Πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή; - Point of view

Εν τάχει

Πόσο κοστίζει η ανθρώπινη ζωή;

πηγή εικόνας



Πόσο αξίζει η ανθρώπινη ζωή; Αξίζει άραγε όσο ένα επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης; Όσο ένα επίδομα ανεργίας; Όσο μια αποζημίωση που μετρούν στην παλάμη της μάνας ενός εργάτη που άφησε την τελευταία του πνοή στις σκαλωσιές;
Η ανάσα μας έχει κι αυτή το κοστολόγιό της, αυτό που της βάζουν οι έμποροι της ζωής και του θανάτου. «Πανάκριβο, παμμέγιστο το χρήμα, μα εγώ σου λέω η ζωή δεν έχει τίμημα», τραγουδούσε ο Ζαν Λουί Ομπέρ στα 1980. «Όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται ελεύθεροι και ίσοι στην αξιοπρέπεια και τα δικαιώματα». Μα μονάχα η αγορά αποφασίζει τη χρηματική αξία της ζωής τους. Πόσο αξίζει πραγματικά η ζωή; Μπορούμε να της βάζουμε τιμή; Έχει εμπορική αξία; Το σύστημα στο οποίο ζούμε έχει πολλούς τρόπους για να την υπολογίζει. Οι ασφαλιστικές εταιρείες υπολογίζουν το ρίσκο του θανάτου. Και βάζουν κάθε ασφαλισμένο να αποφασίζει μόνος του για το ποσό με το οποίο θα ασφαλιστεί. Η αξία της ζωής του, δηλαδή, δεν αποφασίζεται από τις ηθικές αρχές της κοινωνίας, αλλά από την ικανότητά του να πληρώσει το ασφάλιστρο. Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Ανιές Μεγιάρ, έχει μάλιστα υπολογιστεί πως η αξία της ζωής του μέσου ανθρώπου ισούται με 120 φορές το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της χώρας του (τόσα μπορεί να πληρώνει στην ασφάλεια ζωής). Έτσι, ένας Ευρωπαίος αξίζει σήμερα 1 έως 3 εκατομμύρια ευρώ κι ένας Κινέζος 120.000 ευρώ, όσο κι ένας Ιρακινός. Οι οικονομολόγοι έχουν τον δικό τους τρόπο να υπολογίζουν την ανθρώπινη ζωή. Αυτοί μετρούν την οικονομική απώλεια της κοινωνίας από τον θάνατο ενός ανθρώπου, δηλαδή το διαφυγόν κέρδος από την παραγωγή. Είναι προφανές, λέει η Ανιές Μεγιάρ, πως γι΄ αυτούς τους οικονομολόγους η ζωή της γυναίκας που μένει στο σπίτι για να φυλάει τα παιδιά, η ζωή του συνταξιούχου και του ανέργου δεν αξίζουν τίποτα.
Αυτοί οι δόλιοι υπολογισμοί που δικαιώνουν την εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης ζωής, δεν έχουν παρά έναν απώτερο στόχο: την καθολική επιβολή της λογικής του κέρδους. Άψυχοι και ψυχροί, οι λογιστές που παίζουν κάθε μέρα με τη ζωή και τον θάνατο των ανθρώπων, μένουν ασυγκίνητοι μπροστά στα βάσανα και τα πάθη τους. Στη δική τους λογική, ακόμη και οι μετοχές μπορούν να έχουν αυτό που στα οικονομικά λέγεται «εσωτερική αξία», όχι όμως και οι άνθρωποι. Αυτή είναι η ανομολόγητη συνθήκη της πραγματικότητας: το ειδικό βάρος της ανθρώπινης ζωής είναι συνάρτηση του ειδικού βάρους της χώρας στην οποία «φυτρώνει», κι είναι απορίας άξιον γιατί οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης που βαθμολογούν το αξιόχρεο κάθε κράτους δεν έχουν επινοήσει κι έναν δείκτη που να μετρά το αξιόζωον κάθε πολίτη της, να το πουλάνε στις τράπεζες να ξέρουν πώς πορεύονται, να το δίνουν και στις ασφαλιστικές να ξέρουν κι αυτές αν αξίζει τον κόπο να τον ασφαλίσουν – αν και το κάνουν ήδη, ζητώντας από τους υποψήφιους πελάτες «εγγυήσεις» ότι δεν θα πάθουν καρκίνο, δεν έχουν φραγμένες αρτηρίες και κουρασμένη καρδιά.
Λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτε παράδοξο στο γεγονός ότι ένας θάνατος, αν και για τον νεκρό έχει την ίδια ακριβώς βαρύτητα είτε επέρχεται σε ένα πολυτελές διαμέρισμα είτε σε ένα παράπηγμα της, για τους ζώντες έχει άλλη σημασία και βαρύτητα.

