Ερμηνεία των Μακαρισμών - Point of view

Εν τάχει

Ερμηνεία των Μακαρισμών





Οι Μακαρισμοί, όπως είναι γνωστό, αποτελούν ένα μέρος, και μάλιστα το πρώτο, της επί του Όρους Ομιλίας του Κυρίου. Το γεγονός ότι η πρώτη διδασκαλία του Σαρκωθέντος Λόγου του Θεού αναφέρεται στο θέμα της μακαριό­τητας, δείχνει τη μεγάλη σημασία και την ανυπολόγιστη σπουδαιότητα που έχει για τον άνθρωπο. Γιατί ο Κύριος ήλθε να φέρει στους ανθρώπους το μήνυμα της σωτηρίας και την ίδια τη σωτηρία. «Ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμάλωτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τε-θραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν» (Λουκ. 4,18-19). 


Αυτή η νέα περίοδος που εγκαινιάζεται με την έλευση του Σωτήρα, αρχίζει με τη διδασκαλία των Μακαρισμών. Και τούτο γίνεται για δυο λόγους. Αφενός μεν γιατί ο Κύριος γνώριζε, ως δημιουργός του ανθρώπου, το λόγο της δημιουρ­γίας του, και αφ’ ετέρου γιατί έβλεπε αυτό το λόγο ανεκ­πλήρωτο εξαιτίας της αμαρτίας. 

Και ο μεν λόγος της δημιουργίας του ανθρώπου ήταν η απόλαυση της θεϊκής αγαθότητας. Σύμφωνα με το λόγο του αγίου Γρηγορίου δεν έπρεπε, «μήτε το φως αθέατον, μήτε την δόξαν αμάρτυρον, μήτε αναπόλαυστον αυτού είναι την αγαθότητα, μήτε τα άλλα πάντα όσα περί την θείαν καθοράται φύσιν αργά κείσθαι, μη όντος του μετέχοντός τε και απολαύοντος». Προκειμένου δε να εκπληρωθεί αυτός ο λό­γος, «δια τούτο (ο άνθρωπος) και ζωή και λόγω και σοφία και πάσι τοις θεοπρεπέσιν αγαθοίς κατεκοσμήθη», ώστε με τη λειτουργία και τη συμβολή του καθενός από αυτά τα δώρα «προς το οικείον την επιθυμίαν έχοι» P.G. 45,21 Παράβαλε και: P.G. 46,105). Όλα αυτά «δι’ ολίγων ρημάτων υπαινίττεται ο της κοσμογενείας λόγος», όταν λέγει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε «κατ’ εικόνα Θεού» (P.G. 44,1228, Λόγος 3,5 στο κείμενο).


Μέσα σ' αυτά τα λίγα «ρήματα» κρύβεται η μεγάλη δύναμη, για την πορεία από το «κατ’ εικόνα» προς το «καθ’ ομοίωσιν». «Νυν μεν τοι δυνάμει ημάς εποίησεν ομοιωτικούς Θεού. Δύναμιν δε δούς προς το ομοιούσθαι, αφήκεν ημάς εργάτας είναι της προς τον Θεόν ομοιώσεως». Αυτή την αλήθεια τη γνωρίζει καλά «ο πεπαιδευμέ­νος τα θεία μυστήρια». Και δεν του διαφεύγει «οτι οικεία μεν και κατά φύσιν τοις ανθρώποις εστίν η ζωή η προς την θείαν φύσιν ωμοιωμένη» (Ρ.G. 44,273 και 624). 


Είναι όμως γνωστό, ότι η πορεία του ανθρώπου για μέθεξη κι απόλαυση της θεϊκής αγαθότητας, δηλαδή η πορεία προς την μακαριότητα, ανακόπηκε. Η αμαρτία που μεσολάβησε, ήταν ένα φοβερό ολίσθημα, που ματαίωνε το αρχικό σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο. Γιατί «το μέγα τούτο και τίμιον χρήμα, ο άνθρωπος» παραμορφώθηκε κι έγινε αγνώριστος. Φαίνεται «εν πασι σχεδόν τοις υπεναντίοις». Μπορεί να διακρίνει κανείς «το θεοειδές της ψυχής; που δε η απάθεια του σώματος; που της ζωής το αιδίον;». Ό άνθρωπος κατάντησε βραχύβιος, έγινε παθητός και πρόσκαι­ρος, επιρρεπής σε κάθε ασθένεια σώματος και ψυχής (Ρ.G. 45,24). 


Αυτή την κατάσταση, τη λεγόμενη μετα-πτωτική, όταν την συγκρίνει με την προ-πτωτική, ο άγιος Γρηγόριος θρη­νεί. Ποιος θα μείνει ασυγκίνητος, γράφει, και δεν θα στενάξει για τη μεγάλη συμφορά, όταν παραβάλει «τη τότε μακαριότητα την παρούσαν νυν αθλιότητα;» Κι αυτό όχι για λόγους συναισθηματικούς, αλλά ουσιαστικούς. Αυτούς τους λόγους εκθέτει με μια σειρά αντιθέσεων, που εκφράζουν παραστατι­κά την τότε μακαριότητα και τη σημερινή αθλιότητα. 


«Το υψηλόν τεταπείνωται, το κατ’ εικόνα του επουρανίου γενόμενον απεγεώθη. Το βασιλεύειν τεταγμένον, κατεδουλώθη. Το εις αθανασίαν κτισθέν, κατεφθάρη θανάτω. Το εν τρυφή του παραδείσου διάγον, εις το επίπονον και νοσώδες τούτο μετωκίσθη χωρίον. Το τη απαθεία σύντροφον, τον εμπαθή και επίκηρον αντηλλάξατο βίον. Το αδέσποτόν τε και αυτεξούσιον, νυν υπό τοιούτων και τοσούτων κακών κυριεύεται, ως μηδέ ράδιον είναι τους τυράννους ημών απαριθμήσασθαι» (Λόγος 3,5). 


Μέσα σ' αυτό το κλίμα της αθλιότητας και του σκότους δεν έλειψε το φως, πού θα διέλυε το σκοτάδι του κακού, ούτε κι ή ελπίδα για την ανόρθωση του πεπτωκότος. Ήδη ο Δημιουργός είχε δώσει ευθύς μετά την πτώση τη μεγάλη υπόσχεση: «Έχθραν θήσω ανά μέσον σου (του όψεως) και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματος σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός (δηλαδή ό Χριστός ως απόγονος της Εύας κατά το ανθρώπινο) σου τηρήσει κεφαλήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν» (Γεν. 3,15). 


Συνεπώς ό δρόμος για τη μακαριότητα δεν έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα για τον άνθρωπο. Μόνο πού έγινε δύσκολος και ανηφορικός. Γιατί, καθώς παρατηρεί ό ιερός Γρηγόριος, δεν μπορεί να είναι τόσο δυνατό το κακό, ώστε να αποδειχθεί ισχυρότερο κι ανώτερο από την αγαθή δύναμη. Το ίδιο ισχύει και με την ανθρώπινη «αβουλία» και απερισκεψία, πού δεν μπορεί να είναι «κρείττων και μονιμωτέρα της του Θεού σοφίας». Άλλωστε και «το τρεπόμενον και άλλοιούμενον» δεν είναι δυνατό, να είναι «έπικρατέστερον και μονιμώτερον του αεί ωσαύτως έχοντος και εν τω άγαθω πεπηγότος» (δηλαδή του φυσικά υπάρχοντος στο αγαθό). Όπως είναι ο Θεός. Επί πλέον κι η θέληση του Θεού είναι οπωσδήποτε και εξ ολοκλήρου αμετάθετη, ενώ η τρεπτή ανθρώπινη φύση δε μένει σταθερή ούτε και στο κακό (Ρ.Ο, 44,201). 


Στο ερώτημα: Αφού εγνώριζε ο Θεός την πτώση, πού θα επακολουθούσε προς τί να δημιουργήσει τον άνθρωπο; ό άγιος Γρηγόριος απαντά: Όπως προείδε «την παρατροπήν, ούτω και την ανάκλησιν αυτού πάλιν προς το αγαθόν κατε­νόησε». Γιατί, ερωτά τώρα ό ίδιος, τί θα ήταν καλύτερο; Να μη δημιουργήσει καθόλου τον άνθρωπο, επειδή προέβλεπε την απομάκρυνση του από το καλό, ή να τον δημιουργήσει, κι αφού ασθενήσει, να τον επαναφέρει και πάλι «προς την εξ αρχής χάριν»; (P.G. 45,37) 


Ο Θεός προτίμησε το δεύτερο, κι εδημιούργησε τον άνθρωπο, μολονότι γνώριζε αυτό που επρόκειτο να συμβεί. Κι αυτό επειδή σαν άλλος έμπειρος ιατρός, πού διαθέτει κάθε είδος θεραπευτικών φαρμάκων, αφού δεν έγινε δεκτή από το παιδί του ή συμβουλή για την αποφυγή του κακού, παραχώρησε να γευθεί όσα ήταν βλα­πτικά. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να μάθει «δια της πείρας των αλγεινών», πόσο χρήσιμη ήταν η πατρική συμ­βουλή. Κι έτσι έφθασε να νοσταλγήσει τη χαμένη υγεία του, οπότε και τον επαναφέρει με τα φάρμακα «προς την ευεξίαν», πού στερήθηκε «δια της ατόπου επιθυμίας των δηλη­τηρίων» (Ρ.G. 46,524).


Μερικοί, άλλοι, τους οποίους ό άγιος Γρηγόριος χαρακτη­ρίζει ως επιπόλαιους, θα επιθυμούσαν να ιδούν, ακόμη και με τρόπο βίαιο και αναγκαστικό, την απομάκρυνση του ανθρώπου από το κακό και την επιστροφή του στο αγαθό. Αυτό όμως δεν φάνηκε ωφέλιμο και χρήσιμο στον Πλάστη. Επει­δή έγινε θεληματικά η απομάκρυνση, θεληματικά έπρεπε να γίνει κι η επάνοδος. Διαφορετικά η αναγκαστική προσαγωγή του στο αγαθό θα ήταν μια πράξη στερητική της ελευθερίας του. «Άφαίρεσις του προέχοντος αγαθού και της ίσοθέου τιμής άποστέρησις, ίσόθεον γαρ εστί το αύτεξούσιον». Έπρε­πε, λοιπόν, να βρεθεί ένας τρόπος, ώστε καί το αυτεξούσιο να διατηρηθεί, αλλά κι ή επάνοδος προς το αγαθό να μην παρεμποδιστεί (Ρ.G. 46,524). 


Στό ερώτημα: σε ποιόν εναπόκειται ή εξεύρεση του τρόπου για την ανόρθωση του πεσμένου από το ολίσθημα, στο οποίο «το τρεπτόν της φύσεως (ημών) παρώλισθεν»; ό άγιος Γρηγόριος άπαντα: «Τίνι άλλω ή τω κυρίω πάντως της φύσεως’’ (Ρ.G. 45,40). αλλΆ αυτός ό τρόπος έπρεπε να είναι αντάξιος του Θεού*. 


Επειδή, λοιπόν, δελεάσθηκε ό άνθρωπος με απατηλές υποσχέσεις από «τον της κακίας σύμβουλον και ευρετήν» καί φαντάσθηκε ως καλό «το εναντίον τω καλώ», υποδουλώθηκε θεληματικά «δι’ ηδονής τω εχθρώ της ζωής» και ταυτόχρονα αναζήτησε όλα, όσα ανήκουν στις ιδιότητες του Θεού· την αγαθότητα, τη δικαιοσύνη, τη δύναμη, την αφθαρσία και ότι άλλο αξιόλογο. Όλες αυτές οι ιδιότητες αποκαλύπτονται με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού. Η αγαθότητα φανερώνεται με την απόφαση να σώσει «τον απολωλότα». Η σοφία κι η δικαιοσύνη διαφαίνονται από τον τρόπο της σωτηρίας. Κι η δύναμη με το να λάβει ό ίδιος την ταπεινή μορφή και το ευτελές ανθρώπινο σχήμα. 


Έτσι ό εχθρός καλλιέργησε μέσα του την ελπίδα, πώς μπορεί να κατακρατήσει και το Χριστό με το θάνατο, όπως κρατούσε δέσμιους και τους ανθρώπους. Αλλά ο Χριστός με την παρουσία και το έργο του κατεργάζεται «το οικείον εαυτώ κατά φύσιν». Κι όπως για το φως «οικείον» είναι ό αφανισμός του σκότους, καί για τη ζωή η κατάργηση του θανάτου, έτσι και για το Χριστό «οικείον» είναι η επαναφορά του παραστρατημένου στον ίσο δρόμο, ο καθαρισμός των μολυσμένων από την αμαρτία κι η επάνοδος των νεκρών στη ζωή (Ρ.G. 45,60-65). 

Αυτό τον τρόπο, που επενόησε ο Θεός, για να επαναφέρει τον άνθρωπο στην αρχαία μακαριότητα, εκθέτει ό άγιος Γρηγόριος συστηματικά αλλά και συνοπτικά στον Μέγα Κατηχητικό του Λόγο, και μάλιστα στα κεφάλαια 22-40 (Ρ.G. 45,60-105). 


Οι «Λόγοι εις τους Μακαρισμούς» αποτελούν μιαν αναλυ­τικότερη καί πλατύτερη παρουσίαση του θεϊκού σχεδίου για τον άνθρωπο, με βάση τη σχετική περικοπή του αγίου Ευαγγελιστή Ματθαίου. Θα μπορούσε μάλιστα να επαναλά­βει κανείς και για τους Μακαρισμούς αυτό πού λέγει ό άγιος Γρηγόριος για άλλο βιβλίο της αγίας Γραφής, το οποίο ερμηνεύει.


Παρόμοια με αυτά που γράφει εδώ ό άγιος Γρηγόριος είναι όσα αναφέρει ό ιερός Χρυσόστομος στον Κατηχητικό του Λόγο: «... Μηδείς φοβείσθω θάνατον, ηλευθέρωσε γαρ ημάς ο του Σωτήρος θάνατος ... Εσκύλευσε τον Άδην, ο κατελθών εις τον Αδην ... Ό "Αδης, φησίν, επικράνθη, συναντήσας σοι κάτω ... Έλαβε σώμα (ανθρώπινο) καί Θεώ περιέτυχε (συνάντησε)· έλαβε γην καί συνήντησεν ουρανώ. Έλαβεν όπερ έβλεπε καί πέπτωκεν όθεν ουκ έβλεπε». (Πεντηκοστάριον, Έκδοση 'Απ. Διακονίας, σελ. 6). 


