Μπορώ πλέον να πω ότι ύστερα απ’ όσα πέρασα, τα πάω σχετικά καλά μαζί μου. Ενίοτε δε πολύ καλά. Ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες. Που τυχαίνει να βρισκόμαστε όλοι μαζί αρκετές ώρες τη μέρα. Δηλαδή, εγώ με μένα. Και να καθόμαστε παρέα στη βεράντα. Εκτός και αν έχει κουνούπια. Οπότε είτε πασαλείβομαι με χημικά είτε με παίρνω και με πάω μέσα. Για να μου παραχωρήσω ευγενικά τον καναπέ και να πιάσω εγώ την πολυθρόνα. Αντικριστά ο ένας από τον άλλον. Σαν δυο παλιοί φίλοι από το στρατό ή το πανεπιστήμιο. Που ανασκαλεύουν κοινές μνήμες. Σχολιάζουν κοινούς γνωστούς. Και θωπεύουν κοινές πληγές.
Όχι ότι λείπουνε εντελώς τα μεταξύ μας καβγαδάκια. Αλλά τις περισσότερες φορές είναι ήσσονος σημασίας προστριβές που στη χειρότερη περίπτωση μπορούν να εξελιχτούν μέχρι μετρίας έντασης αψιμαχίες, χωρίς όμως να καταλήγουν στις αιματηρές συρράξεις του παρελθόντος. Οπότε μουτρώνω για λίγο καιρό. Παύω να μιλιέμαι με τον εαυτό μου. Και όσο μπορώ με αποφεύγω. Δεν κοιτιέμαι στους καθρέφτες. Με μουντζώνω όταν πέφτω πάνω μου στις βιτρίνες των καταστημάτων. Υιοθετώ τον πληθυντικό της ευγενείας κατά τις ενδιάθετες συνομιλίες μου.
Αλλά στο τέλος πάντα κάτι συμβαίνει. Μια κωμική σκηνή, μια νοσταλγική ανάμνηση, ένα τραγούδι που με αρέσει. Ή απλώς κουράζομαι. Αντιλαμβάνομαι το αδιέξοδο της στάσης μου. Και εξ ανάγκης τα ψιλοβρίσκω με τον εαυτό μου. Σαν τα αντρόγυνα που αποβραδίς ονειρεύονται τα εξωτικά ταξίδια που θα κάνουνε μετά το διαζύγιο και το πρωί επιβιβάζονται στο ίδιο αυτοκίνητο για να πάνε στη δουλειά τους ή καταθέτουν τα χρήματά τους σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό για να έχουν εξασφαλισμένα τα γεράματά τους.
Παρήλθαν οι εποχές των μεγάλων εξεγέρσεων και των ακόμη πιο μεγάλων ψευδαισθήσεων. Όταν νόμιζα ότι το πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο θα ήταν το να διαχωρίσω τη θέση μου από μένα, να αποποιηθώ οποιαδήποτε εξ αγχιστείας ή εξ αίματος συγγένεια με τον εαυτό μου, να με διαγράψω μονοκοντυλιά από τον κατάλογο των φιλικών μου σχέσεων και να επιλέξω τα στοιχεία της αρεσκείας μου για να διαμορφώσω έναν άλλο εαυτό. Πιο όμορφο. Πιο θελκτικό. Πιο αποφασιστικό. Πιο πράο. Πιο κοινωνικό. Ό,τι δηλαδή δεν θα με έκανε να νιώθω αμήχανα ή να ντρέπομαι για μένα μπροστά στους άλλους. Και είναι αλήθεια ότι κατά καιρούς υποδύθηκα τον γκόμενο, τον ιδεαλιστή, τον επιχειρηματία, τον αναχωρητή.
Κάποτε μάλιστα είχα φτάσει στο σημείο να αμφιβάλλω για μένα. Αν δηλαδή είμαι αυτός που είμαι. Φλερτάροντας θεωρητικά με την ιδέα ότι υπάρχω ερήμην μου, μόνο σαν επινόηση του μυαλού μου, σαν κατασκευή των λέξεών μου και σαν δημιούργημα των συνθηκών. Ένα πολλαπλό είδωλο χωρίς αρχικό πρότυπο, μεταμφιέσεις μιας αρχικής μεταμφίεσης, αποκρύψεις μιας παντοτινής απόκρυψης, όμοιες με τις ρώσικες μπαμπούσκες, που καθεμιά τους περιέχει τη μικρότερη και η πιο μικρή δεν περιέχει τίποτα άλλο από αέρα κοπανιστό.
