Πόσο δυνατό είναι το «Εγώ»; - Point of view

Εν τάχει

Πόσο δυνατό είναι το «Εγώ»;





  Η παιδική μας ηλικία κατεξοχήν χαρακτηρίζεται ως εγωκεντρική. Το παιδί θέλει να είναι το επίκεντρο της προσοχής, θέλει άμεση ικανοποίηση των αναγκών του και των επιθυμιών του, χωρίς να σκέφτεται τους άλλους. Αυτό συμβαίνει μέχρι να ωριμάσει συναισθηματικά, να αρχίσει ν’ αποκτά ενσυναίσθηση και τελικά να λαμβάνει υπόψη του και τις ανάγκες των άλλων. Τι συμβαίνει, όμως, με τους ενήλικες; Επιτυγχάνουν όλοι τη συναισθηματική ωρίμανση στο βαθμό που θα έπρεπε; Αποβάλλουν όλοι των εγωκεντρισμό τους μεγαλώνοντας;

Το «εγώ» είναι ένα αρκετά δυνατό δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς μας. Είναι αποτέλεσμα τόσο περιβαλλοντικών όσο και κληρονομικών επιδράσεων. Είναι η συνειδητότητα και η επίγνωση που έχουμε για τον εαυτό μας. Τα βιώματα, οι σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μας, οι απογοητεύσεις μας, οι ευχάριστες και δυσάρεστες στιγμές, οι ανασφάλειές μας, το πόσο νιώθουμε ότι αγαπηθήκαμε ή όχι παίζουν καθοριστικό ρόλο στο κατά πόσο το «εγώ» θα είναι άκαμπτο ή όχι.




Πολλοί μεταφράζουν το «εγώ» σε εγωισμό. Δεν είναι όμως αυτός ο υγιής ορισμός του. Περισσότερο αφορά στην αυτεπίγνωση και στον αυτοσεβασμό. Όσο πιο άκαμπτο είναι το «εγώ» τόσα περισσότερα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπίζουμε στις ανθρώπινες σχέσεις. Δυσκολεύουμε τόσο τον εαυτό μας όσο και τους άλλους γιατί δεν είμαστε διαλλακτικοί, ευέλικτοι, υπό διαπραγμάτευση. Αντίθετα, τείνουμε με ένα άκαμπτο «εγώ» να είμαστε απόλυτοι, επιτακτικοί και να προβάλλουμε τις πεποιθήσεις μας και την κοσμοθεωρία μας ως αυταπόδεικτες αλήθειες.

Αν δεν δουλέψουμε με το «εγώ» μας, αν δηλαδή δεν βρούμε τα τρωτά του σημεία, υπάρχει η πιθανότητα να είμαστε έρμαια των αποφάσεων και των επιλογών αυτού, χωρίς απαραίτητα να γίνεται αυτή η διαδικασία συνειδητά. Το «εγώ» μας θα έπρεπε κανονικά να διευρύνεται, να ανοίγει, να εμπλουτίζεται να επαναπροσδιορίζεται μέσα από το «εμείς». Να γίνει εργαλείο αυτοπραγμάτωσης και προσωπικής εξέλιξης, αλλά και ουσιαστικής αλληλόδρασης με τους άλλους. Όχι μέσο επιβολής, σύγκρουσης και υπεροχής.

Το «εγώ» μπορεί να είναι υπεροπτικό, επιδεικτικό, εκδικητικό. Δεν είναι αυτός ο προορισμός του. Στόχος θα έπρεπε να είναι η ενδοσκόπηση, η αυτοβελτίωση και η ενδυνάμωσή του προς την ένωσή του με τους άλλους ανθρώπους κι όχι προς τη ρήξη μαζί τους. Αυτό που δεν καταλαβαίνουμε είναι ότι ούτως ή άλλως ένα «εγώ» δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του. Χρειάζεται τη συνύπαρξη, την αλληλεπίδραση, τη φιλία, τη συντροφικότητα, την επιδοκιμασία, την αναγνώριση από τους άλλους. Άρα, είναι σε άρρηκτη σχέση μαζί τους και η οποιαδήποτε σύγκρουση ή απομόνωση το παθολογικοποιεί.




Η συνειδητή επαφή και επικοινωνία με τον εαυτό μας είναι αναγκαία για την ψυχική μας υγεία. Ωστόσο, οφείλουμε να εκπαιδεύσουμε τον εαυτό μας σε μια διαρκή αυτοκριτική. Δεν γίνεται για όλα να έχουμε δίκιο, δεν γίνεται όλες οι απόψεις μας να είναι σωστές, δεν γίνεται όλη η κοσμοθεωρία μας να είναι αλάνθαστη.

Θα ήταν αρκετά αλαζονικό και απόλυτο να σκεφτεί κανείς κάτι τέτοιο. Επομένως, το «εγώ» μας είναι υπό συνεχή εξέλιξη, αναθεώρηση, επαναδιαπραγμάτευση. Είναι ο μόνος τρόπος για να μη «λιμνάσουμε» σε έναν στάσιμο εαυτό που θα σκέφτεται πρώτα και μόνο τις δικές του ανάγκες και προτιμήσεις με μια αίσθηση υπεροχής. Ένα βαθιά «δουλεμένο» και συνειδητοποιημένο «εγώ» δεν φοβάται να είναι ανοιχτό, προσβάσιμο και προσεγγίσιμο, ούτε έχει ανάγκη να επιβληθεί ή να ξεχωρίσει επιδεικτικά, γιατί ικανοποιείται από την ίδια του την εξέλιξη. Η μη στασιμότητα είναι η επιβράβευση και ο αυτοσκοπός του.

Μαρία Καρίκη - ψυχολόγος
via

Pages