριση της περιουσίας της λόγω χαλάρωσης της κηδεμονίας.

 Αξιοσημείωτη είναι μάλιστα η εξ ολοκλήρου απαλλαγή της, εάν γινόταν μητέρα τριών παιδιών. 

Ο αυτοκράτορας Κλαύδιος κατάργησε εντελώς την εξ αίματος κηδεμονία, και κατά συνέπεια ο άντρας δεν είχε καμιά νομική εξουσία πλέον απέναντι στη σύζυγό του, ενώ ταυτόχρονα ήταν απαλλαγμένος και από κάθε υποχρέωση συντήρησής της. 

Η γυναίκα της βυζαντινής περιόδου ζούσε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής της στο σπίτι.

 Στο Στρατηγικόν του Κεκαυμένου διαβάζουμε:

 "Τας θυγατέρας σου ως καταδίκους έχε εγκεκλεισμένας και απροόπτους ". 

Οι έξοδοι, πάντα με συνοδεία, για την εκκλησία, τα πανηγύρια και το λουτρό, καθώς και οι επισκέψεις σε συγγενικά πρόσωπα, ήταν οι μόνες κοινωνικά αποδεκτές δραστηριότητες της γυναίκας έξω από το σπίτι.

Επίσης, δεν ήταν ευπρεπές να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους άνδρες, παρά μόνο αν ήταν πολύ στενά συγγενικά της πρόσωπα, όπως για παράδειγμα ο πατέρας, ο σύζυγος και οι αδελφοί. 

Συχνά έτρωγε σε χωριστή αίθουσα, όπως σε χωριστά δωμάτια από τους άντρες περνούσε την ημέρα της. 

Από πολύ μικρή μάθαινε "τα του οίκου", ενώ οι γραμματικές γνώσεις της περιορίζονταν συνήθως σε γραφή και ανάγνωση.

 Κάποιες γυναίκες, αναλογικά ελάχιστες, αποκτούσαν και ευρύτερη μόρφωση. 

H κόρη μπορούσε να παντρευτεί από τα 12-13 χρόνια της. 

Για το γάμο της φρόντιζαν οι γονείς. 

Συχνά μάλιστα βοηθούσαν στην επιλογή του συζύγου οι προξενήτρες, που είχαν ως αμοιβή ποσοστά από την προίκα. 

Η θέση της συζύγου ήταν άσχημη.



 Οι χριστιανικές αρχές που καθόριζαν τις λειτουργίες της βυζαντινής κοινωνίας εξασφάλιζαν μία αξιοπρεπή ζωή στην παντρεμένη γυναίκα.

 Ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη όπου ανήκε ήταν οικοδέσποινα και κυρά. 

Η απόκτηση παιδιών την εξύψωνε.

 Στον επαγγελματικό τομέα ο ρόλος της γυναίκας ήταν μικρός.

 Οι γυναίκες των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων δούλευαν στα χωράφια και στα εργαστήρια της οικογένειάς τους.


 Λίγες γυναίκες, μορφωμένες, ήταν ιατροί που θεράπευαν το γυναικείο πληθυσμό. 

Άλλες, οι λεγόμενες κοινές, ζούσαν στα μιμαρεία και στα καπηλειά. 


Όλες οι πληροφορίες που έχουμε για τη θέση της Ελληνίδας στην Τουρκοκρατία προέρχονται από τις αναφορές των περιηγητών που επισκέπτονταν τις περιοχές εκείνη την περίοδο, καθώς και από τα δημοτικά τραγούδια τα οποία μιλούν για πολεμική δράση και τις ηρωικές πράξεις των γυναικών. 

Αν και δε διευκρινίζεται ο βαθμός επιρροής των γυναικών στα δημόσια πράγματα, κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες έπαιξε μεγάλο ρόλο.

 Οι νέες έβγαιναν σπάνια έξω από τα σπίτια με το φόβο των Τούρκων. 


Η εκπαίδευση τους ήταν σχεδόν ανύπαρκτη εκτός από κάποιες εξαιρέσεις.

 Οι μορφωμένες, κυρίως οι φαναριώτισσες, δώριζαν χρήματα σε μορφωτικά ιδρύματα και επιχορηγούσαν μεταφράσεις και εκδόσεις βιβλίων. 

Κυρίως ασχολούνταν με γυναικείες εργασίες όπως υφαντική, εργόχειρα, πρακτικές μεθόδους ιατρικής αλλά και σε σκληρές εργασίες όπως μεταφέροντας πέτρες και αμείβονταν εξίσου με τους άντρες. 


Μάχονταν στο πλευρό των αντρών, παράδειγμα οι γυναίκες της Μάνης και του Σουλίου με αξιοσημείωτο σθένος και τόλμη.

 Δεν ήταν ίσες με τους άντρες, ζούσαν στα σπίτια των αντρών τους και έπαιρναν το επίθετό τους. 


Όμως γυμνάζονταν στα όπλα και εργάζονταν για την κάλυψη των αναγκών της οικογένειας. 

Η μητρότητα ήταν ιδιαίτερα σημαντική, γιατί χρειάζονταν πολεμιστές και έδινε στη γυναίκα κεντρικό ρόλο.

