Την άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να εξοικονομήσει τεράστια ποσά αν έκοβε το δεύτερο ‘νι’ από πολλές ελληνικές λέξεις και τοπωνύμια εξέφρασε σήμερα ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Σε συνέντευξη του ο πρώην υπουργός, που φημίζεται για την ανορθόδοξη προσέγγιση του στα οικονομικά, τόνισε ότι η χώρα θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και 15 δις αφαιρώντας το γράμμα «Ν» στις λέξεις όπου υπάρχει σαν δίφθογγος, δηλαδή διπλό.
«Φανταστείτε πόσους τόνους μελάνι σε κρατικά έγγραφα, βιβλία, πινακίδες και τόσα άλλα υπάρχει δεύτερο ‘νι’ το οποίο δεν χρειάζεται» τόνισε, προσθέτοντας ότι κανένας δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά, αφού η λέξη θα προφερόταν το ίδιο.
«Πάρτε για παράδειγμα το δικό μου όνομα. Πολλοί λένε ότι το γράφω έτσι επειδή είμαι ψώνιο. Αλλά το Γιάννης και το Γιάνης προφέρονται το ίδιο. Αν τα Γιάννενα γραφτούν Γιάνενα θα αλλάξει κάτι; Όχι, αλλά με μία κίνηση η χώρα θα μπορούσε να εξοικονομήσει εκατομμύρια ευρώ.»
Πώς βέλαζε το αρχαιοελληνικό πρόβατο;
Ὁ δ’ ἠλίθιος ὥσπερ πρόβατον βῆ βῆ λέγων βαδίζει! γράφει σε μια κωμωδία του ο Κρατίνος τον 5ο αιώνα π.Χ. Ώστε βη βη κάναν τα αρχαία πρόβατά μας; Και πού η αδιατάραχτη συνέχεια κτλ.;
Μην ταραζόμαστε. Μπέε μπέε κάναν κι εκείνα, σαν τα νεοελληνικά πρόβατά μας, αφού το β προφερόταν μπ, και το η σαν μακρό ε, δηλαδή εε.
Έτσι και η αρχαία αγελάδα, που τους παλιούς τους χρόνους μυκάται, κάνει δηλαδή μυ, και η αρχαία κατσίκα, που μηκάται, κάνει δηλαδή μη, δεν έκαναν ίδια και οι δυο τους [mi], αλλά μου η μία, και μέε η άλλη, σαν τις σημερινές, αφού το υ προφερόταν ου, και το η, όπως είπαμε ήδη, εε.
Ξεταραχτήκαμε τελείως; φοβάμαι, όχι. Γιατί οι φετιχιστές της αδιατάραχτης συνέχειας, για να είμαι ακριβής: όσοι πιστεύουν στην εκ θεών και φύσεως καταγωγή της ελληνικής γλώσσας, ενώ είναι υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: σημασιολογία, σύνταξη, μορφολογία, αρνούνται να δεχτούν πως έχει αλλάξει και η προφορά.
Συμβαίνει έτσι το εντυπωσιακό, να παρουσιάζουν τους περικλεείς προγόνους μας ανίκανους π.χ. να εκφράσουν τη θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στο εγώ και στον άλλον, στο εμείς και στο εσείς, καθώς υποτίθεται πως και για τις δύο περιπτώσεις είχαν ένα αδιαφοροποίητο [imis]: ημείς-υμείς. Κι όμως, όπως δέχονται ακριβώς οι καταγγελλόμενοι για εθνογλωσσική μειοδοσία, όπως δέχεται δηλαδή η επιστήμη όλων των τάσεων πλην (των ανεπιστημόνων, εννοείται) Πλευραδώνιδων κτλ., μια χαρά την εξέφραζαν την εν λόγω διάκριση οι αρχαίοι, προφέροντας κάτι σαν [emeïs] και [umeïs].
Ώστε δεν «νιαούριζαν» οι αρχαίοι: ιίι, ιίι, ιίι, όπως μας διαβεβαιώνει με τον εμπνευσμένο τρόπο του ο Ελισαίος Γιανίδης: αρκεί, γράφει, να ρίξει ο αναγνώστης «μια ματιά στην ακόλουθη παράταξη: ι η ει η οι υι, και να σκεφτεί αν είναι πιθανό οι αρχαίοι να τα έλεγαν όλα ι, και τι είδους άραγε διασκέδαση βρίσκανε να κάθουνται να εφευρίσκουν τόσο ποικίλα σύμβολα για να σημειώνουνε φθόγγους που δεν είχανε καμιά διαφορά μεταξύ τους. Και παρακαλώ τον αναγνώστη να μην αποφασίσει, πριν θυμηθεί και τούτο, ότι στην αρχαία γλώσσα υπήρχανε και οι ακόλουθες λέξες: εἴην, εἵην, ἰοίην, ἱείην, ἠΐην, ποιοίη, ρυοίη, και άλλες ανάλογες. Θα ήτανε σωστή ασέβεια στην ανώτερη καλαισθησία των ανθρώπων εκείνων, να υποθέσουμε πως μπορούσαν να συνεννοούνται μεταξύ τους λέγοντας ιίι, ιίι, ιίι, και με την απαίτηση πως αυτό το νιαούρισμα έχει τρεις διάφορες έννοιες…» (Γλώσσα και ζωή, 1908).