Το παράδοξο είναι το πώς το βλέμμα και τα προγραμματισμένα συναισθήματα όλων μας, είτε ζούμε σε καπιταλιστική μητρόπολη, είτε σε ένα φτωχό βαλκανικό χωριό, έχουν ομογενοποιηθεί και εξοικειωθεί μ’ αυτό το άνισο ισοζύγιο της ανθρώπινης ζωής και θανάτου. Αν και ο φόβος του δεύτερου είναι το μόνο που μας καθιστά ίσους από γεννήσεώς μας, η απώλεια της πρώτης μάς συγκλονίζει όταν συμβαίνει «έκτακτα» (τρομοκρατία), αλλά μας φαίνεται σχεδόν φυσική όταν συμβαίνει στο περιθώριο του καπιταλιστικού σύμπαντος, από «φυσικά» γεγονότα όπως η πείνα, η ελονοσία, ο εμφύλιος ή η αστοχία ενός βομβαρδισμού.

Μήπως αδικώ με τις κοινοτοπίες μου τις γεωπολιτικές διαστάσεις μιας φονικής επίθεσης στις «πολιτισμένες» χώρες σε σχέση με τις περιορισμένης διεθνούς επιρροής ανθρώπινες εκατόμβες στην Ασία ή την Αφρική; Δεν τις αγνοώ καθόλου, κι αντιλαμβάνομαι πως, ακόμη κι αν οι εκρήξεις της φονικής επίθεσης ήσαν αναίμακτες, δύσκολα θα αποφεύγαμε έναν νέο κύκλο τρομοφοβίας κι έναν ακόμη γύρο ασφαλειομανίας, που από το 2001 και μετά κόστισε σε όλη της Δύση πολλά σε χρήμα, δικαιώματα και αυταρχισμό, αλλά δεν πρόσθεσε τίποτα ούτε στην ασφάλεια ούτε στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Αντίθετα, η αξία κάθε «στατιστικής ζωής» παραμένει πιο εκτεθειμένη σε απλούστατους κινδύνους και απειλές, ακόμη και στην πολιτισμένη Δύση, στην «ανθρωπιστική» Ευρώπη που υποτίθεται πως σώζει τον εαυτό της από έναν ιστορικό θάνατο, διαλύοντας το σύστημα κοινωνικής προστασίας, υποβαθμίζοντας τα συστήματα υγείας, εκθέτοντας τους φτωχότερους Ευρωπαίους σε κινδύνους θανάτου που νομίζαμε πως είχαν εξαλειφθεί. Βρετανοί επιστήμονες προειδοποίησαν ήδη για την «τοξική, γενετική κληρονομιά της λιτότητας», για τον θανατηφόρο συνδυασμό ύφεσης και κρατικής αναλγησίας, που μειώνει δραστικά την «τιμή της στατιστικής ζωής» του μέσου Ευρωπαίου. Προσεχώς, όλοι θα είμαστε Σομαλοί. Αν και στην Ελλάδα,  είμαστε ήδη Μπαγκλαντέζοι.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Για δεκαετίες οι ομοσπονδιακές Αρχές (των ΗΠΑ) έχουν υπολογίσει την αξία μιας «στατιστικής ζωής» και έχουν χρησιμοποιήσει αυτήν την τιμή κάθε φορά που εκτιμούν τα κόστη και τα ευεργετήματα των προτεινόμενων ρυθμίσεων. Αν μια ρύθμιση αναμενόταν να σώσει μερικές ζωές, ο αριθμός των ζωών θα μπορούσε να πολλαπλασιαστεί με την «τιμή της στατιστικής ζωής» για να αποτιμηθούν τα οφέλη. Ωστόσο, επειδή οι ζωές που σώζονται στο μέλλον έχουν την ίδια ονομαστική τιμή με τις ζωές που σώζονται στο παρόν, η πραγματική τιμή των μελλοντικών ζωών φθίνει σταθερά, με έναν ετήσιο ρυθμό που κυμαίνεται μεταξύ του 3% έως 7%. Με άλλα λόγια, αν μια ζωή που σώζεται σήμερα αξίζει 8 εκατομμύρια δολάρια, μια ζωή που θα σωθεί σε δέκα ή είκοσι χρόνια θα αξίζει πολύ λιγότερο. Ένας ρυθμός μείωσης 7% μειώνει στο μισό την αξία μιας ζωής που αναμένεται να σωθεί το 2022 και κατά τρία τέταρτα την αξία μιας ζωής που θα σωθεί το 2032. Αυτή η διαδικασία εμποδίζει τη ρύθμιση των βραδυφλεγών κινδύνων, όπως η καρκινογένεση στους χώρους εργασίας ή η παγκόσμια κλιματική αλλαγή.

Ben Trachtenberg, «Tinkering with the machinery of life» (UCLA LAW REVIEW)

Pages