 Είχε ενεργό συμμετοχή στις πολεμικές επιχειρήσεις και σε περιπτώσεις χαμού του άντρα αρχηγού, αναλάμβανε η πιο ηλικιωμένη γυναίκα τη φροντίδα της οικογένειας. 

Μετά το τέλος της τουρκικής κυριαρχίας στον ελλαδικό χώρο και με την ίδρυση του ελληνικού κράτους το 1832, η γυναίκα και πάλι δεν είναι ισότιμη με τον άντρα. 



Στους νεότερους χρόνους και συγκεκριμένα στο τέλος του 18ου αιώνα, λίγες μορφωμένες και μαχητικές γυναίκες κινητοποιούνται για ζητήματα ισότητας.

 Το κίνημα αυτό μαζικοποιείται οριστικά τον 20ο αιώνα με τη γενικότερη ανάπτυξη όλων των προοδευτικών κινημάτων.

 Στις σύγχρονες κοινωνίες τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. 


Οι γυναίκες είναι αφ' ενός πιο ελεύθερες, και αφ' ετέρου ολοκληρωτικά απελευθερωμένες. 

Σαφώς, λέγοντας πιο ελεύθερες εννοείται πως οι γυναίκες τώρα πλέον δεν είναι υπάκουες στο τυπικό της νοικοκυράς και μάνας. 


Τώρα προστίθεται και ένα νέο καθεστώς γι' αυτές, η εργασία.


 Πράγμα ανήκουστο για την εποχή εκείνη.

 Ακολουθεί κατάλογος με τις δέκα (10) σπουδαιότερες ελληνίδες όλων εποχών.



1) ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ: Η Καλλιπάτειρα, κόρη του Ολυμπιονίκη Διαγόρα του Ρόδιου, ήταν η πρώτη γυναίκα της αρχαιότητας που μπήκε μέσα σε αθλητικό χώρο και παρακολούθησε τους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. 

Οι κανονισμοί απαγόρευαν την είσοδο και την παρακολούθηση των γυμνικών αγώνων για τις γυναίκες, αλλιώς τιμωρούνταν σε θάνατο με κατακρήμνιση από το βραχώδες όρος Τυπαίο. 

Η Καλλιπάτειρα, θέλοντας να θαυμάσει το γιο της Πεισίροδο που αγωνιζόταν στην πάλη, πήρε την τόλμη και περιφρονώντας τη σχετική απαγόρευση και την επαπειλούμενη ποινή, μεταμφιέστηκε σε γυμναστή όπου και εισήλθε και παρακολούθησε τον αγώνα.

 Προδόθηκε όμως από τον υπέρμετρο και δικαιολογημένο ενθουσιασμό της για τη νίκη του γιου της.

 Ωστόσο, δεν της επιβλήθηκε η θανατική ποινή, καθώς η οικογένειά της είχε βγάλει σειρά Ολυμπιονικών (πατέρα, σύζυγο, 3 αδέλφια, γιο και ανιψιό). 

Η ιστορία της Καλλιπάτειρας έκανε εντύπωση τόσο στους συγχρόνους της, όσο και στις μετέπειτα γενεές μέχρι που ενέπνευσε και τον Λορέντζο Μαβίλη, ο οποίος της αφιέρωσε ένα σονέτο του που θεωρείται ένα από τα ωραιότερα δεκατετράστιχα ποιήματά του.



2) ΤΕΛΕΣΙΛΛΑ: Η Τελέσιλλα ήταν λυρική ποιήτρια από το Άργος που έζησε τον 5ο - 6ο αιώνα π.Χ. Γεννήθηκε το 520-515 π.Χ. και καταγόταν από επιφανή οικογένεια.

 Αρχαία Ελληνίδα ποιήτρια, έμεινε ονομαστή από τα μελικά της ποιήματα αλλά και το ηρωικό θάρρος της. 

Όπως καταγράφει ο Παυσανίας η Τελέσιλλα έσωσε το Άργος όταν ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Κλεομένης εκστράτευσε εναντίον του. 

Mετά την πανωλεθρία των Αργείων κατά τη μάχη αυτή κατάφερε να συγκεντρώσει και να εξοπλίσει τις γυναίκες της πόλης και να δημιουργήσει μεγάλη γραμμή άμυνας αντιμέτωπη του αλαλάζοντος εχθρού. 

Οι δε Λακεδαιμόνιοι σκεπτόμενοι ότι αν μεν νικούσαν το κατόρθωμά τους θα χαρακτηριζόταν «άδοξο», αφού θα είχαν νικήσει γυναίκες, αν δε θα έχαναν θα προσάπτονταν σ΄ αυτούς το «όνειδος» ότι από γυναίκες ηττήθηκαν, υποχώρησαν και επέστρεψαν στη χώρα τους. 

Οι Αργείοι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ανήγειραν προς τιμή της Τελέσιλλας μεγάλη στήλη στην οποία παριστάνονταν αυτή όρθια έχοντας στα πόδια της βιβλία και κρατώντας στα χέρια κράνος που παρατηρούσε έτοιμη να το φορέσει στο κεφάλι της.

 Η στήλη αυτή ήταν τοποθετημένη πάνω από το θέατρο του Άργους και μπροστά από το ιερό άγαλμα της θεάς Αφροδίτης. 

