Κάθε ζωή είναι από την ουσία της οδύνη - Point of view

Εν τάχει

Κάθε ζωή είναι από την ουσία της οδύνη





Ενώ το πρώτο ήμισυ της ζωής δεν είναι άλλο από ένας ακούραστος πόθος για την ευτυχία, αντίθετα, το δεύτερο ήμισυ κυριαρχείται από ένα οδυνηρό συναίσθημα ανήσυχου φόβου, γιατί τότε καταλήγουμε στο να αντιλαμβανόμαστε πότε λιγότερο και πότε περισσότερο καθαρά, πως κάθε ευτυχία δεν είναι άλλο από χίμαιρα, και πως μόνο ο πόνος είναι πραγματικός.
Έτσι, όσοι έχουν ευθυκρισία δεν επιδιώκουν τόσο τις δυνατές απολαύσεις όσο την έλλειψη θλίψεων, μια κατάσταση κατά κάποιον τρόπο άτρωτη. — Στα νεανικά μου χρόνια, ένα χτύπημα στην πόρτα μου με γέμιζε αμέσως χαρά, γιατί σκεφτόμουν; «Εν τάξει! κάτι συμβαίνει». Αργότερα, σαν με ωρίμασε η ζωή, ο ίδιος αυτός θόρυβος ξυπνούσε μέσα μου ένα συναίσθημα που συγγένευε με τον τρόμο· έλεγα μέσα μου: «Αλίμονο! τί συμβαίνει;»
***
Τίποτα το σταθερό στη φευγαλέα ζωή: ούτε άπειρος πόνος, ούτε αιώνια χαρά, ούτε μόνιμη εντύπωση, ούτε διαρκής ενθουσιασμός, ούτε ανώτερη απόφαση που να μπορεί να διαρκέσει όλη τη ζωή! Όλα διαλύονται μέσα στον χείμαρρο των χρόνων. Οι στιγμές, τα αναρίθμητα άτομα των μικρών πραγμάτων, αποσπάσματα της κάθε μιας πράξης μας, είναι τα τρωκτικά σκουλήκια που ερημώνουν κάθε τί το μεγάλο και το τολμηρό… Τίποτα δεν παίρνουμε στα σοβαρά στην ανθρώπινη ζωή· δεν αξίζει τον κόπο ή σκόνη της.
***
Τη ζωή πρέπει να τη θεωρούμε σαν ένα συνεχές ψέμα, τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα πράγματα. Υπόσχεται κάτι; δεν κρατάει την υπόσχεσή της, έκτος αν πρόκειται να δείξει πόσο λίγο ευκταία ήταν η ευχή: πότε μας εξαπατάει η ελπίδα μας, και πότε το πράγμα που ελπίζουμε. Μας έδωσε κάτι; Το έκανε μόνο και μόνο για να ξαναπάρει. Η μαγεία της απομάκρυνσης μας δείχνει παραδείσους που εξαφανίζονται σαν οπτασίες μόλις αφήσουμε να μας αποπλανήσουν. Η ευτυχία λοιπόν είναι πάντα στο μέλλον ή στο παρελθόν, και το παρόν είναι ένα μικρό σκοτεινό σύννεφο πού το πηγαίνει ο άνεμος πάνω στην ηλιόλουστη πεδιάδα εμπρός του, πίσω του, όλα είναι φωτεινά, και μόνο αυτός, ρίχνει πάντα μια σκιά.
