Η διάθεση την οποία πολλοί άνθρωποι κάνουν τεράστιες προσπάθειες να αποτινάξουν από πάνω τους είναι η μελαγχολία. Η Νταϊάν Τάις ανακάλυψε ότι οι άνθρωποι είναι ιδιαίτερα εφευρετικοί όταν προσπαθούν να απαλλαγούν από τις ακεφιές τους. Φυσικά, αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να αποφεύγεται κάθε μορφή θλίψης. Η μελαγχολία, όπως και κάθε άλλη διάθεση, έχει και τις θετικές πλευρές της.
Η θλίψη που προκαλείται από μια απώλεια έχει ορισμένες σταθερές επιπτώσεις: εξασθενίζει το ενδιαφέρον μας για διασκέδαση και απολαύσεις, προσηλώνει την προσοχή σε αυτό που χάθηκε και υπονομεύει την ενεργητικότητά μας, εμποδίζοντας μας να καταπιαστούμε με νέα εγχειρήματα -τουλάχιστον στην αρχή. Με λίγα λόγια, ενισχύει ένα είδος στοχαστικής απομάκρυνσης από τις έντονες αναζητήσεις της ζωής και μας αφήνει σε μια εκκρεμή κατάσταση, ώστε να θρηνήσουμε για την απώλεια, να συλλογιστούμε το νόημά της και, τελικά, να προσαρμοστούμε ψυχολογικά και να καταστρώσουμε καινούρια σχέδια που θα μας επιτρέψουν να συνεχίσουμε τη ζωή μας.
Το πένθος είναι βοηθητικό. Η απόλυτη κατάθλιψη όχι. Ο Γουίλιαμ Στάιρον δίνει μια γλαφυρή περιγραφή των «πολλών τρομερών εκδηλώσεων της πάθησης», μεταξύ των οποίων είναι η απόρριψη του εαυτού, μια αίσθηση μη χρησιμότητας, μια «απόλυτη δυστυχία», όπου «με ζώνει μια κατήφεια, μια αίσθηση φρίκης και αλλοτρίωσης, και πάνω απ’ όλα ένα πνιγηρό άγχος».
Ύστερα υπάρχουν τα διανοητικά σημάδια: «σύγχυση, αποτυχία πνευματικής συγκέντρωσης και απώλεια αναμνήσεων», και σε κατοπινό στάδιο, όπως ο ίδιος λέει, το μυαλό του «κυριεύεται από άναρχες διαστροφικές σκέψεις» και από «μια αίσθηση ότι η διεργασία της σκέψης μου βρισκόταν παγιδευμένη μέσα σε μια απερίγραπτη τοξική πλημμυρίδα που εξαφάνιζε κάθε ευχάριστη διάθεσή μου να απολαύσω τον κόσμο των ζωντανών».
Υπάρχουν οι σωματικές επιπτώσεις: αϋπνία, αίσθηση αποχαύνωσης, «ένα είδος μουδιάσματος, ένας εκνευρισμός, αλλά κυρίως μια αλλόκοτη ευπάθεια», μαζί με «μια νευρική ανησυχία».
Ακολουθεί η απώλεια της ευχαρίστησης: «Το φαγητό, όπως και καθετί άλλο στα πλαίσια των αισθήσεων, χάνει εντελώς τη γεύση του». Τέλος, η ελπίδα χάνεται, καθώς «η γκρίζα ψιχάλα του τρόμου» οδηγεί σε μια απελπισία τόσο χειροπιαστή που μοιάζει με το σωματικό πόνο, έναν πόνο τόσο ανυπόφορο, ώστε ως λύση να προβάλει η αυτοκτονία.
Μπροστά σε μια τέτοια σοβαρή κατάθλιψη η ζωή παραλύει. Από πουθενά δε φαίνεται να προβάλουν νέα ξεκινήματα. Τα ίδια τα συμπτώματα της κατάθλιψης προαναγγέλλουν μια ζωή με αναστολές. Για τον Στάιρον, καμιά φαρμακευτική αγωγή και κανένα άλλο είδος θεραπείας δε βοηθούσε. Τελικά το πέρασμα του χρόνου και το καταφύγιο του νοσοκομείου ξεκαθάρισαν την απελπισία. Όμως, για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδιαίτερα για τις σοβαρότερες περιπτώσεις, η ψυχοθεραπεία μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη· το ίδιο και η φαρμακοθεραπεία —το Prozac είναι η αγωγή της στιγμής, αλλά υπάρχουν πάνω από μια ντουζίνα άλλα παρασκευάσματα που προσφέρουν κάποια βοήθεια ,ιδιαίτερα σε περιπτώσεις μείζονος κατάθλιψης.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εστιάσω το ζήτημα στην ακόμα πιο συνηθισμένη μορφή θλίψης, η οποία στα ανώτατα όριά της, μιλώντας με τεχνικούς όρους, εξελίσσεται σε «υποκλινική κατάθλιψη» —δηλαδή στη συνηθισμένη μελαγχολία. Αυτό είναι ένα φάσμα δυστυχίας που οι άνθρωποι μπορούν να αντιμετωπίσουν από μόνοι τους, αν διαθέτουν τα απαραίτητα εσωτερικά αποθέματα.
