Μιλά η Τρέλα
Μου φαίνεσθε μεθυσμένοι
[1] Δεν πα να λέει το κοπάδι των ανθρώπων —και ξέρω το τι σέρνουνε της Τρέλας ακόμα κι οι τρελοί— όμως εγώ, μονάχα εγώ, σας λέω, ευφραίνω ανθρώπους και θεούς και να η πιό καλή απόδειξη: μόλις φανερώθηκα μπρος σ’ αυτή την αμέτρητη σύναξη, αμέσως ένα καινούργιο κι αλλόκοτο κέφι φώτισε όλα τα πρόσωπα ξεκατσουφιάσατε μονομιάς και με υποδεχτήκατε με χαρούμενο και χαδευτικό χαμόγελο. Αχ, σας τ’ ορκίζομαι, έτσι δα που σας κοιτάζω, μου φαίνεστε όλοι σα μεθυσμένοι από το νέκταρ των ομηρικών θεών, ανακατωμένο με λησμοβότανα, [τα νηπενθή της Οδύσσειας] ενώ πρίν από λίγο καθόσαστε κατσούφηδες και σκεφτικοί σαν τίποτε που μόλις βγήκαν απο τη σπηλιά τού Τροφωνίου. [Υπόγεια σπηλιά κοντά στη Λεβαδειά, όπου τη νύχτα δίνονταν χρησμοί μέσα σέ τρομαχτικές τελετές. Λένε πως όσοι βγαίναν απ’ εκεί ᾽μέναν αγέλαστοι σ’ όλη τους τη ζωή.]
Είναι ένα κι ένα! Όπως όταν πρωτοβγαίνει ό ήλιος και δείχνει το χρυσό του πρόσωπο στη γη ή όταν ύστερα από βαρύ χειμώνα έρχεται πάλι ή άνοιξη και φυσά τους απαλούς της ζέφυρους κι αμέσως η φύση αλλάζει όψη κι όλα ξανανιώνουν με καινούργια χρώματα· το ίδιο, μόλις με είδατε, το πρόσωπό σας άλλαξε. Κι αυτό που ρήτορες, σπουδαίοι ωστόσο, δυσκολεύονται να καταφέρουν με πολυδουλεμένες δημηγορίες, θέλω να πω: να διώξουν τις σκοτούρες απ’ το νού, εγώ, έτσι και φανερώθηκα, το πέτυχα.
Ποιός θα με περιγράψει καλύτερα από ᾽μένα;
[2] Γιατί βγήκα στη μόστρα μ’ αυτά τ’ άλλόκοτα ρούχα, θα το μάθετε, αν κάνετε τον κόπο και μου δώσετε αυτί. Όχι έκεινο, βέβαια, που δίνετε στους ιεροκήρυκες, αλλά το άλλο που στήνετε τόσο καλά στα πανηγύρια, για τους τσαρλατάνους, τους σαλτιμπάγκους και τους τζουτζέδες ή εκείνο το γαϊδουρίσιο που έστησε άλλοτε ό βασιλιάς μας ο Μίδας στον Πάνα. Μ’ έπιασε ή λόξα να σας κάνω κομμάτι το σοφιστή. Όχι σαν αύτους που παραγεμίζουν το κεφάλι των νέων με πληχτικα κουροφέξαλα και τους μαθαίνουν να καυγαδίζουν με πείσμα, χειρότερα κι από γυναίκες. Όχι. Θα μιμηθώ εκείνους τους αρχαίους, που για ν᾽ αποφύγουν τον ντροπιαστικό τίτλο του σοφού, προτίμησαν να λέγονται σοφιστές, και δουλειά τους ηταν να συνθέτουν εγκώμια σε θεούς και ήρωες. Θ’ άκούσετε λοιπόν ενα έγκώμιο, όχι του Hρακλή μήτε του Σόλωνα, μα το δικό μου, της Τρέλας.
[3] Να κάτσουνε στη μπάντα οι γνωστικοί, όσοι βγάζουν τρελό και ξετσίπωτο καθένα που παινάει μόνος του τον εαυτό του. Τρελός ε; Λοιπόν σύμφωνοι! Μα να παραδεχτούν πως του ταριάζει. Και μήπως δεν της πάει πιότερο της Τρέλας να γίνει η ίδια βούκινο της δόξας της και υμνωδός του εαυτού της; Ποιός μπορεί να με περιγράψει πιό πιστά από ᾽μένα; Εκτός πιά και τύχει κανένας πoυ με ξέρει καλύτερα απ’ όσο ξέρω έγω τον εαυτό μου. Αλλά τέλος πάντων, εγώ θαρρώ πως είναι πάλι πιό σεμνό αυτό και πολύ μάλιστα, απ’ το άλλο που κάνει ο τάδε σοφός κι ο δείνα μεγάλος: από διάστροφη σεμνότητα, τυλίγει με κεράσματα και μπαξίσια κανένα ρήτορα γαλύφη η φαφλατά ποιητή, για ν’ ακούσει με τ’ αυτιά του το δικό του εγκώμιο, δηλαδή ατόφια ψέματα. Μολαταύτα, ο σεμνόπρεπος αυτός καμαρώνει σαν το παγώνι και κοκορεύεται οταν ο ξεδιάντροπος κόλακας τον παρομοιάζει, τον τιποτένιο, με τους θεούς, τον φέρνει για τέλειο παράδειγμα της κάθε αρετής κι ας ξέρει πως είναι τ’ αντίθετο, στολίζει την κουρούνα με δανεικά φτερά, βγάζει άσπρο τον αράπη κι από σκνίπα σου τον κάνει ελέφαντα. Κοντολογής, προτιμώ τη λαϊκή παροιμία που λέει: Άν δεν παινέσεις το σπίτι σου, πέφτει και σε πλακώνει.
Δεν κλείνομαι σ’ έναν ορισμό
Αλλά να, πολύ απορώ —πώς το λένε— με την αχαριστία, με την ανανδρία μάλλον, των ανθρώπων. Άν και όλοι τους ερωτοτροπούν μαζί μου κι αιώνες τώρα χαίρονται τις ευεργεσίες μου, κανείς τους δε σηκώθηκε ως τη σήμερο να υμνήσει μ’ ένα καλό λόγο την Τρέλα, ενώ είδαμε ανθρώπους να σπαταλούν το λάδι και τον ύπνο τους για να εξυμνήσουν τους τύραννους Βούσιρι και Φάλαρι, [σκληρός τύραννος του Ακράγαντα στη Σικελία (580-554 π.Χ). Λένε πως κατασκεύασε μπρούντζινο ταύρο, όπου βασάνιζαν σιγοψήνοντας τους καταδικασμένους σε θάνατο. Εγκώμιό του έγραψε ο Λουκιανός.] τον τεταρταίο πυρετό, τις μύγες, τη φαλάκρα και χίλιες άλλες μάστιγες. Ε, λοιπόν, θα τον ακούσετε από ᾽μένα αυτό το λόγο, αυτοσχέδιο κι αδούλευτο, μα γι’ αυτό και πιο αληθινό.
[4] Μη σας περάσει τώρα από το νού, παρακαλώ, πως αύτο είναι τερτίπι για να εκτιμήσετε το ταλέντο μου, κατά που κάνουν οι κοινοί ρήτορες. Αυτοί, όπως ξέρετε, ενώ βάζουν τριάντα χρόνια για να δουλέψουν ένα λόγο, που καμιά φορά είναι και κλεμμένος, ορκίζονται πως τον έγραψαν μέσα σε τρείς μέρες ή πως τον υπαγόρεψαν μάλιστα σα να παίζανε.
Εμένα πάλι μου αρέσει πάντα να τα λέω όλα, Όσα μου έρχονται στο στόμα. Και μην περιμένετε, σα νά ‘μουν κανένας ρήτορας της αράδας, να εξηγήσω μ’ έναν ορισμό την ουσία μου· ακόμα λιγότερο να τη διαιρέσω σε διάφορα μέρη. Αυτό έλειπε! Εμένα δε με κλείνουν μέσα σε όρια, όταν η θεία ουσία μου είναι απεριόριστη· και δε με διαιρούν, αφού όλα τ’ ανθρώπινα πλάσματα τιμoύν τη λατρεία μου. Κι ύστερα, γιατί τάχα να σας παρουσιαστώ μ’ εναν ορισμό, με μιά σκιά, μ’ ένα σκίτσο, αφού βρίσκομαι μπρός σας και με τρώτε με τα μάτια; Εγώ είμαι, όπως βλέπετε, ή αληθινή δωρήτρια της ευτυχίας, που οι Λατίνοι ονομάζουν Stultitia κι οι Έλληνες Mωρία.
Πάντα η άκρη του γαϊδαραυτιού ξετρυπώνει
[5] Είχα όμως ανάγκη να το πω; Το κούτελο μόνο κι η ματιά μου, όπως λένε, δείχνουν καλα ποιά είμαι κι αν κατέβαινε κανενός να με περάσει για την Αθηνά ή τη Σοφία, θα τον έβγαζα απ’ την πλάνη δίχως να μιλήσω, μ’ ένα μου βλέμμα: καθρέφτης της ψυχής που λέει τα πιό λίγα ψέματα. Φιασίδια εγώ δεν ξέρω, δεν υποκρίνομαι στο πρόσωπο εκείνο που δεν έχω στην καρδιά μου. Παντού δείχνω αύτο που είμαι· κανείς δεν μπορεί να με κρύψει, μήτε κι αυτοί ακόμα που με πείσμα θέλουν να περνούν ή να λέγονται σοφοί και σουλατσάρουν σα μαϊμούδες με πορφύρα, σα γάιδαροι κάτω από τομάρι λιονταριού. Δεν πα να στολίζονται όπως θεν, πάντα η άκρη του γαϊδαραυτιού ξετρυπώνει και προδίνει το Μίδα.
Αχάριστη φάρα οι άνθρωποι, μα την αλήθεια! Μπορεί να είναι οι καλύτεροι οπαδοί μου, αν ακουστεί όμως δημόσια τ’ ονομά μου κοκκινίζουν, τόσο που το σέρνουν κατάμουτρα στους άλλους σα βρισιά. Ε, λοιπόν, αυτούς που είναι πιό τρελοί, μωρότατοι και θέλουν από πάνω να περνούν και για σοφοί, για Θαλήδες, [Θαλής, από τη Μίλητο, ένας απ’ τους εφτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας (643-548 π.Χ). Μαθηματικός και φιλόσοφος, ιδρυτής της Ιωνικής Σχoλής.] εμείς θα ‘πρεπε να τους λέμε μωρόσοφους. Δεν εχω δίκιο;
Όσο από πιό μακριά έρχεσαι, τόσο πιό πολύ σε θαυμάζουν
[6] Α, μα! Σα να μου φαίνεται πως μιμούμαι τους σημερινούς ρήτορες! Δε θαρρούν τάχα πως γινήκανε μονομιάς θεοί, επειδή παρουσιάζονται όπως οι βδέλλες με δυό γλώσσες και λογαριάζουν για μεγάλο κατόρθωμα να χώσουν σα σκελίδι στις λατινικές κουβέντες τους και καμιά ελληνικούρα κι ας είναι άσχετη; Κι οταν τους λείψουν οι ξένες λέξεις, ξεθάβουν από κανένα σαρακοφαγωμένο βιβλίο τέσσερις ή πέντε αρχαϊκούς τύπους και ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κοσμάκη· κι έτσι, λέω, αυτοί που τους καταλαβαίνουν κορδώνονται, κι οι άλλοι, τόσο πιο πολυ εκστασιάζονται, ὀσο πιό λίγο καταλαβαίνουν. Αυτό είναι· γουστόζικο, μά την αλήθεια, τούτο το είδος της ευχαρίστησης των κουτεντέδων μας: όσο από πιό μακριά έρχεσαι, τόσο πιό πολύ σε θαυμάζουν. Κι έτσι και βρεθούνε τίποτα κουφιοκεφαλάκηδες, γελάνε, χειροκροτούν, κουνάνε τ’ αυτιά τους σα γάιδαροι, για να δείξουν στους άλλους πως καλά κατάλαβαν: «Αυτό είναι, βέβαια, αυτό είναι!» Ας ξανάρθουμε όμως στο θέμα μας.
Πατέρας μου είναι ο Πλούτος
[7] Τώρα, ξέρετε τ’ όνομά μου, αγαπητοί μου … Ποιό επίθετο να βάλω; Αγαπητοί μου θεότρελοι, βέβαια! Η θεά Τρέλα δεν μπορεί να δώσει στους πιστούς της πιό τίμιο όνομα. Εκείνο, ωστόσο, που πολλοί δεν ξέρουν, είναι από πού βαστώ. Θα δοκιμάσω λοιπόv να σας το εξηγήσω, με τη βοήθεια των Μουσών.
Μήτε το Χάος, μήτε ο Άδης, μήτε ο Κρόνος, μήτε ο Ιαπετός, μήτε κανένας απ’ αυτούς τους ξεπεσμένους και σκουριασμένους θεούς είναι ο πατέρας μου. Με γέννησε ο Πλούτος, μόνος πατέρας ανθρώπων και θεών και να με συμπαθά ο Ησίοδος κι ο Όμηρος, ακόμα κι ο Δίας. Μ’ ένα του γνέψιμο, σήμερα όπως και παλιά, όλος ο κόσμος έρχεται τ’ απάνω κάτω, εμ ιερός εμ βέβηλος. Αυτός κανονίζει με τα κέφια του πολέμους, ειρήνη, κυβερνήσεις, συμβούλια, δικαστήρια, συνελεύσεις, γάμους, συνθήκες, συμμαχίες, νόμους, τέχνες, αγώνες, απολαύσεις, δουλειές, —ωχ, μου κόπηκε η άνάσα,—κοντολογής, όλες τις δημόσιες κι ιδιωτικές υποθέσεις των ανθρώπων. Χωρίς τη βοήθειά του, όλος ο λαός των θεών της ποίησης και τολμώ να πω, ακόμα κι οι μεγάλοι θεοί του Ολύμπου ή δε θα ζούσαν καθόλου, ή τoυλάχιστo, αν τρώγαν από τα δικά τους, θα την περνούσαν με νηστήσιμα. Άν κάποιος τον θυμώσει, ακόμα κι η Παλλάδα να κατεβεί δεν τον γλυτώνει. Απ’ την άλλη, όποιος τα ‘χει καλά μαζί του, κοροϊδεύει ακόμα και τον μεγάλο Δία με τ’ αστροπελέκια του.
Τέτοιος είναι ο πατέρας μου και το καυχιέμαι! Και δε με γέvνησε άπο το κεφάλι του, σαν εκείνο το αιμοβόρικο αγρίμι, την Παλλάδα. Όχι. Μ’ έφτιαξε με τη νιά την Ήβη,[δηλαδή την Νιότη. Κόρη του Δία και της Ήρας. Ο Έρασμος εδώ φαντάζεται πως η Ήβη, όταν υπηρετούσε στο συμπόσιο των θεών, αγαπήθηκε απο τον Πλούτο και γέννησε την Τρέλα.] την ομορφότερη απ’ όλες τις νύμφες και την πιο ανοιχτόκαρδη. Και πάλι, δεν πιάστηκε σε τίποτα θλιβερά δίχτυα του γάμου, που δώσαν, λόγου χάρη, εκείνο τον κουτσό σιδερά, τον μουντζούρη τον Ήφαιστο. Τι λές, καλέ! Πιάστηκε στο πιο γλυκό απ’ όλα, στα δεσμά μόνο του Έρωτα, όπως λέει ο αγαπημένος μας Όμηρος.
Αυτός που με γέννησε, προσέξτε παρακαλώ, δεν είναι ο Πλούτος του Αριστοφάνη, γέρος φιλάστενος και στραβός· ο δικός μου είναι Πλούτος απείραχτος ακόμα, που βράζει από νιάτα κι όχι από νιάτα μόνο, αλλά και μεθυσμένος μάλιστα από το νέκταρ, που κατέβασε μπόλικο στο συμπόσιο των θεών ανέρωτο.