«...σκοπός των ενταύθα λεγομένων» είναι ή υπέρβαση των αισθητών από τον νου κι η κατάπαυση του στο Θεό, αφού ξεπεράσει καθετί, πού θεωρείται μεγάλο καί σπουδαίο μεταξύ των δημιουργημάτων, τα οποία φαί­νονται. Κι έτσι να πλησιάσει με την ψυχή τα απρόσιτα δια των αισθήσεων, «κακείνων την επιθυμίαν λαβείν, ων ουκ εφικνείται η αίσθησις» (Ρ.G. 44, 620). Οι μακαριζόμενες από τον Κύριο αρετές μοιάζουν, κατά τον άγιο Γρηγόριο, με αλλεπάλληλες καί αλληλένδετες βαθμίδες μιας πνευματικής κλίμακας. Κι όταν πατήσει κανείς στην πρώτη, αισθάνεται εσωτερικά την ανάγκη να ανεβεί στη δεύτερη κι απ' αυτή στην τρίτη, μέχρι να φθάσει στην τελευταία. 

Και πραγματι­κά αυτό συμβαίνει. Με βάση την ταπεινοφροσύνη προχωρεί με εφόδια την πραότητα, το πένθος, την πείνα και τη δίψα της δικαιοσύνης, την ελεημοσύνη, την καθαρότητα κ.λπ., για να φθάσει στην κορυφή του όρους, όπου δίνεται και το έπαθλο των αγώνων. Κι αυτό δεν είναι ένα οποιοδήποτε υλικό κι εφήμερο στεφάνι ή κύπελλο, αλλά «ή του πονηρού αλλοτρίωσις», που γίνεται αφορμή «της προς το αγαθόν οικειώσεως» (Λόγος 8,3).

ΚΕΙΜΕΝΟ 1. Η μακαριότητα


Μακάριοι, λέγει, είναι οι πτωχοί κατά το πνεύμα, γιατί σ αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. Ας υποθέσουμε ότι, κάποιος που αγαπάει το χρυσό, τυχαίνει να βρει μέσα σε βιβλία πληροφορίες για την ύπαρξη θησαυρού σε κάποιο μέρος. Το μέρος όμως εκείνο, που κρύβει το θησαυρό, απαιτεί πολύν κόπο και ιδρώτα, από κείνους που θα θελήσουν να αποκτήσουν το χωράφι.


Άραγε θα δειλιάσει μπροστά στους κόπους και θα αδιαφορήσει για το κέρδος και θα θεωρήσει πιο γλυκό από τον πλούτο το να μην κουραστεί καθόλου, προσπαθώντας να τον αποκτήσει; Δε γίνονται όμως αυτά, δε γίνονται. Αντίθετα μάλιστα, θα παρακαλέσει γι’ αυτό όλους τους φίλους. Κι από όπου μπορεί, θα ζητήσει βοήθεια γι’ αυτό, συγκεντρώνοντας πολλά χέρια και θα ιδιοποιηθεί τον κρυμμένο θησαυρό.


Αυτός είναι αδελφοί, εκείνος ο θησαυρός για τον οποίο μιλάει το γράμμα, αλλά είναι κρυμμένος ο πλούτος κάτω από την ασάφεια. Κι εμείς που επιθυμούμε ( ν’ αποκτήσουμε) το καθαρό χρυσάφι, ας χρησιμοποιήσουμε τη δύναμη των προσευχών, ώστε να έλθει ο θησαυρός για χάρη μας στην επιφάνεια κι ας τον μοιραστούμε όλοι εξίσου κι ο καθένας μας θα τον κατέχει ολόκληρο. Γιατί η μοιρασιά της αρετής είναι τέτοια, ώστε και να διαμοιράζεται σ’ όλους εκείνους που τη διεκδικούν, κι όλη να ανήκει στον καθένα, χωρίς να μειώνεται ανάμεσα σε εκείνους που παίρνουν μέρος σ’ αυτήν. Ενώ στη μοιρασιά του υλικού πλούτου όποιος αποσπάσει το περισσότερο, αδικεί εκείνους που παίρνουν ίσο μερίδιο. Γιατί όποιος αυξήσει το δικό του μερίδιο, μειώνει οπωσδήποτε το του άλλου που μετέχει στη μοιρασιά.


Αλλά με τον πνευματικό πλούτο συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο, που και μοιράζεται σ’ όλους εκείνους που τον βλέπουν, κι όλος ανήκει στον καθένα, χωρίς να μειώνεται ανάμεσα σε κείνους που παίρνουν μέρος σ΄ αυτήν. Ενώ στη μοιρασιά του υλικού πλούτου όποιος αποσπάσει το περισσότερο, αδικεί εκείνους που παίρνουν ίσο μερίδιο. Γιατί όποιος αυξήσει το δικό του μερίδιο, μειώνει οπωσδήποτε το του άλλου που μετέχει στη μοιρασιά.


Αλλά με τον πνευματικό πλούτο συμβαίνει ό,τι και με τον ήλιο, που και μοιράζεται σ όλους εκείνους που τον βλέπουν, κι όλος ανήκει στον καθένα. Επειδή, λοιπόν, καθώς ελπίζουμε, το κέρδος για τον καθένα θα είναι ανάλογο του κόπου, ας βοηθήσουμε εξίσουμε όλοι με τις προσευχές, για να πετύχουμε αυτό που ζητάμε.






Και πρώτα, λοιπόν, νομίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς σημαίνει η λέξη μακαρισμός. Μακαριότητα, κατά τη γνώμη μου βέβαια, είναι μια περίληψη όλων εκείνων που εννοούμε σχετικά με το αγαθό. Απ αυτή δεν λείπει τίποτε απ όσα έχουν σχέση με την αγαθή επιθυμία. Μπορούμε όμως να κάνουμε ακόμη σαφέστερη την έννοια του μακαρισμού, συγκρίνοντάς την με το αντίθετο. Κι αντίθετο προς το μακάριο είναι το άθλιο. Αθλιότητα, λοιπόν, είναι η ταλαιπωρία μέσα στα αξιοθρήνητα κι αθέλητα πάθη.


Διακρίνονται δε μεταξύ τους, η μακαριότητα κι η αθλιότητα, από την αντίθετη διάθεση εκείνων που θα βρεθούν σ αυτές. Δηλ. ο μεν μακάριος ευφραίνεται κι αγάλλεται, με όσα έχει μπροστά του κι απολαμβάνει, ενώ ο άθλιος πονεί κι υποφέρει, με όσα τον έχουν βρει. Αληθινά δε μακαριστή ύπαρξη είναι το Θείο. Γιατί ό,τι κι αν υποθέσουμε πως είναι το Θείον, μακαριότητα είναι εκείνη η καθαρή ζωή, το ανεκδιήγητο κι ακατάληπτο αγαθό, το ανέκφραστο κάλλος, αυτό που είναι όλο χάρη και σοφία και δύναμη, το αληθινό φως, η πηγή κάθε αγαθότητας, η ανώτερη εξουσία όλων, το μόνο ποθητό, αυτό που πάντα είναι το ίδιο, η παντοτινή αγαλλίαση, η αιώνια ευφροσύνη, για την οποία θα μπορούσε κανείς να πει πολλά, κι όμως να μην έχει πει τίποτε το ισάξιο.


Γιατί ούτε ο νους πλησιάζει το Θεό, μα, κι αν ακόμη μπορέσουμε να κατανοήσουμε κάτι από τα υψηλότερα γι’ Αυτόν, με κανένα λόγο δεν εκφράζεται αυτό που θα γίνει κατανοητό.


Αφού όμως ο δημιουργός του ανθρώπου τον έπλασε κατ εικόνα Θεού, μπορεί κατά δεύτερο λόγο να είναι μακάριο αυτό, που έχει δημιουργηθεί εν ονόματι του Θεού και μετέχει στην πραγματική μακαριότητα. Γιατί με την σωματική ομορφιά π.χ. το πρωτότυπο κάλλος υπάρχει στο ζωντανό και υπαρκτό πρόσωπο, ενώ εκείνο, που αποτυπώνεται στον πίνακα με την απομίμηση, έρχεται σε δεύτερη μοίρα.


Το ίδιο ισχύει και με την εικόνα της υπερέχουσας μακαριότητας, που είναι η ανθρώπινη φύση. Κι αυτή στολίζεται με το αγαθό κάλλος, όταν φέρει πάνω της τα σημάδια των χαρακτηριστικών του μακάριου. Επειδή όμως η βρωμιά της αμαρτίας μουντζούρωσε το κάλλος της εικόνας, ήλθε ο Χριστός, που μας καθαρίζει με το δικό Του νερό, το οποίο είναι ζωογόνο κι αναβλύζει την αιώνια ζωή. Κι έτσι μπορούμε εμείς ν αποβάλουμε την ασχημοσύνη της αμαρτίας και να ανακαινισθούμε και πάλι σύμφωνα με τη μακάρια θεϊκή μορφή.


Κι όπως στη ζωγραφική τέχνη θα μπορούσε να πει ο ειδικός στους αρχάριους, πως καλή είναι εκείνη η προσωπογραφία που έχει τα επί μέρους συστατικά του σώματος τέτοια: έτσι να είναι η κόμη, οι κύκλοι των ματιών, οι γραμμές των φρυδιών, η θέση των παρειών και ξεχωριστά όλα τα άλλα, με τα οποία ολοκληρώνεται η ομορφιά, έτσι κι ο Κύριος που ξαναζωγραφίζει την ψυχή μας κατά την απομίμηση του μόνου μακάριου, του Θεού, περιγράφει με το λόγο τα ιδιαίτερα στοιχεία που συμβάλλούν στη μακαριότητα.






ΚΕΙΜΕΝΟ 2. Ποιοι είναι οι πτωχοί τω πνεύματι


Μακάριοι είναι, λέγει, οι πτωχοί κατά το πνεύμα. Το έχουμε πει αυτό κατά κάποιο τρόπο και πιο μπροστά, θα το πούμε όμως και τώρα, ότι σκοπός του ενάρετου βίου είναι η εξομοίωση προς το Θεό. Όμως αυτό που είναι χωρίς πάθη και καθαρό, ξεφεύγει εξ ολοκλήρου την απομίμηση από τους ανθρώπους. Γιατί είναι εντελώς αδύνατο να εξομοιωθεί η εμπαθής ζωή προς τη φύση που δεν επιδέχεται πάθη. Αν όμως μόνο ο Θεός είναι μακάριος, όπως λέγει ο Απόστολος (Α Τιμ. 6,15), κι η συμμετοχή του ανθρώπου στη μακαριότητα γίνεται με την εξομοίωση προς το Θεό, τότε η μίμηση είναι αδύνατη.


Συνεπώς η μακαριότητα είναι κάτι το άφθαστο για τον άνθρωπο. Κι όμως υπάρχουν μερικές ιδιότητες του Θεού που μπορούν, όσοι θέλουν, να τις μιμηθούν. Ποιες είναι αυτές; Νομίζω ότι ο Κύριος ονομάζει πτωχεία του πνεύματος τη θεληματική ταπεινοφροσύνη. Πρότυπο αυτής μας προβάλλει ο Απόστολος την πτωχεία του Κυρίου, «ο Οποίος για μας επτώχευσε, μολονότι είναι πλούσιος, προκειμένου να γίνουμε εμείς πλούσιοι χάρη τη δική του πτωχεία» (Βϳ Κορ. 8,9).


Όλες οι άλλες ιδιότητες, όσες αναφαίνονται γύρω από τη θεία φύση, ξεπερνούν τα μέτρα της ανθρώπινης φύσης, ενώ η ταπεινότητα είναι για μας έμφυτη και συνυπάρχει με όσους προέρχονται εκ των κάτω κι έχουν τα συστατικά τους γήινα και στη γη ξαναπέφτουν.


Συ ο ίδιος αποκτάς τα χαρακτηριστικά της μακαριότητας όταν μιμείσαι το Θεό στο μέτρο του φυσικά δυνατού. Κι ας μη νομίσει κανείς πως η ταπεινοφροσύνη πετυχαίνεται με ευκολία και χωρίς κόπο. Το αντίθετο συμβαίνει. Είναι η πιο κουραστική αρετή από οποιαδήποτε άλλη που επιδιώκουμε. Κι αυτό γιατί; Διότι ενώ κοιμάται ο άνθρωπος, που έχει δεχθεί τα σπέρματα του καλού, δέχεται το σπόρο της αντίθετης σποράς από τον εχθρό της ζωής μας και ριζώνει το ζιζάνιο της υπερηφάνειας.


Γιατί μ όποιο τρόπο έρριξε τον εαυτό του στη γη, εκείνος, δηλ. ο διάβολος, με τον ίδιο τρόπο συμπαρέσυρε μαζί του στην κοινή πτώση και το ταλαίπωρο γένος των ανθρώπων. Και δεν υπάρχει κανένα άλλο παρόμοιο κακό για τη φύση μας, όπως το κακό που προέρχεται από την υπερηφάνια. Το πάθος, λοιπόν, της έπαρσης φυτρώνει κατά κάποιο τρόπο μέσα σχεδόν σε κάθε άνθρωπο.


Γι αυτό ο Κύριος από το σημείο αυτό αρχίζει τους μακαρισμούς και ξερριζώνει από το χαρακτήρα μας την υπερηφάνια ως άλλο πρωταρχικό κακό, με το να μας συμβουλεύει να μιμούμαστε Εκείνον, που θεληματικά επτώχευσε και ο Οποίος είναι αληθινά μακάριος. Έτσι θα τραβήξουμε πάνω μας την κοινωνία της μακαριότητας, αφού θα έχουμε εξομοιωθεί με το να πτωχεύσουμε θεληματικά, όσο μπορούμε κι όποιοι κι αν είμαστε. Να έχετε μέσα σας το φρόνημα εκείνο, γράφει ο Απόστολος (Φιλιπ. 2,5 κ. έ.) που είχε κι ο Χριστός, ο Οποίος μολονότι ήταν Θεός, δε θεώρησε κλεμμένο αγαθό το να είναι ίσος με το Θεό, αλλά άδειασε τον εαυτό του από τη θεότητα και πήρε τη μορφή του δούλου.