Δυστυχώς, μερικές από τις στρατηγικές που πολλές φορές επιστρατεύονται λειτουργούν σαν μπούμεραγκ και αφήνουν τους ανθρώπους σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι τους βρήκαν. Μια τέτοια στρατηγική είναι το να μείνει κανείς μόνος, πράγμα που μπορεί να φαίνεται ευχάριστο όταν ο άνθρωπος νιώθει άκεφος. Πολύ συχνά, όμως, το μόνο που κάνει είναι να προσθέτει μοναξιά και απομόνωση στη θλίψη του.
Αυτό μπορεί εν μέρει να εξηγήσει γιατί η Τάις θεώρησε ότι η πιο λαοφιλής τακτική αντιμετώπισης της κατάθλιψης είναι η κοινωνικότητα -μια έξοδος για φαγητό, για έναν ποδοσφαιρικό αγώνα ή ένα σινεμά. Με λίγα λόγια, το να κάνει κανείς κάτι με την οικογένεια ή τους φίλους του. Αυτό λειτουργεί καλά αν έχουμε στόχο να απομακρύνουμε το μυαλό του ανθρώπου από τη θλίψη του. Αλλά μπορεί και να παρατείνει την κακή διάθεση, αν αυτός ο άνθρωπος ψάχνει την ευκαιρία να στοχαστεί τα αίτια που τον έφεραν σ’ αυτή τη δεινή κατάσταση.
Πράγματι, ένας από τους καθοριστικότερους παράγοντες για το κατά πόσο μια κακή διάθεση θα επιμείνει ή θα απομακρυνθεί είναι ο βαθμός στον οποίο οι άνθρωποι αναμασούν τις σκέψεις τους. Η ανησυχία γύρω από αυτά που μας καταπιέζουν φαίνεται ότι εντείνει ακόμα περισσότερο και παρατείνει την κατάθλιψη. Στην κατάθλιψη η ανησυχία παίρνει διάφορες μορφές, που όλες τους εστιάζονται σε κάποια πλευρά της ίδιας της κατάθλιψης: πόσο κουρασμένοι νιώθουμε, πόσο λίγη ενέργεια ή κίνητρα έχουμε, για παράδειγμα, ή πόσο λίγη δουλειά βγάζουμε.
Τυπικά, καμιά από αυτές τις σκέψεις δε συνοδεύεται από οποιαδήποτε συγκεκριμένη δράση που θα μπορούσε να απαλύνει το πρόβλημα. Άλλες κοινές ανησυχίες περιλαμβάνουν: «το να απομονώνεσαι και να σκέφτεσαι πόσο φρικτά νιώθεις, να ανησυχείς γιατί μπορεί ο σύντροφός σου να σε απορρίψει επειδή νιώθεις κατάθλιψη, και να αναρωτιέσαι κατά πόσο θα περάσεις άλλη μια νύχτα αγρύπνιας», λέει η Σούζαν Νόλεν-Χέκσμα, ψυχολόγος του Στάνφορντ, η οποία μελέτησε το αναμάσημα των σκέψεων στα μελαγχολικά άτομα.
Τα μελαγχολικά άτομα δικαιολογούν μερικές φορές αυτό το είδος περισυλλογής λέγοντας ότι «προσπαθούν να κατανοήσουν καλύτερα τον εαυτό τους».
Στην πραγματικότητα, διεγείρουν τα συναισθήματα θλίψης χωρίς να κάνουν κανένα βήμα που θα μπορούσε πρακτικά να βελτιώσει τη διάθεσή τους. Έτσι, στη θεραπεία, μπορεί να είναι πάρα πολύ χρήσιμο να συλλογιστεί κανείς βαθύτερα τα αίτια μιας μελαγχολίας, αν αυτό οδηγεί στην επίγνωση ή στις πράξεις που θα αλλάξουν τις συνθήκες που την προκάλεσαν. Όμως η παθητική βύθιση στη θλίψη απλώς χειροτερεύει τα πράγματα.
Η διαρκής επανάληψη των ίδιων σκέψεων μπορεί επίσης να κάνει τη μελαγχολία ακόμα πιο ισχυρή, δημιουργώντας συνθήκες, λόγου χάρη, πολύ πιο καταθλιπτικές. Η Νόλεν-Χέκσμα αναφέρει το παράδειγμα μιας πωλήτριας η οποία μελαγχολεί και περνάει πολλές ώρες ανησυχώντας για το ότι δεν παίρνει πια σημαντικά τηλεφωνήματα, για να κλείσει πωλήσεις. Τότε οι πωλήσεις της μειώνονται, κάνοντάς την να νιώσει αποτυχημένη, γεγονός που τροφοδοτεί την κατάθλιψή της. Αν όμως αντιδρούσε στη μελαγχολία προσπαθώντας να αποσπάσει τον εαυτό της από αυτήν, θα μπορούσε να επιχειρήσει να κάνει η ίδια τηλεφωνήματα για πωλήσεις, με στόχο να απομακρύνει το μυαλό της από τη θλίψη της. Οι πωλήσεις πιθανότατα θα είχαν λιγότερη κάμψη, και η ίδια η εμπειρία μιας πώλησης θα μπορούσε να τονώσει την αυτοπεποίθησή της, με αποτέλεσμα να ελαττωθεί κάπως η ίδια η κατάθλιψη.