Δυό νύμφες με βύζαξαν
[8] Αν ρωτήσετε και που γεννήθηκα, αφού τη σήμερο τ’ αρχοντιλίκι εξαρτάται πρώτα κι αρχή από το πού επάτησες τα πρώτα κλαψουρίσματα, ε λοιπόν εγώ, μήτε στην πλέουσα Δήλο, μήτε στην κυματούσα θάλασσα, μήτε στις βαθειές σπηλιές είδα το φως, μα στα νησια των Μακάρων, όπου όλα βλασταίνουν δίχως να σπείρεις και να οργώσεις. Εκεί, μήτε δουλειά, μήτε γεράματα, μήτε αρρώστια· στα χωράφια δε βλέπεις ασφοδίλια, μολόχες, σκιλλοκρομμύδες, λούπινα ή κουκιά κι άλλα τέτοια παρακατιανά χόρτα. Απ’ όλες όμως τις μεριές ευφραίνει τα μάτια σου και τα ρουθούνια σου το χρυσό σκόρδο, [το μώλυ το θαυματουργό, που δίνει o Eρμής στον Οδυσσέα για να τον προστατεύσει απο τα μάγια της Κίρκης (Οδύσσεια, Κ. 305). Eίχε μαύρες ρίζες κι άσπρα λουλούδια.] η πανάκεια, το λησμοβότανο η μαντζουράνα η αμβροσία, ο λωτός, το ρόδο, η βιολέτα, ο υάκινθος, όλος ο κήπος του Άδωνι.
Γεννημένη μέσα σε τόσες απολαύσεις, δε χαιρέτησα, βέδαια, τη ζωή με δάκρυα· αμέσως χαμογέλασα στη μάνα μου. Α, δεν τη ζηλεύω τη θρεφταρού κατσίκα του γιού του Κρόνου: δυό τρισχαριτωμένες νύμφες μου δώσαν εμένα να βυζάξω, η Μέθη, κόρη του Βάκχου κι η Απαιδευσιά, κόρη του Πάνα. Εδώ τις βλέπετε, μέσα στη συντροφιά των αυλικών μου. Αν θέλετε να τις γνωρίσετε, να σας πω τα ονόματά τους, αλλά, μα την άλήθεια, θα σας τα πω μονάχα ελληνικά.
Οι αυλικοί μου
[9] Τούτη που βλέπετε με τα σηκωμένα φρύδια είναι η Φιλαυτία. Τούτη, που τα μάτια της φαίνονται όλο να χαμογελούν και τα χέρια της να παίζουν παλαμάκια, λέγεται Κολακεία. Τούτη που δείχνει πως μισοκοιμάται, ονομάζεται Λήθη. Τούτη που ακουμπά στους αγκώνες και σταυρώνει τα χέρια της είναι η Μισοπονία, ήγουν ή Τεμπελιά. Τούτη η στεφανωμένη με τριαντάφυλλα κι αρωματισμένη από την κεφαλή ως τα πόδια, είναι η Ηδονή. Τούτη που η ματιά της χαζεύει εδώ κι εκεί και δε στυλώνεται πουθενά εΙναι ή Άνοια ή Χαζομάρα. Toύτη με τ’ ανθηρό δέρμα και το στρουμπουλό κορμί τη λένε Τρυφή. Και να μέσα σ’ αυτές τις νέες γυναίκες δυο θεοί: ο ένας λέγεται Καλοφαγίας κι ο άλλος Υπναράς. Αυτοί είναι όλοι κι όλοι οι αυλικοί μου· με υπηρετούν πιστά κι έτσι κυβερνώ τα πάντα κι απλώνω την αυτoκρατορία μου ως και πάνω στους ίδιους τους αυτοκράτορες.
Όλα μονάχα εγώ τα μοιράζω μ’ απλοχεριά σε όλους
[10] Ξέρετε το σόι μου, την ανατροφή μου και την αυλή μου. Τώρα, για να μη νομίσετε πως σφετερίστηκα τον τίτλο της θεάς, θα σας φανερώσω —και στήσετε καλά τ᾽ αυτιά σας— πόσα καλά πορίζω στους θεούς και στους ανθρώπους κι ως πού απλώνεται η δύναμή μου.
Αν είναι αλήθεια, όπως έγραψαν, πως το ιδιαίτερο γνώρισμα ενός θεού είναι να βοηθά τους ανθρώπους κι αν είναι δίκιο να δέχονται στη σύναξη των θεών αυτούς που ανακαλύψαν το κρασί, το στάρι ή άλλο τέτοιο αγαθό της ζωής, γιατί να μην αναγνωρίσουν και να μην ανακηρύξουν εμένα σαν το Άλφα τών θεών, αφού όλα μονάχα εγω τα μοιράζω μ’ απλοχεριά σε όλους;
Δεν είναι πάντως το κοντάρι της Παλλάδας …
[11] Και πρώτα απ’ όλα τί πιο γλυκό, πιό ακριβό μπορείς να φανταστείς απ’ τη ζωή την ίδια; Το ξεκίνημά της λοιπόν, σε ποιανού λογαριασμό θα το βάλετε, αν όχι στο δικό μου; Δεν είναι πάντως το κοντάρι της Παλλάδας με τον παντοδύναμο πατέρα, μήτε το σκουτάρι του συννεφοσυνάχτη Δία, που σπέρνουν και πολλαίνουν τ’ ανθρώπινο είδος! Γιατί ο πατέρας των θεών κι αφέντης των ανθρώπων, που μ’ ένα γνέψιμο του ματιού κάνει τον Όλυμπο και τρέμει ολάκερος, είναι κι αυτός αναγκασμένος ν’ ακουμπήσει στη γωνιά το τρίκλωνο αστροπελέκι του κι εκείνο το ύφος του Τιτάνα, που όταν τον πιάσει τρομοκρατούνται όλοι οι θεοί και να δανειστεί, σαν άθλιος θεατρίνος, μιά μάσκα, κάθε φορά που θέλει να φτιάξει κάπου και το φτιάνει συχνά, ένα παιδί.
Έχουν να πούνε πως οι στωικοί γειτονεύουν με τους θεούς. Ε, λοιπόν, φέρτε μου έναν που να είναι τρείς φορές, τέσσερις φορές, εξακόσιες, αν θέλετε, φορές στωικός. Αν δεν τον κάνω να κόψει τα γένεια του, έμβλημα της σοφίας του (που το μοιράζεται ωστόσο με τους τράγους) θα πρέπει τουλάχιστο να παρατήσει κι αυτός το σοβαρό του, να ξεζαρώσει το κούτελο, να πετάξει απ’ το παράθυρο τα φημισμένα του ατσαλένια δόγματα, να σαχλαμαρίσει και να παραλογιστεί κομμάτι. Κοντολογής, εμένα, εμένα σας λέω, θα χρειαστεί να φωνάξει ο σοφός αυτός, αν θέλει να γίνει πατέρας.
Αλλά μαζί σας, γιατί να μην τα πω καθαρά τα πράματα, όπως το συνηθίζω; Για πείτε μου, με τί τους σπέρνουν τους θεούς και τους ανθρώπους; Με το κεφάλι, με τη μούρη, με το στήθος, με το χέρι ή με τ’ αυτί, μ’ αυτά που ονομάζουν ευγενή μέλη; Αμ δέ! Αυτό που αυγαταίνει τ’ ανθρώπινο γένος είναι εκείνο το πραματάκι, το τρελό, το γελοίο, που δεν μπορείς να το δείξεις, μήτε να το πείς, χωρίς να γελάσεις. Από τούτη πιο πολύ τη βρυσούλα την ιερή κι όχι από την τετράδα του Πυθαγόρα, [ρίζα και πηγή όλων των όντων οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν την τετράδα ή τετρακτύν και σ’ αυτήν ορκίζονταν: μύθος, σιγή, νούς, αλήθεια] παίρνουν όλα τα πλάσματα ζωή.
Ειλικρινά, ποιός άντρας, σας ρωτάω, θα δεχόταν να του περάσουν το χαλινάρι του γάμου, αν ζύγιζε πρώτα, όπως κάνουν οι σοφοί μας, τα κακά του συζυγικού βίου; Και ποιά γυναίκα θα πήγαινε στον άντρα, αν ηξερε με τί πόνους θα γεννήσει, με τί κόπους και τί σκοτούρες θ᾽αναθρέψει ένα παιδί; Ή και μόνο αν τα στοχαζόταν αυτά; Αν χρωστάτε τη ζωή σας στο γάμο, το γάμο τον χρωστάτε στην ακόλουθό μου Χαζομάρα. Αλλά και σε μένα· το βλέπετε τώρα πόσα μου χρωστάτε! Ύστερα, ποιά γυναίκα, που την έπαθε μια φορά, θα δεχόταν να ξαναρχίσει, αν η Λήθη απ’ εδώ, δεν της παραστεκόταν; Ακόμα κι η Αφροδίτη δεν μπορεί να τ’ αρνηθεί, —κι ας λέει ο Λουκρήτιoς— [o Λατίνος ποιητής Λουκρήτιος (95-55 π.Χ), αρχίζοντας το ποίημά του De rerum nαturα, επικαλείται την Αφροδίτη: «Μητέρα των Ρωμαίων, ηδονή θεών και ανθρώπων» ] : αν δεν ανακατευόμουν στην υπόθεση, η δύναμή της όλη θ’ απόμενε κουλή και στείρα.
Από ενα γελοίο παιχνίδι ανάμεσα σε μεθυσμένους, το παιχνίδι μου, γεννιούνται λοιπόν τόσο οι κατσούφηδες φιλόσοφοι, που σήμερα πήραν τη θέση τους οι χυδαία λεγόμενοι καλόγεροι, όσο κι οι πορφυροντυμένοι βασιλιάδες, οι ευλαβικοί παπάδες, κι οι τρισμακαριότατοι ποντίφηκες και σύσσωμη τέλος πάντων η αγέλη των θεών της ποίησης, τέτοιος κόσμος και κακό, που μ’ όλη την απλοχωριά του, μόλις και τους παίρνει ο Όλυμπος.
Το νοστίμισμα της Τρέλας
[12] Μα θα ‘ταν στ’ αλήθεια λίγο αν έλεγα πως σε μένα χρωστούν το σπόρο και την πηγή της ζωής. Πρέπει τώρα να σας δείξω πως ό,τι καλό βρίσκεται στη ζωή το χρωστούν σε μένα.
Εχ, τι ζωή θα είναι αυτή και θα ‘ναι να την πείς ζωή, αν λείψει απὀ μέσα της η ηδονή; Με χειρoκρoτάτε! Μα καλά το ήξερα πως μήτε ένας ανάμεσός μας δε θα ‘ταν τόσο γνωστικός ή μάλλον τόσο τρελός, όχι, καλύτερα να πούμε τόσο γνωστικός, για να ‘χει άλλη γνώμη. Κι εδώ που τα λέμε, ακόμα κι οι σπουδαίοι μας οι στωικοί δεν την περιφρονούν καθόλoυ την απόλαυση· ναι, βέβαια, κρύβονται προσεχτικά και μ’ αλαλαγμούς της σέρνουν τα μύρια όσα και την ξεσκίζουνε μπρος στον κόσμο, μα όλα τούτα είναι για να διώξουν τους άλλους και να την απολάψουν με το ραχάτι τους. Ας τ’ ομολογήσουν όμως, μα το Δία! Ποιά ώρα της ζωής δε θα ‘ταν θλιβερή, πληχτική, άχαρη, αποκρουστική, άνοστη, ανυπόφορη, αν δεν της βάζαμε την ηδονή, δηλαδή το νοστίμισμα της τρέλας; Εδώ μπορώ να φέρω και τη μαρτυρία του Σοφοκλή [«Αίας» : «’Εν τo φρονείν γαρ μηδέν, ήδιστος βίος».] — λίγο του πέφτει όσο και να τον παινέσεις— που έκανε για λόγου μου αυτό το ωραίο εγκώμιο: «Όπου δε νοιάζεσαι για τίποτα, εκεί είναι η πιό γλυκειά ζωή». Ας εξετάσουμε όμως με λεπτομέρειες την υπόθεση.
Τους γλυτώνω απ᾽τη φρονιμάδα, άρα κι απ᾽τη γκρίνια
[13] Ποιός δεν ξέρει πως τα παιδικά χρόνια του ανθρώπoυ είναι απ’ όλα τα πιο χαρούμενα, τα πιο ευχάριστα; Μα τί έχουν λοιπόν τα παιδιά και τα φιλούμε, τ’ αγκαλιάζουμε, τα χαϊδεύουμε, αφού κι ένας εχθρὀς ακόμα τρέχει να τα βοηθήσει; Τί άλλο από τη γοητεία της τρέλας; Η προνοητική Φύση εφοδιάζει μ’ αυτήν τα βρέφη, για ν’ αλαφρώνουν με κάποια διασκέδαση τους κόπους όσων τ’ αναθρέφουν και να κερδίζουν την εύνοια όσων τα προστατεύουν. Κι η νιότη που έρχεται κατόπι, πόσο τους γοητεύει όλους, με πόσο άδολη καρδιά την κανακεύουν, με πόση ζέση της κάνουν πλάτες, με πόση προθυμία της δίνουν ένα χέρι βοήθεια! Από πού βαστάει λοιπόν, σας ρωτάω, αυτή η γοητεία των νέων; Από μένα βέβαια, που τους γλυτώνω ατ’ τη φρονιμάδα, άρα κι απ’ τη γκρίνια.
Ψέματα; Έτσι και μεγαλώσουν κομματάκι, με την πείρα και τη μελέτη, αρχίζουν και σκέφτονται σαν άντρες κι αμέσως η ομορφιά τους μαραίνεται, η ορμή τους ξεθυμαίνει, το κέφι τους κρυώνει, το σφρίγος τους πέφτει. Όσο φεύγει ο άνθρωπος από κοντά μου, τόσο λιγότερο ζει, ώσπου φτάνουν τα μελαγχολικά γεράματα, δύσκολα για τους άλλους, δύσκολα και για τα ίδια, που κανένας θνητός δε θα τα σήκωνε, αν δε βρισκόμουν πάλι εγώ, πονόψυχη σε τόσες μιζέριες. Όπως οι θεοί των ποιητών, που με τη μεταμόρφωση γλυτώνουν κάποιο δυστυχισμένο από το θάνατο, έτσι κι εγώ ξαναφέρνω, όσο γίνεται, στην παιδική ηλικία, αυτούς που βρίσκονται πια μπρος στον τάφο. Σωστά λέει γι’ αυτούς ο κόσμος πως «ξαναμωράθηκαν».
Τώρα, αν θέλει κανείς να μάθει πώς το καταφέρνω αυτό, εγώ δεν το κρύβω. Πηγαίνω τους γέρους μου στην πηγή της αγαπητής μου Λήθης (στα νησιά των Μακάρων, εκεί αναβρύζει· στον Άδη κυλάει ένα τοσοδούτσικο ρυάκι της)· με μπόλικες γουλιές πίνουν τη λησμοσύνη, πνίγονται λίγο – λίγο μέσα της οι έγνοιες τους κι αυτoί ξανανιώνουν. Μωρολογούν, σου λέει ο άλλος, σαλιαρίζουν. Εμ, φυσικά. Αυτό θα πει ξαναμωραίνω! Τί άλλο κάνουν τα μωρά παρά να σαλιαρίζουν και να παραμιλούν; Μήπως εκείνο που μας γοητεύει σ’ αυτή την ηλικία δεν είναι πως ίσα – ίσα δε σκέφτεται τίποτα; Ναι, ποιός δε θα σιχαινόταν, ποιός δε θα μισούσε το μικρό τέρας που θα λογικευόταν σαν άντρας; Απόδειξη η λαϊκή παροιμία: «Μισώ την πρώιμη φρονιμάδα στο παιδί … ».
Θα το αντέχατε να έχετε για φίλο ή συντροφιά σας ένα γέρο που θα συνταίριαζε όλη την πείρα του απ’ τη ζωή, μ’ άλλη τόση δύναμη της ψυχής και κοφτερή κρίση; Ας αφήσουμε λοιπόν το γέρο να σαλιαρίζει. Έτσι τουλάχιστο, χάρη σε μένα, ο γέρος γλυτώνει απ’ τις σκοτούρες που βασανίζουν το γνωστικό. Άσε που για κρασί δεν κάνει κι άσκημη παρέα. Δε νιώθει πιά το βάρος της ζωής, που δύσκολα το σηκώνει κι η πιό ρωμαλέα ηλικία. Καμιά φορά, σαν το γέρο του Πλαύτου, [Λατίνος κωμικός ποιητης (250 -184 π.χ.), διασκεύασε ή μιμήθηκε ελληνικά πρότυπα, βάζοντας όμως το προσωπικό του αλάτι, χοντρό, ρωμαϊκό. Στην κωμωδία του Mercator, 304, ο γέρος ξαναγυρίζει στα τρία περίφημα γράμματα Α.Μ.Ο. (αmo = αγαπώ).] ώς κι ερωτεύεται πάλι, και θα ‘ταν για λύπηση, αν είχε τα λογικά τoυ. Χάρη σε μένα όμως, είναι ευτυχισμένος, χαριτωμένος για τους φίλους του κι ευχάριστος στην παρέα του.