Ώστε δεν παλιλλογούσε ανοήτως ο παπάς που ακούγαμε μικροί στην εκκλησία να εύχεται κάθε φορά υπέρ του διαφυλαχθήναι […] την πόλιν ταύτην […] από λοιμού, λιμού, σεισμού, καταποντισμού… Και απορούσαμε, και σίγουρα θα απορούν ακόμα, κι όχι μονάχα τα μικρά παιδιά, τι στο καλό είναι αυτό το [limu, limu] –πώς είναι δυνατόν να ομοηχούν δυο τόσο διαφορετικές έννοιες, η επιδημία και η πείνα!
Τι θεωρείται λοιπόν δεδομένο, κυρίως έπειτα από μελέτη και παρατήρηση των εσωτερικών μηχανισμών και της πορείας της ίδιας της αρχαίας γλώσσας, με όσες ακόμα επιφυλάξεις και σκοτεινά σημεία υπάρχουν;
Πως τα β, δ, γ, προφέρονταν μπ, ντ, γκ·
πως το η: εε, το ω: οο, το υ: ου, και αργότερα σαν το γαλλικό u·
έτσι, το ου: όου, δηλαδή όλα τα δίψηφα ήταν δύο ξεχωριστοί φθόγγοι (γι’ αυτό και τα μαθαίναμε παλιά σαν διφθόγγους): αι: άι, οι: όι, αυ: άου, ευ: έου κτλ.
Δηλαδή, δώμα: ντόομα, μηδέν: μεεντέν, λύπη: λούπεε (και δεν μπερδευόταν με τα λίπη και το λείπει!), βωμός: μποομός, κ.ο.κ. Δηλαδή: Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο ναι, «Νταρέιοου κάι Παρουσάτιντος γκίγκνονταϊ παΐντες ντούο», όπως κοροϊδεύαμε (μας μάθαιναν δηλαδή να κοροϊδεύουμε).
Και καλώς δεν την υιοθετήσαμε την προφορά, για πρακτικούς κυρίως λόγους, γιατί έτσι θα έπρεπε να προφέρουμε διαφορετικά όλες τις λέξεις που χρησιμοποιήσαμε εδώ σαν παραδείγματα, ανάλογα με το κείμενο όπου απαντούν, αρχαίο δηλαδή, ελληνιστικό ή νεοελληνικό.
Άλλο όμως αυτό και άλλο η συνείδηση, η γνώση της αλλαγής. Η γνώση που, με τον απαιτούμενο ακριβώς σεβασμό στην αρχαία γλώσσα, θα ’πρεπε να μας κάνει διπλά και τρίδιπλα επιφυλακτικούς όταν μιλούμε για μουσικότητα των αρχαίων, ενώ τα διαβάζουμε νεοελληνιστί· και επιδιδόμαστε σε «αναπαραστάσεις» που αποτελούν καθαρή ύβρη απέναντι στο διόλου σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μας, την αρχαιότητα, την αρχαία γραμματεία, και ιδίως την αρχαία ποίηση.
Πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά
- Άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε
Ήρθε η ώρα να μιλήσουμε πιο συστηματικά για ένα ζήτημα που μας απασχόλησε και σε προηγούμενα κεφάλαια: το ζήτημα της προφοράς των αρχαίων ελληνικών. Τα αρχαία ελληνικά δεν προφέρονταν όπως τα νέα ελληνικά.
Με άλλα λόγια, η ελληνική γλώσσα και οι φθόγγοι της άλλαξαν μέσα στα δυόμισι χιλιάδες χρόνια που χωρίζουν τα αρχαία από τα νέα ελληνικά. Πώς το ξέρουμε αυτό; Πρώτα πρώτα, αν προσέξουμε τον τρόπο που γράφουμε τα ελληνικά σήμερα θα δούμε (το έχουμε ήδη πει) ότι άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε. Γράφουμε παιδί, όμως δεν προφέρουμε [paiδi] αλλά [peδί], Γράφουμε ίδιος, ήλιος, ύφος, είμαι, οίστρος, υιοθεσία, αλλά η αρχή των λέξεων αυτών, παρά τα διαφορετικά γράμματα, προφέρεται με τον ίδιο τρόπο:
[i]. Λέγαμε νωρίτερα ότι αυτό συμβαίνει γιατί εξακολουθούμε να χρησιμοποιούμε έναν τρόπο γραφής που είναι ιστορικός, δηλαδή καταγράφει μια παλιότερη προφορά. Στα αρχαία ελληνικά τα γράμματα (ή οι συνδυασμοί γραμμάτων) ι, η, υ, ει, οι, οι αντιστοιχούν σε διαφορετικές προφορές, σε διαφορετικούς φθόγγους. Μέσα στην πορεία του χρόνου η προφορά άλλαξε: τα ι, η, υ, ει, οι, υι κατέληξαν να δηλώνουν τον ίδιο φθόγγο, το [i]. Η προφορά άλλαξε, αλλά εξακολουθούμε να γράφουμε σαν να μην άλλαξε. Έτσι, άλλα γράφουμε και άλλα προφέρουμε.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο στα ελληνικά αλλά και σε πολλές άλλες γλώσσες. Σκεφτείτε το αγγλικό I ‘εγώ’: γράφεται i και προφέρεται [ai]. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει, όπως στα ελληνικά, ότι η γραφή Ι ‘εγώ’ αντανακλά μια παλιότερη προφορά [i] που άλλαξε: το i από [i] έγινε [ai]. Η προφορά άλλαξε αλλά δεν άλλαξε η γραφή. Η προφορά, λοιπόν, αλλάζει, αλλά κρατιέται η παλιά γραφή, που αντανακλά μια παλιά προφορά. Αν αρνηθούμε να το δεχθούμε αυτό, τότε διαβάζοντας ένα αρχαίο ελληνικό κείμενο που περιγράφει το βέλασμα των προβάτων (βῆ βῆ) θα πρέπει να υποστηρίξουμε (όπως είπαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι τα πρόβατα βέλαζαν διαφορετικά στην αρχαιότητα απ’ ό,τι σήμερα: έκαναν [vi vi] (όπως προφέρονται το β και το η στα νέα ελληνικά) και όχι μπέε μπέε [bee bee].