Αλλά πάνε όλα αυτά. Ήρθαν και περάσαν ανεπιστρεπτί. Τώρα δηλώνω μόνο κουρασμένος. Ανταλλάσσοντας τις πιο βάσιμες θεωρητικές μου αμφιβολίες με τις πιο βολικές και ακλόνητες μου ψευδαισθήσεις. Ότι εγώ υπάρχω σαν εγώ. Αδιαίρετος, διακριτός και αδιαμφισβήτητος. Και ούτε πλέον έχω τη διάθεση να υποδυθώ κανέναν άλλον πέρα από εμένα τον ίδιο.
Με υποδύομαι, λοιπόν. Με τις όποιες παρεμβάσεις μου να περιορίζονται στις σκηνοθετικές οδηγίες και στο τελικό μοντάζ: Φοράω τον εαυτό μου μάσκα. Με καλλωπίζω. Με φουσκώνω. Με διογκώνω. Με τεντώνω. Με ψηλώνω. Και παίρνω στάσεις. Προβαίνω σε χειρονομίες. Υιοθετώ πόζες. Ως εξής:
Άλλοτε καμώνομαι τον καλό. Σφύζοντας από ανιδιοτέλεια, μεγαλοψυχία και ανθρωπιά. Άλλοτε με πιάνουν τα διαόλια. Εξανίσταμαι, εξοργίζομαι και μανιάζω ακόμη και για ψύλλου πήδημα. Αλλά κατά κανόνα διατηρούμαι ψύχραιμος, απορημένος και συγκαταβατικός. Όπως δηλαδή νομίζω ότι στα αλήθεια είμαι. Κάνω μάλιστα ασκήσεις γιόγκα για να διατηρώ σε φόρμα τον εαυτό μου. Ελέγχω τις αναπνοές μου. Βλέπω τηλεόραση. Διαβάζω ελαφριά λογοτεχνία. Και κάποτε κάποτε φοράω τα καλά μου, κάνω δεξιά χωρίστρα στα μαλλιά και με παίρνω από το χέρι για μια μεγάλη βόλτα στους κεντρικούς δρόμους και στα πιο απόμερα σοκάκια της πόλης. Με τους φισκαρισμένους κάδους απορριμμάτων στις άκρες των πεζοδρομίων, τα αγγελτήρια θανάτων πάνω στις κολόνες της ΔΕΗ και τους βιαστικούς οδηγούς με τα σκυλάδικα τραγούδια τους στη διαπασών. Και έτσι περιφέρομαι σαν τουρίστας ώρες ολόκληρες στο ιστορικό κέντρο της πόλης, ώσπου να σκοτεινιάσει και να ανάψουν τα δημόσια φώτα.
Από πολύ παλιά η εμμονή με τους φανοστάτες των δρόμων. Νηπιαγωγάκι όταν ήμουν θυμάμαι ότι τρόμαζα με τη σκιά μου. Έτσι όπως την έβλεπα να εξαφανίζεται κάτω από το δυνατό φως και να μεγαλώνει, να μακραίνει και να λεπταίνει, όσο απομακρυνόμουνα από τη λάμπα. Κάποτε μάλιστα στεκόμουν στη μέση του δρόμου και της έβαζα τρικλοποδιές ή την άρχιζα στις κλωτσιές, επιτάχυνα απότομα για να της ξεφύγω ή πηδούσα στην κοιλιά για να της βγάλω τα άντερα.
Τώρα πλέον στέκομαι με τρυφερότητα από πάνω της. Ενίοτε δε της απλώνω το χέρι. Είναι ανυπόφορο να πηγαινοέρχεσαι στους άδειους δρόμους, να επιστρέφεις σπίτι, να πηγαίνεις στη δουλειά και να περνάς την καθεμέρα σου χωρίς εσένα. Είναι τρομακτικό να ζεις τη ζωή σου χωρίς τον εαυτό σου και να νιώθεις το κενό και την απουσία να σε απορροφούν με την επίγνωση ότι δεν υπάρχεις ούτε καν στο ίδιο το εγώ σου. Κάτι τέτοια κάθομαι όλη την ώρα και της λέω στη μέση του δρόμου για να την καλοπιάσω. Τις πιο πολλές φορές στέκεται ανένδοτη κρατώντας μου ακόμη μούτρα για ό,τι έκανα όταν ήμουνα παιδί. Μόνο τις προάλλες την είδα να σηκώνεται από τον δρόμο. Να με παίρνει από το χέρι. Για να με οδηγήσει μονάχο μου στο σπίτι. Από όσο δε θυμάμαι καθαρά, σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής ψέλλιζα με την φάλτσα μου φωνή εκείνο το παιδικό τραγουδάκι, αναπροσαρμοσμένο βέβαια κατά τις γευστικές μου προτιμήσεις: «εμείς οι δυο οι φίλοι, που τρώμε το καρπούζι…»