Αν πιστέψουμε τον Όμηρο, από το στόμα του γέρο Νέστορα τρέχουνε λόγια πιο γλυκά κι από το μέλι, ενώ το στόμα του Αχιλλέα είναι γεμάτο χολή· κι ακόμα πως οι γέροι, καθισμένοι όλοι μαζί πάνω στα κάστρα της πολιτείας, πετούν κουβέντες σαν τα κρίνα όμορφες. Σ’ αυτό ξεπερνούν ακόμα και τα μωρά, τα τόσο αξιαγάπητα, βέβαια, μα που δεν έχουν το πιο μεγάλο θέλγητρο της ζωής, τη φλυαρία. Κι έπειτα, οι γέροι λατρεύουν τα μωρά και τα μωρά τρελαίνονται με τους γέρους, γιατί «σμίγει ο θεός τον όμοιο με τον όμοιο».
Σε τί διαφέρoυν; Σε τίποτα, μόνο που αυτοί έχουνε ζάρες και πιο πολλά χρόνια. Έξω απ’ αυτό, ασπριδερά μαλλιά, στόμα χωρίς δόντια, κορμί ζαρωμένο, όρεξη για γάλα, τραύλισμα, σαλιάρισμα, κουταμάρα, ξεχασιά, αφηρημάδα, όλα τους ταιριάζουν. Κι όσο προχωρούν τα γεράματα, όλο και πιό πολύ ξαναμωραίνουν, ως τη μέρα που αφήνουν πια τη ζωή, ανίκανοι να νιώσουν την αηδία της, αναίσθητοι στο θάνατο, σαν τα μωρά.
Οι δικοί μου τρελοί είναι παχουλοί, γυαλιστεροί …
[14] Άντε τώρα να συγκρίνει όποιος θέλει τις δικές μου ευεργεσίες με τις μεταμορφώσεις που προσφέρουν οι θεοί! Ας μη μιλάμε γι’ αυτά που κάνουν όταν είναι θυμωμένoι· αλλά και με τους προστατευόμενούς τους που αγαπούν; Ε, λοιπόν, τους μεταμορφώνουν σε δέντρο, σε πουλί, σε τζίτζικα, ως και σε φίδι· [σε δέντρο: η Δάφνη, σε πουλί: τα ψαροπούλια Αλκυόνη κι ο άντρας της Κήυξ, σε τζίτζικα: ο Τιθωνός, σε φίδι: ο Κάδμος] σάμπως να μην πεθαίνεις όταν γίνεσαι άλλο πράμα! Εγώ όμως τον ίδιο άνθρωπo ξαναγυρίζω στην πιό καλή κι ευτυχισμένη εποχή της ζωής του. Αν οι θνητοί το παίρναν απόφαση και κόβαν μιά γιά πάντα κάθε σχέση με τη φρονιμάδα, και περνούσαν τον καιρό τους μαζί μου, ευτυχισμένοι και πέρα βρέχει από γεράματα, θα γεύονταν αδιάκοπα μιά χαρούμενη νιότη.
Μα κοιτάξτε, λοιπόν, αυτούς τους σκουντούφληδες, τους βουτηγμένους στη φιλοσοφική μελέτη ή σε σοβαρές, δύσκολες δουλειές! Οι πιό πολλοί γεράσανε πριν να χαρούν τα νιάτα τους, γιατι οι έγνοιες, ο ξέφρενος κι ακατάπαυτος στρόβιλος του μυαλού τους, στέρεψαν λίγο λίγο μέσα τους την πνοή και τους χυμούς της ζωής. Ενώ, αντίθετα, οι δικοί μου τρελοί είναι παχουλοί και λαμπεροί, το πετσί τους γυαλίζει, σωστά γουρούνια της Ακαρνανίας, [παχουλό και λαμπερό γουρούνι απ’ το κοπάδι του Επίκουρου χαρακτηρίζει τον εαυτό του ο Οράτιος. Όσο για τους χοίρους της Ακαρνανίας, φαίνεται πως φημίζονταν από πολύ παλιά] όπως λένε. Είμαι σίγουρη πως ποτέ δε θα νιώθαν το παραμικρό σημάδι των γερατειών, αν δεν κολλούσαν, —αλίμονο! — το μόλεμα των γνωστικών. Μα την παθαίνουν κάπου κάπου, γιατί είναι μοίρα του ανθρώπου να μην είναι ποτέ του τέλειος. Γιατι ξεχνούν τη λαϊκή παροιμία που έχει εδώ τη σημασία της: «Μονάχα ή τρέλα σταματά τη γοργοπέραστη νιότη και διώχνει μακριά τα βαρετα γεράματα».
Δικά μου τα βότανα, δικά μου τα ξόρκια …
Πόσο δίκιο έχει ο κόσμος να φημίζει τους Βραβαντούς. Ενώ οι άλλοι άνθρωποι φρονιμεύουν όταν γεράσουν, αυτοί, όσο σιμώνουν τα γεράματα, τόσο γίνονται και πιό τρελοί. Ε λοιπόν, κανένα έθνος δεν είναι τόσο βολικό να ζήσεις μαζί του, κανένα δε νιώθει λιγότερο τη λύπη των γερατειών. Κι οι φίλοι μου οι Ολλανδοι γειτονεύουν μαζί τους τόσο στα σύνορα όσο και στα συνήθεια. Ε και γιατί να μην τους πω φίλους μου, αφού έχουν οπαδούς μου τόσο πιστούς, που άξια τους κόλλησε ο λαός για παρατσούκλι τ’ όνομά μου; Κι αυτοί, άντι να κοκκινίζουν, τό ‘χουνε καμάρι.
Πηγαίνετε τώρα, κουτοί θνητοί, να ζητήσετε από τη Μήδεια, την Κίρκη, την Αφροδίτη, την Ηώ, δεν ξέρω ποιά πηγή για να σας ξαναδώσει τη νιότη. Μονάχα εγὠ το μπορώ και το κάνω. Εγώ έχω το μαγικό φίλτρο που μεταχειριζόταν η κόρη του Μέμνονα για να μακραίνει τη ζωή του προπάππου της Τιθωνού. Εγώ είμαι η Αφροδίτη που έκανε το Φάωνα να ξανανιώσει και να τον ερωτευτεί τρελά η Σαπφώ. Δικά μου είναι τα βότανα, αφού υπάρχουν, δικά μου τα ξόρκια, δική μου η πηγή που όχι μόνο ξαναφέρνει τη χαμένη νιότη, μα και το πιο λαχταριστό, την κάνει αιώνια. Αν όλοι συμφωνάτε πάνω στην αλήθεια, πως δεν υπάρχει ομορφότερο από τη νιότη και πιό φριχτό από τα γερατειά, θαρρώ πως καταλαβαίνετε και τί μου χρωστάτε, εμένα που σας ξαναφέρνω τέτοιο καλό και σας γλυτώνω από τέτοιο κακό.
Πάρετε βόλτα τον ουρανό
[15] Αλλά τί κάθoμαι ακόμα και κουβεντιάζω για θνητoύς; Πάρε-τε βόλτα τον ουρανό. Δέχομαι όποιος θέλει να πετάξει τ’ ονομά μου σα βρισιά στα μούτρα μου, αν μέσα σ’ όλους τους θεoύς ανακαλύψει ας είναι κι έναν, όχι, βέβαια, κανένα γρουσούζη ή και πολύ παρατημένο, που να μην είναι οπαδός μου.
Ποιός δε θα προτιμούσε να ήταν αυτός ο βλάκας;
Ο Βάκχος, λόγου χάρη, γιατί να είναι πάντα έφηβος με ωραία μαλλιά: Γιατί ζει, μεθυσμένoς κι αναίσθητος, μέσα στα γλέντια, τους χορούς, τα τραγούδια και τα παιχνίδια, κι αποφεύγει να ‘χει την παραμικρή σχέση με την Παλλάδα. Τόσο λίγο τον κόφτει να περάσει γιά γνωστικός, που χαίρεται να τον λατρεύουν με φάρσες και με χωρατά. Δεν τον πειράζει που τον λέει τρελό η παροιμία: «Πιὀ λωλός από τον Μόρυχο». Αυτό το Μόρυχος (απ’ το μορύσσω, ήγουν πασαλείβω) του βγήκε γιατί συνήθιζαν οι χωριάτες να πασαλείβουν με μούστο και φρέσκα σύκα το αγαλμά του μπρος στο ναό. Έτσι, το τί κοροϊδίες του πάτησε η αρχαία Κωμωδία! «Τι βλάκας αυτός ο θεός, έλεγαν. Του άξιζε να γεννηθεί από ένα μπoύτι».[Η κόρη του Κάδμου Σεμέλη, γκαστρωμένη από τον Δία, παραπλανήθηκε από την Ήρα και του ζήτησε να της φανερωθεί μ’ όλη του τη δόξα, έτσι όπως πλησίαζε και τη γυναίκα του. Τρόμαξε όμως από τ’ αστραπόβροντα και τις φωτιές και γέννησε πρόωρα. Το παιδί θα πέθαινε, αv ο Δίας δεν το έκλεινε μέσα στο μπούτι του, ώσπου να ολοκληρωθεί.] Μα ποιός δε θα προτιμούσε να ήταν αυτός ο τρελός και βλάκας, ο πάντα χαρωπός, ο πάντα νέος, που φέρνει σ’ όλους απολαύσεις και χαρές, παρά εκείνος ο ύπουλος ο Δίας, που τον φοβάται όλος ο κόσμος ή ο γέρο Πάνας, που μας γίνεται μπελάς με τους πανικούς του, ο Ήφαιστος γεμάτος στάχτες κι όλο μουντζαλωμένος από τη δουλειά στο γύφτικό του ή ακόμα και η Παλλάδα η γουρλομάτα, που φοβερίζει συνέχεια με τη Γοργόνα της και το κοντάρι της;
Γιατί πάντα παιδί αυτος ο Έρωτας; Μα γιατί είναι παιχνιδιάρης· μήτε κάνει μήτε σκέφτεται ποτέ του κάτι γνωστικό. Γιατί η ομορφιά της χρυσής Αφροδίτης είναι μια αιώνια άνοιξη; Μα γιατί είναι κομμάτι συγγενής μου· έχει στο πρόσωπο το χρώμα του πατέρα μου, γι’ αυτό κι ο Όμηρος τη λέει χρυσή Αφροδίτη. Κι ύστερα, όλο γελάει, αν πιστέψουμε τουλάχιστο αυτό που λεν οι ποιητές και οι εφάμιλλοί τους, οι γλύπτες. Τέλος, ποιά θεά τους λάτρεψαν πιό πολύ ποτέ τους οι Ρωμαίοι από τη Φλώρα, τη μάνα όλων των ηδονών;
Κι αν σας έλεγα τί κάνουν ύστερα απ᾽το φαγοπότι! …
Αν κάποιος μελετήσει προσεχτικά τον Όμηρο και τους άλλους ποιητές, για να μάθει με λεπτομέρειες πώς φέρνονται οί σοβαροί θεοί, θα καταλά6ει πως ακόμα κι εκεί όλα είναι θεότρελα. Τί χρειάζονται τα παραδείγματα; Ξέρετε καλά τα γλέντια και τους έρωτες του βροντερού Δία! Κι εκείνο τ’ αγρίμι η Άρτεμη, που δε βλέπει τα φουστάνια της, μόνο τρέχει ὀλο στο κυνήγι, λυώνει όμως άπ’ αγάπη για τον Ενδυμίωνα. [Τό πεντάμορφο τσοπανόπουλο, ο Ενδυμίων, τόλμησε κι έβαλε χέρι της Ήρας, στον ‘Όλυμπο. Ο Δίας τον έδιωξε και τον καταδίκασε σ’ αιώνιο ύπνο. Μα ή Άρτεμη, θεά της Σελήνης, τον πήγε σε μια σπηλιά του όρους Λάτμος, στην Καριά, κι εκεί ερχόταν και τον έβρισκε τις νύχτες. Αποκτήσανε πενήντα κόρες, χωρίς εκείνος να ξυπνήσει ποτέ.] Θα προτιμούσα να τους τα ‘ψελνε ο Μώμος· [Ο Μώμος, γιός της Νύχτας, θεός της κριτικής και του σαρκασμού, περιγελούσε τα καμώματα των θεών (βλ. και Αισώπειοι Μύθοι: Ο Δίας, ο Ποσειδών, η Αθηνά κι ο Μώμος).] κι αν άκουσαν αλήθειες απ’ το στόμα του! Θύμωσαν όμως και τον γκρέμισαν στη γη μαζί με την Άτη, [Άτη, κόρη του Δία και της Διχόνοιας, έσπρωξε την Ήρα ν’ απατήσει το Δία, όπως έσπρωξε κι άλλους θεούς να λαθέψoυν ή να τσακωθούν. Ο Δίας τη γκρέμισε στη γη κι από τότε δεν έπαψε να τρέχει παντού και να σπέρνει ζιζάνια.] γιατί τα σοφά πειράγματά του χαλούσαν τη θεϊκή ευτυχία τους. Και σήμερα, κανένας θvητός δεν παίρνει σπίτι του τον εξόριστο. Άσε πιά που δεν μπορεί να βρεί καμιά θέση σ’ ηγεμονική αυλή, μ’ όλο που η αγαπητή μου η Κολακεία έχει την πρώτη εκεί μέσα. Μα εκείνη κι ο Μώμος ταιριάζουν όπως ο λύκος με τ’ άρνί.
[16] Από τότε που τον έδιωξαν, οι θεοί γλεντοκοπούν πιό κεφάτα και πιό ελεύθερα· κάνουν ζωή χαρισάμενη, όπως λέει ο Όμηρος, γιατί δεν έχουν πιά επικριτή.
Μα τί χωρατά δεν τους εμπνέει εκείνος ο Πρίαπος πού ‘ναι φτιαγμένος απο ξύλο συκιάς! [«Άλλοτε, είμουν ένας κορμός συκιάς, γέρικο κι άχρηστο δέντρο. Ο μαραγκός δεν ήξερε αν πρέπει να με φτιάξει πάγκο ή να μου δώσει τη μορφή του Πρίαπου: προτίμησε το θεό. Να ‘με λοιπόν κι εγώ θεός, σκιάχτρο γιά τους κλέφτες και τά πουλιά, γιατί το μπράτσο μου κι εκείνο το αίσχρο και κόκκινο παλούκι στή μέση του κορμιού μου, σταματούν τους κλέφτες» (Οράτιος, «Σάτιρες» Α8).] Κι ο Ερμής, τι ξεκαρδιστικές παραστάσεις με τα σουφρώματα και τις ταχυδαχτυλουργίες του! Στο συμπόσιο των θεών καταφτάνει κούτσα κούτσα ο επίσημος τζουτζές, ο Ήφαιστος ο ίδιος, κι αρχινά τα πειράγματα και τις μπούρδες του και σκάει από τα γέλια όλο το τραπέζι. Τότε ο Σειληνός, λάγνος γερογεγές, τους χορεύει τον κόρδακα [αρχαίος κωμικός χορός με άσεμνες κινήσεις. Προηγείται της αρχαίας Κωμωδίας. Σ’ αυτόν, άvτρες και γυναίκες προσπαθούσαν να μιμηθούν τα κακοφτιαγμένα κορμιά ή τα παραμορφωμένα πάνω στο μεθύσι, την κραιπάλη κλπ. (βλ. και Αριστοφάνη, «Νεφέλες» 540 & 555)] μαζί μ’ εκείνον το μπουνταλά τον Πολύφημο, στο ρυθμό που κρατούν οι γυμνοπόδες νύμφες. Οι τραγοπόδαροι Σάτυροι τους παίζουν πηδηχτές ατελλάνικες φάρσες. [Λαϊκές σατιρικές φάρσες, αρκετά τολμηρές, που χορεύονταν στην αρχαιότατη Ατέλλα της Καμπανίας από τους Όσκους.] Ο Πάνας τους κάνει και ξεκαρδίζονται στα γέλια με κανένα χοντρό τραγουδάκι· το προτιμούν αυτό παρά ν’ ακούνε τις Μούσες, την ώρα προπαντός που αρχίζει να τους χτυπά στο κεφάλι το νέκταρ.