Αλλά αυτό είναι παράδοξο. Τα πρόβατα βέλαζαν τότε με τον ίδιο τρόπο όπως και τώρα, έκαναν [bee bee]1 αυτό που άλλαξε είναι η σχέση γραμμάτων και φθόγγων: το β στα αρχαία ελληνικά προφερόταν |b] όπως το αγγλικό b και το η προφερόταν [ee], ήταν μακρό. Λέγαμε ότι αυτό είναι ένα παράδειγμα των στοιχείων που χρησιμοποιούμε για να «ανακαλύψουμε» πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Είχαμε δει και άλλα παρόμοια και θα τα ξαναθυμηθούμε σε λίγο. Αλλά υπάρχουν και άλλου είδους πληροφορίες που χρησιμοποιούμε για τον ίδιο λόγο: (α) οι πληροφορίες που μας δίνουν οι ίδιοι οι αρχαίοι όταν μιλούν για την προφορά της γλώσσας τους- (β) η μορφή που παίρνουν οι αρχαίες ελληνικές λέξεις όταν τις δανείζονται άλλοι, σύγχρονοι με τους αρχαίους, λαοί (π.χ. οι Ρωμαίοι). Θα τα δούμε αυτά πιο αναλυτικά σε λίγο.
Αλλά πριν μπούμε σε λεπτομέρειες, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τί εννοούμε όταν μιλάμε για το πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά. Για ποια εποχή μιλάμε και για ποια μορφή των αρχαίων ελληνικών. Μιλάμε για τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. και για τη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο. Στην αρχαία εποχή δεν υπήρχε μια κοινή γλώσσα, όπως υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα. Υπήρχε μια ποικιλία διαλέκτων. Κοινή γλώσσα θα αναπτυχθεί στην εποχή που αρχίζει με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, στην ελληνιστική, όπως λέμε, εποχή. Και η κοινή αυτή γλώσσα βασίστηκε στη διάλεκτο της Αθήνας, την αττική διάλεκτο, που είχε το μεγαλύτερο γόητρο, γιατί ήταν διάλεκτος που μιλιόταν, και γραφόταν, στην πιο ισχυρή πόλη-κράτος της αρχαίας Ελλάδας. Γι’ αυτό, μιλώντας για την προφορά των αρχαίων ελληνικών, μιλάμε κυρίως για την προφορά της αττικής διαλέκτου της κλασικής εποχής, του 5ου κυρίως αλλά και του 4ου αιώνα π.Χ.
- Φωνήεντα
2.1 Μακρά και βραχέα
Λυτό που έχει σημασία να θυμόμαστε είναι ότι τα φωνήεντα της αρχαίας ελληνικής είχαν ένα χαρακτηριστικό που απουσιάζει από τα νέα ελληνικά: χωρίζονταν σε μακρά και βραχέα, σε φωνήεντα δηλαδή «μακριά» και «σύντομα». Τί σημαίνουν αυτά τα επίθετα; Σημαίνουν ότι το βραχύ, «κοντό», φωνήεν είχε μικρότερη διάρκεια άρθρωσης από το μακρό. Όσοι ξέρουν αγγλικά, θα αναγνωρίσουν την ομοιότητα με αυτή τη γλώσσα. Στα αγγλικά οι δύο λέξεις shit και sheet διαφέρουν κατά το ότι η πρώτη προφέρεται με ένα «σύντομο», βραχύ [i] (και σημαίνει ‘κακά’), ενώ η δεύτερη προφέρεται με ένα μακρύ [i], προφέρεται δηλαδή [shiit] (και σημαίνει ‘σεντόνι’). Επειδή δεν έχουμε τη διάκριση αυτή στα νέα ελληνικά, συνήθως δυσκολευόμαστε να προφέρουμε διαφορετικά τις δύο αυτές λέξεις, με αποτέλεσμα μια σύγχυση που μπορεί να μας βάλει σε μπελάδες. Το ίδιο συμβαίνει με τις αγγλικές λέξεις ship ‘πλοίο’ και sheep ‘πρόβατα’. Η πρώτη προφέρεται με ένα βραχύ, «σύντομο» [i] και η δεύτερη με ένα μακρύ [i], δηλαδή με ένα [i] που η άρθρωσή του διαρκεί περισσότερο [shiip].