Τι άλλο πτωχότερο υπάρχει από το να βλέπεις τη μορφή του δούλου στο Θεό; Τι άλλο πιο ταπεινό υπάρχει για το βασιλιά της δημιουργίας από το να έλθει σε επικοινωνία με τη φτωχή μας φύση; Ο Βασιλιάς εκείνων που βασιλεύουν κι ο Κύριος εκείνων που εξουσιάζουν, θεληματικά φοράει το δουλικό σχήμα. Ο Κριτής των πάντων γίνεται υποτελής και πληρώνει φόρο στους δυνάστες. Ο Κύριος της δημιουργίας κατεβαίνει στο σπήλαιο. Δε βρίσκει θέση στο χάνι Εκείνος που περικρατεί τα πάντα, αλλά πετιέται σε μια άκρη μέσα στη φάτνη των αλόγων ζώων. Ο καθαρός κι ακηλίδωτος παίρνει πάνω του το μολυσμό του ανθρώπινου γένους.


Κι αφού περάσει από όλες τις φάσεις την πτωχείας μας, φθάνει και σ αυτή τη δοκιμή του θανάτου. Βλέπετε το μέγεθος της θεληματικής συγκατάβασης; Και γεύεται η ζωή το θάνατο. Ο Κριτής οδηγείται στο δικαστήριο. Ο Κύριος της ζωής των όντων φθάνει, για να ακούσει την απόφαση του δικαστή. Ο Βασιλιάς κάθε υπερκόσμιας δύναμης δεν αποφεύγει τα χέρια των δημίων. Προς αυτό το πρότυπό σου, λέγει ο Απόστολος, να αποβλέπει το μέτρο της ταπεινοφροσύνης σου.





ΚΕΙΜΕΝΟ 3. «Μακάριοι είναι οι πραείς γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη»


Όσοι ανεβαίνουν προς τα ψηλότερα χρησιμοποιώντας κάποια σκάλα, αφού ανεβούν το πρώτο σκαλοπάτι, πατούν σϳ αυτό και ανέρχονται στο παραπάνω, και πάλι το δεύτερο προωθεί τον ανερχόμενο στο τρίτο κι αυτό πάλι στο επόμενο κι αυτό στο μετά απ αυτό. Έτσι ο ανερχόμενος από εκεί που βρίσκεται, ανεβαίνοντας συνεχώς προς το παραπάνω, φθάνει στο ανώτατο σημείο της ανάβασης.


Σε τι αποβλέπω κάνοντας τούτο εδώ το προοίμιο; Νομίζω πως η σειρά των μακαρισμών είναι βαλμένη σαν τα σκαλοπάτια και με τον καθένα από αυτούς κάνει εύκολη την ανάβαση με τη βοήθεια του λόγου. Γιατί, εκείνον που ανέβηκε με τη διάνοια τον πρώτο μακαρισμό, τον περιμένει ο επόμενος, από κάποια αναπόφευκτη συνέπεια των νοημάτων, έστω κι αν φαίνεται παράδοξος ο λόγος στην πρώτη ματιά. Γιατί ίσως ισχυρισθεί ο ακροατής το εξής: Είναι δυνατόν, όπως στη σειρά των σκαλοπατιών, μετά από τη βασιλεία των ουρανών, να έρχεται η κληρονομία της γης;


Αλλά αν έπρεπε να ακολουθήσει ο λόγος τη φυσική σειρά των πραγμάτων, μήπως ήταν συνεπέστερο να προηγηθεί η γη από τον ουρανό, γιατί από εδώ θα γίνει για μας η ανάβαση σε κείνον; Κι όμως αν μπορούσαμε να αναπτερωθούμε κάπως με το λόγο και να σταθούμε πάνω από την επιφάνεια του ουράνιου θόλου, θα βρίσκαμε εκεί την υπερουράνια γη, που απόκειται για να την κληρονομήσουν όσοι ζήσουν έναρετο βίο.


Κι έτσι δε φαίνεται να είναι λανθασμένη η σειρά που ακολουθούν οι μακαρισμοί, όταν ο Θεός στις υποσχέσεις που κάνει για μας, προτάσσει τους ουρανούς και κατόπιν θέτει τη γη. Γιατί αυτό που φαίνεται με τα σωματικά αισθητήρια, συγγενεύει όλο με τον εαυτό του. Ακόμη κι αυτό που φαίνεται υψηλό ως προς την τοπική διάσταση, παρά ταύτα βρίσκεται κάτω από τη νοερή ουσία, το Θεό, που είναι αδύνατο να υπερβεί ο λογισμός, αν δεν ξεπεράσει πρωτύτερα με το λόγο αυτά, που συλλαμβάνουν τα αισθητήρια.


Μην απορείς δε καθόλου, αν ονομάζεται η ανώτατη κατάληξη με την προσωνυμία της γης. Γιατί ο Κύριος που για μας κατέβηκε για το λόγο αυτό, κατεβαίνει στο χαμηλό επίπεδο της δικής μας ακοής, επειδή εμείς δεν είμαστε ικανοί να ανυψωθούμε προς Αυτόν. Και γι αυτό αποκαλύπτει τα ιερά μυστήρια με τις γνωστές σε μας λέξεις και ονομασίες, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις που χρησιμοποιούν καθημερινά οι άνθρωποι (Λουκά 8,9-10). Άλλωστε και με την υπόσχεση που έδωσε πριν από τούτη, βασιλείαν ονόμασε την απερίγραπτη εκείνη μακαριότητα στους ουρανούς.


Επομένως με το λόγο φανέρωσε κάτι παρόμοιο με αυτό που κλείνει μέσα της η επίγεια βασιλεία; Στέμματα δηλ. που αστράφτουν από τις λάμψεις των πολύτιμων λίθων και ανθοκεντημένες πορφύρες, που αφήνουν μιαν ευχάριστη ανταύγεια για τα άπληστα μάτια, και προπύλαια και παραπετάσματα και θρόνους υψηλούς και παρατάξεις στρατιωτών που στέκονται γύρω κρατώντας δόρατα, και όσα άλλα κοντά σ αυτά διεκτράγωδουν γύρω από την υπόθεση αυτή, εκείνοι που επαυξάνουν την αλαζονεία της εξουσίας με αυτά; (Ασφαλώς όχι).


Αλλά επειδή το όνομα της βασιλείας είναι μεγάλο και από τα πιο ζηλευτά ανάμεσα στα ανθρώπινα πράγματα, γι αυτό, χρησιμοποιεί το όνομα για να δηλώσει τα αγαθά που βρίσκονται πολύ ψηλά. Κι αν υπήρχε κάτι άλλο ανώτερο από τη βασιλεία ανάμεσα στους ανθρώπους, ασφαλώς με το όνομα εκείνο κυρίως θα αναπτέρωνε την ψυχή του ακροατή, για να επιθυμήσει την ανέκφραστη μακαριότητα. Γιατί δεν είναι δυνατό να αποκαλυφθούν στους ανθρώπους με δικές τους ονομασίες τα αγαθά εκείνα, που ξεπερνούν την αίσθηση και τη γνώση του ανθρώπου. Γιατί, όπως λέγει ο Απόστολος(Α Κορ. 2,9), «ούτε οφθαλμός είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε καρδιά ανθρώπου επιθύμησε».


Αλλά για να μη διαφύγει τελείως από τη σκέψη η μακαριότητα που ελπίζουμε, ακούμε, ανάλογα με τη δεκτικότητα της ταπεινής μας φύσης, όσα δεν μπορούν να εκφωνηθούν. Η συνωνυμία της γης, λοιπόν, ας μην τραβάει τη σκέψη σου μετά από τους ουρανούς και πάλι στη γη. Αλλά, αν ανυψώθηκες με τον προηγούμενο μακαρισμό προς τον Κύριο και ανέβηκες στο όχημα της ουράνιας ελπίδας, εκείνη της γη σε θέλω να πολυσκέφτεσαι, την οποία δεν την κληρονομούν όλοι, αλλά όσοι θεωρούνται άξιοι της επαγγελίας εκείνης, με κριτήριο την πραότητα που έδειξαν στη ζωή. Νομίζω πως και ο Δαβίδ, για τον οποίο η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι ήταν ο πιο πράος κι ανεξίκακος απ όλους τους συγχρόνους του, με την έμπνευση του αγίου Πνεύματος πρώτα σκέφθηκε και με την πίστη κατάκτησε αυτό που έλπιζε, γι αυτό και είπε: «Πιστεύω ότι θα δω τ αγαθά του Κυρίου στη γη των ζώντων» (Ψαλμ. 26,13). Και δεν νομίζω πως θα απέδιδε ο Προφήτης το όνομα ζώντων στη γη αυτή που βλαστάνει όλα τα θνητά, και πάλι διαλύει μέσα την καθετί που γεννήθηκε απ αυτήν.


Αλλά αναγνωρίζει ως γη ζώντων εκείνην που δεν πάτησε ο θάνατος και στην οποία δρόμος αμαρτωλών δεν ανοίχθηκε και δεν δέχθηκε πάνω της ίχνος κακίας, αυτήν που δεν την όργωσε με το αλέτρι της πονηρίας ο σποριάς των ζιζανίων κι η οποία είναι άγονη σ αγκάθια και σε τριβόλους. Σ αυτήν υπάρχει το νερό που ξεκουράζει, ο χλοερός τόπος κι η πηγή που χωρίζεται στα τέσσερα (Γεν 2,10) και τ αμπέλι που καλλιεργεί ο των όλων Θεός (Ιωάν. 15,1) κι όσα άλλα με παρομοιώσεις ακούμε απϳ τη θεόπνευστη διδασκαλία των Γραφών. 


Αν αντιληφθήκαμε το νόημα της υψηλής γης που φαίνεται πιο πάνω από τους ουρανούς, στην οποία είναι κτισμένη μαζί και η πόλη του βασιλιά, για την οποία λέγονται τα ένδοξα, καθώς λέγει ο Προφήτης (Ψαλμ. 86,3), είναι επόμενο να μην παραξενευόμαστε από τη σειρά που ακολουθούν οι μακαρισμοί. Νομίζω πως θα ήταν αφύσικο, να προοριζόταν τούτη η γη ως ευλογία στις ελπίδες εκείνων, που θα αρπαχτούν στα σύννεφα, καθώς λέγει ο Απόστολος (Α Θεσ. 4,16), για να συναντήσουν τον Κύριο στον αέρα και να μείνουν έτσι για πάντα μαζί με τον Κύριο. Ποια ανάγκη υπάρχει πλέον της κάτω γης για κείνους, που η ζωή τους είναι μετέωρη με τις ελπίδες; Γιατί θα αρπαχτούμε στα σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα κι έτσι θα βρισκόμαστε διαρκώς μαζί με τον Κύριο.


Β. 

Ας δούμε όμως, για ποια αρετή προορίζεται ως βραβείο η κληρονομία της γης εκείνης; Γιατί ισχυρίζεται ότι είναι «Μακάριοι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Τι είναι η πραότητα; Και ως προς τι μακαρίζει την πραότητα ο Κύριος; Γιατί μου φαίνεται ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ως αρετή εξίσου όλα, όσα μπορεί να γίνονται με πραότητα, εκτός και αν υποδηλώνεται με τη λέξη αυτή μόνο η ηρεμία κι η βραδύτητα.


Γιατί ούτε ανάμεσα στους δρομείς είναι καλύτερος ο πράος από το βιαστικό, ούτε ο δυσκίνητος στην πυγμαχία παίρνει το στεφάνι, παλεύοντας με τον αντίπαλο. Αλλά ακόμη κι αν αγωνιζόμαστε για της θεϊκής κλήσης, ο απ. Παύλος μας συμβουλεύει να αυξάνουμε την ταχύτητα, λέγοντας: «Έτσι να τρέχετε βιαστικά για να κερδίσετε» (Αϳ Κορ. 9,24). Επειδή κι ο ίδιος πάντοτε με γοργότερο βήμα έτρεχε προς τα εμπρός, ξεχνώντας όσα άφηνε πίσω του. Κι όταν αγωνιζόταν ήταν ευκίνητος, γιατί διέβλεπε την επίθεση του εχθρού. Και γύρω από τη βάση ήταν ασφαλισμένος και στα χέρια οπλισμένος καλά και δεν άδειαζε το όπλο που κρατούσε στα χέρια στο κενό και στο ανύπαρκτο, αλλά χτυπούσε στα κυριότερα σημεία τον εχθρό και του κατέφερε τα πλήγματα πάνω στο ίδιο του το σώμα.


Θέλεις να μάθεις τις πυγμαχικές ικανότητες του Παύλου; Δες τα τραύματα του εχθρού, δες τις πληγές στο πρόσωπο του αντιπάλου, δες τα σημάδια του νικημένου. Ασφαλώς δε θα αγνοείς τον εχθρό που τον πολεμούσε με τη σάρκα. Αυτήν, δηλ. τη σάρκα του, την πλήγωνε με πυγμές, την ξέσχιζε με τα νύχια της εγκράτειας, νέκρωνε τα μέλη της με την πείνα και τη δίψα και το κρύο και τη γύμνωση. Σ αυτήν χαράσσει τα σημάδια του Κυρίου, την καταβάλλει με το τρέξιμο, αφήνοντάς την πίσω του, για να μη θολώνονται τα μάτια όταν ο εχθρός τρέχει μπροστά.


Αν, λοιπόν, ο απ. Παύλος ήταν ευκίνητος και γρήγορος στους αγώνες και ο Δαβίδ (Ψαλμ. 17,37 κ. έ.) μεγάλωνε τα βήματά του τρέχοντας εναντίον των εχθρών, και ο Νυμφίος στο Άσμα των Ασμάτων (κεφ. 2,8-9) παρομοιάζεται με ζαρκάδι για την ευκινησία του, που πηδάει όρη και βουνά, (και άλλα πολλά παρόμοια μπορεί να πει κανείς, ανάμεσα στα οποία η ταχύτητα ως προς την κίνηση θεωρείται προτιμότερη από την πραότητα) πως εδώ ο Κύριος μακαρίζει την πραότητα σαν απόδειξη κάποιου κατορθώματος;


Γιατί λέγει; «Μακάριοι είναι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Εκείνη βέβαια τη γη που είναι γόνιμη και εύφορη για καλούς καρπούς, που τρέφει το ξύλο της ζωής, που ποτίζεται από τα πολλά νερά των πηγών των πνευματικών χαρισμάτων, στην οποία καλλιεργείται η αληθινή άμπελος της οποίας γεωργός, καθώς ακούμε (Ιωάν.15,1), είναι ο Πατέρας του Κυρίου.


Γ.