Η στήλη αυτή σώζονταν μέχρι το 170 μ.Χ. που την είδε ο Παυσανίας και ίσως να ήταν αντίγραφο του χαλκού ανδριάντα της ποιήτριας που είχε κατασκευάσει ο Αθηναίος γλύπτης Νικήρατος.

 Συνέθεσε παρθένια και άλλα λυρικά τραγούδια.

 Αποσπάσματα από τα ποιήματά της με στίχους ιωνικών παραμέτρων και τροχαϊκή κατάληξη διέσωσε ο Στοβαίος, που εκδόθηκαν από τον Μπεργκ στη συλλογή «Έλληνες λυρικοί ποιηταί» (τόμος Γ’).



3) ΟΛΥΜΠΙΑΔΑ : Η Ολυμπιάδα ήταν Πριγκίπισσα των Μολοσσών της Ηπείρου, κόρη του Βασιλιά Νεοπτόλεμου B´, σύζυγος του Βασιλιά των Φιλίππου Β´ των Μακεδόνων, και μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου των Μακεδόνων. 

Γεννήθηκε στην Αρχαία Πασσαρώνα στον Νομό Ιωαννίνων της Ηπείρου, το έτος 373 π.Χ., και μεγάλωσε στο Αρχαίο Όρραον του Νομού Άρτας.

 Έζησε ως σύζυγος του Φιλίππου Β´ στην Πέλλα και στις Αιγές (Βεργίνα) του Νομού Ημαθίας. Δολοφονήθηκε με λιθοβολισμό στην Πύδνα του Θερμαϊκού κόλπου με εντολή του Κάσσανδρου (στρατηγού και επιμελητή του Μακεδονικού θρόνου) το έτος 316 π.Χ..

 Η Ολυμπιάδα έζησε στη σκιά δύο μεγάλων ιστορικών χαρακτήρων, του Φιλίππου Β´ και του γιού της Μεγάλου Αλεξάνδρου.


 Όμως, δεν υστερούσε καθόλου σε δύναμη προσωπικότητας και η συμμετοχή ή η παρέμβασή της συνετέλεσαν σημαντικά στη διαμόρφωση πολλών ιστορικών γεγονότων της εποχής της. 

Ήταν η δευτερότοκη κόρη του Νεοπτόλεμου ΙΙ, βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, και γεννήθηκε το 373 π.Χ. στην Πασσαρώνα, την πρωτεύουσα του βασιλείου των Μολοσσών.


 Η αδελφή της λεγόταν Τρωάδα.

 Το όνομα της, σύμφωνα με τον ιστορικό W. Heckel, ήταν Πολυξένη όταν ήταν παιδί, Μυρτάλη όταν παντρεύτηκε, και μετονομάστηκε Ολυμπιάδα και Στρατονίκη. 

Το όνομα Ολυμπιάδα της δόθηκε, ύστερα από την νίκη του Φίλιππου στους Ολυμπιακούς αγώνες του 356 π.Χ.. 

Η Μυρτάλη - Ολυμπιάδα από τα παιδικά της χρόνια έτυχε ιδιαίτερης μόρφωσης πέρα από απλή μάθηση και γραφή. 

Νωρίς διακρίθηκε για το ανήσυχο και ανικανοποίητο πνεύμα της, τις μεταφυσικές της ανησυχίες και τη δίψα να μάθει περισσότερα για τα μυστήρια της ζωής και του θανάτου.

 Έμαθε τα ιερατικά μυστικά στο Μαντείο της Δωδώνης, το οποίο και υπηρέτησε για χρόνια, ενώ ήταν μυημένη και στα Βακχικά Μυστήρια.

 Ήταν ιέρεια των Καβειρίων Μυστηρίων της Σαμοθράκης, όπου και γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Φίλιππο Β'. 

Υπήρξε η νόμιμη γυναίκα του Φιλίππου ΙΙ και μοναδική βασίλισσα των Μακεδόνων.

 Έζησε μαζί του είκοσι χρόνια (357 π.Χ. -337 π.Χ.). 

Η Ολυμπιάδα ήταν η πιο μορφωμένη από όλες όσες παντρεύτηκε ο Φίλιππος και από όλες γενικά τις Μακεδόνισσες αρχόντισσες. 

Εξασκούσε μια απαράμιλλη γοητεία με την ομορφιά της, τη μόρφωση και τη σοβαρότητά της. 

Θυσίαζε πολλά για την ακόρεστη φιλαρχία της, εκτός από τη ζωή ή τη φήμη του γιου της, Αλέξανδρου, που αγαπούσε παθολογικά.

 Η Ολυμπιάδα είχε δημιουργήσει στην αυλή δικό της κύκλο ευνοουμένων, που τους προστάτευε ακόμα και από τη στράτευσή τους και την αποστολή στα διάφορα μέτωπα. 


Ο Μέγας Αλέξανδρος διακρινόταν για την αφοσίωση στη μητέρα του, παρά τον δύστροπο και αυταρχικό χαρακτήρα της.



4) ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ : Η Κλεοπάτρα Ζ΄ Φιλοπάτωρ (69 π.Χ. - 30 π.Χ.), γνωστή στην ιστορία ως Κλεοπάτρα, ήταν η τελευταία ενεργή βασίλισσα της πτολεμαϊκής Αιγύπτου.

 Μετά τη βασιλεία της, η Αίγυπτος έγινε επαρχία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 

Ο γιος της Πτολεμαίος ΙΕ΄ Καισαρίων βασίλεψε μόνο κατ' όνομα προτού εκτελεστεί. 

Η βασιλεία της Κλεοπάτρας σηματοδοτεί το τέλος της ελληνιστικής και την αρχή της ρωμαϊκής περιόδου στην ανατολική Μεσόγειο.

 Παρόλο που ήταν ικανή και δαιμόνια μονάρχης, έμεινε διάσημη κυρίως γιατί κατόρθωσε να γοητεύσει δυο από τους ισχυρότερους άνδρες της εποχής της, τον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα και τον Μάρκο Αντώνιο, αλλά και για την ομορφιά και το τραγικό της τέλος. 

Χάρη στη φιλοδοξία και την προσωπική της γοητεία επηρέασε καθοριστικά τη ρωμαϊκή πολιτική σε μια αποφασιστική περίοδο και κατέληξε να αντιπροσωπεύει, όσο καμιά άλλη γυναίκα στην αρχαιότητα, το πρότυπο της μοιραίας γυναίκας.

 Η Κλεοπάτρα ήταν κόρη του βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίου ΙΒ΄ Αυλητή, και της Κλεοπάτρας Ε'ʹ Τρύφαινας. 

Οι πηγές αναφέρουν πως την χαρακτήριζε μια ασυνήθιστη για τους Έλληνες της εποχής ικανότητα να μαθαίνει ξένες γλώσσες, όχι μόνο τα αιγυπτιακά, αλλά και τα Αραμαϊκά, τα Εβραϊκά, τα Αραβικά, τα Περσικά και τα Αιθιοπικά.

 Ο Πλούταρχος αναφέρει πως δεν ήταν εξαιρετικά όμορφη, ωστόσο, ήταν ικανότατη στην τέχνη της συζήτησης, στο να γίνεται ευχάριστη και να ψυχαγωγεί, στο να δείχνει ζωντάνια και ευφυΐα, κάτι που αιχμαλώτιζε τους συνομιλητές της.



5) Η Υπατία (370 -415 ή 416) ήταν Ελληνίδα νεοπλατωνική φιλόσοφος, αστρονόμος και μαθηματικός, διευθύντρια της νεοπλατωνικής σχολής στην Αλεξάνδρεια.

 Δίδαξε φιλοσοφία και αστρονομία στην Αλεξάνδρεια, όπου και δολοφονήθηκε από όχλο που αποτελούνταν από φανατικούς χριστιανούς. 

Κόρη του μαθηματικού και αστρονόμου Θέωνα, έλαβε με τις φροντίδες του πατέρα της πολύ καλή εκπαίδευση και ταξίδεψε στην Αθήνα και στην Ιταλία.

 Στην Αθήνα παρακολούθησε μαθήματα στη νεοπλατωνική σχολή του Πλούταρχου του Νεότερου και της κόρης του Ασκληπιγένειας αλλά μαθήτευσε και κοντά στον Ιεροκλή.

 Επιστρέφοντας στην Αλεξάνδρεια, επικεφαλής της εκεί σχολής των Πλατωνιστών (400 μ.Χ.), δίδαξε φιλοσοφία και μαθηματικά και αποτέλεσε πόλο έλξης για τους διανοούμενους της εποχής ενώ έκανε και εκτενή και ουσιώδη σχόλια στα μαθηματικά έργα του Διόφαντου και του Απολλώνιου. 


Δυστυχώς κανένα από τα έργα της δεν σώζεται και έχουμε μόνο αναφορές για αυτά.

 Πολλοί από τους μαθητές της ανήκαν στους ανώτατους κύκλους της αριστοκρατίας της πόλης και έγιναν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο επίσκοπος Κυρήνης Συνέσιος και ο έπαρχος της Αλεξανδρείας Ορέστης.

 Η ίδια επηρεάστηκε φιλοσοφικά από τους νεοπλατωνικούς Πλωτίνο και Ιάμβλιχο. 

Ήταν αγνή και άξια σεβασμού, καθηγήτρια μαθηματικών και της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια. 

Φορώντας την κλασική χλαμύδα των φιλόσοφων δίδασκε δημόσια σε κοινό αποτελούμενο από εθνικούς και χριστιανούς.

 Σύμφωνα με πηγές, εκτός από φιλόσοφος, μαθηματικός και αστρονόμος, κατείχε και την προεδρία της Νεοπλατωνικής Σχολής της Αλεξάνδρειας και ήταν ένα άτομο άξιο σεβασμού, που ασκούσε επιρροή στους σημαντικούς άρχοντες της Αλεξάνδρειας αλλά και της Μεσογείου. 


Ένας από αυτούς ήταν και ο Ορέστης, ο Ρωμαίος έπαρχος. 

Συναντιόντουσαν πολύ συχνά και μιλούσαν κυρίως για πολιτικά ζητήματα. 