2.2 Η, Ε, ΕΙ
Κάπως έτσι γινόταν και στα αρχαία ελληνικά. Θυμηθείτε πάλι το παράδειγμα βῆ βῆ, που δηλώνει το βέλασμα των προβάτων. Το γράμμα η (στα κλασικά χρόνια χρησιμοποιούσαν μόνο κεφαλαία γράμματα, δηλαδή Η για την περίπτωση που συζητάμε) αντιστοιχεί σε ένα μακρύ [e], δηλαδή [ee]. Το βραχύ αντίστοιχό του είναι το ε (δηλαδή Ε). Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε και ένα ακόμη μακρό [e], που γραφόταν ει (δηλαδή ΕΙ)· αρχικά προφερόταν όπως γραφόταν, αλλά αργότερα, στον 5ο αιώνα π.Χ., κατέληξε να προφέρεται σαν ένα μακρό [e]. Η διαφορά του από το άλλο μακρό [e], το Η, είναι ότι προφερόταν πιο κλειστά, δηλαδή με μικρότερο άνοιγμα του στόματος. Έτσι, η διαφορά στην προφορά των δύο λέξεων ήδη και είδη ήταν ότι και οι δυο άρχιζαν με ένα μακρό [e] = [ee], αλλά στην πρώτη λέξη το [ee] = Η προφερόταν με πιο ανοιχτό το στόμα απ’ ό,τι στη δεύτερη λέξη, όπου [ee] – ΕΙ. Αυτό το κλειστό μακρό [e] (που γράφεται ως ΕΙ) θα συμπέσει αργότερα με το μακρό [i] και έτσι θα προκόψει η νεοελληνική προφορά ει = [i].
2.3 Ο, ΟΥ, Ω
Η διαφορά μεταξύ του όμικρον και του ωμέγα είναι, πάλι, ότι το πρώτο αντιστοιχεί σε έναν βραχύ φθόγγο, ενώ το δεύτερο σε έναν μακρό, έναν φθόγγο δηλαδή που διαρκεί περισσότερο, — [οο]. Πώς το ξέρουμε αυτό; Μια πηγή είναι λέξεις που δηλώνουν ήχους ζώων. Το ρήμα κρώζω (που αναφέρεται στον ήχο που κάνουν τα κοράκια) αλλά και το ρήμα βρωμῶμαι (που αναφέρεται στον ήχο που βγάζουν τα γαϊδούρια) γράφονται με ω (με μακρό [ο]) ακριβώς για να αποδώσουν τη διάρκεια που έχουν αυτοί οι ήχοι στο στόμα των κοράκων και των γαϊδάρων.
Όπως και στην προηγούμενη περίπτωση, υπήρχε ακόμα ένα μακρό [ο], που γραφόταν ΟΥ. Αρχικά προφερόταν όπως γραφόταν ([ou]· θα μιλήσουμε σε λίγο για την προφορά του ύψιλον), αλλά στην αττική διάλεκτο του 5ου αιώνα έχει αλλάξει και δηλώνει ένα μακρό κλειστό [ο]. Η διαφορά του δηλαδή από το άλλο μακρό [ο] (δηλαδή αυτό που γράφεται με ω) είναι ότι, ενώ το Ω αντιστοιχεί σε ένα μακρό [ο] που είναι ανοιχτό, προφέρεται δηλαδή με το στόμα αρκετά ανοιχτό, το άλλο μακρό [ο] (που γράφεται ως ΟΥ) προφέρεται με το στόμα πιο κλειστό. Έτσι η διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις πώς και πούς ‘πόδι’ είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε μακρό [ο], με τη διαφορά ότι στην πρώτη λέξη το μακρό [ο] προφερόταν με πιο ανοιχτό το στόμα απ’ ό,τι στη δεύτερη λέξη. Αυτό το μακρό κλειστό [ο] που γραφόταν ως ΟΥ θα μετακινηθεί σχετικά νωρίς στην προφορά [u]. Από την προφορά αυτή θα προέλθει το σημερινό [u].
2.4 Άλλα φωνήεντα
Και τα [i], [a] είχαν μια «μακρά» και μια «βραχεία» προφορά. Αυτό όμως δεν δηλωνόταν με ξεχωριστά γράμματα. Η διαφορά μεταξύ του βραχέος [i] και του μακρού [i] ήταν ανάλογη με αυτή που βρίσκουμε στα σημερινά αγγλικά: bit ‘κομμάτι’, beat ‘χτυπώ’ (προφέρεται [biit]).