Αλλά φαίνεται πως ο Κύριος διδάσκει το εξής: ότι είναι μεγάλη η ευκολία προς το κακό κι ότι εύκολα ρέπει προς το χειρότερο η ανθρώπινη φύση. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα βαριά σώματα που παραμένουν τελείως ακίνητα προς τα άνω, ενώ αν τα κυλίσεις από την κορυφή ενός ψηλού βουνού προς την πλαγιά, φέρονται προς τα κάτω με τόση βοή, επειδή το βάρος τους επαυξάνει την κίνηση και η ταχύτητα γίνεται υπερβολικά μεγάλη. Επειδή, λοιπόν, το απότομο στο κακό είναι πράγμα δυσάρεστο, οπωσδήποτε μακάριο θα ήταν εκείνο που εννοούμε από την αντίθετη πλευρά. Κι αυτό είναι η πραότητα, δηλ. η αργή και δυσκίνητη συνήθεια για τις απότομες κινήσεις της φύσης.


Όπως ακριβώς η φωτιά κινείται με ευκολία, πάντοτε προς τα πάνω φυσικά, ενώ είναι ακίνητη προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι κι η αρετή ενώ είναι γρήγορη προς τα πάνω και τα ψηλότερα και δε μειώνει ποτέ την ταχύτητα, όμως είναι δεμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση.


Επειδή, λοιπόν, πλεονάζει μέσα στη φύση μας η ταχύτητα προς τα κακά, καλώς μακαρίζεται η ηρεμία ως προς αυτά. Γιατί η ησυχία ως προς αυτά είναι απόδειξη της κίνησης προς τα πάνω. Θα ήταν όμως καλύτερα νϳ αποσαφηνίσω το λόγο με τα ίδια τα παραδείγματα της ζωής. Η ροπή της διάθεσης του καθενός είναι διπλή. Κι απαιτεί να πάει προς αυτό που νομίζει από εδώ, προς τη σωφροσύνη, από κει προς την ακολασία. Αυτό που λέμε ξεχωριστά για κάθε είδος αρετής και κακίας, αυτό ας το εννοούμε και γενικότερα. Γιατί διχάζεται εξάπαντος ο ανθρώπινος χαρακτήρας προς τις αντίθετες τάσεις, και διαιρείται ο θυμός προς την αντίθετη επιείκεια, η περηφάνια προς τη μετριοφροσύνη, ο φθόνος προς την εύνοια, η δυσμένεια προς τα συναισθήματα της αγάπης και της ειρήνης.


Επειδή, λοιπόν, η ανθρώπινη ζωή είναι βουτηγμένη στην ύλη, γύρω δε από τα υλικά βρίσκονται τα πάθη και κάθε πάθος έχει σφοδρή και ακατανίκητη την ορμή για την εκπλήρωση της επιθυμίας, (γιατί η ύλη είναι βαριά και φέρεται προς τα κάτω), γι αυτό ο Κύριος μακαρίζει όχι όσους ζουν χωρίς να έχουν πάθη πάνω τους, (γιατί είναι αδύνατο, να επιτευχθεί ο εντελώς αύλος και απαθής βίος μέσα στην υλική ζωή), αλλά μακαρίζει το εφικτό όριο της αρετής μέσα στην εν σαρκί ζωή, κι εννοεί την πραότητα. Και ισχυρίζεται πως είναι αρκετή η πραότητα για την μακαριότητα.


Δε νομοθετεί την ολοκληρωτική απάθεια για τον άνθρωπο. Γιατί δε δείχνει δίκαιο νομοθέτη η επιβολή νόμων τέτοιων, που το βάρος τους είναι ασήκωτο για τη φύση. Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με το να μεταφέρει κάποιος τα ένυδρα ζώα στην εναέρια ζωή, ή, το αντίθετο, μέσα στο νερό, όσα ζουν στον αέρα. Αλλά ο νόμος πρέπει να είναι ανάλογος με την ατομική και τη φυσική δύναμη.


Γι αυτό και ο μακαρισμός επιβάλλει τη μετριοφροσύνη και την πραότητα, όχι την πλήρη απάθεια. Γιατί αυτή, η πλήρης απάθεια, βρίσκεται έξω από τα όρια της φύσης, ενώ η πραότητα κατορθώνεται με την αρετή. Αν ο μακαρισμός καθόριζε την αταραξία της επιθυμίας, η ευλογία αυτή θα ήταν ανώφελη κι άχρηστη για τη ζωή. Γιατί ποιος θα μπορούσε να φτάσει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που είναι ζυμωμένος με σάρκα και αίμα; Εδώ όμως ισχυρίζεται πως είναι αξιοκατάκριτος όχι όποιος επιθυμεί κάτι συμπτωματικά, αλλά εκείνος που εκ προμελέτης σέρνει πάνω του το πάθος. Γιατί το να γεννηθεί μέσα σου συμπτωματικά μια τέτοια επιθυμία κάποτε, πολλές φορές το προκαλεί αθέλητα η ανάμικτη με την ανθρώπινη φύση αδυναμία. Το να μην παρασυρθείς όμως από την ορμή του πάθους, σαν από άλλο χείμαρρο, αλλά να αντισταθείς σαν άνδρας σϳ αυτή την επιθυμία και με τις σκέψεις να αποκρούσεις το πάθος, αυτό είναι έργο της αρετής.






ΚΕΙΜΕΝΟ 4. Μακάριοι οι πενθούντες


Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πρώτα τι ακριβώς είναι αυτό το πένθος στην ανθρώπινη ζωή και από ποια στοιχεία αποτελείται. Είναι φανερό σ όλους ότι πένθος είναι η μελαγχολική διάθεση της ψυχής, που προέρχεται από τη στέρηση κάποιου αγαθού. Αυτή η μελαγχολία δε βρίσκει τόπο ν αναπτυχθεί σ εκείνους που ζουν μέσα σε ψυχική γαλήνη.


Όταν π.χ. ευημερεί κάποιος στη ζωή του, κι όλα τα πράγματα πάνε γι αυτόν καλά. Ευφραίνεται με τη γυναίκα του, χαίρεται με τα παιδιά του, είναι ασφαλισμένος με τη συμμαχία των αδελφών, είναι σεβαστός στην αγορά, τον εκτιμούν οι άρχοντες, τον φοβούνται οι εχθροί του, τον υπολογίζουν οι υπάλληλοι, είναι ευπρόσδεκτος από τους φίλους, στολίζεται με τον πλούτο, είναι διασκεδαστικός, ευχάριστος, δεν έχει λύπες, είναι δυνατός στο σώμα. Κατέχει όλα εκείνα που θεωρούνται πολύτιμα αγαθά σ αυτό τον κόσμο.


Αυτός ασφαλώς λάμπει υπερβολικά από χαρά και ευφραίνεται για καθένα από όσα έχει. Αν όμως κάποια αλλαγή άγγιζε αυτή την ευημερία, προκαλώντας από κάποια κακή σύμπτωση, ή το χωρισμό από τους προσφιλείς, ή την καταστροφή των υπαρχόντων, ή κάποια αναπηρία στη σωματική ακεραιότητα, τότε, με την αφαίρεση εκείνου που προκαλεί την ευφροσύνη, γεννιέται η αντίθετη διάθεση. Αυτήν ονομάζουμε πένθος.


Είναι, λοιπόν, αληθινός ο χαρακτηρισμός που σ αυτό έχει αποδοθεί. Και σύμφωνα μ αυτόν, πένθος είναι το οδυνηρό αίσθημα που προέρχεται από τη στέρηση εκείνων που ευφραίνουν τον άνθρωπο.


Αν καταλάβαμε τι είναι το ανθρώπινο πένθος, ας πάρουμε ως οδηγό τα γνωστά για τα άγνωστα. Έτσι θα μάθουμε ποιο είναι το πένθος που μακαρίζει ο Κύριος και στο οποίο επακολουθεί η παρηγοριά. Γιατί αν η στέρηση των αγαθών, που εδώ αποκτούμε, προκαλεί το πένθος, κανείς δε θα θρηνούσε την απώλεια αυτού που αγνοεί. Πρέπει να γνωρίσουμε πρωτύτερα αυτό το ίδιο το αγαθό, τι ακριβώς είναι αληθινά, κι έπειτα να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε την ανθρώπινη φύση. Γιατί έτσι θα γίνει να πετύχουμε το πένθος που μακαρίζεται.


Ας πάρουμε το παράδειγμα δύο ανθρώπων που ζουν στο σκοτάδι. Ο ένας απ αυτούς γεννιέται στο σκοτάδι. Ο άλλος, συνηθισμένος ν απολαμβάνει το φως έξω, κλείνεται στο σκοτάδι από κάποια κακή ενέργεια. Η συμφορά του σκότους δε θα πλήξει και τους δύο εξίσου. Γιατί ο ένας γνωρίζει τι έχει στερηθεί και θεωρεί σοβαρή την απώλεια του φωτός. Ενώ ο άλλος που δεν ένιωσε ποτέ αυτή τη χαρά, θα ζήσει χωρίς λύπη, και θα σκέπτεται πως δεν έχασε κανένα από τα αγαθά, επειδή τρέφεται μέσα στο σκοτάδι.


Γι αυτό το λόγο η επιθυμία ν απολαύσει το φως, θα οδηγήσει εκείνον μεν στο να επινοήσει τον τρόπο με τον οποίο θα δει και πάλι το φως, που στερήθηκε εξαιτίας της κακής του ενέργειας. Ενώ ο άλλος θα γεράσει τελείως ζώντας μέσα στο σκοτάδι, επειδή δε γνώρισε το καλύτερο, και θα θεωρεί αγαθό για τον εαυτό του αυτό που κατέχει, δηλ. το σκοτάδι.


Το ίδιο ισχύει και με την έννοια που έχουμε μπροστά μας. Εκείνος που μπόρεσε να δει το αληθινό αγαθό, κι έπειτα κατανόησε την φτώχεια της ανθρώπινης φύσης, θα νιώθει οπωσδήποτε την ψυχή του δυστυχισμένη. Και θα πενθεί γιατί η παρούσα ζωή δε βρίσκεται μέσα σε κείνο το αγαθό. Νομίζω, λοιπόν, ότι ο Κύριος δε μακαρίζει τη λύπη, αλλά τη γνώση του αγαθού, στην οποία έρχεται ως επακόλουθο το πάθος της λύπης, επειδή δεν υπάρχει στη ζωή το αγαθό που ζητάμε.


Β.


Στη συνέχεια πρέπει να εξετάσουμε τι ακριβώς είναι εκείνο το φως, με το οποίο φωτίζεται τούτη η σκοτεινή σπηλιά της ανθρώπινης φύσης στη παρούσα ζωή. Μήπως όμως η επιθυμία στοχεύει το ακατόρθωτο και το ακατάληπτο; Γιατί, υπάρχει άραγε μέσα μας ο κατάλληλος λογισμός, για να ερευνήσει τη φύση αυτού που ζητάμε; Ποια έννοια απ αυτές των ονομάτων και των λέξεων είναι ικανή, για να μας δώσει το ισάξιο νόημα του υπερκείμενου φωτός; Πώς να ονομάσω το αθέατο; Πώς να περιγράψω το άυλο; Πώς να παρουσιάσω αυτό που δεν έχει μορφή; Πώς να προσδιορίσω αυτό που δεν έχει μέγεθος, δεν έχει ποσό, δεν έχει χαρακτήρα, δεν έχει σχήμα; Αυτό που δε βρίσκεται ούτε σε τόπο, ούτε σε χρόνο; Αυτό που είναι έξω από κάθε διάβαση, από κάθε φανταστική περιγραφή. Έργο του είναι η ζωή κι η ύπαρξη όλων όσα νοούνται ως προς το αγαθό. Γύρω απ αυτό θεωρείται κάθε υψηλή έννοια και ονομασία: θεότητα, βασιλεία, δύναμη, αιωνιότητα, αφθαρσία, και χαρά και αγαλίαση κι ό,τι άλλο υψηλό υπάρχει και νοείται και λέγεται.


Πως είναι δυνατό και με ποιες σκέψεις να έλθει μπροστά μας αυτό το αγαθό μας, που είναι θεατό και δε βλέπεται; Αυτό που χορηγεί τη ζωή στα όντα; Ενώ αυτό μένει πάντοτε το ίδιο και δεν έχει ανάγκη να δημιουργηθεί;


Γ.


Αλλά για να μην κουράζεται μάταια ο νους, με το να απλώνεται στο άπειρο, θα σταματήσουμε να περιεργαζόμαστε τη φύση των υπερκειμένων αγαθών, γιατί είναι αδύνατο να την κατανοήσουμε. Από όσα εξετάσαμε, σχηματίσαμε κάποια έννοια του μεγέθους τους, και τόσο μόνο κερδίσαμε, όσο να μην μπορέσουμε μ αυτό να κατανοήσουμε αυτό που ζητάμε. Κι όσο ανώτερο από τη γνώση μας πιστεύουμε πως είναι κατά τη φύση του το αγαθό, τόσο περισσότερο επαυξάνουμε το πένθος μας γι αυτά, επειδή το αγαθό, από το οποίο έχουμε χωρισθεί, είναι τέτοιο και τόσο μεγάλο, ώστε να μην μπορούμε να βαστάσουμε ούτε τη γνώση του.


Κι όμως κάποτε οι άνθρωποι βρισκόμαστε σε τέτοια κοινωνία με το Θεό, που ξεπερνάει κάθε δύναμη ικανή για να καταλαβαίνει. Και τόσο βαθιά μέσα στη φύση μας βρισκόταν το αγαθό εκείνο, που είναι πάνω από κάθε έννοια, ώστε, διαμορφωμένος σύμφωνα με την πρωτότυπη εικόνα, από την πανομοιότυπη εξομοίωση να φαίνεται πως είναι άλλος άνθρωπος. Γιατί όσα σκεπτόμαστε τώρα με το νου για το αγαθό, όλα αυτά υπήρχαν και στον άνθρωπο. Είχε δηλ. ο άνθρωπος και την αφθαρσία και τη μακαριότητα και την αυτοκυριαρχία και την ελευθερία. Δεν είχε τη λύπη και τις φροντίδες της ζωή. Και βρισκόταν πιο κοντά στο Θεό, και με την καθαρή κι ελεύθερη από κάθε προπέτασμα διάνοια έβλεπε το αγαθό.