***
Ο άνθρωπος ζει μόνο στο παρόν, που φεύγει ακατανίκητα προς το παρελθόν, και καταβαραθρώνεται στο θάνατο: έκτος από τις συνέπειες που μπορούν να έχουν αντανάκλαση στο παρόν, και που είναι έργο των πράξεών του και της βούλησής του, η χθεσινή ζωή του έχει πεθάνει, έχει σβήσει εντελώς  γι’ αυτό θα πρεπε να είναι αδιάφορο για την λογική του αν έχει γίνει αυτό το παρελθόν από απολαύσεις ή θλίψεις. Το παρόν ξεφεύγει από την περίπτυξή της, και μετατρέπεται αδιάκοπα σε παρελθόν, το μέλλον μεταμορφώνεται αδιάκοπα σε παρελθόν· το μέλλον είναι εντελώς αβέβαιο και χωρίς διάρκεια… Και όπως από φυσική άποψη το βάδισμα δεν είναι άλλο από μια πτήση που ολοένα εμποδίζεται, όμοια και η ζωή του σώματος δεν είναι άλλο από έναν διαρκώς εκκρεμή θάνατο, έναν θάνατο πού αναβάλλεται, και η δραστηριότητα του πνεύματός μας δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια ανία που την καταπολεμούμε διαρκώς… Και τέλος, πρέπει να θριαμβεύσει ο θάνατος: γιατί του ανήκουμε από το γεγονός και μόνο πως γεννηθήκαμε, και δεν κάνει άλλο παρά να παίζει με τη λεία του πριν να την καταβροχθίσει. Έτσι ακολουθούμε το ρεύμα της ζωής μας, με εξαιρετικό ενδιαφέρον, με χίλιες δυο έγνοιες, με χίλιες προφυλάξεις, όσο γίνεται περισσότερο καιρό, όπως «φυσούμε μια σαπουνόφουσκα, και προσπαθούμε να την φουσκώσουμε όσο μπορούμε περισσότερο κι’ όσο μπορούμε πιο πολλή ώρα, παρά τη βεβαιότητά μας πώς στο τέλος θα σκάσει.
Η ζωή δεν παρουσιάζεται καθόλου σαν ένα δώρο που δεν έχουμε να κάνουμε άλλο παρά να το απολαύσουμε, αλλά σαν ένα καθήκον, σαν μια αποστολή που πρέπει να την εκτελέσουμε με την εργασία- και γι’ αυτό έχουμε, και στα μικρά και στα μεγάλα πράγματα, μια γενική μιζέρια, έναν ασταμάτητο μόχθο, έναν ανταγωνισμό χωρίς ανακωχή, έναν ατέλειωτο αγώνα, μιαν δραστηριότητα που επιβάλλεται με μιαν άκρα ένταση όλων των πνευματικών και σωματικών δυνάμεων. Εκατομμύρια άνθρωποι, συγκεντρωμένοι σε έθνη, συμβάλλουν στο κοινό αγαθό, γιατί έτσι το κάθε άτομο ενεργεί για το δικό του καλό, αλλά και εκατομμύρια θύματα πέφτουν για την κοινή σωτηρία. Πότε οι ανόητες προλήψεις, και πότε η λεπτόνοη πολιτική παρακινούν τους λαούς σε πόλεμο. Πρέπει να κυλίσουν ποτάμι ο ιδρώτας και το αίμα για να ικανοποιηθούν οι ιδιοτροπίες μερικών, ή για να πληρωθούν τα σφάλματά τους. Σε καιρό ειρήνης, ευδοκιμούν και η βιομηχανία καί το εμπόριο, και οι εφευρέσεις κάνουν θαύματα, τα πλοία πλακώνουν τις θάλασσες και φέρνουν λιχουδιές απ’ όλες τις άκρες τού κόσμου, και τα κύματα καταπίνουν χιλιάδες ανθρώπους. Όλα βρίσκονται σε κίνηση: άλλοι στοχάζονται, άλλοι δρουν, και είναι απερίγραπτη η οχλαγωγία.