Μακρά και βραχεία προφορά είχε και ο φθόγγος που δηλωνόταν με το γράμμα ύψιλον (Υ). Εδώ όμως πρέπει να επισημάνουμε (το έχουμε ήδη κάνει σε προηγούμενο κεφάλαιο) ότι ο φθόγγος στον οποίο αντιστοιχούσε το γράμμα Υ τον 5ο αιώνα π.Χ. δεν ήταν το [i], όπως σήμερα, αλλά ο φθόγγος [u] (κάτι σαν ιου), όπως στο γαλλικό lune ‘φεγγάρι (προφέρεται [liin], λίουν). Πώς το ξέρουμε αυτό; Μια πηγή είναι τα αρχαία ρήματα που δηλώνουν ήχους που κάνουν διάφορα ζώα: μυκώμαι (για το μουγκανητό των βοοειδών), βρυχώμαι (για τον βρυχηθμό των λιονταριών)· πρβ. και κόκκυξ (το αρχαίο όνομα του κούκου). Η χρήση του γράμματος Υ στις λέξεις αυτές δεν μπορεί παρά να δηλώνει έναν φθόγγο που είναι κοντά στους πραγματικούς ήχους που κάνουν τα αντίστοιχα ζώα. Και αυτός είναι πιο κοντά σε αυτό που γράφουμε ως ου σήμερα (μουγκανητό, κούκος) και όχι στο [i] στο οποίο αντιστοιχεί σήμερα το γράμμα ύψιλον. Αργότερα αυτός ο φθόγγος θα εξελιχθεί σε [i] και θα συμπέσει με τον φθόγγο που αποδίδεται με το γράμμα I.
- Δίφθογγοι
Δυο λόγια τώρα για τις διφθόγγους. Η δίφθογγος αυ (όπως στη λέξη αυτός) προφερόταν όπως γραφόταν, [au] (θυμηθείτε τί είπαμε πριν λίγο για την προφορά του Υ), όπως περίπου προφέρεται η δίφθογγος στο αγγλικό how ‘πώς’. Η δίφθογγος ευ (όπως στη λέξη εύρημα) προφερόταν όπως γράφεται, [eu]. Αυτό που άλλαξε στις δυο αυτές διφθόγγους είναι ότι το δεύτερο φωνήεν τους (το υ) απέκτησε συμφωνική προφορά, έγινε τριβόμενο (θυμηθείτε τί λέγαμε γι’ αυτό το είδος φθόγγων στο δεύτερο κεφάλαιο): [av] (όπως στο αύριο), [af] (όπως στο: αυτός).
Η δίφθογγος αι προφερόταν όπως γράφεται, [ai], όπως στο αγγλικό high ‘ψηλός’. Μετά τα κλασικά χρόνια (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) έπαψε να είναι δίφθογγος και στη συνέχεια συνέπεσε με το Ε (= [e]). Αυτό το καταλαβαίνουμε από τα ορθογραφικά λάθη που εμφανίζονται: π.χ. κερός αντί καιρός. Τί σημαίνουν αυτά τα ορθογραφικά λάθη; Σημαίνουν ότι αυτός που γράφει ακούει [keros] και όχι [kairos] (όπως παλιότερα) και γι’ αυτό γράφει τη λέξη με ε. Τα ορθογραφικά λάθη προκύπτουν πάντοτε όταν υπάρχει αναντιστοιχία προφοράς και γραφής. Όταν, με άλλα λόγια, προφέρουμε διαφορετικά απ’ ό,τι γράφουμε. Και αυτό συμβαίνει όταν η γραφή δεν παρακολουθεί τις αλλαγές που έχουν γίνει στην προφορά, δηλαδή δεν αλλάζει. Όλοι ξέρουμε τις δυσκολίες που είχαμε σαν μικροί μαθητές, και εξακολουθούμε να έχουμε, να μάθουμε την ορθογραφία. Και οι δυσκολίες αυτές οφείλονται στην αναντιστοιχία προφοράς και γραφής. Καθώς κυλάει ο χρόνος, η γραφή και η προφορά γίνονται ένα αταίριαστο ζευγάρι: οι αλλαγές που γίνονται στην προφορά δεν «περνούν» στη γραφή. Συγκρίνοντας τη σχέση προφοράς και γραφής, με βάση όσα είπαμε ως τώρα, ανάμεσα στα αρχαία ελληνικά και στα νέα ελληνικά, μπορείτε εύκολα να διαπιστώσετε πόσο πιο «κοντά» στην προφορά ήταν η αρχαία ελληνική γραφή.
Δυο λόγια τώρα για τη δίφθογγο οι. Και αυτή η δίφθογγος προφερόταν, στην κλασική εποχή, όπως γραφόταν, [οi]. Όπως προφέρεται λ.χ. η αγγλική λέξη toy ‘παιχνίδι’. Αυτό φαίνεται καθαρά από τη μορφή που παίρνουν στα λατινικά ελληνικές λέξεις με τη δίφθογγο οι, οι οποίες περνούν, ως δάνεια, στη γλώσσα αυτή. Έτσι η λέξη ποινή λ.χ. εμφανίζεται στα λατινικά ως poena. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική λέξη ακουγόταν με προφερόμενα και τα δύο στοιχεία ο [ο] και ι [ί] της διφθόγγου. Αργότερα, μετά την κλασική εποχή, φαίνεται ότι η δίφθογγος οι συνέπεσε με τον φθόγγο που αποδίδει το γράμμα ύψιλον (= [u], όπως στο γαλλικό lune ‘φεγγάρι’). Αυτό φαίνεται πάλι από τα ορθογραφικά λάθη που βρίσκουμε στις επιγραφές, π.χ. πύος αντί ποιος ‘ποιος’. Αυτό το λάθος σημαίνει ότι το υ και το οι προφέρονταν πια με τον ίδιο τρόπο. Η επόμενη εξέλιξη του οι (= [u] πια) μέσα στον χρόνο ήταν να συμπέσει με το [i], και έτσι θα γεννηθεί η νεοελληνική προφορά: π.χ. ποιμένας = [pimenas].