Κι αν σας ελεγα τώρα τί κάνουν ύστερα απ’ το φαγοπότι αυτοί οι θεοί, τύφλα στο μεθύσι; Τόσο τρελά πράματα, μα την αλήθεια, που πολύ συχνά κι εγώ η ίδια δεν κρατιέμαι από τα γέλια. Καλύτερα όμως εδώ να θυμηθούμε το «σωπάτε» του Αρποκράτη, [θεός των Αιγυπτίων, γεννήθηκε από την Ίσιδα και τον Όσιρι. Τον παράσταιναν πάντα σαν παιδί με το δείκτη πάνω στο στόμα, σύμβολο της σιωπής που οφείλεται στα θεία.] μπας και βρεθεί κάποιος απ’ τους θεούς που στήνουν αυτί, σαν τους λεγάμενους στο Κωρύκειο άντρο, [στον Παρνασσό. Στην αρχαιότητα ήταν αφιερωμένο στον Πάνα και στις Κωρύκειες νύμφες. Ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος το είχε οχυρώσει και το μεταχειριζόταν στα 1821-23 για ορμητήριο. Μα υπήρχε και ακρωτήριο και πόλη και λιμάνι Κώρυκος στην Κιλικία (κι αλλη στην Παμφυλία ή Λυκία) πάλι με σπήλαιο, που οι κάτοικοί της, συνεννοημένοι με πειρατές, τους μαρτυρούσαν τους εμπόρους που ταξίδευαν. Απ’ εκεί βγήκε η παροιμία: «Τ’ άκουσε Κωρυκαίος»] και μας ακούσει ν’ ανιστορούμε πράματα που κι αυτός ο Μώμος δε γλύτωσε την τιμωρία όταν τα είπε.
… και το ρέστο του κορμιού στα πάθη
Ωραία. Καιρός είναι πιά, όπως κάνει κι ο Όμηρος, ν’ αφήσουμε τον ουρανό και να μεταφερθούμε στη γη. Θα δείτε πως κι εκεί δε γίνεται χαρά, μήτε ευτυχία, αν δεν τις αναλάβω εγώ. Δείτε πρώτα με πόση πρόνοια η Φύση, μάνα και πλάστης των ανθρώπων, φρόντισε να μη λείψει από κανένα το νοστίμισμα της τρέλας.
Σύμφωνα με τον ορισμό των στωικών, σοφία πα να πεί ν’ αφήνεις να σε κυβερνάει το λογικό· κι αντίθετα, τρέλα, να παραδέρνεις μέσα στα πάθη. Ο Δίας, για να μην είναι η ζωή των ανθρώπων θλιβερή κι ανούσια, τους έδωσε πολλά πάθη και λίγο λογικό. Πόσο πιό πολλά; Όσο μιά οκά πλάι σε μισό κιλό. Κι από πάνω, αυτό το λογικό, το ξάκρισε σε μια στενή γωνιά της κεφαλής, ενώ παράτησε στα πάθη όλο το ρέστο του κορμιού. Έπειτα, στο λογικό μονάχο έβαλε αντικρύ δυό έξαλλους τύραννους: το Θυμό, που βαστά το κάστρο του στήθους με την πηγή της ίδιας της ζωής, δηλαδή την καρδιά· και τον Πόθο, που το κράτος του απλώνεται ως και κάτω απ’ τ’ αποκοίλι. Τώρα, τί μπορεί να κάνει το λογικό αντικρύ σ’ αυτές τις δυό αδελφωμένες εξουσίες, το βλέπουμε αρκετά στο καθημερινό φέρσιμο των ανθρώπων. Μπορεί να κράζει μόνο τις προσταγές του χρέους ώσπου να βραχνιάσει. Μα είναι σαν ανήμπορος βασιλιάς: του λένε «άμε να κρεμαστείς», οι βρισιές τους σκεπάζουν τη φωνή του, ώσπου κι αυτός, μπαϊλντισμένος, παραδίνεται.
Ενώ οι γυναίκες, με τα γυαλιστερά τους μάγουλα …
[17] Όσο για τον άνθρωπο το γεννημένο να κυβερνά το σπίτι του, χρειαζόταν να του στάξουν και κανένα δράμι λογικό. Ο Δίας πήρε τη γνώμη μου πάνω σ’ αυτό —την παίρνει για όλα. Ευθύς του έδωσα μιά συμβουλή στ’ ανάστημά μου: να τον ζέψουν με μια γυναίκα, ζώο κουτό και παλαβό, μα τόσο αστείο και χαριτωμένο! Η τρέλα της θα μοσκοβολάει τη σπιτική ζωή και θα γλυκαίνει την αυστηρότη των αντρίκιων φυσικών.
Όταν ο Πλάτων δείχνει πως διστάζει πού να ταξινομήσει τη γυναίκα, στα λογικά πλάσματα ή στα ζώα, δε ζητά, βέβαια, παρά να τονίσει τη φημισμένη τρέλα αυτού του φύλου. Αν μιάς γυναίκας, λόγου χάρη, της κατεβεί να περάσει για μυαλωμένη, θα γίνει δυο φορές τρελή. Αλείφουνε το βόδι για την παλαίστρα; Και θ’ άφηνε η Αθηνά; Μην πας κόντρα στη φύση: κάνεις διπλό το κουσούρι σου όταν το φτιασιδώνεις σε αρετή κι όταν φορτσάρεις το ταλέντο σου. Ακόμα και ντυμένη στην πορφύρα, λέει μια ελληνική παροιμία, η μαϊμού μένει μαϊμού· έτσι, όπως και να μασκαρευτεί, η γυναίκα είναι πάντα γυναίκα, δηλαδή τρελή.
Δε νομίζω τις γυναίκες τόσο τρελές, που να μου κρατήσουν κάκια επειδή τις λέω τρελές, εμένα που είμαι γυναίκα και η Τρέλα η ίδια. Τις παρακαλώ να το κοιτάξουν από πιό κοντά: σ’ αυτό το δώρο της τρέλας το χρωστούν που είναι, σε πολλά, πιο ευτυχισμένες από τους άντρες. Πρώτα απ’ όλα γιατί τους ξεπερνούν με την ομορφιά τους, που τη βάζουν και πολύ σωστά, πάνω απ’ όλα και που τους χρησιμεύει για να τυραννούν τους ίδιους τους τύραννους.
Έπειτα, πού το βρήκε ο άντρας αυτό το κατεβασμένο μούτρο, το τραχύ δέρμα, τα δασά γένεια, που τον γερνάνε πριν την ώρα του; Απ’ το κουσούρι του: τη φρονιμάδα. Ενώ οι γυναίκες, με τα μάγουλά τους πάντα γυαλιστερά, με τη φωνούλα τους πάντα γλυκειά και το δέρμα τους πάντα τρυφερό, δίνουν την αίσθηση μιάς αιώνιας άνοιξης. Και τί αλλο γυρεύουν από τη ζωή παρά ν’ αρέσουν στους άντρες; Γι᾽ αυτό δεν είναι τόσα στολίσματα, καλλυντικά, μπάνια, χτενίσματα, κρέμες και μυρωδικά, όλη εκείνη η τέχνη να σιάχνονται, να βάφουνται και να μακιγιάρουν το πρόσωπο, τα μάτια και το δέρμα τους; Ε λοιπόν, ποιός τους κουβαλά τους άντρες πιο καλά; Η Τρέλα. Όλα τις αφήνουν οι άντρες να τα κάνουν, για να τους δώσουν τι; Ηδονή. Μα τη δίνουν μόνο από τρέλα. Δε χωρά συζήτηση: φτάνει να σκεφτείς τί σαχλαμάρες λέει ο άντρας στη γυναίκα και τί τρέλες κάνει για χατήρι της, όποτε βάλει στο νού του να την απολάψει.
Τώρα λοιπόν ξέρετε από ποιά πηγή τρέχει η πρώτη και πιο μεγάλη ευχαρίστηση της ζωής.
Τί ωφελεί να φορτώνεις την κοιλιά σου;
[18] Είναι όμως άνθρωποι, προπαντός γέροι, που έχουν το πιοτί καλύτερα από τις γυναίκες και βρίσκουν την πιο μεγάλη απόλαυση στο μπεκρούλιασμα. Αν γίνεται να καλοφάς δίχως γυναίκες, ας το κρίνουν άλλοι. Εγώ το ‘χω για σίγουρο πως δίχως τη σάλτσα της τρέλας ευχάριστο τραπέζι δε γίνεται. Σα λείπει ο τρελός; αληθινός ή που τον κάνει, για να γελούνε με την τρέλα του, στέλνουν και φέρνουνε τζουτζέ με πληρωμή ή στρατoλoγoύv κανέναν παράσιτο χωρατατζή, που τα χοντρά καλαμπούρια τους, τα τρελά δηλαδή, διώχνουν από το γλέντι τη σιωπή και την πλήξη. Τί ωφελεί, στ’ αλήθεια, να φορτώνεις την κοιλιά σου με τόσα γλυκά, κουφέτα, πάστες, αν τα μάτια, μα και τ’ αυτιά σου, αν η ψυχή σου ολάκερη – έτσι; – δε χορτάσει γέλια, παιχνίδια κι όμορφιές; Λοιπόν, μονάχα εγώ τα μαγειρεύω αυτά τα επιδόρπια. Όλα αυτά που συνηθίζουνε στα γλέντια, να τραβούν κλήρο για να βγάλουν το συμποσιάρχη, να ρίχνουν τα ζάρια, να σηκώνουν το ποτήρι είς υγείαν, να πίνουν όλοι ένα γύρο απ’ το ίδιο ποτήρι, να τραγουδούν ένας – ένας στη σειρά δίνοντας από χέρι σε χέρι τη μυρτιά, να χορεύουν, να παίζουν παντομίμα, δεν είναι οι εφτά σοφοί της Ελλάδας που τα σκαρφίστηκαν, αλλά εγώ για το καλό των ανθρώπων. Και κοντά στο νού, ὀσο πιό τρελές είναι αυτές οι τρέλες, τόσο πιό πoλύ ομορφαίνουν τη ζωή. Και θ’ άξιζε να τη λένε ζωή, αν ήταν θλιμμένη; Βουλιάζεις αναγκαστικά μέσα στη λύπη, αν δε διώξεις μ’ αυτές τις διασκεδάσεις την κουμπάρα της την πλήξη.
Ο ένας φιλά την κρεατοελιά της φιλενάδας του
[19] Θα βρεθούν ίσως μερικοί ντελικάτοι που περιφρονούν αυτού του είδους τις απολαύσεις· πρoτιμoύνε τη συμπάθεια, να κάνουνε παρέα με φίλους. Η φιλία, σου λένε, πρέπει να μπαίνει πάνω απ’ όλα σ’ αυτό τον κόσμο· είναι τόσο απαραίτητη όσο κι ο αέρας, η φωτιά και το νερό· η γλύκα της είναι τόση, που αν τη βγάλεις από τη μέση, θα είναι σα να παίρνεις από τους ανθρώπους τον ήλιο· τόσο τίμια (όχι δά!), που οί ίδιοι οι φιλόσοφοι δε φοβήθηκαν να τη γράψουν μέσα στις πιό αψηλές αξίες.
Μα τί θα πείτε αν σας αποδείξω, πως πάλι εγώ είμαι η πλώρη και η πρύμη ενός τόσο μεγάλου καλού; Μάλιστα, θα σας τ’ αποδείξω· όχι με το κόλπο του κροκόδειλου, [είδος σοφιστικού συλλογισμού: Ένας κροκόδειλος άρπαξε ένα παιδί, λέει στη μάνα: «Θα σου το δώσω πίσω αν μου πεις ακριβώς τι σκοπεύω να το κανω». Η μάνα: «Δε θα μου το δώσεις». Κι αλήθεια, δεν της το δίνει. Η μάνα τότε: «Δώσε μου το, αφού μάντεψα το σκοπό σου». —Όχι, αποκρίνεται ο κροκόδειλος, γιατί αν σου το έδινα, δε θα είχες πει την αλήθεια πλέον!] μήτε με το σωρείτη του κέρατου [άλλος σοφιστικός συλλογισμός: Ό,τι δεν έχασες, το έχεις. Μα δεν έχασες κέρατα, άρα έχεις κέρατα.] ή όποιαν άλλη σοφιστεία των διαλεχτικών· με τη χοντρή κι ορθή, την έμφυτη, που λένε, κρίση, —αυτή αρκεί, — θα σας το δείξω σχεδόν με το δάχτυλο.
Πάμε; Όταν κλείνεις τα μάτια, όταν πέφτεις έξω, όταν στραβώνεσαι, όταν γελιέσαι για τα κουσούρια των φίλων σου· κι ακόμα όταν αγαπάς, όταν θαυμάζεις κάποια ξακουσμένα βίτσια τους και τα παίρνεις για χάρες τάχα, αυτά δε συγγενεύουν με την τρέλα; Πώς! Ο ένας φιλά την κρεατοελιά της φιλενάδας του· ο άλλος οσμίζεται με ηδoνή το χταπόδι μέσα στη μύτη της αγαπημένης του Αγνής· ο πατέρας που έχει αλλοίθωρο γιό λέει πως η ματιά του κόβει. Τι άλλο είναι όλα τούτα παρα καθαρή τρέλα; Φωνάξτε το λοιπόν, πάρετε βούκινο και διαλαλήστε το, πως είναι τρέλα. Ναί, είναι όμως η τρέλα τούτη, και μόνο, που σμίγει τους φίλους και τους βαστά ενωμένους.
[20] Εδώ μιλώ για τους κοινούς ανθρώπους, που κανείς τους δε γεννιέται χωρίς κουσούρια — ο πιό καλός είναι όποιος έχει τα λιγότερα. Ανάμεσα όμως στους σοφούς, που είναι σα μικροί θεοί, φιλία δε στέκεται ή τότες είναι στρυφνή και άχαρη και πάλι σε πολύ μικρό κύκλο. Θα ‘πρεπε να πω πως δεν έχουν καθόλου φίλους, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι παραλογίζονται· αλλά τί λέω: όλοι τους —καθένας με τη βίδα του· κι όπως ξέρουμε, όσοι δε μοιάζουν δε μονοιάζουν. Αν η συμπάθεια κάνει και σμίγουν καμιά φορά οι σοβαροί τούτοι άνθρωποι, αυτό πάλι βαστά για λίγο· η φιλία δε μένει σταθερή ανάμεσα σ’ αυτά τα στρυφνά πνεύματα, τα σουβλερά πέρα απ’ τα όρια, που καρφώνουν πάνω στα κουσούρια των φίλων τους μάτια σαν του αητού η του φιδιού της Επιδαύρου. [Στην Επίδαυρο τιμούσαν τον Ασκληπιό μ’ ένα ημερωμένο φίδι, σύμβολο της επαγρύπνησης και της φρονιμάδας που πρέπει να έχει ο γιατρός.] Όσο για τα δικά τους ελαττώματα, τότε κι αν είναι τσιμπλιάρηδες! Και πώς τα καταφέρνουν να μη βλέπουν το γιομάτο ταγάρι που κρέμεται στην πλάτη τους! [Αισώπειοι Μύθοι: τα δυό ταγάρια.]
Ε ναί, ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος έτσι που δε βρίσκεις έναν χωρίς σοβαρό κουσούρι. Αν λογαριάσετε όλες τις διαφορές στην ηλικία, στην παίδευση, τόσα σκοντάματα, τόσα λάθη, κι όλα τα θανάσιμα χτυπήματα σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή, πώς περιμένετε πως θα βαστούσε, ας ήταν και γιά μιά ώρα, η γοητεία της φιλίας ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανοιχτομάτηδες Άργους, αν δεν έμπαινε στη μέση εκείνη που οι Έλληνες καλά την ονομάζουν Ευήθεια, ήγουν παλάβρα ή και συγκατάβαση;
[21] Έλα δά! Μπας κι ο Έρωτας, που δένει και σφίγγει όλους τους δεσμούς, δεν είναι θεόστραβος; Το άσκημο του φαίνεται όμορφο και τα βολεύει έτσι που καθένας από σας βρίσκει ωραίο το δικό του, ο γέρος να ξετρελαίνεται με τη γριά του, το μωρό με την κούκλα του. Αυτά τα βλέπουμε παντού, τα κοροϊδεύουμε. Κι όμως αυτές οι ανοησίες κάνουν ευχάριστη τη ζωή και την κοινωνία να μη σκορπάει.