Ποιος είναι όμως ο τελικός σκοπός τόσων προσπαθειών; Να διατηρήσουν για ένα μικρό χρονικό διάστημα τόσα εφήμερα και βασανισμένα όντα, να τα διατηρήσουν στην καλλίτερη περίπτωση σε μιαν υποφερτή αθλιότητα και σε μια σχετική έλλειψη πόνου, που αμέσως την παραμονεύει η ανία, κι’ ύστερα την αναπαραγωγή αυτής της φυλής και την ανανέωση τού συνηθισμένου της ρυθμού.
***
Η ζωή του ανθρώπου ταλαντεύεται σαν εκκρεμές, ανάμεσα στον πόνο και στην ανία, γιατί αυτά είναι πραγματικά τα δυο τελικά της στοιχεία. Αυτό οι άνθρωποι το εξέφρασαν με περίεργο τρόπο- αφού θεώρησαν την κόλαση τόπο όλων των βασάνων και όλων των πόνων, τι απόμενε για τον ουρανό; η ανία.
Ο άνθρωπος είναι το πιο γυμνό απ’ όλα τα όντα: δεν είναι, απολύτως τίποτ’ άλλο από βούληση, ενσαρκωμένες επιθυμίες, μια σύνθεση από χίλιες δυο ανάγκες. Και να πως ζει πάνω στη γη, εγκαταλειμμένος στον εαυτό του, αβέβαιος για το κάθε τι, εκτός από τη φτώχεια του και την ανάγκη που τον πιέζει. Μέσα από επιτακτικές απαιτήσεις, που ανανεώνονται καθημερινά, την ανθρώπινη ζωή τη γεμίζει η φροντίδα για την επιβίωση. Και ταυτόχρονα, την βασανίζει ένα δεύτερο ένστικτο, το να διαιωνίσει δηλαδή το είδος του. Ενώ τον απειλούν από παντού οι πιο διάφοροι κίνδυνοι, μόλις που του φθάνει, για να διαφύγει, μια διαρκώς εν εγρηγόρσει προνοητικότητα. Με ανησυχία, ρίχνοντας αγωνιώδεις ματιές ολόγυρά του, ακολουθεί το δρόμο του, παλεύοντας με τα τυχαία γεγονότα και με αναρίθμητους εχθρούς. Έτσι, πήγαινε μέσ’ απ’ τις άγριες ερημιές, έτσι πάει και τώρα μέσα στην πολιτισμένη ζωή. Γι’ αυτόν, καμιά σιγουριά δεν υπάρχει:
Η ζωή είναι μια θάλασσα γεμάτη σκοπέλους και δίνες που μόνο με προνοητικότητα και φροντίδες αποφεύγει ο άνθρωπος, μ’ όλο που ξέρει πως αν πετύχει να ξεφύγει με την επιδεξιότητα και με τις προσπάθειές του, ωστόσο δεν μπορεί, όσο προχωρεί, να καθυστερήσει το μεγάλο, το ολοκληρωτικό, το αναπόφευκτο, το αγιάτρευτο ναυάγιο, τον θάνατο που μοιάζει σαν να τρέχει να τον προϋπαντήσει. Αυτός είναι ο υπέρτατος σκοπός αυτού του επίμοχθου ταξιδιού, που γι’ αυτόν είναι άπειρες φορές χειρότερος, Απ’ όλους τούς σκοπέλους πού ξέφυγε.
***
Αν κοιτάξουμε τη ζωή από την άποψη της αντικειμενικής της αξίας, είναι τουλάχιστον αμφίβολο αν είναι προτιμότερη από το χάος- και θάλεγα μάλιστα πως αν μπορούσαν να ακουστούν η εμπειρία και ο στοχασμός, θα ύψωναν τη φωνή τους υπέρ του χάους. Αν χτυπούσαμε τις πέτρες των μνημάτων και ρωτούσαμε τους νεκρούς αν θέλουν να αναστηθούν, θα κουνούσαν το κεφάλι τους. Αυτή είναι η γνώμη του Πλάτωνα στην απολογία του Σωκράτη, κι’ ακόμα και ο χαριτωμένος και εύθυμος Βολτέρος δεν μπορεί να μην πει : «αγαπούμε τη ζωή· μα δεν παύει να είναι καλό και το χάος»· και ακόμα: «Δεν ξέρω τί είναι η αιώνια ζωή, αυτή όμως είναι ένα άσχημο αστείο». (Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση)
***
Το να θέλεις, ουσιαστικά σημαίνει να υποφέρεις, και καθώς το να ζεις σημαίνει να θέλεις, κάθε ζωή είναι από την ουσία της οδύνη. Όσο ανώτερο είναι το ον, τόσο πιο πολύ υποφέρει… Η ζωή του ανθρώπου δεν είναι άλλο παρά ένας αγώνας για την ύπαρξη, με την βεβαιότητα πώς θα νικηθεί… Η ζωή είναι ένα αδιάκοπο κυνηγητό, όπου τα όντα, πότε κυνηγοί και πότε κυνηγημένα, τσακώνονται για τα απορρίμματα ενός φριχτού σκυλοφαγιού, δηλαδή, μια ιστορία του πόνου που συνοψίζεται ως εξής: να θέλεις αναίτια, να υποφέρεις πάντα, πάντα ν’ αγωνίζεσαι, κι’ ύστερα να πεθαίνεις κι’ έτσι συνέχεια στους αιώνες των αιώνων, ώσπου να συντριβεί, σε κομματάκια ο πλανήτης μας.

Σοπενχάουερ – Σκέψεις και αποσπάσματα

Pages