Όλα αυτά υπαινίσσεται σε μας ο λόγος της δημιουργίας του κόσμου με λίγα λόγια, όταν λέγει ότι ο άνθρωπος πλάσθηκε κατ εικόνα του Θεού, και ότι ζούσε στον Παράδεισο κι απολάμβανε τα εκεί φυτεμένα δένδρα. Των δένδρων δε εκείνων καρπός ήταν η ζωή κι η γνώση και τα παρόμοια.


Αν υπήρχαν σε μας αυτά, πως είναι δυνατό να μη θρηνήσεις για τη συμφορά, όταν παραβάλεις και συγκρίνεις την τότε μακαριότητα με τη σημερινή αθλιότητα; Αυτός που ήταν υψηλός, ταπεινώθηκε. Αυτός που πλάσθηκε σύμφωνα με την εικόνα του επουρανίου, έγινε γη. Ο προορισμένος να βασιλεύει έγινε δούλος. Ο δημιουργημένος αθάνατος, καταστράφηκε από το θάνατο. Αυτός που απολάμβανε την τρυφή του Παραδείσου, μεταφέρθηκε σε τούτο το νοσηρό και κουραστικό μέρος. Ο σύντροφος της απάθειας την αντάλλαξε με τούτη την κουραστική και θνητή ζωή. Ο ελεύθερος κι αυτόνομος έχει τώρα κυριευθεί από τέτοια και τόσα κακά, ώστε να μην είναι εύκολη ούτε η απαρίθμηση των τυράννων μας. Γιατί καθένα από τα πάθη, που έχουμε μέσα μας, όταν επικρατήσει, εξουσιάζει αυτόν που υποδουλώθηκε.


Κι όπως ένας τύραννος, άμα καταλάβει την ακρόπολη της ψυχής, κακοποιεί τους υπηκόους με τους ίδιους τους υποδουλωμένους, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά ως υπηρέτες τους λογισμούς μας προς το συμφέρον του έτσι ο θυμός, έτσι ο φόβος, η δειλία, η θρασύτητα, το πάθος της λύπης και της χαράς, το μίσος, η φιλονικία, η ασπλαχνία, η σκληρότητα, ο φθόνος, η κολακεία, η μνησικακία, η απονιά κι όλα τα πάθη, που εννοούνται από την αντίθεσή τους προς εμάς, είναι μια απλή απαρίθμηση μερικών τυράννων κι εξουσιαστών, που υποτάσσουν στην εξουσία τους την ψυχή σαν αιχμάλωτη.


Αν θελήσει κανείς να σκεφθεί και τις σωματικές συμφορές, που έχουν συμπλεχθεί και στριφογυρίζουνε με τη φύση μας, εννοώ τις ποικίλες και παντοειδείς μορφές των ασθενειών, από τις οποίες αρχικά δεν είχε πείρα ο άνθρωπος, θα πλεονάσει πολύ περισσότερο το δάκρυ, βλέποντας παράλληλα τα λυπηρά και τα αγαθά και συγκρίνοντας τα κακά με τα καλύτερα.


Τούτο, λοιπόν, φαίνεται να διδάσκει ο Κύριος με τρόπο μυστικό, όταν μακαρίζει το πένθος, το να προσβλέπει δηλ. η ψυχή προς το αληθινό αγαθό και να μην καταποντίζεται μέσα στην πραγματική ψευτιά της ζωής. Γιατί δεν είναι δυνατόν ούτε να ζήσει χωρίς δάκρυα όποιος εξετάζει με προσοχή τα πράγματα, ούτε να νομίζει, όποιος έχει απορροφηθεί από τις ηδονές του βίου, πως είναι βυθισμένη στα λυπηρά, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε αυτό στα άλογα ζώα. Γι αυτά είναι άθλια η σωματική τους κατασκευή. 


Γιατί τι είναι αθλιότερο από τη στέρηση του λόγου; Αυτά δεν έχουν καμία αίσθηση της συμφοράς τους, αλλά η ζωή τους κυλάει με κάποια ηδονή. Ο ίππος π.χ. χλιμιντρίζει περήφανα, κι ο ταύρος διασκορπίζει τη σκόνη με τα πόδια του, το γιουρούνι σηκώνει το τρίχωμα της ράχης, τα σκυλιά παίζουν, τα μοσχάρια πηδούν εδώ κι εκεί. Είναι δυνατό να δεις σε καθένα από τα ζώα, να δείχνει την ηδονή μέσα από μερικά σημάδια. Σ αυτά τα ζώα, αν υπήρχε η κατανόηση της αξία του λόγου, δεν θα περνούσαν την άλαλη και άθλια ζωή τους μέσα στην ηδονή. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους τους ανθρώπους, που δεν έχουν καμιά επίγνωση των αγαθών, τα οποία έχει αποστερηθεί η φύση μας. Γι αυτούς η διασκέδαση της παρούσας ζωής βρίσκεται στην ηδονή






ΚΕΙΜΕΝΟ 5. Μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνη


«Μακάριοι είναι όσοι πεινούν και διψούν τη δικαιοσύνη, γιατί αυτοί θα χορτασθούν», λέγει, και νομίζω πως αυτό που λέγεται έχει αυτό περίπου το νόημα. Καμιά από τις επιδιώξεις της ηδονής στη ζωή δε χορταίνει κείνους που την επιδιώκουν, αλλά καθώς λέγει κάπου η Γραφή παραβολικά «η ασχολία με τις ηδονές είναι πιθάρι τρύπιο» (Παροιμ. 23,27). Αυτό πάντοτε το κατακλύζουν με προθυμία όσοι καταγίνονται μ αυτές, καταβάλλοντας έναν κόπο απλήρωτο κι ακόρεστο.


Γιατί ναι μεν πάντοτε κάτι ρίχνουν μέσα στο βυθό της επιθυμίας, κι επισωρεύουν αυτό που προκαλεί την ηδονή, αλλά δεν κατορθώνουν να χορτάσουν την επιθυμία. Ποιος έμαθε το όριο της φιλαργυρίας, με το ότι απόκτησαν οι φιλάργυροι αυτό που επιδίωκαν; Ποιος από τους δοξομανείς ικανοποιήθηκε με το να πετύχει αυτά για τα οποία αγωνιζόταν; Κι εκείνος που ρούφηξε την ηδονή με ακροάματα και θεάματα, ή με τη μανία και τη λύσσα γύρω από τη γαστέρα, τι βρήκε να του έχει απομείνει απ αυτή την απόλαυση; Αλλά κι η κάθε μορφή ηδονής, που ικανοποιείται με το σώμα, μόλις προσεγγίσει, αμέσως δεν χάνεται χωρίς να παραμείνει σ αυτούς που άγγιξε ούτε για ελάχιστο χρόνο;


Αυτή λοιπόν, τη μεγάλη αλήθεια μαθαίνουμε από τον Κύριο, ότι μόνο η προσπάθεια που καταβάλλεται από μας για την αρετή είναι κάτι το σταθερό και πραγματικό. Όποιος πέτυχε κάτι από τα μεγάλα, όπως είναι η σωφροσύνη, ή η μετριοφροσύνη, ή η ευσέβεια προς το Θεό, ή κάποιο άλλο από τα μεγάλα κι ευαγγελικά διδάγματα, δε δοκιμάζει παροδικά κι ακατάστατα την ευχαρίστηση για καθεμιά από τις επιτυχίες, αλλά την έχει εγκαταστήσει για να διαμένει μόνιμα και να παρατείνεται μαζί του σ όλο το διάστημα της ζωής του. 


Και γιατί όλα αυτά; Διότι είναι δυνατόν αυτά να ενεργούν πάντοτε και δεν υπάρχει καμιά περίοδος σ όλο το διάστημα της ζωής, που να προκαλεί τον κορεσμό της αγαθής ενέργειας. Γιατί κι η σωφροσύνη κι η καθαριότητα κι η σταθερότητα γενικά στο αγαθό, κι η έλλειψη κάθε επαφής με το κακό, ενεργείται πάντοτε, εφόσον κανείς αποβλέπει προς την αρετή κι έχει την ευχαρίστηση που παρατείνεται μαζί με την ενέργεια.


Όσοι όμως έχουν ξεχυθεί στις παράλογες επιθυμίες, ακόμη κι αν έχουν συνεχώς στραμμένη την ψυχή τους προς την ακολασία, δε νιώθουν πάντοτε την ηδονή. Γιατί τη λαιμαργία π.χ. για το φαγητό τη σταματάει ο κορεσμός, κι η ηδονή που δοκιμάζει ο πότης σβήνει μαζί με τη δίψα. Με τον ίδιο τρόπο και τ άλλα χρειάζονται κάποιο χρόνο και κάποιο διάλειμμα να μεσολαβήσει, για να εξασθενίσει η επιθυμία από τον κορεσμό και την ηδονή, ώστε να επανέλθει και πάλι η όρεξη εκείνου που προκαλεί την ηδονή. Η απόκτηση όμως της αρετής, σ όσους εγκατασταθεί σταθερά για μια φορά, δεν μετριέται με το χρόνο, ούτε διακόπτεται από τον κορεσμό.


Αλλά σ αυτούς που ζουν ενάρετα, πάντοτε κάνει τα αγαθά της αισθητά, καθαρά, νέα και δυνατά. Γι αυτό ο Κύριος υπόσχεται σ αυτούς που πεινούν το χορτασμό. Ένα χορτασμό όμως που ανοίγει την όρεξη και δεν την σβήνει με τον κορεσμό.





Αυτό είναι, λοιπόν, εκείνο που διδάσκει ο Κύριος μιλώντας από το ψηλό όρος των εννοιών, δηλ. το να μη απασχολούμε την επιθυμία μας περισσότερο με κανένα από κείνα, που δεν οδηγούν πουθενά, όσους επιδιώκουν αυτά κι η επιδίωξή τους είναι ματαιοπονία κι ανοησία. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με κείνους που κυνηγούν την κορυφή της σκιάς τους. Γι αυτούς ο δρόμος είναι ατελείωτος, γιατί αυτό που κυνηγούν απομακρύνεται σιγά – σιγά μαζί με κεινον που τρέχει από κοντά. Αλλά μας διδάσκει να στρέψουμε την όρεξή μας σε κείνα που η επιδίωξή τους γίνεται κτήμα αυτού που τα επιδιώκει. Γιατί όποιος επιθυμεί την αρετή, κάνει κτήμα του το αγαθό, βλέποντας μέσα του αυτό που επιθύμησε.


Είναι, λοιπόν, μακάριος αυτός που πείνασε τη σωφροσύνη, γιατί θα χορτάσει καθαρότητα. Κι ο χορτασμός, όπως είπαμε, δεν προκαλεί την αποστροφή προς την όρεξη, αλλά την αύξηση, και αυξάνονται μαζί και τα δύο εξίσου ανάμεσά τους. Γιατί την επιθυμία της αρετής επακολούθησε η απόκτηση αυτού, που είναι το αντικείμενο της επιθυμίας. Και το αποκτημένο αγαθό, έφερε μαζί του για χάρη της ψυχής ατελείωτη τη χαρά. Γιατί είναι τέτοια η φύση αυτού του αγαθού, δηλ. της αρετής, που υπερευφραίνει εκεινον, ο οποίος την απολαμβάνει όχι μόνο στιγμιαία, αλλά προσφέρει συνεχή τη χαρά σ όλη τη διάρκεια του χρόνου. Γιατί η ανάμνηση των περασμένων που έχουν βιωθεί σωστά, ευχαριστεί εκείνον, ο οποίος τα πέτυχε. Αλλά και στο παρόν, όταν η ζωή διανύεται μέσα στην αρετή, όπως επίσης κι η προσδοκία της ανταμοιβής, που κι αυτή δε νομίζω πως είναι καμιά άλλη παρά η ίδια και πάλι η αρετή, αυτή είναι και έργο εκείνων που την κατορθώνουν, αλλά συγχρόνως γίνεται και βραβείο για τα κατορθώματα






ΚΕΙΜΕΝΟ 6. Μακάριοι οι ελεήμονες


Νομίζω ότι θεοποιεί κατά κάποιο τρόπο, όσους ακούν, και κατανοούν το λόγο με τη διδασκαλία του μακαρισμού, που ως συνέχεια έχουμε μπροστά μας. Γιατί λέγει: «Μακάριοι είναι όσοι ελεούν, γιατί αυτοί θα ελεηθούν». Γνωρίζω ότι σε πολλά σημεία της αγία Γραφής οι άγιοι προσφωνούν το Θεό με το όνομα του ελεήμονος. Έτσι ονομάζει το Θεό ο Δαβίδ στους ψαλμούς κι ο Ιωνάς στην προφητεία του κι ο μεγάλος Μωυσής σε πολλά σημεία της νομοθεσίας του.


Αν, λοιπόν, ταιριάζει στο Θεό η προσωνυμία του ελεήμονος, τι άλλο από θεό σε προσκαλεί ο λόγος να γίνεις και να πάρεις σχεδόν σαν μορφή το γνώρισμα του Θεού; Γιατί αν ο Θεός αποκαλείται ελεήμων από την αγία Γραφή και το αληθινά μακάριο είναι η θεότητα, γίνεται φανερό το νόημα από τη συνέχεια. Αν γίνει δηλ. ελεήμων ακόμη κι ένας άνθρωπος, γίνεται άξιος της θείας μακαριότητας, αφού κατάκτησε αυτό το γνώρισμα, με το οποίο προσδιορίζεται ο Θεός. « Ο Κύριος είναι ελεήμων και δίκαιος και ο Θεός μας ελεεί» (Ψαλμ. 114,5).


Πως είναι δυνατό, λοιπόν, ο άνθρωπος να μην ονομασθεί, και να μη γίνει μακάριος, όπως ονομάζεται ο Θεός, δια των έργων; Αλλά κι ο θείος Απόστολος μας συμβουλεύει με τα δικά του λόγια να ζηλεύουμε τα μεγαλύτερα χαρίσματα (Α Κορ. 12,31). Ο σκοπός όμως για μας δεν είναι να μεταπεισθούμε για να επιθυμούμε τα καλά. Γιατί αυτό είναι έμφυτο στην ανθρώπινη φύση, να ρέπει δηλ. προς το καλό.






Αλλά ο σκοπός είναι πώς να μην κάνουμε λάθος στην κρίση μας για το καλό. Γιατί σ αυτό κυρίως το θέμα σφάλλει ο άνθρωπος, στο να μην μπορεί να κατανοήσει σωστά ποιο είναι το φύσει καλό και ποιο παρουσιάζεται ως καλό με τρόπο απατηλό. Γιατί αν η κακία πρόβαλλε απροκάλυπτη στη ζωή και δεν είχε το επίχρισμα του καλού με κάτι το φανταχτερό, δε θα παραδινόταν σ αυτήν ο άνθρωπος θεληματικά.