Είδαμε ως τώρα πώς προφέρονταν τα αρχαία ελληνικά, φωνήεντα και δίφθογγοι, στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. Οι περισσότερες αλλαγές που οδήγησαν στη νεότερη προφορά (η σύμπτωση του ε και του αι, η σύμπτωση των ι, η, ει, η μετατροπή του δεύτερου στοιχείου των διφθόγγων αυ, ευ σε σύμφωνα) έγιναν στους πρώτους αιώνες μ.Χ. (Η σύμπτωση των υ, οι με το ι έγινε μερικούς αιώνες αργότερα. Στους πρώτους αιώνες μ.Χ. χάνεται και η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων. Ήδη γύρω στο 200 μ.Χ. είναι συχνή η εμφάνιση του ο (του βραχέος [ο]), εκεί που θα περίμενε κανείς το ω (το μακρό [ο]) και αντίστροφα.
Την ίδια περίπου εποχή αλλάζει και ο χαρακτήρας του τονισμού. Όπως έχουμε ήδη πει, ο τονισμός της αρχαίας ελληνικής ήταν μελωδικός, δηλαδή βασιζόταν στο ύψος της φωνής και όχι στην έντασή της, που συνδέεται με την αύξηση της μυϊκής προσπάθειας κατά την εκφώνηση. Ο τονισμός που βασίζεται στην ένταση ονομάζεται δυναμικός και τέτοιος είναι ο τονισμός της νέας ελληνικής – αλλά όχι της αρχαίας. Δεν αποκλείεται η κατάργηση της διάκρισης μακρών και βραχέων φωνηέντων (μια διάκριση που βασίζεται στη διάρκεια της άρθρωσης) να οφείλεται στην επικράτηση του δυναμικού τόνου, για τον οποίο η διάρκεια της άρθρωσης (στην οποία βασίζεται η διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων) δεν έπαιζε ρόλο.
- Σύμφωνα και ημίφωνα
Ήδη έχουμε μιλήσει σε προηγούμενα κεφάλαια για κάποια από τα σύμφωνα και τα ημίφωνα της αρχαίας ελληνικής. Θυμάστε ότι λέγαμε για το σύμφωνο β ότι προφερόταν [b], σαν το αγγλικό b (π.χ. στη λέξη baby ‘μωρό’), και όχι όπως προφέρεται σήμερα. Αυτό φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο οι αρχαίοι έγραφαν το βέλασμα των προβάτων: βῆ βῆ, που αρκεί για να μας πείσει ότι το β προφερόταν [b]. Το ίδιο δείχνουν και οι ελληνικές λέξεις που εμφανίζονται ως δάνεια στα λατινικά, τη γλώσσα των Ρωμαίων. Έτσι λ.χ. η αρχαία ελληνική λέξη βάρβαρος εμφανίζεται στα λατινικά ως barbarus και όχι varvarus. Το β λοιπόν προφερόταν ως ένα ηχηρό διχειλικό κλειστό σύμφωνο και όχι ως τριβόμενο, δηλαδή [ν], όπως στα νέα ελληνικά.
Αλλά και το δ και το γ προφέρονταν στα αρχαία ελληνικά όχι ως τριβόμενα αλλά ως κλειστά: οδοντικό το πρώτο (όπως στην αγγλική λέξη dear ‘αγαπητός’), ουρανικό το δεύτερο (όπως στην αγγλική λέξη group ‘ομάδα’). Γι’ αυτό οι Ρωμαίοι αποδίδουν στη γλώσσα τους, τα λατινικά, τις ελληνικές λέξεις δράκων ‘δράκος’ και γραμματική ως draco και grammatica. Η νεοελληνική προφορά των /β, δ, γ ως τριβόμενων χρονολογείται από τους πρώτους αιώνες μ.Χ., αν και σε ορισμένες αρχαίες διαλέκτους βρίσκουμε αυτή την αλλαγή, που γέννησε τη νεοελληνική προφορά, πολύ πιο νωρίς.
Στα αρχαία ελληνικά (και αυτό το έχουμε ήδη πει) υπήρχε ένας φθόγγος που προφερόταν όπως π.χ. το αγγλικό h στη λέξη house ‘σπίτι’. Έτσι η λέξη ιστορία προφερόταν στα αρχαία ελληνικά [historia]. Γι’ αυτό και, όταν οι Ρωμαίοι δανείστηκαν αυτή τη λέξη, την έγραφαν με τη μορφή historia. Και έτσι συνεχίστηκε να γράφεται μέχρι σήμερα στα αγγλικά, τα γαλλικά και σε άλλες γλώσσες: history, histoire. Σε μεταγενέστερα χρόνια αυτός ο φθόγγος δηλωνόταν με ένα σημάδι που ονομαζόταν δασεία (‘): ιστορία. Το σημάδι αυτό χρησιμοποιούνταν μέχρι πολύ πρόσφατα. Έπαψε να χρησιμοποιείται με την αντικατάσταση του πολυτονικού συστήματος από το μονοτονικό.