Η Υπατία ασκούσε επιρροή όχι μόνο στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στη Κωνσταντινούπολη, στη Συρία και στην Κυρήνη. 

Η Υπατία δίδασκε δημόσια για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, αποδεικνύοντας την εκπαίδευσή της στη φιλοσοφία και στη ρητορική. 

Υπάρχουν πολλά κείμενα που επικυρώνουν την ενασχόλησή της ως διδάσκουσα εκτός από τα μαθηματικά φιλοσοφία και ρητορεία. 

Η Υπατία μάλλον έκανε δύο είδη μαθημάτων. 

Ένα ιδιαίτερο, για την ελίτ των μαθητών της και τα δημόσια κηρύγματα της, στα οποία ασκούσε επιρροή στους Αλεξανδρινούς υπαλλήλους.

 Ήταν αγαπητή απ’ όλο τον κόσμο και οι διάφοροι επικεφαλής την συμβουλεύονταν πολύ συχνά.



6) ΕΥΔΟΚΙΑ : Η Αιλία Ευδοκία (401 - 460) ήταν σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδόσιου Β´ και μία εξέχουσα ιστορική προσωπικότητα με σημαντική συμβολή στην καθιέρωση του Χριστιανισμού κατά την έναρξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 

Αρχικώς ονομαζόταν Αθηναΐς. 

Καταγόταν από την Αθήνα και ήταν κόρη του Λεοντίου, καθηγητή της ρητορικής στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών.

 Η Αθηναΐς, όπως και ο πατέρας της, ήταν εθνική (ειδωλολάτρις) στο θρήσκευμα και έλαβε αξιόλογη μόρφωση, αφού είχε διδαχθεί τον Όμηρο, τους τραγικούς, το Λυσία και το Δημοσθένη, νεοπλατωνική φιλοσοφία, αστρονομία και γεωμετρία.

 Αφού η Αθηναΐς κατηχήθηκε και βαπτίσθηκε χριστιανή, μετονομασθείσα εις Ευδοκία, παντρεύτηκε τον Θεοδόσιο το 421 στην Κωνσταντινούπολη.

 Το 422, όταν γέννησε την πρώτη της θυγατέρα, την Ευδοξία, ονομάστηκε Αυγούστα.

 Τόσον η θέση της όσον και η μόρφωση και η ευφυΐα της της εξασφάλιζαν την δυνατότητα για την προώθηση της ελληνικής γλώσσας στην παιδεία, στην διοίκηση και στην δικαιοσύνη. 

Στην νέα αυτοκράτειρα φαίνεται να οφείλεται η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου το 425.

 Η ανώτερη σχολή της Κωνσταντινούπολης αναδιοργανώθηκε, προωθήθηκαν η ελληνική γλώσσα και ρητορική και μειώθηκαν αντίστοιχα οι ώρες της λατινικής γλώσσας και ρητορικής. 

Δημιουργήθηκαν δεκαπέντε έδρες για την ελληνική φιλολογία, δεκατρείς για την λατινική και μία έδρα φιλοσοφίας. 

Κατά την ίδια περίοδο η Ευδοκία φαίνεται να ασκεί την επιρροή της ώστε, οι διαθήκες να συντάσσονται στην ελληνική γλώσσα, ενώ έχουμε τις πρώτες γνωστές δικαστικές αποφάσεις στην ελληνική. 

Η ελληνική χρησιμοποιείται προοδευτικά και σε ορισμένους τομείς της διοικήσεως. 

Η Ευδοκία διεπίστωσε ότι η παραμονή της στην Κωνσταντινούπολη θα συνεπάγετο συνεχείς τριβές με τον αυτοκράτορα αλλά και με την αυγούστα Πουλχερία, αγανακτισμένη δε κατέφυγε και πάλιν στους Αγίους Τόπους το 443, όπου και παρέμεινε μέχρι τον θάνατό της το 460. 

Δεν επέστρεψε δε στην Βασιλεύουσα ούτε μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου το 450. 

Κατά την διάρκεια της δεκαεπταετούς παραμονής της στους Αγίους Τόπους επεδόθη στην ανέγερση ναών, μονών και κοινωφελών ιδρυμάτων στα Ιεροσόλυμα, ενώ παράλληλα αφιερώθηκε στην μελέτη και την συγγραφή.

 Η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά την Ευδοκία ως αγία και εορτάζει τη μνήμη της στις 13 Αυγούστου.



7) ΑΝΝΑ ΚΟΜΝΗΝΗ : Η Άννα Κομνηνή (1083 - 1153) ήταν Βυζαντινή πριγκίπισσα, 
ιστορικός και ιατρός, από τις σημαντικότερες μορφές της πνευματικής ζωής της αυτοκρατορίας κατά τον 12ο αιώνα, κόρη και πρωτότοκο παιδί του Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α' Κομνηνού και της αυτοκράτειρας Ειρήνης Δούκαινας.



 Ηταν επίσης εγγονή της Άννας Δαλασσηνής. 



Στο ιστορικό της έργο « Αλεξιάς» καθρεφτίζεται η μεγάλη παιδεία της, η αρχαιομάθειά της, η εξοικείωσή της με την Αγία Γραφή και προπαντός η αφοσίωση και ο θαυμασμός της για τον πατέρα της. 





