Παραμύθι με λυπημένο τέλος - Point of view

Εν τάχει

Παραμύθι με λυπημένο τέλος




Το σκοτάδι έπεσε και δυο σκιές ξεπρόβαλαν, 

ήταν οι δικές μας σκιές, αγαπημένε μου,

 δεμένες μεταξύ τους με τη σκιά μιας αλυσίδας

-του πρώτου μας φιλιού. 

Πόσο κράτησε το φιλί μας; 

Μια στιγμή-μια στιγμή αιωνιότητας. 

Αντίθετες έννοιες θα μου πεις

-πάντα ήσουν πιο ρεαλιστής-

πιο λογικός-

εμένα πάντα με γοήτευαν τα παραμύθια…

 Κάνεις λάθος θα σου φωνάξω, 

δυο αντιθέσεις μαζί δημιουργούν τον πόθο

-την ορμή και το πάθος. 

Δυο κορμιά να μάχονται για το ποιο θα επιβληθεί και θα κυριαρχήσει.

 Δυο ψυχές σαν πυγολαμπίδες πάνω από τα κορμιά μας να ενώνονται 

δημιουργώντας μικρές εκρήξεις και να πέφτουν γύρω μας σαν μικρά βεγγαλικά…

θυμάμαι τη πρώτη φορά που ένιωσα τη καρδιά σου να χτυπάει στο στήθος μου

-μια περίεργη μέθη με κυρίευσε.

 Δεν σκεφτόμουν

-ήθελα απλά να ξαναγεννηθώ μέσα από τα φιλιά και τα χάδια σου! 

Σε κοίταζα και χάθηκα μέσα σε αυτά τα μεγάλα μελαγχολικά μάτια…

 Μου χαμογέλασες

-είμαι δική σου-

ολότελα δική σου ήθελα να φωνάξω, 

αλλά δεν το έκανα. 

Υπέθεσα η ανόητη ότι το ήξερες

-ότι το έχεις ήδη καταλάβει…

 Συγχώρεσε με αγάπη μου, 

που δεν έμαθες ποτέ ότι δεν γινόταν να είμαι περισσότερο δική σου

-που δεν σου είπα ποτέ ότι ένα άγγιγμα σου 

έκανε όλο μου το κορμί να τρέμει. 

Συγχώρεσε με, 

που δεν έμαθες πως ένα σου φιλί ήταν αρκετό

 για να νιώσω τη λαχτάρα του κορμού σου… 

Ξέρεις, 

δεν βρήκα ποτέ το θάρρος η δειλή 

να σου ψιθυρίσω το πόσο πολύ σε αγαπώ…

 Σε αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου

-σε αγαπώ με όλο μου το είναι-

σε αγαπώ περισσότερο με κάθε χτύπο της καρδιάς σου,

 ξέχασα να σου πω…

Χανόμασταν μέσα στη ατελείωτη πάλη του “εγώ” μας

 και σε σκληρές κουβέντες που εκτοξεύονταν

 σαν πρόκες στα σώματα μας.

 Πνιγόμασταν από τους φόβους και τα μη!

“Πληγώνουμε τον ίδιο τον έρωτα” σου είχα πει.

 “Ο έρωτας είναι πόλεμος” μου είχες απαντήσει,

 χαμογελώντας… 

Μόνο που εγώ λαβώθηκα σε αυτόν τον πόλεμο,

 αγάπη μου. 

Ακόμα προσπαθώ να επουλώσω τις πληγές μου 

από εκείνα τα ψυχρά, αστραφτερά μαχαίρια σου

-με πονάς ούρλιαζα βουβά-

ποτέ δεν κατάλαβες τη σιωπή μου τελικά!

 “Είσαι γεννημένος για σπουδαία πράγματα” σου είχα γράψει,

 “Είσαι ανάξια” μου είχες πει. 

Δυο λέξεις

-δυο τόσο δα λεξούλες ήταν αρκετές

 για να νιώσω τη ψυχή μου να ματώνει 

και εμένα να περπατώ με γυμνά πόδια πάνω στα γυαλιά 

της τσακισμένης αξιοπρέπειας μου και να σε παίρνω αγκαλιά

-πόσο σε είχα σφίξει… 

Θυμάσαι;

Τώρα είσαι μακριά μου

-σε έχω χάσει…

 μα τι λέω; 

Δεν μπορείς να χάσεις κάτι που δεν είχες

 και εγώ μάλλον δεν σε είχα ποτέ! 

Όμως για μένα θα είσαι πάντα το τριαντάφυλλό μου, 

που είναι ο χρόνος που ξόδεψα για αυτό, 

που το κάνει τόσο σημαντικό 

ή καλύτερα για μένα θα είσαι το δικό μου παραμύθι

-ένα παραμύθι με λυπημένο τέλος!





Κάποτε γνώρισα μια λίμνη,

μάτια μου, μάτια μου,

κάποτε γνώρισα μια λίμνη,

που ‘θελε να ‘ναι θάλασσα...




Και κάθε που χαράζει

την τρώει το μαράζι...




Κάποτε αντάμωσα μια πέτρα,

μάτια μου, αχ μάτια μου,

κάποτε αντάμωσα μια πέτρα,

που ‘θελε βράχος να γενεί...




Και κάθε που χαράζει

την τρώει το μαράζι...




Κάποτε αγάπησα μια κόρη

μάτια μου, μαύρα μάτια μου,

που ρωτούσε κάθε αγόρι,

πότε γυναίκα θα γενεί...




Και κάθε που χαράζει

την τρώει το μαράζι...




Έχουν περάσει χρόνοι δέκα,

μάτια μου, αχ μάτια μου,

η κόρη γίνηκε γυναίκα

μα εγώ απόμεινα παιδί




Και κάθε που χαράζει

με τρώει το μαράζι...

Pages