Ωχ, πόσοι λίγοι γάμοι θα γίνονταν αν …
[22] Αυτό που λέω για τη φιλία ταιριάζει ακόμα πιο πολύ στο γάμο, που δεν είναι παρά ισόβια δεσμά. Μα τους θεούς! Τί διαζύγια ή και περιπέτειες χειρότερες από το διαζύγιο θα είχαμε, αν η σπιτική ζωή του άντρα και της γυναίκας δεν είχε για στήριγμα και θρoφή της την κολακεία, το παιχνίδι, την αδυναμία, την αυταπάτη, την προσποίηση, όλους τους δορυφόρους μου τέλος πάντων! Ωχώ! πόσο λίγοι γάμοι θα γίνονταν, αν κατέβαινε του γαμπρού να ρωτήσει με τρόπο, τί παιχνίδια η μικρή παρθένα, με τα ντελικάτα και ντροπαλά φερσίματα, έπαιζε πολύ πριν απ’ τα στέφανα! Κι ύστερα, πόσο ακόμα λιγότερα ζευγάρια θα μέναν ενωμένα, αν τα καμώματα των γυναικών δεν προστατεύονταν κάτω από την ξενοιασιά και τη βλακεία των συζύγων! Όλα τούτα τα φορτώνουν στη ράχη της Τρέλας.Και σωστά, γιατί αυτή τα κάνει όλα: η γυναίκα αρέσει στον άντρα της κι ο άντρας στη γυναίκα του, το σπιτικό είναι ήσυχο, η αρμονία βασιλεύει μεταξύ τους. Κοροϊδεύουν τον κορνούτο, τον κερατά —κι αν έχει ονόματα!— ενώ εκείνος σκουπίζει με τα φιλιά του τα δάκρυα της άπιστης! Ευτυχισμένη αυταπάτη, πώς είπατε; Παρά να τρώγεται από τη ζήλεια και να τα παίρνει όλα τραγικά!
Ως εδώ, κοντολογής, καμιά κοινωνία, κανένας ζωντανός δεσμός δεν μπορεί να κρατήσει δίχως εμένα. Ο λαός δε θα μπορούσε να υποφέρει στιγμή παραπάνω τον ηγεμόνα του, μήτε ο υπηρέτης τον αφέντη του, η καμαριέρα την κυρά της, ο μαθητής το δάσκαλό του, ο φίλος το φίλο του, η γυναίκα τον άντρα της, ο υπάλληλος τον προϊστάμενό του, ο σύντροφος το σύντροφό του, ο νoικoκύρης το μουσαφίρη του, αν δεν ξεγελιόταν ο ένας πίσω από τον άλλο ή αν φρόνιμα δεν έκανε τα στραβά μάτια, αν δεν ημέρευε ο ένας τον άλλο με το μέλι της Τρέλας.
Ως εδώ, θα λέτε μέσα σας και μη παρέκει. Ακούστε, έχει και χειρότερα.
Αν με διώξετε, ο άνθρωπος δε θα πιάνεται ούτε απ᾽τη μύτη
Για πείτε μου, μπορεί ν’ αγαπήσει τον άλλον ένας άνθρωπος που μισεί τον εαυτό του; Με ποιόν θα συμφωνήσει αυτός που τρώγεται με τα ρούχα του; Μπορεί να δώσει χαρά όποιος βαριέται τον ίδιο του τον εαυτό; Για να υποστηρίξεις το αντίθετο πρέπει να είσαι πιό τρελός κι απ’ την Τρέλα. Αν με διώξετε, κανείς πια δε θα μπορεί ν’ανεχτεί τον άλλο, ο άνθρωπος δε θα πιάνεται ούτε απ’ τη μύτη, ό,τι είναι δικό του θα τον αναγουλιάζει και θα μισεί τον ίδιο του τον εαυτό.
Γιατι η φύση, που είναι συχνά πιό μητριά παρά μητέρα, έσπειρε στην ψυχή των ανθρώπων μια τρομερή αρρώστια, προπαντός στους κάπως μυαλωμένους: δεν ευχαριστιούνται με τον εαυτό τους και θαυμάζουν τους άλλους. Έτσι τα δώρα, οι χάρες, όλες οι γοητείες της ζωής χαλούνε και χάνονται. Κι αλήθεια, τί όφελος θα έχει η ομορφιά, μέγιστο δώρο των αθάνατων θεών, άν τη χτυπήσει το σκουλήκι του χορτασμού; Κι η νιότη, άν σαπίσει απ’ τη μαγιά της γεροντικής πλήξης; Όλα, τέλος, τα καθήκοντα, που η ζωή σου βάζει για τον εαυτό σου, άλλα κι απέναντι στους άλλους, πώς θα τα βγάλεις πέρα με τιμή, —η λεβεντιά δεν είναι μόνο άκρον άωτο μαστοριάς, είναι βάση κι αρχή κάθε δράσης, — αν δε σου παρασταθεί εκείνη η ευλογημένη η Φιλαυτία, που σωστά περνάει για ξαδέρφη μου; Παίζει πάντα τόσο καλά το ρόλο μου!
… κι ο ρήτορας θα παγώνει με το λόγο του
[23] Έχει τίποτα πιό τρελό από την αυταρέσκεια, τον αυτοθαυμασμό; Κι όμως ποιό είναι εκείνο που θα έκανες όμορφα, χαριτωμένα κι εύστοχα, αν σιχαινόσουν τον εαυτό σου; Βγάλε αυτή τη νοστιμάδα απ᾽ τη ζωή και θα δεις αμέσως: ο ρήτορας να παγώνει από το λόγο του, ο μουσικός να μπαφιάζει με τις μελωδίες του, ο θεατρίνος να μαξιλαρώνεται για τα κουνήματά του, ο ποιητής να κοροϊδεύεται για τις Μούσες του, ο ζωγράφος να σου φέρνει εμετό με την τέχνη του κι ο γιατρός να ψοφά της πείνας μέσα στα φάρμακά του. Τέλος, θα παίρνεις τον όμορφο Νιρέα για Θερσίτη, [Ο Νιρέας ήταν ο πιό όμορφος από τους Έλληνες που εκστρατεύσανε στην Τροία. Ο Θερσίτης ήταν ο πιό άσκημος. Η σύγκριση Φάωνα-Νέστορα: νέος-γέρος.] το νεαρό Φάωνα για Νέστορα, την Αθηνά για σκρόφα, το ρήτορα για βρέφος, τον πρωτευουσιάνο για χωριάτη. Τόσο είναι απαραίτητο να χαϊδεύεσαι μόνος σου, να χειροκροτάς πρώτος τον εαυτό σου, για να το κάνουν και οι άλλοι.
Στο κάτω – κάτω, αν ουσιαστικά ευτυχία σημαίνει να είσαι αυτό που θα ήθελες να είσουν, η Φιλαυτία τ’ αναλαβαίνει τούτο μια χαρά: μαζί της, κανένας δεν παραπονιέται πιά, ποιός για τα μoύτρα του, ποιός για το μυαλό του, ποιός για το σόϊ του, για τη σειρά του, για τη μόρφωσή του ή για τον τόπο του. Ο Ιρλανδός δε θέλει πια ν’ αλλάξει με τον Ιταλό, μήτε ο Θράκας με τον Αθηναίo ή ο Σκύθης με το νησιώτη των Μακάρων. Ω προνοητική έγνοια της Φύσης! Αφού έβαλε πρώτα τόση ποικιλία στον καθένα, στο τέλος εξαφανίζει θαυμάσια όλες τις ανισότητες. Σ’ αυτόν που του. τσιγγουνεύεται τα δώρα της συνηθίζει να βάζει παραπάνω εγωισμό. Αλλά τι λέω, παλαβομάρες! Τάχα το δώρο αυτό δεν είναι πρώτο και καλύτερο;
Πρέπει να σας δείξω τώρα πως δε γίνεται ηρωικό κατόρθωμα χωρίς εμένα· δε βρίσκεται καλή τέχνη που να μην την έχω εμπνεύσει εγώ.
Χρειάζονται άντρες χοντροί και παχουλοί
Δεν είναι τάχα στα πεδία του πολέμου που σοδιάζονται τ’ ανδραγαθήματα; Υπάρχει ωστόσο πιό μεγάλη τρέλα από τ’ αρχίνισμα, γιά δεν ξέρω ποιούς λόγους, μιας μάχης, απ’ όπου και τα δυο στρατόπεδα βγαίνουν στο τέλος πιό πολύ ζημιωμένα παρά κερδισμένα; Άνθρωποι σκοτώνονται και κανείς δεν τους λογαριάζει, σα νά ‘ταν απ’ τα Μέγαρα. Αλλά όταν οι σιδερόφραχτοι στρατοί αντικρύζονται κι αντηχούν οι στριγγές σάλπιγγες, σε τί θα ωφελούσαν, σας παρακαλώ, εκείνοι οι σοφοί, οι εξαντλημένοι απ’ τη μελέτη; με το λίγο αίμα που τους απόμεινε, φτωχό και κρύο, όσο για ν’ ανασαίνουν; Τότε χρειάζονται άντρες χοντροί και παχουλοί, με λίγο μυαλό και πολύ κουράγιο. Ή μπας και προτιμάτε το Δημοσθένη στρατιώτη, που θυμήθηκε τη συμβουλή του Αρχίλοχου, πέταξε την ασπίδα του και τό ᾽βαλε στα πόδια μόλις φάνηκε ο εχθρός; Δειλός στον πόλεμο, όσο δεινός ήταν στη ρητορική.
Θα μου πείτε πως παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο η εξυπνάδα στον πόλεμο. Αν την έχει ο στρατηγός, συμφωνώ· και πάλι, εξυπνάδα στρατιώτη, όχι φιλόσοφου· όσο για τα ρέστα, παράσιτοι, ρουφιάνοι, λωποδύτες, ληστές, χερομάχοι, ηλίθιοι, μπαταξήδες, κοντολογής το κατακάθι της κοινωνίας, αυτοί χρειάζονται για να γίνει σωστά ο ευγενικός πόλεμος. Κι όχι οι φιλόσοφοι που ξενυχτούν κάτω απ’ τη λάμπα.
Ενώ μετρούσε τα πόδια του ψύλλου …
[24] Ποιά δουλειά μπορούν να κάνουν στη ζωή αυτοί οι φιλόσοφοι; Καμιά. Παράδειγμα ο Σωκράτης, που το μαντείo του Απόλλωνα, —πολύ άσοφα, να λέγεται,— ανακήρυξε Σοφό, πρώτον και καλύτερο. Μιά μέρα, είχε να συζητήσει δημόσια δεν ξέρω ποιά υπόθεση και τόσο ρεζιλεύτηκε απ’ τα γέλια της Αγοράς, που το βούλωσε. Ο άνθρωπoς όμως αυτός δεν είναι τόσο άσοφος: δεν δέχτηκε τον τίτλο του σοφού και τον έδωσε στο Θεό μόνο· από την άλλη συμβούλευε τους ομοίους του να μην ανακατεύονται στην πολιτική. Λαμπρά! Μα καλύτερα θα ‘κανε να εξηγήσει, πως για να ζήσεις σαν άντρας πρέπει να μην ανακατεύεσαι με τη σοφία.
Γιατί, τέλος πάντων, τί τον καταδίκασε να πιεί το κώνειο, αν οχι η σοφία; Κι αλήθεια, φιλοσοφούσε για τα σύννεφα και τις ιδέες, μετρούσε μαθηματικά τα πόδια του ψύλλου κι εκστασιαζόταν με το ζιζίνισμα της σκνίπας, μα δεν κατάλα6ε τίποτα από την πραγματικότητα της καθημερινής ζωής. Κι έρχεται ο Πλάτων, ο μαθητής, έτοιμος να συνηγορήσει για το δάσκαλο, που κινδυνεύει το κεφάλι του … Σπουδαίος δικηγόρος, να σου πετύχει! Σαστισμένος από την οχλαγωγία, δεν καταφέρνει να πεί στο πλήθος παρά τη μισή φράση της αρχής!
Και τί να πείς για τον Θεόφραστο; Ανε6αίνει στο βήμα κι άξαφνα χάνει τη λαλιά του σα νά ‘δε μπρός του το λύκο! Ωραία θα οδηγούσε κι αυτός τους στρατιώτες στο πεδίο της μάχης! Ο Ισοκράτης ήταν τόσο ντροπαλός που δεν τόλμησε ποτέ ν’ ανοίξει το στόμα του. Ο Κικέρωνας, ο πατέρας της ρωμαϊκής ρητορείας, άρχιζε πάντα τον πρόλογό του μ’ ένα άσκημο τρεμούλιασμα, σα σκούξιμο μωρού —ο Κοϊντιλιανός το ερμηνεύει σα σημάδι γνωστικού ρήτορα που καταλαβαίνει τον κίνδυνο. Καλύτερα να ομολογούσε ανοιχτά πως η φρονιμάδα εμποδίζει την επιτυχία. Τί θα κάναν αυτοί οι φουκαράδες σε μια υπόθεση που κανονίζεται με το σπαθί, αφού παγώνουν απ’ το φόβο τους όταν μάχονται μόνο με λόγια;
Ο Μάρκος Αυρήλιος
Μα τους θεούς! Κι έρχονται ύστερα απ’ αυτά κι ανεβάζουν στα ουράνια το περίφημο γνωμικό του Πλάτωνα: «Ευτυχισμένες οι Πολιτείες που θα τις κυβερνούσαν φιλόσοφοι ή που οι κυβερνήτες τους θα φιλοσοφούσαν». Το αντίθετο! Αν διαβάσετε τους ιστορικούς, θα δείτε πως καμιά κυβέρνηση δε χαντάκωσε περισσότερο τις υποθέσεις του κράτους, απ’ εκείνες που ήταν στα χέρια κάποιου με το ψώνιο της φιλοσοφίας ή της λογοτεχνίας. Σπουδαίο παράδειγμα, θαρρώ, οι δυό Κάτωνες: [Κάτων ο Πρεσβύτερος ή Κήνσωρ (234 – 147 π.χ.) Αυστηρὀς τιμητής, εχθρός κάθε νεωτερισμού, της ελληνικής παιδείας, της αριστοκρατίας, των Καρχηδονίων και του Σκιπίωνα. Έκαμε πολλούς εχθρούς, 44 φορές κατηγορήθηκε. Φανατικός, ενάρετος, οπισθοδρομικός και μπεκρής. Κάτων ο Νεώτερος (95-46 π.χ.), δισέγγονος του προηγούμενου, εχθρός της δικτατορίας του Ιούλιου Καίσαρα, πήγε με τον Πομπήιο, αλλά η μεγάλη του τιμιότητα τον έκανε διστακτικό στίς αποφάσεις του.] ο ένας με τους εξωφρενικούς χαφιεδισμούς του έκανε άνω – κάτω τη Δημοκρατία· ο άλλος ρήμαξε πατόκορφα τη λευτεριά των Ρωμαίων, διαφεντεύοντάς τη με πάρα πολλή φρόνηση.
Πλάι σ’ αυτούς βάλετε τους Βρούτους, τους Κάσσιους, τους Γράκχους, ακόμα και τον Κικέρωνα, που δε φλόμωσε λιγότερο τη Δημοκρατία των Ρωμαίων απ’ όσο ο Δημοσθένης εκείνη των Αθηναίων. Κι ο Μάρκος Αυρήλιος; Ας πούμε πως στάθηκε καλός αυτοκράτορας, αν και μπορώ να τ’ αμφισβητήσω, αφού η φιλοσοφία του αυτή και μόνη τον έκανε να μην τον υποφέρει και να τον μισεί ο λαός. Αν όμως στάθηκε καλός, πιο μεγάλο κακό έκανε στα δημόσια πράγματα με το γιό που άφησε παρά καλό με τις διοικητικές του ικανότητες. Κι όπως αυτού του είδους οι άvθρωποι, που επιδίδονται στη μελέτη της σοφίας, είναι πολύ άτυχοι σ’ όλα τους και προπαντός στα παιδιά και στ’ αγγόνια τους, πάω να πιστέψω πως η Φύση φροντίζει να μην απλωθεί πολύ το μόλεμα της σοφίας ανάμεσα στους ανθρώπους. Ξέρουμε πως ο γιός του Κικέρωνα ήταν έκφυλος. Και τα παιδια του Σωκράτη, όπως έξυπνα παρατηρεί ένας συγγραφέας, μοιάζανε πιό πολύ της μάνας τους παρά εκείνου. Παναπεί πως ήταν παλαβά.