Τα γράμματα φ, θ, χ αντιστοιχούν σήμερα σε τριβόμενους φθόγγους. Στα αρχαία ελληνικά όμως αντιστοιχούσαν, το καθένα, σε έναν «σύνθετο» φθόγγο: [ph], [th], [kh]. Το δεύτερο στοιχείο αυτού του σύνθετου φθόγγου ήταν αυτός που μόλις συζητήσαμε. Αλλά πώς το ξέρουμε αυτό; Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας (όπως στη Σαντορίνη, δηλαδή την αρχαία Θήρα) δεν χρησιμοποιούσαν τα γράμματα Φ, Θ, X (θυμηθείτε ότι οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν μόνο κεφαλαία), όπως στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές, αλλά τα ΠΗ, ΤΗ, ΚΗ. Το δεύτερο γράμμα, αυτό που στην αρχαία Αθήνα δήλωνε το μακρό [e], εδώ δηλώνει τον φθόγγο [h], δηλαδή [ph], [th], [kh]. Έτσι η λέξη φόβος γραφόταν ΠΗΟΒΟΣ, η λέξη θεός ΤΗΕΟΣ, η λέξη χορός ΚΗΟΡΟΣ. Αυτό δείχνει καθαρά ότι τα γράμματα φ, θ, χ αντιστοιχούσαν σε έναν «σύνθετο» φθόγγο, [ph], [th], [kh], και όχι σε έναν «απλό» όπως σήμερα. Αλλά αυτό αποδεικνύεται και πάλι από τη μορφή που παίρνουν οι λέξεις με αυτά τα γράμματα, όταν τις δανείζονται τα λατινικά. Το αρχαίο ελληνικό όνομα Φίλιππος γράφεται στα λατινικά Philippus (και συνεχίζει να γράφεται έτσι μέχρι σήμερα στο αγγλικό Philip). Η αρχαία ελληνική λέξη θεωρία γράφεται στα λατινικά theoria. Η αρχαία ελληνική λέξη χάος γράφεται στα λατινικά chaos. Αυτά τα παραδείγματα αρκούν για να μας πείσουν ότι τα φ, θ, χ προφέρονταν στα αρχαία ελληνικά [ph], [th], [kh] και όχι όπως σήμερα.
Αυτό, βέβαια, επιβεβαιώνεται και από τις περιγραφές των ίδιων των αρχαίων. Όταν λοιπόν οι αρχαίοι μιλούν για τους φθόγγους στους οποίους αντιστοιχούν τα γράμματα φ, θ, χ, λένε ότι «προφέρονται βαθιά στο στόμα», «στον φάρυγγα». Δοκιμάστε να προφέρετε τους φθόγγους [ph], [th], [kh] και θα καταλάβετε, ιδίως όταν προφέρετε το [h], πόσο αυτή η περιγραφή ταιριάζει στους φθόγγους αυτούς και όχι στη σημερινή προφορά των γραμμάτων φ, θ, χ. Επιπλέον, οι αρχαίοι ονόμαζαν τους φθόγγους αυτούς «δασείς» σε αντίθεση με τους φθόγγους π, τ, κ, που τους ονόμαζαν «ψιλούς», δηλαδή «γυμνούς». Για τους αρχαίους λοιπόν οι φθόγγοι φ, θ, χ, δεν ήταν «γυμνοί» αλλά είχαν κάτι παραπάνω από τα π, τ, κ, και αυτό το κάτι ήταν το [h].
Πότε έγιναν αυτοί οι φθόγγοι τριβόμενοι, όπως στα νέα ελληνικά; Το πιο πιθανό είναι ότι αυτό έγινε στους πρώτους αιώνες μ.Χ, Καθώς χάνεται ο φθόγγος [h], τόσο ως ανεξάρτητος φθόγγος όσο και ως κομμάτι των [ph] (φ), [th] (θ), [kh] (χ), τα φ, θ, χ αλλάζουν σε τριβόμενα, έτσι ώστε να εξακολουθούν να γίνονται διακρίσεις λέξεων. Ένα παράδειγμα: οι δύο λέξεις πόρος και φόρος (αρχαίες και οι δύο, η πρώτη σημαίνει ‘πέρασμα’ αλλά και ‘πηγή αγαθών’) διακρίνονταν ως προς τη σημασία τους από τα διαφορετικά σύμφωνα π, φ (= [ph]). Από τη στιγμή που χάνεται ο φθόγγος [h] στο [ph] (φ), οι δυο λέξεις γίνονται ίδιες: πόρος. Αυτό όμως δεν μπορεί να το «ανεχτεί» η γλώσσα, γιατί εξαφανίζεται η διαφορά σημασίας – δεν «υποστηρίζεται» από τη διαφορετική μορφή των αρχικών φθόγγων. Αυτός φαίνεται να ήταν ο λόγος που τα [ph] (φ), [th] (θ), [kh] (χ) έγιναν τριβόμενα. Η διαφορά σημασίας μεταξύ των λέξεων πόρος – φόρος διατηρείται μέσα από μια νέα προφορά των αρχικών συμφώνων: [ρ], [f].