Γεννήθηκε την 1η Δεκεμβρίου του 1083 στην Πορφύρα, το δωμάτιο στο ανάκτορο της Κωνσταντινούπολης όπου γεννιούνταν τα παιδιά των αυτοκρατόρων και έτυχε επιμελέστατης μόρφωσης και παιδείας.





 Το 1091 μνηστεύθηκε τον Κωνσταντίνο Δούκα , γιο του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ' ενώ, μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Δούκα, το 1097, παντρεύτηκε τον Νικηφόρο Βρυέννιο. 



Όταν το 1118 πέθανε ο πατέρας της, οργάνωσε συνωμοσία κατά του νόμιμου διάδοχου, του αδελφού της Ιωάννη, η οποία απέτυχε εξ αιτίας της άρνησης του συζύγου της να πάρει μέρος σε αυτή. 



"Σπάνια η αγάπη για τα γράμματα, και κυρίως για τα έργα των Αρχαίων υπήρξε τόσο διαδεδομένη όσο στο Βυζάντιο των Κομνηνών... 



Μπροστά σε μία τέτοια αναγέννηση της κλασικής κουλτούρας, μία αυτοκρατορική πριγκίπισσα, ιδίως αν διέθετε την εξαιρετική ευφυία της 'Αννα Κομνηνής, δεν μπορούσε να αρκεστεί στην κάπως στοιχειώδη μόρφωση που λάμβαναν οι γυναίκες του Βυζαντίου. 



'Εμαθε όλα όσα μπορούσαν να μαθευτούν στην εποχή της, τη ρητορική και τη φιλοσοφία, την ιστορία και τη λογοτεχνία, τη γεωγραφία και τη μυθολογία, την ιατρική και τις επιστήμες".



 "Διάβασε τους μεγάλους ποιητές της αρχαιότητας, τον 'Ομηρο και τους λυρικούς, τους τραγικούς και τον Αριστοφάνη, τους ιστορικούς όπως τον Θουκυδίδη και τον Πολύβιο, τους ρήτορες όπως τον Ισοκράτη και τον Δημοσθένη.



 Διάβασε τις πραγματείες του Αριστοτέλη και τους Διαλόγους του Πλάτωνα και από την επαφή αυτή με τους περίφημους συγγραφείς διδάχθηκε την τέχνη της σωστής έκφρασης καθώς και τα πιο τέλεια επιτεύγματα του ελληνισμού. 



Μπορούσε να απαγγείλει με άνεση Ορφέα και Τιμόθεο, Σαπφώ και Πίνδαρο, Πορφύριο και Πρόκλο, την Ποικίλη Στοά και την Ακαδημία". 

(Charles Diehl, Figures Byzantines).





 Η Αλεξιάδα είναι ένα ιστορικό έργο, που ολοκληρώθηκε γύρω στο 1148 από τη Βυζαντινή Άννα Κομνηνή, η οποία και διηγείται τη βιογραφία του πατέρα της, Αλέξιου Α' Κομνηνού.



 Κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη μονή έγραψε το ιστορικό σύγγραμμα «Αλεξιάς»"" (15 βιβλία) που είναι αφιερωμένο στον πατέρα της Αλέξιο και καλύπτει τα γεγονότα της περιόδου 1069-1148. 



Στο έργο αυτό, που συμπληρώνει το έργο του συζύγου της «Ύλη Ιστορίας», η Άννα έχει ως πρότυπό της τον Θουκυδίδη και τον Πολύβιο, χρησιμοποιεί αττικίζουσα γλώσσα.



 Στο έργο περιγράφεται η πολιτική και στρατιωτική ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας κατά την εξουσία του, κάτι που καθιστά το έργο μια από τις πιο σημαντικές πηγές πληροφοριών για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους.



 Επίσης, περιλαμβάνεται η εξιστόρηση της αλληλεπίδρασης της Πρώτης Σταυροφορίας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία , που αντικατοπτρίζει τις συγκρουόμενες αντιλήψεις Ανατολής και Δύσης στις αρχές του 12ου αιώνα.






8) ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ : Η Λασκαρίνα "Μπουμπουλίνα" Πινότση (1771 - 1825) ήταν 
Ελληνίδα ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.



 Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα είχε καταγωγή από την 'Υδρα.



 Γεννήθηκε μέσα στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης στις 11 Μαΐου του 1771, όταν η μητέρα της Σκεύω επισκέφτηκε τον σύζυγό της, Σταυριανό Πινότση, τον οποίο είχαν φυλακίσει οι Οθωμανοί για τη συμμετοχή του στα Ορλωφικά (1769-1770). 



Την βάφτισε και της έδωσε το όνομά της ο εκεί φυλακισμένος πολέμαρχος της Μάνης, Παναγιώτης Μούρτζινος. 



Μετά τον θάνατο του Πινότση στη φυλακή, επέστρεψαν στην 'Υδρα. 



Μετακόμισαν στις Σπέτσες αργότερα, όταν η μητέρα της παντρεύτηκε. 



Από την ένωση αυτή η Μπουμπουλίνα απέκτησε οκτώ ετεροθαλή αδέρφια. 