Μας χρειάζεται, λοιπόν, η σύνεση, για να κατανοήσουμε το ρητό που έχουμε μπροστά μας. Κι αφού μάθουμε το αληθινό κάλλος που βρίσκεται μέσα στο νόημα του ρητού, μακάρι να διαμορφώσουμε το χαρακτήρα μας σύμφωνα μ αυτό. Γιατί ναι μεν βρίσκεται μέσα σ όλους τους ανθρώπους κατά τρόπο φυσικό ή έννοια περί του Θεού, στην άγνοια όμως του Θεού που αληθινά υπάρχει, οφείλεται το σφάλμα ως προς αυτό που επιζητούμε.


Για μερικούς π.χ. είναι σεβαστή η αληθινή θεότητα, που φαίνεται στον Πατέρα και στον Υιό και στο άγιο Πνεύμα. Άλλοι όμως παρασύρθηκαν σε αβάσιμες υποθέσεις, υποθέτοντας ότι η θεότητα βρίσκεται στα κτίσματα. Γι αυτό κι η παραμικρή εκτροπή από την αλήθεια ανοίγει το δρόμο προς την ασέβεια. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το μακαρισμό που μελετάμε. αν δεν συλλάβουμε το αληθινό νόημά του, δε θα είναι μικρή η ζημιά που θα πάθουμε, αν αστοχήσουμε στην αλήθεια.


Η κοινωνική διάσταση της ελεημοσύνης


Αν δεν έδωσα παραστατικά το ακριβές νόημα του ελέους, ίσως μπορέσω να το ερμηνεύσω σαφέστερα με άλλον ορισμό. Έλεος είναι η από αγάπη συμπάθεια σε όσους υποφέρουν, για τα δυσάρεστα που τους βρίσκουν. Κι όπως η σκληρότητα κι η θηριωδία έχουν τις αφορμές τους στο μίσος, κάπως έτσι κι από την αγάπη ξεφυτρώνει το έλεος, που δε γεννιέται παρά μόνο απ αυτήν. Κι αν κάποιος εξετάσει σωστά το χαρακτήρα του ελέους, θα βρει αυξημένη τη διάθεση της αγάπης, ανάμικτη με το πάθος της λύπης. Γιατί η συμμετοχή στα καλά επιδιώκεται εξίσου απ όλους, κι από τους εχθρούς κι από τους φίλους.


Το να θέλεις όμως να κοινωνήσεις στα θλιβερά, αυτό είναι γνώρισμα εκείνων που υπερισχύουν στην αγάπη. Επί πλέον αναγνωρίζεται από όλους εκείνους που μελετούν αυτή τη ζωή, ότι το άριστο είναι η αγάπη. Ένταση δε της αγάπης είναι το έλεος. Συνεπώς είναι μακάριος κυρίως εκείνος που κρατάει την ψυχή του σε μια τέτοια κατάσταση, ώστε να αγγίζει το ανώτατο ως προς την αρετή. Κι ας μη βλέπει κανείς την αρετή μόνο στα υλικά. Γιατί έτσι δε θα ήταν γενικά κατορθωτή, εκτός από κείνον που θα είχε κάποια δυνατότητα να ευεργετεί.


Νομίζω όμως πως είναι περισσότερο δίκαιο, να διακρίνουμε το έλεος μέσα στην προαίρεση. Γιατί κι εκείνος που θέλησε μόνο κι εμποδίσθηκε να φθάσει στο καλό από αδυναμία, δεν υστερεί καθόλου ως προς τη διάθεση της ψυχής, από κείνον που έδειξε έμπρακτα τη διάθεση.


Αν κοιτάξει κανείς το νόημα του μακαρισμού απϳ αυτή την πλευρά, θα είναι ίσως περιττό να αναπτύξω πόσο θα είναι το κέρδος για τη ζωή, αφού και στα νήπια είναι τελείως φανερά τα όσα πετυχαίνονται στη ζωή με αυτή τη συμβουλή. Γιατί αν υποθέσουμε πως αναπτυσσόταν σ όλους αυτός ο φιλικός δεσμός της ψυχής προς εκείνον που μειονεκτεί, δε θα υπήρχε πια αυτό που υπερέχει κι εκείνο που μειονεκτεί. Δε θα διαφοροποιείται πια η ζωή προς τα αντίθετα ονόματα. Δε θα στενοχωρήσει η πείνα τον άνθρωπο. Δε θα τον ταπεινώσει η δουλεία. Δε θα τον λυπήσει η περιφρόνηση. Γιατί όλα θα είναι κοινά σ όλους.


Ίση μεταχείριση από το νόμο και ίσα δικαιώματα στο λόγο παρέχονται στη ζωή των ανθρώπων. Θεληματικά εξισώνεται ο κυβερνήτης προς το κατώτερο. Αν γινόταν αυτό, δε θα απέμενε πια καμιά αφορμή αποστροφής. Ο φθόνος μένει αργός, το μίσος νεκρώνεται, εκτοπίζεται η μνησικακία, το ψέμα, η απάτη, ο πόλεμος. Όλα αυτά γεννιόνται από την επιθυμία του περισσότερου. Όταν όμως εξορισθεί η άσπλαγχνη διάθεση, μαζί της ξερριζώνονται δίχως άλλο, σαν από κάποια κακή ρίζα, και τα βλαστάρια της κακίας. Με το διώξιμο δε των πονηρών, εισέρχεται, αντί γι αυτά, ο πίνακας των αγαθών, η ειρήνη κι η δικαιοσύνη κι όλη η σειρά, εκείνων που εννοούμε προς το καλύτερο.


Μπορεί να υπάρξει μεγαλύτερη ευτυχία, από του να έχουμε ασφαλίσει έτσι το βίο μεταξύ μας, χωρίς να εμπιστευόμαστε πια την ασφάλεια της ζωής μας σε αμπάρες και σε πέτρες; Γιατί, όπως διαθέτει ο σκληρός κι απάνθρωπος για τον εαυτό του δυσμενώς εκείνους που έλαβαν πείρα της αγριότητάς του, έτσι αντίθετα παίρνουμε ευνοϊκή στάση προς τον ελεήμονα, επειδή το έλεος φυσικά γεννάει την αγάπη μέσα σϳ εκείνους που μετέχουν σϳ αυτό. Συνεπώς, όπως απόδειξε ο λόγος, το έλεος είναι πατέρας της εύνοιας, ασφάλεια της αγάπης, συνδετικός κρίκος κάθε φιλικής διάθεσης. Απ αυτή την ασφάλεια τι άλλο ασφαλέστερο θα μπορούσε να επινοηθεί ως προς τη ζωή; Ώστε δικαιολογημένα μακαρίζει ο Κύριος τον ελεήμονα, αφού αποκαλύπτονται τόσα αγαθά μ αυτό το όνομα.





Αλλά το ότι είναι ωφέλιμη αυτή η συμβουλή για το βίο, κανείς δεν το αγνοεί. Εγώ όμως νομίζω ότι δηλώνει κατά τρόπο μυστικό κάτι περισσότερο κοντά σϳ αυτά, που εύκολα εννοούνται, με τη μελλοντική ανταμοιβή. Γιατί λέγει: «Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν», επειδή η ανταπόδοση του ελέους στους ελεήμονες επιφυλάσσεται για αργότερα.


Ότι σπείρεις, θα θερίσεις


Όσο μπορούμε, λοιπόν, ας αφήσουμε αυτό το εύκολο νόημα, που χωρίς δυσκολία βρίσκεται από τους περισσότερους, κι ας επιχειρήσουμε κατά το δυνατόν να σκύψουμε με το λόγο στο ενδότερο του παραπετάσματος του ναού. «Μακάριοι οι ελεήμονες, γιατί αυτοί θα ελεηθούν».


Δηλ. υπάρχει στο λόγο, να μάθουμε και για κάποια από τις υψηλότερες αλήθειες. Σύμφωνα μ αυτήν ο Θεός, που έπλασε τον άνθρωπο κατά τη δική Του εικόνα, φύτεψε μέσα στη φύση του πλάσματος τις προϋποθέσεις όλων των αγαθών, έτσι ώστε να μην εισάγεται απ έξω, εκ των υστέρων κανένα από τα καλά, αλλά από μας να εξαρτάται αυτό που θέλουμε. Και να εξάγουμε το αγαθό μέσα από τη φύση μας σαν από άλλο θησαυροφυλάκιο. Γιατί από το μερικό διδασκόμαστε για το γενικό.


Μαθαίνουμε δηλ. πως δεν είναι δυνατόν, να ικανοποιήσουμε κάποια από τις επιθυμίες διαφορετικά, παρά μόνο αν εμείς οι ίδιοι χαρίσουμε το αγαθό στον εαυτό μας. Γι αυτό κάπου λέγει ο Κύριος προς τους ακροατές Του: « Η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας», κι ότι «Καθένας που ζητάει παίρνει, κι όποιος ψάχνει βρίσκει, και σϳ όποιον χτυπάει τη θύρα θ ανοιχτεί» (Λουκά 17,21 και Ματθ. 7,8). Για να δείξει ότι, όταν θέλουμε, σε μας εναπόκειται κι από τη θέλησή μας εξαρτάται να πάρουμε αυτό που ποθούμε, και να βρούμε αυτό που ζητούμε, καθώς επίσης και το να βρεθούμε μέσα σ αυτά που επιθυμούμε.


Μαζί μ αυτό το συμπέρασμα βγαίνει κι εκείνο που εννοούμε από την αντίθετη πλευρά. Ότι δηλ. κι η τάση προς το κακό δεν αναπτύσσεται από καμιά εξωτερική ανάγκη που μας πιέζει, αλλά μαζί με την εκλογή του κακού, αρχίζει (το κακό) να υπάρχει, κι έρχεται στην επιφάνεια, όταν το εκλέξουμε. Αυτό από μόνο του, με δική του υπόσταση έξω από τη θέληση πουθενά δε βρίσκεται το κακό να υπάρχει.


Απ αυτά αποδεικνύεται καθαρά η αυτοκυρίαρχη κι ελεύθερη δύναμη, που εναπόθεσε στη φύση των ανθρώπων ο Κύριος της φύσης, με το να έχει εξαρτήσει τα πάντα από τη δική μας τη θέληση, τόσο τα αγαθά όσο και τα κακά. Κι η κρίση του Θεού με αμερόληπτη και δίκαιη απόφαση, που ακολουθεί σύμφωνα με τη δική μας πρόθεση, αποδίδει στον καθένα εκείνο, που θα τύχει ο ίδιος να χορηγεί στον εαυτό του.


Στους μεν, όπως λέγει ο Απόστολος, «που επιζητούν τη δόξα και την τιμή με την υπομονή του αγαθού έργου, ζωή αιώνια. Σ εκείνους δε που δεν πιστεύουν στην αλήθεια, πιστεύουν όμως στην αδικία, οργή και θλίψη» (Ρωμ. 2,7), κι όλα όσα είναι ονόματα της θλιβερής ανταπόδοσης. Γιατί όπως τα τέλεια κάτοπτρα δείχνουν τις όψεις των προσώπων τέτοιες που είναι τα πρόσωπα, χαρωπά μεν όσων είναι χαρούμενοι, μελαγχολικά δε εκείνων που μελαγχολούν και κανείς δε θα κατηγορούσε τη φύση του κατόπτρου, αν εμφανιζόταν μελαγχολικό το είδωλο του πρωτοτύπου από κατάθλιψη, αφού ταυτίζεται με το πρωτότυπο.


Έτσι κι η δίκαιη κρίση του Θεού εξομοιώνεται με τις δικές μας διαθέσεις. Κι όποια είναι τα δικά μας αισθήματα, παρόμοια μας προσφέρει απ τα δικά μας. Γιατί λέγει, «Ελάτε οι ευλογημένοι και Πηγαίνετε οι καταραμένοι». Μήπως υπάρχει σ αυτά κάποια εξωτερική βία, για να προσφέρει με κλήρο τη γλυκιά φωνή σ αυτούς που είναι προς τα δεξιά, και την αυστηρή σ αυτούς που είναι προς τα αριστερά; Δεν απόσπασαν οι μεν το έλεος με όσα έπραξαν, οι δε με το να είναι σκληροί προς τους ομοίους τους, έκαμαν το Θεό σκληρό για τους εαυτούς τους;


Ο πλούσιος, που είχε απλωθεί μέσα στις απολαύσεις, δεν ελέησε το φτωχό Λάζαρο, που για πολύ καιρό εταλειπωρείτο μπροστά στην πόρτα του, γι αυτό στερεί από τον εαυτό του το έλεος, όταν παρακαλεί να ελεηθεί, χωρίς να εισακούεται. Όχι πως θα ήταν απώλεια η μια σταγόνα από την ανεξάντλητη πηγή του παραδείσου, αλλά γιατί η σταγόνα της ελεημοσύνης δεν ανακατεύεται με την σκληρότητα. «Γιατί ποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι;» (Βϳ Κορ. 6,14).


Και πάλι λέγει: «Ό,τι θα σπείρει ο άνθρωπος, αυτό θα θερίσει. Γιατί όποιος σπέρνει στη σάρκα, θερίζει τη φθορά από τη σάρκα, ενώ εκείνος που σπέρνει στο πνεύμα, θα θερίσει από το πνεύμα ζωή αιώνια» (Γαλ. 6,7-8). Νομίζω δε ότι σπορά είναι η ανθρώπινη διάθεση, και θερισμός η ανταμοιβή της διάθεσης. Πολύκαρπο είναι το στάχυ των αγαθών, για όσους εκλέγουν αυτή τη σπορά. Κουραστική η συγκομιδή των αγκαθιών, για όσους έσπειραν δια του βίου τους τα γεμάτα αγκάθια σπέρματα. Γιατί πρέπει να θερίσει κανείς οπωσδήποτε αυτό που έσπειρε. Δε γίνεται διαφορετικά.






KEIMENO 7 Mακάριοι οι καθαροί τη καρδία


Νομίζω πως είναι καλό να πούμε απαραίτητα γιϳ αυτό λίγα λόγια στην αρχή, για να βρούμε το δρόμο στην εξέταση του θέματος που έχουμε μπροστά μας. Τι ακριβώς είναι αυτή καθϳ εαυτήν η θεία φύση κατά την ουσία της, και ξεπερνάει κάθε σκέψη για να την καταλάβουμε, επειδή είναι απρόσιτη και απλησίαστη για τις στοχαστικές σκέψεις. Και για τους ανθρώπους δε βρέθηκε ακόμη καμιά δύναμη για την κατανόηση των ακατάληπτων, ούτε επινοήθηκε καμιά μέθοδος για να κατανοήσουν αυτά που είναι αδύνατον να κατανοηθούν.