Κάνε σ᾽ένα σοφό τραπέζι
[25] Και πάλι θα το σήκωνες ίσως, αν οι άνθρωποι αυτοί, στα δημόσια λειτουργήματα, περιορίζονταν να φέρνονται όπως ο γάιδαρος με τη λύρα. Αλλά και στις παραμικρές πράξεις της καθημερινής ζωής δείχνονται αδέξιοι. Κάνε σ’ ένα σοφό τραπέζι, θα σου το χαλάσει, η με την κατσουφιασμένη βουβαμάρα του ή με τις πληχτικές ελληνικούρες του. Ζήτησέ του να χορέψει: λες γκαμήλα που κουνά τα πισινά της. Τράβηξέ τον στο θέατρο: τα μούτρα του μονάχα θα κόψουν τα κέφια του κοινού και στο τέλος θα τον αναγκάσουν να βγεί απ’ την αίθουσα, όπως κάνανε στο σοφό Κάτωνα, γιατί δεν μπόρεσε να παρατήσει το σκουντούφλικο ύφος του. Φτάνει ακάλεστος σε κάποια συζήτηση; Είναι σαν το λύκο του μύθου. Έχει κάποια αγορά, ένα συμβόλαιο, κοντολογής να κάνει κάτι από τις απαραίτητες πράξεις που ζητά η καθημερινή ζωή; Ε, δεν είναι άνθρωπος αυτός, είναι κούτσουρο!
Τέλος, δεν μπορεί να είναι χρήσιμος στον εαυτό του, μήτε στους δικούς του, μήτε στην πατρίδα του, για τον απλούστατο λόγο πως δεν ξέρει τίποτα από τα πιό κοινά πράγματα και βρίσκεται χίλια μίλια πίσω από τη γλώσσα του λαού και τα συνήθειά του. Γι’ αυτό τον μισούν. Είναι μοιραίο αυτό με τόση διαφορά στις συνήθεις και στη νοοτροπία! Όλα όσα γίνονται από τους ανθρώπους δεν είναι τάχα τρελά πράγματα από τρελούς σε τρελότοπο; Αν κάποιος θέλει να πάει μόνος κόντρα στο κοινό αίστημα, τον συμβουλεύω να μιμηθεί τον Τίμωνα [Τίμων o Μισάνθρωπος, Αθηναίος του Ε’ π.Χ. αιώνα, αηδιασμένος από τα καμώματα των συμπατριωτών του, αποτραβήχτηκε κάπου στον Υμηττό και δεν έβλεπε κανένα, μόνο τον Αλκιβιάδη (βλ. και Λουκιανού, «Τίμων», έργο που μετάφρασε ο Έρασμος στα 1506).] και ν’ αποτραβηχτεί σε καμιά ερημιά: εκεί θ’ απολάψει μονάχος τη σοφία του.
Δυό τρόποι για να μαδάς την ουρά του αλόγου
[26] Ξαναέρχομαι στο θέμα μου. Αυτά τ’ αγρίμια που βγήκαν απ’ τους βράχους και τα πουρνάρια, ποιά δύναμη κατάφερε να τα μερώσει και να φτιάξει απ’ αυτά πολίτες; Το χάδεμα. Του Αμφίωνα και του Ορφέα η λύρα δε σημαίνει τίποτ’ άλλο. [Ο Αμφίων έπαιζε τόσο καλά τη λύρα που του χάρισε ο Ερμής, ώστε οι πέτρες μόνες τους πήγαιναν κι αραδιάζονταν ρυθμικά, σχηματίζοντας τα τείχη της Θήβας. Ο Ορφέας με τη λύρα του Απόλλωνα, μάγευε κι έσερνε πίσω του τα ζώα, τα δέντρα και τις πέτρες.] Την πλεμπάγια της Ρώμης που ξεσηκώθηκε κι ήταν έτοιμη να φτάσει στα αίσχιστα ποιός την ξανάφερε στην ομόνοια; Μήπως καμιά φιλοσοφική ομιλία; Καθόλου. Είναι εκείνος ο αστείος κι απλοϊκός μύθος για τα μέλη και το στομάχι. [Όταν στα 493 π.Χ ο λαος της Ρώμης ξεσηκώθηκε εναντίον των πατρικίων κι αποσύρθηκε στο Ιερόν όρος, ο ύπατος Μενήνιος Αγρίππας κατόρθωσε να ηρεμήσει τα πνεύματα λέγοντας ένα μύθο. Βλ. και στους Αισώπειους Μύθους: Η κοιλιά και τα πόδια. ] Ο Θεμιστοκλής είχε την ίδια επιτυχία μ’ έναν παρόμοιο μύθο, την αλεπού και τον σκαντζόχοιρο. Ποιός σοφός λόγος θα είχε τέτοιο αποτέλεσμα όπως η ελαφίνα που σκαρφίστηκε ο Σερτόριος; [Πλούταρχος: Σερτόριος, κεφ. ια’ και κ᾽. Ο Σερτόριος είχε πείσει τους βαρβάρους της Ισπανίας πως επικοινωνούσε με τους θεούς χάρη σε μιάν άσπρη ελαφίνα που τον συνόδευε παντού.] Ή τους δυό σκύλους του Λυκούργου, [Πλούταρχος: «Περί παίδων αγωγής», κεφ. δ᾽ Ο Λυκούργος είχε δυό σκυλιά από την ίδια γέννα, το ένα ήταν γυμνασμένο για κυνήγι και τ᾽ άλλο δεν ήταν. Μια μέρα, για να δώσει στους Σπαρτιάτες να καταλάβουν τη σημασία της αγωγής και της γύμνασης, έδειξε τα δυό σκυλιά στο κοινό, βάζοντας ανάμεσά τους μιά γαβάθα με φαΐ κι ένα λαγό. Το γυμνασμένο σκυλί ρίχτηκε πίσω απ’ το λαγό, το άλλο ρίχτηκε στη γαβάθα.] Ή εκείνη τη διασκεδαστική ιστορία για τους δυό τρόπους να μαδάς μιάν αλογοουρά; [Για να δείξει πως δεν έπρεπε να τα βάλουν μονομιάς μ’ ολόκληρο το ρωμαϊκό στρατό, ο Σερτόριος είπε και του φέραν δυό άλογα, ένα ρωμαλαίο κι ένα γερασμένο. Παράγγειλε σ’ ένα παλικάρι να ξεριζώσει με μια τραβηξιά τις τρίχες από την ουρά του γέρικου αλόγου και σ’ ένα γέρο εξαντλημένο να μαδήσει την ουρά του άλλου, τρίχα τρίχα. Φυσικά, μόνο ο γέρος τα κατάφερε.] Για να μην πώ και για τον Μίνωα [Ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνως έκανε το λαό του να πιστέψει πως κάθε εννιά χρόνια πήγαινε σε μιά σπηλιά του Δία κι εκεί έπαιρνε κατευθείαν από το βασιλια των θεών τους νόμους που ήθελε να επιβάλει (βλ. και «’Οδύσσεια», Τ. 178)] και τον Νουμά [Ο Νουμάς Πομπίλιος, δεύτερος, λένε, βασιλιάς της Ρώμης κι οργανωτής της θρησκείας (715-672 π. Χ) εμπνεόταν από τη νύμφη Ηγερία, που την είχε παντρευτεί και τη συναντούσε σ’ ένα δάσος κοντά στη Ρώμη (βλ. και Πλούταρχο: Βίος Νουμά)] που κι οι δυο κυβερνήσανε με παραμύθια τα παράλογα πλήθη. Με τέτοιες κουταμάρες σέρνουν το τεράστιο και δυνατό ζώο που λέγεται λαός.
Μιά πολύ γλυκειά Σειρήνα
[27] Ποιά Δημοκρατία κυβερνήθηκε ποτέ με τους νόμους του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη ή τα διδάγματα του Σωκράτη; Ποιός επεισε τους Δέκιους [Τρείς Δέκιοι σκοτώθηκαν για την πατρίδα τους, τη Ρώμη. Ο πατέρας, Δέκιος Μούς, ύπατος, στη μάχη του Βέσερις στους πρόποδες του Βεζούβιου, πολεμώντας εναντίον επαναστατημένων Λατίνων στα 340 π.Χ. Ο γιός του τον μιμήθηκε στη μάχη του Σεντίνου εναντίον των Γαλατών στα 295 π.Χ. Κι ο εγγονός του στη μάχη του Άσκολι στα 279 π.Χ. εναντίον του Πύρρου.] ν’ αφιερωθούν αβίαστα στους θεούς του Άδη; Ποιός έσυρε το Μάρκο Κούρτιο [Κατά την παράδοση, γύρω στα 363 π.Χ. ένας σεισμός άνοιξε ξαφνικά ένα αβυσσαλέο βάραθρο στην Αγορά. Οι μάντεις δήλωσαν πως το βάραθρo δε θα κλείσει, αν δε ρίξουν μέσα του ό,τι πιο πολύτιμο είχε η Ρώμη. Ο Μάρκος Κούρτιος, νεαρός πατρίκιος, πιστεύοντας πως δε βρισκόταν στη Ρώμη πράγμα πιό πολύτιμο από έναν καλό πολίτη, αφιερώθηκε στούς θεούς του Άδη και ρίχτηκε , καβάλα και πάνοπλος μεσα στο βάραθρο. Ο λαός του πέταξε λουλούδια και φρούτα και το βάραθρο ξανάκλεισε. ] στο βάραθρο; Κανείς άλλος από τη μάταιη δόξα: μιά πολύ γλυκειά Σειρήνα που δεν παύουν να την αναθεματίζουν οι σοφοί! «Μα υπάρχει πιο παράλογο», λένε, «απ’ το να παρακαλάς για μια θέση κολακεύοντας το λαό, ν’ αγοράζεις τους ψήφους με κεράσματα, να κυνηγάς τα χειροκροτήματα που σκορπούν τόσοι τρελοί, να χαίρεσαι όταν σε ζητωκραυγάζουν, να σε σηκώνουν θριαμβευτικά στα χέρια σαν είδωλο που τριγυρίζουν ή να κοιτάζεσαι φτιαγμένος μπρούτζινο άγαλμα στην Αγορά; Βάλε τώρα και τα ονόματα, τα δανεισμένα επίθετα, τις θεϊκες τιμές σ’ αυτό το ανθρωπάκι και τις δημόσιες τελετές όπου οι πιο εγκληματικοι τύραννοι αποθεώνονται. Τρέλες, που για να γελάσεις με δαύτες, ένας Δημόκριτος δε θα σου έφτανε».
Ποιός λέει το αντίθετο; Απ’ αυτές όμως τις τρέλες γεννήθηκαν τα ηρωϊκά κατορθώματα που τόσες και τόσες σελίδες τ’ ανεβάζουν στους ουρανούς· οι τρέλες γεννούν τις πολιτείες, αυτές βαστούν τις αυτοκρατορίες, τις αρχές, τη θρησκεία, τις βουλές και τα δικαστήρια. Ολόκληρη η ζωή του ανθρώπου δεν είναι τίποτ’ άλλο από ένα παιχνίδι της Τρέλας.
[28] Να κουβεντιάσουμε τώρα για τις τέχνες; Ποιός έσπρωξε λοιπόν το πνεύμα του ανθρώπου να συλλάβει και να μεταδώσει τόσες γνώσεις που φημίζονται για εξαίσιες; Η δίψα για δόξα. Με χίλια ξενύχτια κι ιδρωκοπήματα, άνθρωποι, ντιπ τρελοί σας λέω, νόμισαν πως μπορούν ν᾽αγοράσουν μιά όποια φήμη, το πιό μάταιο πράμα του κόσμου. Στο μεταξύ όμως, στην Τρέλα χρωστάτε όλες τις ευκολίες της ζωής κι έτσι, πράμα ακόμα πιό ευχάριστο, εκμεταλλεύεστε τη βλακεία των άλλων.
Έτσι κι ανοίξετε το Σειληνό
[29] Πετυχημένα υπερασπίστηκα, πως δική μου είναι η τιμή για το θάρρος και τα έργα των ανθρώπων· τί θα λέγατε αν τη διεκδικούσα και για την ορθή κρίση; Νερό και φωτιά δεν παντρεύονται, θα πει κάποιος. Κι όμως εγώ λογαριάζω να σας πείσω, φτάνει να μου δώσετε με την ίδια προσοχή, μυαλό κι αυτί.
Αν η ορθή κρίση έρχεται με την πείρα, σε ποιόν χρωστιέται η τιμή; Στο σοφό μήπως, που από δειλία του φυσικού του ή από σεμνότη δε ρίχνεται ποτέ του σε κάτι ή στον τρελό, που ξετσίπωτος κι αναίσθητος στον κίνδυνο, δε φοβάται ποτέ τίποτα; Ο σοφός καταφεύγει στα βιβλία των Αρχαίων, όπου δε μαθαίνει παρά σχολαστικές σοφιστείες. Ο τρελός, που πιάνεται με την πραγματικότητα και τη δοκιμάζει στήθος με στήθος, αυτός, νομίζω, αποχτά την αληθινή στόχαση. Αν και τυφλός, φαίνεται πως ο Όμηρος αυτό το είδε όταν έλεγε: «Ο τρελός μαθαίνει στην καμπούρα του». Δυό είναι τα κύρια εμπόδια που φράζουν το δρόμο στην πείρα: ο δισταγμός, που θολώνει με τους καπνούς του το νού, κι ο φόβος, που δείχνει τον κίνδυνο και μαραίνει την τόλμη. H Τρέλα σας γλυτώνει θαυμάσια κι απ’ τα δυό. Λίγοι όμως είναι οι άνθρωποι που καταλαβαίνουν πόσο μεγάλο πλεονέχτημα σου προσφέρουν αυτά τα δυό: να μην κοκκινίζεις ποτέ και να τολμάς τα πάντα.
Αν προτιμάτε να ονομάζετε ορθή κρίση τη σωστή εχτίμηση της πραγματικότητας, κοιτάξτε, σας παρακαλώ, πόσο μακριά πέφτουν ίσα – ίσα εκείνοι που λένε πως την έχουν. Είναι γεγονός πως όλα τ’ ανθρώπινα πράγματα έχουν, όπως οι Σειληνοί του Αλκιβιάδη, [Σειληνοί ή Σιληνοί ήταν γέροι Σάτυροι της συνοδείας του Βάκχου. Έτσι λέγονταν αυτοί που πατούσαν τα σταφύλια, από το σείω και ληνός. Ο δάσκαλος του Βάκχου λεγόταν Σειληνός κι ήταν φαλακρός. Αλλά Σειληνούς λέγαν κι ορισμένα αγάλματα, ξύλινα ίσως, με άλλη όψη απ’ έξω κι άλλη από μέσα. Ο Ραμπελαί στο «Γαργαντούα», υποθέτει πως ήταν ξύλινα κουτιά με κωμικές ή παράξενες παραστάσεις απ’ έξω και μέσα κλείναν αρώματα, πετράδια, φάρμακα κλπ. Ο Αλκιβιάδης στο «Συμπόσιο» παρομοιάζει τον Σωκράτη με τους Σιληνούς: απ’ έξω αργός κι ανόητος κι από μέσα σοφός.] δυό όψεις ολότελα διαφορετικές. Στην πρώτη, τη φατσάδα όπως λένε, βλέπετε το θάνατο; Κοιτάξτε από μέσα, είναι η ζωή. Απ’ έξω βλέπετε τη ζωή; Από μέσα είναι ο θάνατος. Η ομορφιά σκεπάζει την ασκήμια· τα πλούτη τη μιζέρια· το ατίμασμα τη δόξα· η γνώση την αμάθεια· η δύναμη την αδυναμία. Ό,τι φαίνεται από ράτσα, είναι χυδαΙο. Η χαρά κρύβει τη λύπη· η ευημερία τη δυστυχία· η φιλία το μίσος· το φάρμακο το φαρμάκι. Κοντολογής, θα βρείτε το αντίθετο απ’ ό,τι βλέπετε, έτσι κι ανοίξετε το Σειληνό.
Τα βρίσκετε πολύ φιλοσοφικά όλα τούτα; Τότε να σας τα πω πιο χοντρά.