Παντρεύτηκε δυο φορές, στην ηλικία των δεκαεπτά με τον Σπετσιώτη Δημήτριο Γιάννουζα και στην ηλικία των τριάντα ετών με τον Σπετσιώτη πλοιοκτήτη και πλοίαρχο Δημήτριο Μπούμπουλη.



 Και οι δυο σκοτώθηκαν από Αλγερινούς πειρατές. 



Της άφησαν, μια τεράστια περιουσία, την οποία ξόδεψε εξ ολοκλήρου για να αγοράσει καράβια και εξοπλισμό για την Ελληνική Επανάσταση.



 Όταν η Μπουμπουλίνα χήρεψε για δεύτερη φορά, είχε έξι παιδιά: τρία από τον πρώτο της γάμο, τον Γιάννη,τον Γιώργο και τη Μαρία, και τρία από τον δεύτερο γάμο της: την Σκεύω, την Ελένη και τον Νίκο. 



Επίσης είχε και τεράστια περιουσία την οποία είχε κληρονομήσει από τους συζύγους της, έχοντας υπό την κατοχή της πλοία, γη και χρήματα. 



Κατάφερε να αυξήσει την περιουσία της με σωστή διαχείριση και εμπορικές δραστηριότητες.



 Όταν ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση, είχε σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες, τους οποίους αποκαλούσε «γενναία μου παλικάρια». 



Είχε αναλάβει να αρματώνει, να συντηρεί και να πληρώνει τον στρατό αυτό μόνη της όπως έκανε και με τα πλοία της και τα πληρώματά τους, κάτι που συνεχίστηκε επί σειρά ετών και την έκανε να ξοδέψει πολλά χρήματα για να καταφέρει να περικυκλώσει τα τουρκικά οχυρά, το Ναύπλιο και την Τρίπολη. 



Έτσι τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία.



 Μετά την κατάληψη του Ναυπλίου από τους Έλληνες στις 30 Νοεμβρίου 1822 , το νεοσύστατο κράτος της έδωσε κλήρο στην πόλη ως ανταμοιβή για την προσφορά της στο έθνος και η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε εκεί. 



Η Μπουμπουλίνα αντέδρασε και ζήτησε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, λόγω του σεβασμού που έτρεφε προς αυτόν. 



Τότε η ίδια κρίνεται επικίνδυνη από την Κυβέρνηση και συλλαμβάνεται δύο φορές από το Υπουργείο Αστυνομίας με εντολή να φυλακιστεί. 



Η Μπουμπουλίνα εξορίστηκε στις Σπέτσες χάνοντας τον κλήρο γης που το Κράτος της είχε παραχωρήσει στο Ναύπλιο.



 Το 1825 η Μπουμπουλίνα ζούσε στις Σπέτσες. 



Στις 22 Μαΐου 1825 κατά την διάρκεια μιας πάρα πολύ μεγάλης λογομαχίας μεταξύ Μπουμπουλίνας και Κουτσαίων, o Ιωάννης Κούτσης πυροβολεί την Μπουμπουλίνα το βόλι την πετυχαίνει στο μέτωπο και την αφήνει αμέσως νεκρή.



 Έτσι η Μπουμπουλίνα, που αφιέρωσε όλη της τη ζωή για την απελευθέρωση του έθνους της, σκοτώθηκε άδοξα σε μια συμπλοκή. 



Οι Ρώσοι μετά τον θάνατό της, της απένειμαν τον τίτλο της «Ναυάρχου», έναν τίτλο με παγκόσμια μοναδικότητα για γυναικεία μορφή.








9) ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ : Η Μαντώ Μαυρογένους (1796 - 1848) ήταν Ελληνίδα αγωνίστρια της επανάστασης του 1821.

 Καταγόταν από ελληνική οικογένεια της Ρουμανίας, η οποία έφυγε κρυφά για την Ιταλία. 

Η μητέρα της, Ζαχαράτη Μπάτη, ήταν γεννημένη στη Μύκονο.

 Εγκαταστάθηκαν στην Τεργέστη και εκεί ο πατέρας της Νικόλαος ασχολήθηκε με το εμπόριο.

 Ένας εκ των προπατόρων, ο μεγάλος θείος του πατέρα της, Νικόλαος Μαυρογένης, ήταν δραγουμάνος του Οθωμανικού στόλου και ηγεμόνας της Βλαχίας.

 Με την έναρξη της Επανάστασης η Μαντώ πήγε στην Μύκονο και ξεσήκωσε τους κατοίκους εναντίον των Τούρκων.

 Με πλοία εξοπλισμένα με δικά της έξοδα, καταδίωξε τους πειρατές που λυμαίνονταν τις Κυκλάδες και αργότερα πολέμησε στο Πήλιο, στη Φθιώτιδα και στη Λιβαδειά.

 Κάτοχος της γαλλικής γλώσσας, συνέταξε συγκινητική έκκληση προς τις γυναίκες της Γαλλίας, ζητώντας τη συμπαράστασή τους στον πληθυσμό της Ελλάδας. 

Για τον Αγώνα διέθεσε όλη της την περιουσία.

