τῆς Εὐανθίας Σαλογραίας
Πρόκειται για το σκηνικό με το φίλο γιατρό και τη γυναίκα του, που συνέβη, όταν έπαιρνε τις ειδικότητές του- εκείνος- στη Νέα Υόρκη. ).
Θα σου γίνονται, θες δε θες, τσιμπούρια και οι λογισμοί της ελπίδας, αστέρι μου...)
τού έδωσε τα παπούτσια στο χέριιι!
έσπασε το ένα του πόδιιι!
τα χάλασε και με την κοπελιά με την οποία πλέκαν μαζί,
για κάμποσο διάστημα, το πράσινο πουλόβερ μιας σχέσης.
πλην όμως, διέθετε φίλο πιστότατο.
στο παρασύνθημα! βιάζομαι!
να μηννν τον θεωρεί αυτονόητο ή δεδομένο και να ευχαριστεί για κείνον,
τον Κύριο, στουμπώντας το κεφάλι του, σε στρωτές, εδαφιαίες μετάνοιες- μέρα και νύχτα!).
ξαναβρίσκεται, νεαντερταλονικολάκη μου.
μην κάθεσαι κι αναστενάζεις ζωγραφίζοντας ραγισμένες καρδούλες πάνω στο γύψο,
σαν χαζογκομενίτσα.
το συμβούλεψε και ο Χριστούλης, λέγοντας:
ο ζητών ευρίσκει ο αιτών λαμβάνει και τω κρούοντι ανοιγήσεται"
να της ανάψεις ένα κεράκι, να την παρακαλέσεις για μια λύση στο πρόβλημα.
"κολλάμε" και μεις κάποια αγιωσύνη, σωζόμαστε στον αιώνα.
ούτε που νοιάστηκε τι θα απογίνει).
ο φίλος, τον παρακίνησε , με κάθε λογικό και τρελό επιχείρημα- το "λάδι" του έβγαλε!).
επέμεινε σπαστικά ο Αντώνης, που δεν έκανε πίσω με τίποτα,
γιατί είχε μάθει να παλεύει δουλεύοντας στις οικοδομές -
με τα ζόρια στα σίδερα- από τα δώδεκα χρόνια του.
που γράφει και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, σέρνοντας το γυψωμένο το πόδι,
με πατερίτσες, μονάχος.
-μικρή σαν αποπροσανατολισμένη και χαμένη μαρίδα-
ίσα που φαίνονταν κάτω απ' το βουβό, σχεδόν απεγνωσμένο κύμα της συνείδησης,
το πελαγίσιο.
βλέπει κάποια στιγμή, έναν άνθρωπο με κοστούμι, που ερχότανε προς το μέρος του.
ο άνθρωπος παραπάτησε, σκόνταψε και ο καφές του,
περίλουσε τού Αλέξανδρου το ταξιδιωτικό παντελόνι.
εξάλλου και με την αγριάδα τι θα βγαινε; θα γινόταν ο άλλος προσεκτικότερος;
δεν υπήρχε περίπτωση. )
και αφού ξαναζήτησε "χίλια συγνώμη", κάπου μέσα στο πλήθος του καταστρώματος χάθηκε.
έφτασε με κόπο και αγώνα μέχρι την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Τήνου,
άναψε με συγκίνηση ένα κερί, ασπάστηκε την Άγια μορφή της,
Της κατάθεσε για λίγο, και επισήμως, τον πόνο του.
που τον λέρωσε με τον καφέ του, την προηγούμενη μέρα.
και μια και η ζημιά με τον καφέ είχε γίνει αφορμή γνωριμίας, κάθισαν δίπλα
και σιγά σιγά άρχισαν τη συζήτηση.
αλλά στο παραδίπλα γραφείο, βρήκε και μια άξια γυναίκα.
τής αφυπνίστηκε θέλω να πω το συναίσθημα ενός ενδιαφέροντος και μιας φροντίδας
που έφτασε μέχρι σε γάμου απόφαση!
(πήγα να το χαλάσω, χαχα, αλλά εγκαίρως το μπάλωσα.
έως τα τεμπελίστικα.
όπως άνοιγε εκείνη η αόρατη σπηλιά όταν ο Αλή Μπαμπάς φώναζε μπροστά της :
την ελπίδα, την πίστη και την αγάπη και την προσευχή σου ολοζώντανη.