Όλα είναι πλαστά;
Και βέβαια!
Βλέπετε ένα βασιλιά και θαρρείτε πως είναι αφέντης πλούσιος και δυνατός. Αν όμως δεν έχει πνευματικά χαρίσματα, αν δεν ευχαριστιέται με τίποτα, τότε είναι πολύ φτωχός. Αν έχει παραδώσει την ψυχή του στα βίτσια, τότε είναι πιό αισχρός κι από δούλο. Έτσι μπορούμε να φιλοσοφήσουμε πάνω σ’ όλα τα πράγματα, μας φτάνει όμως αυτό το παράδειγμα. «Κι έπειτα;» θα μου πείτε. Λοιπόν! ακούστε που θέλω να καταλήξω.
Αν ένας θεατής βγάλει τις μάσκες από τους ηθοποιούς την ώρα που παίζουν πάνω στη σκηνή, για να δείξει στο κοινό πώς είναι στο φυσικό τα μούτρα τους, δε θα χαλάσει όλη την παράσταση; Δεν του αξίζει να σηκωθούν όλοι και να τον διώξουν απ’ το θέατρο με τις πέτρες, το λυσσασμένο; Τώρα πάνω στη σκηνή όλα έχουν αλλάξει όψη: εκεί που έβλεπες μιά γυναίκα, φανερώνεται ένας άντρας, αντί παλικάρι, γέρος αυτός που ήταν βασιλιάς, ξεσκεπάζεται τιποτένιος σκλάβος· κι ο θεός άξαφνα είναι ένα ανθρωπάκι. Έβγαλες την ψευδαίσθηση; Το έργο γκρεμίστηκε. Είναι αυτό το παραμύθι, η μεταμφίεση, που γοήτευε τα μάτια των θεατών.
Κι έπειτα; Μα τί άλλο είναι η ζωή του ανθρώπου, από μιά κωμωδία ὀπου μπαίνεις προστατευμένος πίσω απ’ τη μάσκα και παίζεις το ρόλο σου, ώσπου να σε βγάλει έξω απ’ τη σκηνή ο χορηγός; Αυτός, άλλωστε, συχνά ζητάει από τον ίδιο ηθοποιό να παίξει πολύ διαφορετικούς ρόλους: ένας που φορούσε τη βασιλική πορφύρα ξαναφαίνεται με κουρέλια δούλου.Ώστε όλα είναι πλαστά; Και βέβαια! Μα η κωμωδία της ζωής δεν παίζεται διαφορετικά!
Ή πιές ή φεύγα
Ας φανταστούμε πως άξαφνα μας κατεβαίνει από τον ουρανό ένας σοφός και βάνεται να φωνάζει: «Τούτος εδώ, που όλοι τον παίρνετε για θεό και κύριο, δεν είναι καν άνθρωπος· αφήνει να τον κυβερνούν οι αισθήσεις του σα χτήνος: πρέπει να είναι χειρότερος κι από δούλος, για να υπηρετεί αυθόρμητα τόσο πολλούς και σιχαμερούς αφέντες! Κι αυτός ο άλλος, που κλαίει τον πεθαμένο του πατέρα, θα ‘πρεπε να χαίρεται: τώρα έπιασε ο νεκρός να ζεί πραγματικά, αφού η επίγεια ζωή δεν είναι παρά θάνατος. Και τούτος εκεί, που κορδώνεται για το αριστοκρατικό σόι του, είναι ένας χωριάτης κι ένας μπάσταρδος: βρίσκεται μίλια πίσω από την αρετή, μόνη πηγή της πραγματικής αριστοκρατίας». — Έτσι θα μιλούσε αυτός ο σοφός για τον καθένα. Τί θα του κάναν, σας ρωτάω, αν περνούσε στα μάτια όλου του κόσμου για θεότρελος; Πιστέψτε με: δεν έχει πιό κουτό πράμα από τη φρόνιμη κουβέντα, που λέγεται όταν δεν είναι η ώρα της και δεν εχει πιό ζαβό από την ορθή κρίση, που δίνεται ανάποδα. Τ’ ανάποδο κάνει όποιος δεν ξέρει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, όποιος δεν υποτάσσεται στα έθιμα, όποιος δε θυμάται τουλάχιστο αυτό το νόμο των συμποσιαστών: Ή πιές ή φεύγα! Όποιος θα ᾽θελε, τέλος, η κωμωδία να μην ήταν κωμωδία. Αντίθετα, η ορθή κρίση ζητάει, άνθρωπε θνητέ, να μην είσαι πιό σοφός απ’ τους ομοίους σου, να πηγαίνεις σύμφωνα με τη γνώμη των πολλών ή να λαθεύεις πρόθυμα μαζί τους.
Μα ίσα – ίσα αυτού είναι η τρέλα, μου λένε. Δε λέω το αντίθετο. Μόνο κι εσείς πρέπει να παραδεχτείτε πως έτσι παίζεται η ανθρώπινη κωμωδία.
Τι σόι ζώο είναι ο σοφός
[30] Αυτό που μου μένει να πω, αθάνατοι θεοί! να το πω; να σωπάσω; Και γιατί να το κρύψω, αφού είναι πιό αληθινό κι απ’ την αλήθεια; Θα έπρεπε ίσως, για μια τόσο σοβαρή υπόθεση, να φέρουμε τις Μούσες απ’ τον Ελικώνα, που οι ποιητές τολμούν συχνά και τις φωνάζουν για ψιλοπράματα. Χαρίστε μου μια στιγμή, κόρες του Δία· όσο για να δείξω πως σ’ αυτή την ακριβή Σοφία, το κάστρο, λένε, της ευτυχίας, κανένας δεν μπορεί να μπεί, αν δεν τον οδηγήσει η Τρέλα.
Είναι γεγονός —σύμφωνοι; — πως όλα τα πάθη προέρχονται απ’ αυτή. Το σημάδι που ξεχωρίζει τον σοφό απ’ τον τρελό, είναι πως τον ένα τον κυβερνά το λογικό και τον άλλο το πάθος. Γι’ αυτό οι στωϊκοί κρατούν τον σοφό μακριά απ’ τα πάθη σα να ‘ναι αρρώστιες· τα πάθη ωστόσο κάνουν τους πιλότους σ’ αυτούς ίσα-ίσα που βιάζονται να μπoύν στο λιμάνι της φρονιμάδας· και πάλι, βρίσκονται στα μονοπάτια της αρετής, σα σπιρούνια, σα βουκέντρια, για να σπρώχνουν στο καλό. Ο Σενέκας, στωϊκός στον κύβο, θα μπήξει τις φωνές, αυτός που απαγορεύει ρητά στον σοφό κάθε πάθος. Ας φωνάξει! Αυτό που αφήνει στο τέλος δεν είναι καν άνθρωπος είναι κάτι σαν καινούργιος θεός, ένας «δημιουργός» που δεν υπάρχει πουθενά και ποτέ δε θα υπάρξει. Να τα λέμε σταράτα: ο άνθρωπος που έφτιαξε, είναι ένα μαρμάρινο άγαλμα, κουτό κι ολότελα ξένο σε κάθε ανθρώπινο αίσθημα.
Ε, ας τον χαίρονται λοιπόν το σοφό τους αφού τους γουστάρει, ας τον αγαπάνε δίχως να φοβούνται αντιζηλίες κι ας παν να ζήσουνε μαζί του στην Πολιτεία του Πλάτωνα, στην περιοχή των Ιδεών ή στους κήπους του Τάνταλου. [Αρχαία παροιμία, δηλαδή πουθενά.]Ποιός δε θα το ‘σκαγε, με φρίκη, σα να βλέπει κανένα τέρας ή φάντασμα, μπρος σ’ ένα τέτοιον άνθρωπο, κουφό σ’ όλα τα καλέσματα της φύσης, ασυγκίνητο και στο παραμικρό πάθος, έρωτα ή λύπηση «σα να ‘ταν από πέτρα ή από μάρμαρο της Μάρπησσας», έναν άνθρωπο που δεν του ξεφεύγει τίποτα, που δε λαθεύει ποτέ, γιατί σαν άλλος Λυγκέας, [O Λυγκέας, γιός του Aφάρεως και της Αρήνης, αδελφός του Ίδα κι ένας απ’ τους Αργοναύτες. Η ματιά του ηταν τόσο σουβλερή που έβλεπε και μέσα από τα στερεά πράγματα.] τα βλέπει όλα, όλα τα ζυγιάζει με τ’ αλφάδι και δε συχωρνά κανένα λάθος, που μόνο με τον εαυτό του ευχαριστιέται, μόνος πλούσιος, μόνος γερός, μόνος βασιλιάς, μόνος ελεύθερος, μόνος στον κόσμο, έτσι —κατά τη γνώμη του, βέβαια— δε θέλει να ‘χει φίλο, δεν είναι φίλος με κανένα, διαβολοστέλνει ακόμα και τους θεούς, καταδικάζει όλες τις πράξεις των ανθρώπων και τις κοροϊδεύει για παλαβομάρες! Να τι σόι ζώο είναι ό σοφός.
Και σας ρωτώ, —αν ήταν να ψηφίσουν,—ποιά πολιτεία θα ‘θελε έναν άρχοντα σαν αυτόν, ποιός στρατός θα ‘θελε τέτοιον αρχηγό; Όχι, μα ποιά γυναίκα θα πεθυμoύσε ή θ’ ανεχόταν, τέτοιον άντρα, ποιός αμφιτρύωνας τέτοιο καλεσμένο, ποιός υπηρέτης αφεντικό από τέτοια πάστα; Ποιός δε δα προτιμούσε να πάρει στην τύχη μέσα απ’ το σωρό των θεότρελων ένα σκέτο τρελό, ικανό να διατάζει τρελούς, ή να τους υπακούει, ν’ αρέσει στους ομοίους του, —δηλαδή στους πιό πολλούς,— να ‘ναι καλός με τη γυναίκα του, χαριτωμένος με τους φίλους του, γερό ποτήρι, καλή παρέα, έναν άνθρωπο επιτέλους που να μην είναι ξένος σε τίποτα το ανθρώπινο; Αλλά πάει ώρα τώρα που βαριέμαι μ’ αυτο το σοφό. Ας περάσουμε σε πιο ευχάριστα θέματα.
Αν οι άνθρωποι βάνονταν να είναι σοφοί …
[31] Αν κάποιος μπορούσε από ψηλά να παρατηρήσει, —όπως λεν οι ποιητές πως κάνει ο Δίας,— πόσα δεινά ξεσπούν πάνω στη ζωή των ανθρώπων! … Πόσο άθλια, βρώμικη, είναι η γέννηση και δύσκολη η ανατροφή, τί κινδύνους έχει η παιδική ηλικία, τί σκληρούς μόχθους έχουν τα νιάτα, πόσο βαριά είναι τα γεράματα· κι η άτεγκτη μοίρα του θανάτου! Στρατός οι αρρώστιες την πολιορκούν, την απειλούν τα δυστυχήματα, πλακώνουν άξαφνα οι ατυχίες κι όλη πέρα ως πέρα είναι φαρμάκι! Άσε πιά το κακό που κάνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο: φτώχιες, φυλακές, βασανιστήρια, ατιμίες, ντροπές, παγίδες, προδοσίες, βρισιές, δίκες, απάτες. Ωχ! δε μετριούνται οι κόκκοι της άμμου!
Δε χρειάζεται να σας πω τώρα ποιά κρίματά τους ή ποιά οργή θεού καταδίκασαν τους ανθρώπους να γεννηθούν για τέτοια βάσανα. Έτσι και το καλοσκεφτείς, σου έρχεται, μα την αλήθεια, να πείς πως καλά κάναν οι κόρες στη Μίλητο, [Ο Αύλος Γέλλιος (στις «Αττικές Νύχτες» ιε’10) αναφέρει πως, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μια επιδημία είχε ξεσπάσει στη Μίλητο ανάμεσα στις απάντρευτες κοπέλες, που αυτοκτονούσαν, σκοτώνοντας η μιά την άλλη.] που αυτοχτονούσαν αράδα, όσο λυπηρό κι αν είναι αυτό.
Ξέρετε όμως πoιoί πρώτ’ απ’ όλους σκοτώθηκαν γιατί τους αηδίαζε η ζωή; Όσοι είχαν φιλίες με τη σοφία. Ας μη λέμε για τους Διογένηδες, τους Ξενοκράτες, τους Κάτωνες, τους Κάσσιους, τους Βρούτους, [Διογένης ο κυνικός φιλόσοφος, μερικοί λένε πως αυτοκτόνησε. Ξενοκράτης ο Χαλκηδόνιος, φιλόσοφος (396-314 π.Χ,) ήταν πολλά χρόνια αρχηγός της Ακαδημίας. Λένε πως πέθανε από δυστύχημα ή αυτοκτόνησε. Κάτων ο Νεώτεροςαυτοκτόνησε μετά την ήττα των δημοκρατικών, αφού πέρασε μεγάλο μέρος της νύχτας διαβάζοντας τον «Φαίδωνα» του Πλάτωνα. Ο επικούρειος Κάσσιος, από τους δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα, όταν ο Αντώνιος νίκησε το στρατό του στους Φιλίππους (42 π.Χ,) ζήτησε από τον απελεύθερο δούλο του να τον σκοτώσει. Ο φίλoς της φιλοσοφίας Βρούτος, άλλoς δολοφόνος του Καίσαρα, αυτοκτόνησε κι αυτός ύστερα από την ήττα στους Φιλίππoυς.] αλλά δέστε αυτόν το Χείρωνα που διαλέγει το θάνατο τη στιγμή που μπορούσε να γίνει αθάνατος. Καταλαβαίνετε, θαρρώ, τί θα γινόταν, αν λίγο παντού οι άνθρωποι βάνονταν να είναι σοφοί. Θα χρειαζόταν καινούργιος πηλός κι όλη η τέχνη κάποιου Προμηθέα για να πλάσει άλλους.
Τους βλέπετε που κάνουν το τζόβενο;
Ενώ εγώ … Λίγη αμάθεια απ’ εδώ, λίγο ξένοιασμα απ’ εκεί, πότε να ξεχνούν τη δυστυχία, πότε ν’ απαντέχουν την ευτυχία, κάπου – κάπου να γεύονται το μέλι της ηδονής, έτσι ξαλαφρώνω τους ανθρώπους από τις μιζέριες τους, και δε θέλουν πιά ν’ αφήσουν τη ζωή, ακόμα κι αν ή Μοίρα έχει κλώσει όλο το νήμα τους κι η ίδια η ζωή τους παρατάει· όσο πιο λίγους λόγους έχουνε να μένουν στη ζωή, τόσο πιο πολύ γαντζώνονται από δαύτη. Αχ, δεν τη βαριούνται καθόλου!
Να, σε μένα πέφτει λόγος έδώ: τους βλέπετε αυτούς τους γέρους, που φτάσανε τα χρόνια του Νέστορα, δε μοιάζουν πια με άνθρωπο, —τσεβδοί, ξεμωραμένοι, φαφούτηδες, άσπρομάλληδες, φαλακροί,— ή, για να τους περιγράψω καλύτερα με τα λόγια του Αριστοφάνη, βρώμικοι, καμπουριασμένοι, σταφιδιασμένοι, χούφταλα, δίχως τρίχες ή δόντια κι ανίκανοι, τους βλέπετε πώς χαίρονται τη ζωή, ακόμα και να κάνουν τα τζόβενα, ποιός βάφει τα μαλλιά του, ποιός κρύβει την καράφλα του με καμιά περούκα, ποιός βάζει ψεύτικα δόντια παρμένα ίσως από κανένα γουρούνι· αυτός ερωτεύεται του θανατά κάποια μιξοπαρθένα και τα τρελο-καμώματά του δεν τα φτάνει κανένα παλικάρι. Αυτός ο παλιόγερος, το χούφταλο, καλός για το νεκροταφείο, παντρεύεται ένα τρυφερό κοριτσόπουλο, δίχως προίκα, που θα βολέψει τους γείτονες· το πράμα γίνεται συχνά και, μα την πίστη μου, το έχουνε και για ονόρε.