 Για τη δραστηριότητά της, συνολικά, ο Ιωάννης Καποδίστριας της απένειμε -τιμή μοναδική σε γυναίκα- το αξίωμα του επίτιμου αντιστράτηγου και της παραχώρησε κεντρικό σπίτι στο Ναύπλιο. 

Εκτός από τη Γαλλική, μιλούσε άπταιστα την Ιταλική, και την Τουρκική γλώσσα.

 Μετά την Επανάσταση, καταδιωκόμενη από τον Ιωάννη Κωλέττη ξαναγύρισε στη Μύκονο και τον Ιούλιο του 1848 πέθανε στην Πάρο φτωχή και λησμονημένη.



10) ΜΟΣΧΩ ΤΖΑΒΕΛΛΑ : Η Μόσχω Τζαβέλα (1760-1803) ήταν γυναίκα του Λάμπρου Τζαβέλα και μητέρα του Φώτου. 

Μέλος της φάρας των Τζαβελαίων από το Σούλι της Θεσπρωτίας. 

Γεννήθηκε το 1760 και αγωνίστηκε το 1792 εναντίον του Αλή Πασά, στη μάχη της Κιάφας, ως αρχηγός 400 Σουλιωτισσών.

 Όταν οι Τουρκαλβανοί αποπειράθηκαν να αιχμαλωτίσουν τις Σουλιώτισσες, αυτές τους επιτέθηκαν και κατάφεραν να τους τρέψουν σε φυγή.

 «Αλλ’ αύτη η μάχη (εις τον πλάγιον μέρος του φρουρίου της Κιάφας) έγινε τρόπον τινά αλλόκοτος και περίεργος.

 Διότι ενώ οι άνδρες αντεμάχοντο προ μιας ώρας με τους εχθρούς, αγωνιζόμενους να πολιορκήσωσι το φρούριον και βιώσωσι την εις Ναβαρίκον σταλείσαν βοήθειαν διά να επιστρέψη εις διατήρησιν του φρουρίου,

 αι γυναίκες δεν υπέφερον ούτε εις το φρούριον ούτε εις τα σπήλαια και τας καλύβας να μείνωσι, αλλ’ αφήσασαι τα φίλτατα τέκνα των ένθεν κακείθεν απεριποίητα και λαβούσαι πασσάλους και σιδηρούς και ξύλινους,

 όρμησαν εις την αριστεράν πτέρυγα όπου ο τόπος ήτο μάλλον κατωφερής και εις τας υπώρειας του οποίου διέκειτο ο εχθρός, και εκεί άρχισαν διά των πασσάλων ν’ ανασηκώνουν λίθους μεγάλους και να τους κυλίουν κατά των εχθρών συνεχώς, συντροφεβομένους με φωνάς υβριστικός. 


Εκπλαγέντες δε οι Τούρκοι από εν ανέλπιστον και τρομακτικόν στρατήγημα των γυναικών, πριν υποπέσωσιν εις μεγαλύτερον κίνδυνον, ετράπησαν ατάκτως εις φυγήν, σωθέντες εις τας πλησίον οικίας της Σαμονίβας. 

Το ίδιον παράδειγμα ακολούθησε και το επίλοιπον στράτευμα, επειδή η μεγα­λοψυχία και η ανδραγαθία των γυναικών και η φυγή της αριστεράς πτέρυγος έφεραν εις αιδώ και φιλοτιμίαν τους άνδρας, ώστε να ωρμήσωσι και διώξωσι διά των όπλων και την όεξιάν πτέρυγα. 

Αι δε γυναίκες ως είδον αυτούς νικηθέντας, εφώναξαν τα εξής: βρωμόσκυλα οι γυναίκες σας είναι πιο παλληκάρια από σας, ντροπή σας!» (Κούλας Ξηραδάκη: “Γυναίκες του ΄21- προσφορές, ηρωισμοί και θυσίες”, Εκδόσεις Δωδωνη). 

Ο ηρωισμός της Μόσχως έχει απαθανατιστεί στα δημοτικά τραγούδια. 

Η Μόσχω μετά την καταστροφή του Σουλίου ακολούθησε το δρόμο προς την Πάργα και από 'κει στα Επτάνησα.

 Πέθανε τελικά κατά το 1803.




Πηγή: http://www.istorikathemata.com/2012/10/the-social-position-of-women-in-ancient-Athens-and-Sparta.html
http://www.fhw.gr/chronos/07/gr/society/index22.html
http://www.imma.edu.gr/macher/hm/hm_main.php?el/D2.5.html
http://www.gymnasio-platania.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=97:-l-r&catid=34:clasic&Itemid=74
http://mariakosioni.blogspot.gr/2012/12/1_28.html
https://antexoume.wordpress.com/2014/12/11/οι-σουλιώτισσες-στη-μάχη-της-κιάφας/
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Καλλιπάτειρα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Τελέσιλλα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ολυμπιάδα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Κλεοπάτρα_Ζ΄_της_Αιγύπτου
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Υπατία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Ευδοκία
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Άννα_Κομνηνή
http://m.lifo.gr/team/sansimera/34095
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Αλεξιάς
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Λασκαρίνα_Μπουμπουλίνα
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μαντώ_Μαυρογένους
https://el.m.wikipedia.org/wiki/Μόσχω_Τζαβέλα
via

Pages