Γι αυτό κι ο μέγας Απόστολος αποκαλεί «ανεξιχνίαστους τους δρόμους του Θεού» (Ρωμ. 11,33), φανερώνοντας μ αυτό το λόγο πως είναι απάτητος με συλλογισμούς ο δρόμος εκείνος, που οδηγεί στη γνώση της ουσίας του Θεού. Γιατί κανείς μέχρι τώρα από όσους έχουν προοδεύσει στον ενάρετο βίο, δε μας φανέρωσε με τρόπο καταληπτό κάποιο σημείο για τη γνώση του όντος, που είναι πάνω από τη γνώση. Με το να είναι αυτό που είναι κατά τη φύση, ο πάνω από κάθε φύση, γίνεται καταληπτός και βλέπεται με άλλην έννοια ο αόρατος κι απερίγραπτος.


Κι είναι πολλοί οι τρόποι αυτής της κατανόησης. Μπορείς δηλ. και μέσα από τη σοφία που φαίνεται σε όλα, να δεις με τρόπο στοχαστικό. Εκείνον που δημιούργησε τα πάντα εν σοφία. Όπως κατά κάποιο τρόπο φανερώνεται και στα ανθρώπινα δημιουργήματα νοερά ο δημιουργός του έργου, που έχουμε μπροστά μας, αφού στο έργο έχει αποθέσει την τέχνη του. Αποκαλύπτεται δε όχι η φύση του τεχνίτη, αλλά μόνο η τεχνική γνώση, που ο τεχνίτης αποτύπωσε στο κατασκεύασμα. Έτσι κι όταν βλέπουμε προσεκτικά τον κόσμο μέσα στη δημιουργία, αναπαριστάνουμε μέσα στο νου όχι την έννοια της ουσίας, αλλά της σοφίας Εκείνου, που εποίησε τα πάντα με σοφό τρόπο.


Κι αν συλλογισθούμε την αιτία της δικής μας ζωής, που δεν προήλθε από ανάγκη, αλλά από αγαθή θέληση προχώρησε στο να δημιουργήσει τον άνθρωπο, και πάλι υποστηρίζουμε ότι και μ αυτό τον τρόπο έχει γίνει ορατός ο Θεός, όταν βάλουμε στο νου μας την αγαθότητα κι όχι την ουσία του Θεού.


Έτσι κι όλα τα άλλα, όσα ανυψώνουν το νου προς το καλύτερο και το ανώτερο το αποκαλούμε κατανόηση του Θεού, επειδή καθένα από τα υψηλά νοήματα φέρει στα μάτια μας το Θεό. Γιατί η δύναμη κι η καθαρότητα κι η αιωνιότητα και το ανόθευτο από τα αντίθετα κι όλα τα παρόμοια, αποτυπώνουν στις ψυχές την εικόνα της θείας και υψηλής διάνοιας.


Λοιπόν, με όσα είπαμε, αποδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο και ο Κύριος λέγει την αλήθεια, όταν υπόσχεται ότι ο Θεός θα φανεί σε κείνους που έχουν την καρδιά καθαρή, αλλά κι ο απ. Παύλος δεν ψεύδεται, όταν αποφαίνεται με τα λόγια του, ότι κανείς δεν είδε το Θεό, ούτε και να Τον δει μπορεί. Όμως ο αόρατος κατά τη φύση γίνεται ορατός δια μέσου των ενεργειών, επειδή γίνεται θεατός δια μέσου μερικών που υπάρχουν γύρω απ Αυτόν.Φύγωμεν την του διαβόλου μορφήν, αναλάβωμεν την θείαν εικόνα».


Σχετικά με το πώς είναι δυνατό να γίνεις καθαρός, σου είναι εύκολο να το μάθεις μέσα απ όλη σχεδόν τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Γιατί θα βρίσκεις αποσαφηνισμένο το καθαρκτικό της καρδιάς, όταν ανατρέχεις διαδοχικά στα παραγγέλματά του. Γιατί χωρίζει σε δύο είδη την κακία. Σε κείνη που διαπράττεται με τα έργα και στην άλλη, που συνίσταται στα διανοήματα.


Με τον παλαιό νόμο καταδίκασε αρχικά την αδικία που φανερώνεται με τα έργα. Τώρα δε, έκαμε το νόμο να ελέγχει το άλλο είδος της αμαρτίας. Και δεν τιμωρεί το έργο της πονηρίας, αλλά φροντίζει ώστε να μη γίνει ούτε η αρχή του κακού. Γιατί το να ξερριζώσεις την κακίας από τη θέληση, είναι πολύ σπουδαιότερο από το να αποξενώσεις το βίο από τα πονηρά έργα.


Επειδή η κακία εκδηλώνεται σε πολλά μέρη και με πολλούς τρόπους, το Ευαγγέλιο προσφέρει με τις εντολές ιδιαίτερη θεραπεία σε καθεμία από τις απαγορεύσεις. Κι επειδή ένα πρόχειρο και συνηθισμένο αμάρτημα είναι η οργή σ’ όλη τη διάρκεια του βίου, αρχίζει τη θεραπεία απ’ αυτό που είναι το πιο επικρατέστερο, νομοθετώντας το να μην οργίζεσαι. Διδάχθηκες, λέγει ο Κύριος, από τον παλαιότερο νόμο «να μη φονεύσεις» ( Έξοδ. 20, 15). Τώρα μάθε να διώξεις από την ψυχή σου την οργή εναντίον των συνανθρώπων σου ( Ματθ. 5, 22).


Δεν απαγόρευσε εντελώς την οργή. Γιατί μπορεί κάποτε αυτή η τάση της ψυχής να χρησιμοποιηθεί και προς το καλό. Η εντολή απαγορεύει τελείως το να εξοργίζεσαι κάποτε εναντίον του αδελφού χωρίς κανένα καλό. Γιατί λέγει : « Καθένας που οργίζεται κατά του αδελφού για το τίποτε». Κι η προσθήκη της λέξης « εική» δηλώνει πολλές φορές την επικαιρότητα της χρήσης του θυμού, όταν βράζει το πάθος για τιμωρία της αμαρτίας. Αυτό το είδος της οργής επικυρώνει ο λόγος της Γραφής στο Φινέες, που με τη σφαγή εκείνων που παρανομούσαν, εξιλέωσε το Θεό για την απειλή που κίνησε κατά του λαού.


Με άλλη πάλι εντολή προβαίνει στη θεραπεία των αμαρτημάτων που διαπράττονται με την ηδονή και ξεριζώνει από την καρδιά την άπρεπη επιθυμία της μοιχείας ( Ματθ. 5, 28). Με τον ίδιο τρόπο θα διαπιστώσεις ότι ο Κύριος διορθώνει στη συνέχεια και το καθένα από τα άλλα (αμαρτήματα), αφού με τις εντολές αναφέρεται στην καθεμιά από τις μορφές κακίας.


Εμποδίζει το ν’ αρχίζεις πρώτος τις άδικες ενέργειες, με το να μην συγχωρεί την άμυνα (Ματθ. 5, 39). Διώχνει το πάθος της πλεονεξίας, επιβάλλοντας να δίνεις κι αυτό που σου απόμεινε, με το να αποβάλλεις το ένδυμα για χάρη εκείνου που σου του αφαιρεί (Ματθ. 5, 40). Γιατρεύει τη δειλία, όταν προστάζει να καταφρονείς το θάνατο. Και γενικά θα διαπιστώσεις πως με καθεμιά από τις εντολές, με τον αροτρικό λόγο, σαν με άλλο αλέτρι, οργώνει και ξεριζώνει τις κακές ρίζες των αμαρτωλών από το βάθος της καρδιάς. Μ’ αυτές τις εντολές είναι δυνατό το ξεκαθάρισμα από την καρποφορία των αγκαθιών.


Συνεπώς ευεργετεί τον άνθρωπο και με τα δύο. Και μ’ όσα υπόσχεται το αγαθό και μ’ όσα μας προβάλλει τη διδασκαλία πάνω στο θέμα που εξετάζουμε.


Αν θεωρείς κουραστική την επιδίωξη των αγαθών, σύγκρινέ την προς τον αντίθετο τρόπο ζωής και θα διαπιστώσεις πόσο πιο κουραστική είναι η κακία, αν δεν αποβλέπεις προς το παρόν αλλά προς το μέλλον. Γιατί όποιος άκουσε για τη γέεννα του πυρός, δεν θ’ αποχωρισθεί πια από τις αμαρτωλές ηδονές με κόπο και προθυμία, αλλά του είναι αρκετός ο φόβος που γεννιέται με τις σκέψεις, για να διώξει τα πάθη.


Μπορούμε όμως να καλλιεργήσουμε από δω μια ακόμη πιο σφοδρή επιθυμία, αν κατανοήσουμε μαζί μ’ αυτό που παρασιωπάτε κι εκείνο που εξυπακούεται. Αν δηλ. είναι μακάριοι όσοι έχουν καθαρή την καρδιά, είναι δίχως άλλο δυστυχισμένοι όσοι έχουν υπερβολικά μολυσμένο το νου, γιατί προσβλέπουν στο πρόσωπο του εχθρού. Κι αν τα ίδια τα θεϊκά χαρακτηριστικά εγχαράσσονται στο βίο των ενάρετων, είναι φανερό ότι η ζωή της κακίας γίνεται μορφή και πρόσωπο του εχθρού.


Κι ακόμη, αν ο Θεός ονομάζεται με διάφορες ονομασίες, καθεμιά από τις οποίες εννοείται για το αγαθό, δηλ. φως και ζωή κι αφθαρσία και όσα άλλα είναι της ίδιας κατηγορίας, ασφαλώς από την αντίθετη πλευρά, καθετί που αντιβαίνει σ’ αυτά, θα πάρει την ονομασία του από τον εφευρέτη της κακίας και θα λέγεται σκότος και θάνατος και φθορά κι όσα άλλα είναι συγγενή και της ίδιας μεταξύ τους φύσης.


Τώρα λοιπόν, που ξέρουμε πως διαμορφώνεται κι η κακία κι ο ενάρετος τρόπος ζωής, αφού η προαίρεσή μας στέκεται κυρίαρχη μπροστά στο καθένα απ’ αυτά, σύμφωνα με την ελευθερία που έχει, ας αποστραφούμε το πρόσωπο του διαβόλου, ας αποβάλλουμε το άσχημο προσωπείο, κι ας φορέσουμε πάνω μας και πάλι τη θεία εικόνα. ¨Ας γίνουμε καθαροί στην καρδιά, για να γίνουμε μακάριοι, αφού θα έχει μορφωθεί μέσα μας με τον καθαρό βίο η θεία εικόνα εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Σ’ Αυτόν ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.






ΚΕΙΜΕΝΟ 8. «Μακάριοι είναι όσοι ειρηνεύουν, γιατί αυτοί θα ονομασθούν παιδιά του Θεού»


Ο Μωυσής ήταν για τους Ισραηλίτες ο νομοθέτης που κατασκεύασε την ιερή σκηνή του μαρτυρίου, σύμφωνα με το υπόδειγμα που του έδειξε ο Θεός στο όρος. Σ’ αυτήν ήταν άγιο κι ιερό το καθένα στοιχείο από όσα περικλείονταν μέσα με το σχοινί. Στο εσώτατο απ’ αυτά δεν επιτρεπόταν η είσοδος. Ήταν άβατο και λεγόταν Άγια αγίων. Νομίζω ότι η ονομασία αυτή που λέγεται με τόση επίταση, δείχνει πως το τμήμα εκείνο της σκηνής δε μετέχει στην αγιότητα εξίσου με τα άλλα, αλλά πόσο διέφερε το αφιερωμένο κι άγιο, από το κοινό και το προορισμένο να πατιέται απ’ όλους. Τόσο πολύ καθαρότερο κι ιερότερο ήταν το άβατο από τα άγια που ήταν γύρω από αυτό.


Εξίσου άγια κι ιερά νομίζω πως είναι όλα, όσα μας παρουσίασε σ αυτό το όρος των μακαρισμών ο Λόγος του Θεού πριν από λίγο. Αυτό όμως που πρόκειται τώρα να μελετήσουμε είναι πραγματικά άβατο κι άγιο των αγίων. Γιατί αν η θέα του Θεού δεν έχει τίποτε που να την ξεπερνάει στο αγαθό, οπωσδήποτε το να γίνεις παιδί του Θεού είναι πάνω από κάθε επιτυχία καλού κλήρου. Γιατί ποια φραστική επινόηση, ποια σημασία λέξεων θα χωρέσει τη μεγάλη δωρεά της υπόσχεσης; Ότι και να βάλεις στο νου σου, τούτο που λέγει είναι παραπάνω από εκείνο.


Αν ονομάσεις αγαθό, ή πολύτιμο, ή υψηλό αυτό που θέτει ενωπίον μας η υπόσχεση αυτού του μακαρισμού, είναι ανώτερο από τη σημασία των λέξεων αυτό που φανερώνεται. Η επιτυχία είναι ανώτερη από ότι κανείς θα ευχόταν. Το δώρο είναι πάνω από κάθε ελπίδα. Η χάρη είναι ανώτερη από τη φύση. 


Τι είναι ο άνθρωπος όταν τον συγκρίνεις με τη θεία φύση;


Ποιού αγίου ν’ αναφέρω το λόγο, με τον οποίο αποδεικνύεται η ανθρώπινη μηδαμινότητα; Κατά το λόγο του Αβραάμ ο άνθρωπος είναι γη και στάχτη ( Γεν. 18, 27). Κατά τον Ησαΐα χορτάρι. κατά το Δαβίδ ούτε καν χορτάρι, αλλά μοιάζει με χορτάρι. Γιατί ο μεν λέγει: «κάθε άνθρωπος είναι χόρτος», ενώ ο άλλος λέγει: «ο άνθρωπος είναι σαν το χορτάρι» (Ησ. 30, 6 και Ψαλ. 36, 2). Κατά τον Σολομώντα «ματαιότης» ( Έκκλησ. 1, 2), και κατά τον Παύλο: «ταλαιπωρία» (Ρωμ. 8, 24). Μ’ αυτά δε που ονόμασε τον εαυτό ο Απόστολος, με τα ίδια ελεεινολογεί όλο το ανθρώπινο γένος. Αυτά είναι ο άνθρωπος.