Οι γυναίκες, κατά τη Νόλεν-Χέκσμα, όταν μελαγχολούν, είναι πολύ πιο επιρρεπείς στην περισυλλογή από τους άνδρες. Υποστηρίζει ότι αυτό μπορεί, τουλάχιστον εν μέρει, να ερμηνεύσει το γεγονός ότι στις γυναίκες η διάγνωση της μελαγχολίας είναι διπλάσια σε συχνότητα από ό,τι στους άνδρες. Φυσικά, μπορούν να υπεισέλθουν και άλλοι παράγοντες, όπως το ότι οι γυναίκες ανοίγονται και αποκαλύπτουν τη δυστυχία τους πιο εύκολα ή έχουν περισσότερους λόγους στη ζωή τους να μελαγχολούν. Οι άνδρες, από την πλευρά τους, πνίγουν συχνά τη θλίψη τους στο οινόπνευμα, κι έτσι στον αλκοολισμό η αναλογία ανδρών-γυναικών είναι δύο προς ένα.
Από ορισμένες μελέτες αποδείχθηκε ότι η γνωσιακή θεραπεία, που στόχο είχε την αλλαγή αυτών των προτύπων σκέψης, βρισκόταν στην ίδια ευθεία σπουδαιότητας με τη φαρμακοθεραπεία για την αντιμετώπιση της ήπιας κλινικής μελαγχολίας, ενώ ήταν ανώτερη από τη φαρμακοθεραπεία στην πρόληψη της επιστροφής της ήπιας μελαγχολίας.
Δύο στρατηγικές είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές σ’ αυτή τη μάχη. Η μια είναι να μάθουμε να προκαλούμε τις σκέψεις όταν φθάνουμε στο κέντρο της περισυλλογής: να αμφισβητούμε την αξία τους και να σκεφτόμαστε πιο θετικές εναλλακτικές λύσεις. Η άλλη στρατηγική είναι ο προγραμματισμός σκόπιμων, ευχάριστων και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων.
Ένας λόγος που η ψυχαγωγία φέρνει αποτέλεσμα είναι ότι οι μελαγχολικές σκέψεις είναι αυτόματες και εισβάλλουν απρόσκλητες στο νου του καθενός. Αλλά, ακόμα και όταν οι καταθλιπτικοί άνθρωποι προσπαθούν να καταστείλουν τις μελαγχολικές σκέψεις τους, συνήθως δεν είναι σε θέση να προτείνουν μια καλύτερη εναλλακτική λύση. Από τη στιγμή που η πλημμυρίδα των μελαγχολικών σκέψεων φουσκώνει, έχει καταλυτική επίδραση σε αυτή τη συσχετιστική αλληλουχία. Για παράδειγμα, όταν ζητήθηκε από μελαγχολικά άτομα να ανακαλύψουν μέσα από ένα μπερδεμένο κείμενο φράσεις που είχαν έξι λέξεις η καθεμιά, τους ήταν πολύ πιο εύκολο να ξεκαθαρίσουν πρώτα τα καταθλιπτικά μηνύματα («Το μέλλον διαγράφεται ζοφερό») παρά τα ευχάριστα («Το μέλλον φαίνεται λαμπρό»).
Η τάση διαιώνισης της μελαγχολίας επηρεάζει αρνητικά ακόμα και το είδος της διασκέδασης που επιλέγουν οι άνθρωποι. Όταν στους μελαγχολικούς ανθρώπους δινόταν μια λίστα με ευχάριστους ή πληκτικούς τρόπους προκειμένου να αποσπάσουν το νου τους από κάτι λυπηρό, όπως για παράδειγμα, την κηδεία ενός φίλου, αυτοί προτιμούσαν τις μελαγχολικές δραστηριότητες.
Ο Ρίτσαρντ Βέντζλαφ, ψυχολόγος από το Πανεπιστήμιο του Τέξας που εκπόνησε αυτές τις μελέτες, συμπεραίνει ότι οι άνθρωποι που ήδη είναι καταθλιπτικοί πρέπει να καταβάλουν ιδιαίτερες προσπάθειες για να εστιάσουν το μυαλό τους σε κάτι πραγματικά αισιόδοξο, προσέχοντας να μην επιλέξουν ασυναίσθητα κάτι — ένα δακρύβρεχτο έργο, μια τραγική νουβέλα — που θα μεταβάλει και πάλι τη διάθεσή τους αρνητικά.
***
Daniel Goleman – Η συναισθηματική νοημοσύνη