Δυο λόγια για την προφορά του ζ στα αρχαία ελληνικά. Η προφορά του ζ στα αρχαία ελληνικά δεν ήταν ίδια με την προφορά του στα νέα ελληνικά. Το γράμμα ζ «κρύβει» δύο φθόγγους – είναι [zd]. Πώς γο ξέρουμε αυτό; Το ξέρουμε από τις περιγραφές των ίδιων των αρχαίων, αλλά και από τη μορφή με την οποία αποδίδονται ξένες λέξεις (με τους φθόγγους [zd]) στα αρχαία ελληνικά. Έτσι τα περσικά ονόματα Auramazda, Artavazda αποδίδονται στα αρχαία ελληνικά ως Ώρομάζης, Άρτάοζος. Η αλλαγή του [zd] σε [ζ], όπως στα νέα ελληνικά, φαίνεται ότι άρχισε νωρίς, ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ.
Ένας φθόγγος που θα πρέπει να συζητήσουμε ακόμη (έχουμε ήδη αναφερθεί σε αυτόν σε προηγούμενο κεφάλαιο) είναι αυτός που δηλωνόταν με το γράμμα δίγαμμα, που λεγόταν έτσι γιατί έμοιαζε με δυο κεφαλαία γάμα μαζί ( Ϝ ϝ ). Το γράμμα αυτό αντιστοιχούσε σε έναν φθόγγο παρόμοιο με αυτόν που βρίσκουμε στην αρχή των αγγλικών λέξεων was ‘ήταν’ ή woman ‘γυναίκα’. Ο φθόγγος αυτός χάθηκε σχετικά νωρίς από τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους.
Θα πρέπει, τέλος, να σημειώσουμε ότι, όταν οι αρχαίοι έγραφαν διπλά σύμφωνα (π.χ. άλλος, θάλασσα), αυτό αντιστοιχούσε σε διπλή προφορά, όπως γίνεται στα σημερινά κυπριακά.
- Η ερασμιακή προφορά
Κλείνοντας αυτή τη διαδρομή στην προφορά των αρχαίων ελληνικών (όπως μιλιούνταν στην Αθήνα τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.) θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για ένα ζήτημα που συζητιέται πολύ στην Ελλάδα. Οι ξένοι προφέρουν τα αρχαία ελληνικά με τη λεγάμενη ερασμιακή προφορά (από το όνομα του ολλανδού σοφού Έρασμου, του 16ου αιώνα). Η ερασμιακή προφορά είναι μια προσπάθεια προσέγγισης της αρχαίας προφοράς. Με άλλα λόγια, όταν προφέρουμε τα αρχαία ελληνικά με την ερασμιακή προφορά, δεν τα διαβάζουμε με τη νεοελληνική προφορά αλλά με τον τρόπο που υποθέτουμε ότι προφέρονταν στην αρχαιότητα. Για εμάς εδώ στην Ελλάδα αυτό ακούγεται παράξενα ή και ενοχλητικά, (α) γιατί δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε τα αρχαία ελληνικά με προφορά άλλη από τη νεοελληνική, και (β) γιατί ως μαθητές δεν μάθαμε ποτέ ότι η ελληνική γλώσσα άλλαξε σημαντικά μέσα στον χρόνο, τόσο στην προφορά όσο και σε άλλες όψεις της (σύνταξη, λεξιλόγιο κλπ.). Και αυτό το δεύτερο ευθύνεται για τις συχνά βίαιες αντιδράσεις στην ερασμιακή προφορά των ξένων. Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε να διαβάζουμε τα αρχαία ελληνικά με τη νεοελληνική προφορά, αρκεί να ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν τα πρόφεραν έτσι – ότι η γλώσσα άλλαξε μέσα στον χρόνο. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Όλες οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στον χρόνο.
- Για να συνοψίσουμε
Όταν μιλάμε για την προφορά των αρχαίων ελληνικών, εννοούμε συνήθως την προφορά της διαλέκτου της Αθήνας (της αττικής διαλέκτου) κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.
Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι στα αρχαία ελληνικά υπήρχαν διακρίσεις (μακρά/βραχέα φωνήεντα) και είδη φθόγγων (π.χ. το [h], το [Ϝ ϝ ] (δίγαμμα), το [zd] (ζ), τα [ph] (φ), [th] (θ), [kh] (χ)) που δεν υπάρχουν στη σημερινή ελληνική γλώσσα. Επίσης, ο τονισμός βασιζόταν στο ύψος της φωνής και ήταν μελωδικός, και όχι στην ένταση (δυναμικός τόνος, όπως στα νέα ελληνικά).
Διαβάζοντας τα αρχαία ελληνικά κείμενα με τη νεοελληνική προφορά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα αρχαία ελληνικά προφέρονταν διαφορετικά.