Κι ο Θεός τι είναι; Πως όμως να πω το τι είναι αυτό που δεν είναι δυνατό να το δεις, ούτε στην ακοή χωράει, ούτε στην καρδιά έρχεται; Με ποια λόγια να διαλαλήσω τη φύση; Ποιο παράδειγμα, από όσα γνωρίζουμε, να βρω γι’ αυτό το αγαθό; Ποιες καινούργιες λέξεις να δημιουργήσω, για ν’ αποδώσω τη σημασία εκείνου που δε λέγεται και δεν εκφωνείται; Γνωρίζω ότι η θεόπνευστη Γραφή χρησιμοποιεί μεγάλα ονόματα για τη θεία φύση. Τι είναι όμως αυτά μπροστά στην ίδια τη φύση; Γιατί όσο εγώ μπορούσα να δεχθώ, τόσο μόνο αποκάλυψε ο Λόγος, όχι όσο είναι αυτό που υποδηλώνει. Όπως δηλ. όσοι αναπνέουν τον αέρα, ανάλογα με την ευρυχωρία που έχει ο καθένας στον εαυτό του, άλλος μεν παίρνει περισσότερο αέρα, άλλος δε λιγότερο. Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνος που κρατάει τον περισσότερο αέρα στον εαυτό του, δέχεται μέσα του όλο το στοιχείο. Απλώς παίρνει κι αυτός από το όλο όσο μπορεί και το όλο παραμένει.


Έτσι είναι κι οι διδασκαλίες της αγίας Γραφής για το Θεό, που μας παράδωσαν οι θεοφόροι εν αγίω Πνεύματι κι οι οποίες σχετικά με το μέτρο της δικής μας διάνοιας είναι υψηλές και μεγάλες και βρίσκονται πάνω από κάθε μέγεθος. Και δεν προσεγγίζουν το αληθινό μέγεθος. Γιατί όπως λέγει ο προφήτης: «Ποιος μέτρησε τον ουρανό με τη σπιθαμή και το νερό με το χέρι κι όλη τη γη με την παλάμη;»(Ησ.40,12).


Βλέπεις τη μεγαλοφυΐα εκείνου που περιγράφει την απερίγραπτη δύναμη; Αλλά τι είναι αυτά σε σύγκριση με το όντως Όν; Γιατί ο προφητικός λόγος φανερώνει μ’ αυτά τα εγκωμιαστικά λόγια ένα μέρος μόνο από τη θεία ενέργεια, ενώ για τη δύναμη από την οποία προέρχεται η ενέργεια, για να μην πω για τη φύση από την οποία απορρέει η δύναμη, ούτε λέγει τίποτα, ούτε διανοήθηκε να κάμει λόγο. Αλλά και ελέγχει με το λόγο εκείνους που περιγράφουν τη θεότητα με συλλογισμούς, ερωτώντας ως εκπρόσωπος του Θεού το εξής: «Με ποιόν με παρομοιάζετε;» λέγει ο Κύριος (Ησ. 40,25).


Παρόμοια συμβουλή δίνει κι ο Σολομών με τα ίδια περίπου λόγια: «Μη σπεύσεις να προφέρεις λόγο για το πρόσωπο του Θεού, επειδή ο Θεός βρίσκεται πάνω στον ουρανό κι εσύ είσαι κάτω στη γη» (Εκκλησ.5,1). Και νομίζω ότι με την απόσταση των στοιχείων μεταξύ τους δείχνει πόσο ανώτερη είναι ως προς το μέγεθος η φύση του Θεού από τις γήινες σκέψεις. Κι όμως. Αυτός ο πραγματικά τόσο μεγάλος, που δεν μπορείς να Τον δεις, ούτε να Τον ακούσεις, ούτε να Τον συλλογισθείς, δηλ. ο Θεός, δέχεται τον άνθρωπο, που δεν υπολογίζεται για τίποτε ανάμεσα στα άλλα όντα, δηλ. τη στάχτη, το χορτάρι, τη ματαιότητα, αυτό δέχεται ο Θεός των όλων και τον συγκαταλέγει στην τάξη του παιδιού του.


Τι μπορεί να βρεθεί αντάξιο για ευχαριστία γι’ αυτή τη δωρεά; Ποιος λόγος, ποια σκέψη, ποια κίνηση της μνήμης με την οποία θα εξυμνήσει την υπερβολική δωρεά; Βγαίνει έξω από τη φύση του ο άνθρωπος και γίνεται από θνητός αθάνατος και από φθαρτός άφθαρτος κι από εφήμερος αιώνιος και γενικά από άνθρωπος θεός. Κι εκείνος που αξιώνεται να γίνει παιδί του Θεού, αποκτάει ασφαλώς μέσα του την αξία του Πατέρα και κληρονομεί τα πατρικά αγαθά. Ω πόσο μεγάλη είναι η δωρεά του πλούσιου Δεσπότη! Πόσο ευρύχωρη η παλάμη! Πόσο μεγάλο το χέρι! Πόσα είναι τα χαρίσματα των μυστικών θησαυρών! Από φιλανθρωπία επαναφέρει τον άνθρωπο στην ίδια σχεδόν με τον Εαυτό του τιμή, που εξαιτίας της αμαρτίας είχε χάσει. Γιατί αν ο Θεός χαρίζει στους ανθρώπους την οικείωση αυτού που ο ίδιος είναι κατά τη φύση, τι άλλο εκτός από ομοτιμία υπόσχεται με τη συγγένεια; 


Ειρήνη και θυμός


«Μακάριοι, λέγει, είναι οι ειρηνοποιοί». Ειρηνοποιός είναι εκείνος που δίνει την ειρήνη στον άλλο. Αλλά κανείς δε θα μπορέσει να δώσει στον άλλο αυτό που ο ίδιος δεν έχει. Θέλει, λοιπόν, ο Κύριος να είσαι πρώτα συ γεμάτος από τα αγαθά της ειρήνης κι έπειτα να προσφέρεις αυτό το απόκτημα σε όσους το χρειάζονται. Κι ας μη λεπτολογεί υπερβολικά ο λόγος τη βαθύτερη έννοια της λέξης. Γιατί κι η πρόχειρη κι επιφανειακή εξήγησή της μας είναι αρκετή για την απόκτηση του αγαθού.


Μακάριοι οι ειρηνοποιοί. Αυτός ο λόγος με τη συντομία του χαρίζει τη θεραπεία πολλών ασθενειών, επειδή σϳ αυτή την περιληπτική και γενικότερη ονομασία περικλείει και τα επί μέρους καλά.


Ας εννοήσουμε πρώτα τι είναι η ειρήνη. Τι άλλο από κείνη την επιθυμία της αγάπης προς το συνάνθρωπο; Και τι είναι το αντίθετο προς την αγάπη; Το μίσος, η οργή, ο θυμός, ο φθόνος, η μνησικακία, η υπόκριση, η πολεμική συμφορά. Βλέπεις πόσων και ποίων ασθενειών είναι αντίδοτο η μία λέξη; Γιατί η ειρήνη αντικαθιστά εξίσου καθένα απ όσα αναφέραμε, και με τη δική της παρουσία εξαφανίζει το κακό.


Όπως δηλ. εξαφανίζεται η ασθένεια, όταν αποκατασταθεί η υγεία, κι όταν φανεί το φως, δεν παραμένει το σκοτάδι, έτσι κι όταν εμφανισθεί η ειρήνη, εξαφανίζονται όλα τα πάθη που αποτελούνται από το αντίθετο. Πόσο σημαντικό είναι αυτό το αγαθό, νομίζω πως δεν χρειάζεται να το αναπτύξω εγώ με λόγια. Συ μόνος σου σκέψου πάνω σ αυτό το θέμα, ποια είναι η ζωή εκείνων που υποψιάζονται ο ένας τον άλλο και μισούνται μεταξύ τους. Δυσάρεστες οι συναντήσεις, αηδιαστικά γι αυτούς όλα τα μεταξύ τους. Τα στόματα αμίλητα και τα βλέμματα στραμμένα στην άλλη πλευρά. Κι η ακοή φραγμένη για τη φωνή εκείνου που μισεί κι εκείνου που μισείται. Ό,τι είναι αγαπητό στον καθένα απ αυτούς, αυτό στον άλλο δεν είναι αγαπητό. Κι αντίθετα, κάθε εχθρικό και πολέμιο, αυτό είναι επιθυμητό στον εχθρό.


Όπως τα ευώδη αρώματα γεμίζουν με την καλή τους μυρουδιά τον γύρω αέρα, έτσι θέλει ο Κύριος να πλεονάζει με αφθονία σε σένα το χάρισμα της ειρήνης, ώστε ο δικός σου τρόπος ζωής να γίνεται φάρμακο της ξένης ασθένειας.


Θα αντιλαμβανόσουν καλύτερα πόσο μεγάλο είναι αυτό το αγαθό, αν υπολόγιζες τις συμφορές των παθών που σημειώνονται στην ψυχή του καθενός από την εχθρική διάθεση. Ποιος θα μπορούσε ν αναπτύξει επάξια τα πάθη της οργής; Ποιος λόγος θα περιγράψει την ασχήμια αυτής της αρρώστιας; Βλέπεις τα πάθη των δαιμονιζομένων που φαίνονται πάνω σε κείνους που έχουν κυριευθεί απ το θυμό. Σκέψου τα συμπτώματα και του διαβόλου και του θυμού παράλληλα και ποια η διαφορά τους.


Κατακόκκινο και γυρισμένο το μάτι των δαιμονιζομένων, παραφέρεται η γλώσσα, σκληρός ο λόγος, διαπεραστική κι όμοια με γαύγισμα σκύλου η φωνή. Αυτά τα γνωρίσματα είναι κοινά και του δαιμονιζομένου κι εκείνου που θυμώνει: τράνταγμα της κεφαλής, απερίσκεπτες κινήσεις των χεριών, αναβρασμός όλου του σώματος, ασταθή τα πόδια, μια η περιγραφή μ αυτά και των δύο ασθενειών. Τόσο μόνο διαφέρουν μεταξύ τους το ένα από το άλλο, όσο το μεν ένα είναι εκούσιο κακό, ενώ το άλλο προσβάλλει χωρίς τη θέλησή τους εκείνους, στους οποίους παρουσιάζεται. Πόσο αθλιότερο είναι να βρεθείς θεληματικά σε συμφορά, από το να σε βρει αθέλητα!


Κι όποιος είδε την αρρώστια που προκαλεί ο δαίμονας οπωσδήποτε λυπήθηκε, ενώ την παραφροσύνη του θυμού, μόλις την είδε, αμέσως και τη μιμήθηκε, επειδή ξεχωρίζει τη βλάβη για να μην τον ξεπεράσει με το πάθος τους εκείνος που πριν απ αυτόν αρρώστησε. Κι όταν ο δαίμονας διαστρεβλώνει το σώμα του αρρώστου, περιορίζει το κακό ως αυτό, τινάζοντας συνεχώς με ορμή στον αέρα άσκοπα τα χέρια του μανιακού.


Ο δαίμονας όμως του θυμού δεν εκτελεί με αργό ρυθμό τις κινήσεις του σώματος. Γιατί άμα κυριαρχήσει το πάθος και υπερθερμανθεί το γύρω από την καρδιά αίμα κι η μαύρη χολή, όπως λένε, διασκορπισθεί σ ολόκληρο το σώμα με τη διάθεση του θυμού, τότε από τους ατμούς που συμπιέζονται στο εσωτερικό, στενοχωρούνται τα αισθητήρια που βρίσκονται γύρω απ το κεφάλι. Τα μάτια πετιούνται έξω απ τα όρια των βλεφάρων και κοιτάζουν ματωμένα κι όμοια με δράκου, προς αυτό που προκαλεί τη λύπη. Τα σπλάγχνα υποφέρουν από δύσπνοια. Φουσκώνουν οι φλέβες γύρω από τον αυχένα κι η γλώσσα γίνεται χονδρή κι η ομιλία θεληματικά οξεία, επειδή στενεύει η αρτηρία. Αλλά και τα χείλη παγώνουν και μαυρίζουν γύρω – γύρω από τη διάχυση εκείνης της κρύας χολής. Δύσκολα κάνουν το φυσικό άνοιγμα και κλείσιμο, ώστε να μην μπορούν να συγκρατήσουν στο στόμα ούτε κι αυτό το πλεόνασμα του σάλιου, αλλά κι αυτό το βγάζουν μαζί με τις λέξεις, επειδή παράλληλα με τη βιαστική προφορά φτύνεται κι ο αφρός.


Τότε, λοιπόν, μπορείς να δείς να κινούνται τα χέρια από την αρρώστια, όπως επίσης και τα πόδια. Και κινούνται τα μέλη αυτά, όχι πια άσκοπα, όπως συμβαίνει με τους δαιμονιζόμενους, αλλά για κακό σκοπό εκείνων που συμπλέκονται μεταξύ τους εξαιτίας της νόσου του θυμού. Κι ευθύς αμέσως οι επιθέσεις εκείνων, που διαπληκτίζονται μεταξύ τους, στρέφονται προς τα πιο ευαίσθητα από τα αισθητήρια. Κι αν το στόμα πλησιάσει σώμα σε κάποιο σημείο κατά τη διάρκεια της συμπλοκής, δε μένουν αδρανή ούτε τα δόντια, αλλά μπήχνονται σαν του θηρίου σε κείνους που θα πλησιάσουν. Και ποιος θα μπορούσε ν αναφέρει το καθένα απ τα κακά που προέρχονται απ το θυμό;





Εκείνος, λοιπόν, που εμποδίζει αυτή την ασχημία, δικαιολογημένα θα μπορούσε να ονομασθεί, για την υπερβολικά μεγάλη ευεργεσία μακάριος και έντιμος. Αν όμως, εκείνος που απομακρύνει τον άνθρωπο από κάποια σωματική δυσαρέσκεια είναι έντιμος, πολύ περισσότερο έντιμος θα θεωρηθεί από τους συνετούς ως ευεργέτης του βίου, εκείνος που ελευθερώνει την ψυχή απ αυτή την αρρώστια. Γιατί όσο ανώτερη είναι η ψυχή από το σώμα, τόσο πιο πολύτιμος είναι αυτός που γιατρεύει τις ψυχές, από κείνους που γιατρεύουν τα σώματα.

Pages