Ευτυχισμένες χάρη σε μένα
[32] Αλλά νά και το πιο νόστιμο: Προσέξατε κάτι γριές, μπαμπόγριες, ξεψυχισμένες, που λες και βγήκαν απ’ τον Άδη; Καλέ άντες! «Η ζωή είναι ωραία!», αυτό μόνο έχουν στο στόμα τους, ακόμη αγγρίζονται σα σκύλες, γαυριάζουν, όπως λεν οι Έλληνες, σα σκρόφες για σερνικό, καταφέρνουν με λεφτά κανένα νεαρό Φάωνα, φτιασιδώνονται αδιάκοπα, δεν παρατούν στιγμή τον καθρέφτη, αποτριχώνουν τ’ άποκοίλι τους, δείχνουν στήθια πλαδαρά και μαραμένα, γαργαλεύουν με τρεμουλιάρικη φωνή έναν πόθο ξεθυμασμένο, πίνουν τον περίδρομο, μπλέκονται στο χορό με τα κορίτσια, γράφουν ραβασάκια. Όλος ο κόσμος τις κοροϊδεύει γι’ αυτό που είναι: θεότρελες. Στο μεταξύ, όλες είναι ευχαριστημένες από τον εαυτό τους, κολυμπάνε σε χίλιες ηδονές, κυλιούνται μέσα στο μέλι, ευτυχισμένες χάρη σε μένα.
Σ’ έκείνους που βρίσκουν γελοίες αυτές τις τρέλες, θα συμβούλευα να το καλοσκεφτούν: Τί είναι πιο καλά, να ζείς μ’ αυτές ζωή χαρισάμενη ή να γυρεύεις, όπως λένε, φούρκα για να κρεμαστείς; Φυσικά, μπορεί ο όχλος, να νομίζει πως τoυς αξίζει ρεζίλεμα, μα πολύ που τους κόφτει τους τρελάκιες μου, δε βλέπουν πως κάνουν κακό ή, αν το βλέπουν, εύκολα το ξεχνούν. Να φας μιά κεραμίδα στο κεφάλι, αυτό είναι πραγματικό κακό. Τα ρέστα, η ντροπή, το ρεζίλεμα, η καταφρόνια, οι βρισιές βλάφτουν μόνο άμα τα νιώθεις. Αν δεν αιστάνεσαι τίποτα, δεν είναι κακά. Τί σημασία εχει αν ολόκληρος ο κόσμος σε σφυρίζει, αφού εσύ το ‘χεις για καύχημα; Ωστόσο, μόνο η Τρέλα στο επιτρέπει αυτό.
Δυστυχισμένο το άλογο που δεν ξέρει γραμματική;
Θαρρώ πως εδώ ακούω τους φιλόσοφους να διαμαρτύρονται: «Εδώ είναι η ατυχία», λένε, «να σ’ αναγκάζει η Τρέλα να γελιέσαι, να λαθεύεις, ν’ αγνοείς». Μα όχι, αυτό θα πεί απλούστατα να είσαι άνθρωπος. Αφού σ’ αυτή την κατάσταση γεννήθηκες, σ’ αυτή μεγάλωσες, σ’ αυτή μορφώθηκες, γιατί να τη λες ατυχία; Είναι η μοίρα ολονών. Δεν είναι καθόλου για λύπηση να μένεις στη θέση σου, εκτός πιά και πέσουμε στον άνθρωπο που νομίζει πως είναι δυστυχισμένος γιατί δεν μπορεί να πετάει σαν τα πουλιά, να περπατάει στα τέσσερα όπως τ’ άλλα ζώα, ή να ‘ναι οπλισμένος με κέρατα σαν τους ταύρους. Εδώ που τα λέμε, θα έλεγες δυστυχισμένο ένα ωραίο άλογο, επειδή δεν ξέρει γραμματική και δεν τρώει γαλέττα ή εκείνον το φουκαρά τον ταύρο, επειδή δεν τα καταφέρνει στη γυμναστική; Όσο δεν είναι δυστυχισμένο το άλογο γιατί δεν σκαμπάζει από γραμματική, άλλο τόσο κι η Τρέλα δεν κάνει την δυστυχία των ανθρώπων, αφού είναι μέσα στα φυσικά τους.
Τι χρειαζόταν η γραματική;
Μα, επιμένουν οι επιδέξιοι λογάδες μας: «Η επιστημονική γνώση δόθηκε ειδικά στον άνθρωπο για να μπορεί ν᾽αντισταθμίζει με την εξυπνάδα του αυτά που του αρνήθηκε η Φύση». Σα να γίνεται να πιστέψει κανείς πως η Φύση φρόντισε με τόση προσοχή για τις σκνίπες, τα φυτά, τα λουλούδια και μόνο για τους ανθρώπους κοιμόταν, αναγκάζοντάς τους να τρέχουν στις επιστήμες, που τις σκαρφίστηκε για δυστυχία τους ο Θωθ, [Αιγύπτιος θεός της δικαιοσύνης και της σοφίας. Τον εξυμνεί ο Πλάτων στό «Φαίδρο», πως αυτός ανακάλυψε τους αριθμούς και το αλφάβητο. Λέγαν πως είχε γράψει πολλά επιστημονικά και τεχνικά βιβλία με μυστικό χαρακτήρα κι απ’ εκεί διαμορφώθηκε η απόκρυφη φιλολογία, που επί Πτολεμαίων αποδόθηκε στον Ερμή τον Τρισμέγιστο, δηλαδή στον Θώθ. ] η κολασμένη αυτή ψυχή του γένους των ανθρώπων. Είναι πράγματι άχρηστες στην ευτυχία, αφού δεν κάνουν μήτε τη δουλειά που γι᾽ αυτή μας λένε πως έγιναν, όπως κομψά το αποδείχνει μέσα στον Πλάτωνα εκείνος ο μυαλωμένος βασιλιάς, [Ο θηβαίος βασιλιάς Θάμους αποκρίθηκε στον Θωθ πως η γραφή θ’ αδυνάτιζε το μνημονικό του ανθρώπου, γιατί θα το άφηνε ακαλλιέργητο. (Πλάτων, «Φαίδων».] μιλώντας για την εφεύρεση της γραφής. Οι επιστήμες πλάκωσαν στη ζωή του ανθρώπου μαζί με όλες τις άλλες μάστιγες. Τις γέννησαν εκείνα τα κακά πνεύματα που φέρνουν όλες τις συμφορές, δηλαδή οι δαίμονες: ελληνικά, δαίμων πα να πεί σοφός.
Οι απλοί άνθρωποι του χρυσού αιώνα, δεν είχαν καμιά επιστήμη· ζούσαν με μόνο τους οδηγό το ένστιχτο της Φύσης. Τι χρειαζόταν η γραμματική, αφού όλοι μιλούσαν την ίδια γλώσσα κι ο λόγος χρησίμευε μόνο για να καταλαβαίνονται; Η διαλεχτική, τί χρειαζόταν αφού καμιά πάλη δε γινόταν ανάμεσα σ’ αντίθετες ιδέες; Πού να τη χώσουν τη ρητορική, αφού δεν είχαν αντιδικίες; Τί να την κάνουν τη νομολογία, αφού δεν είχε αρχίσει αυτή η εξαχρείωση των ηθών απ’ όπου, σίγουρα, ξεπήδησαν οι καλοί νόμοι; Οι άνθρωποι ήταν πολύ θεοφοδούμενοι για να εξετάζουν με ανίερη περιέργεια τα μυστήρια της Φύσης, να καταμετρούν τους αστερισμούς, τις κινήσεις τους, τις επιδράσεις τους, να ερευνούν τον κρυφό μηχανισμό του σύμπαντος. Θεωρούσαν εγκληματικό να ζητάς να μάθεις πιο πέρα απ’ όσα ήξερε ο κοινός θνητός. Ήταν καθαρή παραφροσύνη να ρωτάς τί είναι πίσω απο τον ουρανό και κανενός δεν κατέβαινε τέτοια ιδέα.
Όταν λίγο – λίγο νοθεύτηκε η αγνότη του χρυσού αιώνα, οι δαίμονες, όπως είπα, έπιασαν να σκαρφίζονται τις επιστήμες. Ήταν λίγοι στην αρχή κι είχαν λίγους οπαδούς. Αργότερα, η δεισιδαιμονία των Χαλδαίων και τ’ αεροκοπανίσματα των Ελλήνων τις παραφόρτωσαν με μύρια μαρτύρια του μυαλού, έτσι που η γραμματική μονάχα μπορεί να γίνει βάσανο μιάς ολόκληρης ζωής.
Ενώ ο θεολόγος μασουλίζει λούπινο
[33] Από τις επιστήμες τώρα, εκείνες που εκθειάζονται είναι όσες γειτονεύουν περισσότερo με την ορθή κρίση, δηλαδή με την Τρέλα. Οι θεολόγοι πεινούν, οι φυσικοί κρυώνουν, οι αστρολόγοι σε κάνουν και γελάς, οι διαλεχτικοί κοροϊδεύονται. «Μα μόνος του ο γιατρός αξίζει όλους τους άλλους!» [(Ιλιάδα), Λ, 516: Ιατρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων.] Σ᾽ αυτό το επάγγελμα, όσο πιό λίγα ξέρουν, όσο πιό πολλές κουτουράδες κάνουν, όσο πιό σερσέμηδες είναι, τόσο και πιό πολύ γίνονται της μόδας, ακόμα κι οι μεγάλοι με τους πολλούς τίτλους. Γιατί η ιατρική, προπαντός όπως την εξασκούν τη σήμερο, είναι παράρτημα της κολακείας, όσο κι η ρητορική, άλλωστε.
Ύστερα από τους γιατρούς, τα πρώτα στασίδια τα έχουν οι δικαστικοί. Δεν ξέρω μάλιστα αν δεν έρχονται και πριν απ’ τους γιατρούς· γιατί ομόφωνα οι φιλόσοφοι τους κοροϊδεύουν πως γκαρίζουν κουταμάρες. Και να σκεφτείς πως απ’ την πιο μεγάλη ως την πιο μικρή, όλες οι υποθέσεις κρίνονται απ’ αυτά τα γαϊδούρια! Έτσι τα τσιφλίκια τους μεγαλώνουν, ενώ ο θεολόγος, αφού ξεσκολίσει όλα τα ιερά κατεβατά σε κιτάπια και χαρτιά, μασουλίζει λούπινα κι ασταμάτητα κυνηγά ψύλλους και ψείρες.
Προτιμούν λοιπόν τις επιστήμες που συγγενεύουν πιό πολύ με την Τρέλα· παρόμοια, πιό ευτυχισμένοι είναι όσοι μπορούν κι απέχουν ολότελα απ’ τις επιστήμες και παίρνουν για οδηγό μόνο τη Φύση. Αυτή δεν εχει τίποτα το στραβοκάνικο —εκτός πια και θες να βγείς από τα όρια της ανθρώπινης μοίρας. Σιχαίνεται τα τεχνάσματα· και πιό καλά είναι στην υγεία του ό,τι δε μολεύτηκε ποτέ από τέτοια.
Ζούνε με τον καιρό που περνά
[34] Ελάτε, δεν το βλέπετε πως απ’ όλα τα είδη των ζώων, πιο ευχάριστη ζωή κάνουν όσα είναι λιγότερο μορφωμένα και δεν αφήνουν να τα οδηγήσει δάσκαλος άλλος από τη Φύση; Έχει πιο ευτυχισμένες, πιο θαυμάσιες από τις μέλισσες; Κι όμως, δεν έχουν όλες τις αισθήσεις. Μπορεί ν’ ανακαλύψει η αρχιτεκτονική καλύτερα οικοδομικά μέσα από τα δικά τους; Αντίθετα, το άλογο, που έχει τις ίδιες αισθήσεις με τους ανθρώπους και περνά τη ζωή του μαζί τους, συμμερίζεται και τις συμφορές τους. Συχνά το βλέπεις να λαχανιάζει μπας και το ξεπεράσει άλλο στο τρέξιμο· στη μάχη βάζει πείσμα να νικήσει: λαβώνεται και τρώει χώμα μαζί με τον καβαλάρη του. Κι αφήνω πια το βάρβαρο χαλινάρι, τα σουβλερά σπιρούνια, τη φυλακή του στάβλου, το κουρμπάτσι, το ραβδί, τα γκέμια, το βάρος του καβαλάρη, κοντολογής όλο το δράμα της σκλαβιάς, που τη δέχτηκε πρόθυμα, όταν θέλησε ηρωϊκά να εκδικηθεί όπως – όπως τον εχθρό του. [Το άλογο, για να εκδικηθεί το ελάφι που του πάτησε το λιβάδι, ζήτησε βοήθεια από τον άνθρωπο. Η βοήθεια δόθηκε, μα το άλογο φόρεσε χαλινάρι και σκλαβώθηκε από τον άνθρωπο (Βλ. και Αισώπειοι Μύθοι: Το άλογο και το ελάφι).]
Πόσο πιό ζηλευτή είναι η ζωή που κάνουν οι μύγες και τα πουλιά! Ζούνε με τον καιρό που περνά, με μόνο το ένστιχτο της φύσης, όσο τους επιτρέπουν οι παγίδες των ανθρώπων! Βάλετε ενα πουλί στο κλουβί: μαθαίνει να μιμείται την ανθρώπινη λαλιά· μα, περίεργο, χάνει τη φυσική του ομορφιά. Τόσο η Φύση με τα έργα της πετυχαίνει χίλιες φορές καλύτερα από τα μασκαρέματα της Τέχνης! Γι’ αυτό και δε βρίσκω λόγια να παινέσω εκείνο τον πετεινό, που όταν μεταμορφωνόταν έκανε τον Πυθαγόρα. [O κόκορας στο «Ενύπνιον» του Λουκιανού.] Αφού τα δοκίμασε ὀλα: φιλόσοφος, άντρας, γυναίκα, βασιλιάς, ιδιώτης, ψάρι, άλογο, βάτραχος, και θαρρώ ακόμα και σφουγγάρι, έκρινε πως κανένα ζώο δεν ήταν τόσο ολέθριο όσο ο άνθρωπος, γιατί όλα δέχονται να ζήσουν μέσα στα όρια της φύσης τους και μόνο αυτός πασχίζει να τα ξεπεράσει.
Πιό γνωστικός εκείνο το γουρούνι ο Γρύλλος
[35] Και πάλι, απ᾽ όλους τους ανθρώπους, προτιμά, για πολλούς λόγους, τους ηλίθιους κι όχι τους σοφούς και τους ισχυρούς. Εκείνο το γουρούνι ο Γρύλλος ήταν πιό γνωστικός από τον πολυμήχανο, αφού προτίμησε να γρούζει μέσα στο χοιροστάσι παρά ν’ αψηφήσει με τη συντροφιά του Οδυσσέα τόσα κίντυνα. Αυτή μου φαίνεται να είναι η γνώμη και του Όμηρου, πατέρα των μύθων, που λέει άμοιρους και συφοριασμένους όλους τους θνητούς και συχνά δίνει στον Οδυσσέα, τύπο και υπογραμμό του γνωστικού, το επίθετο πολυστέναχτος, που δεν το δίνει ποτέ στον Πάρι, τον Αίαντα ή τον Αχιλλέα. Και γιατί; Μα γιατί αυτός ο πολυμήχανος δεν έκανε τίποτα δίχως τη συμβουλή της Παλλάδας κι η πολλή του σοφία τον αποξένωνε ολότελα από τις ορμήνειες της Φύσης.
Λέω λοιπόν, πως οι άνθρωποι που υπακούουν στη Σοφία είναι πολύ πιο λίγο ευτυχισμένοι. Είναι δυό φορές τρελοί, αφού ξεχνούν πως γεννηθήκανε θνητοί και γυρεύουν να μιμηθούν τους αθάνατους θεούς και γιατί, όπως οι Γίγαντες, οπλισμένοι με τις επιστήμες τους, κάνουν πόλεμο στη Φύση. Τ’ αντίθετο, δε φαίνονται καθόλου να δυστυχούν όσοι βρίσκονται πιό κοντά στον τετραποδισμό και τη βλακεία και δεν καταπιάνονται με πράματα που ξεπερνούν τον άνθρωπο. Ας κάνουμε λοιπόν το πείραμα να τ’ αποδείξουμε, οχι με στωϊκά ενθυμήματα, [Ενθύμημα (Λογική): συλλογισμός, όπου η μιά από τις προτάσεις εξυπακούεται] αλλά με κανένα χοντροκομμένο παράδειγμα.
Μέτρα, ηλίθιε σοφέ, τις μέρες και τις νύχτες …
Ύψιστοι θεοί! Μα υπάρχουν πιό ευτυχισμένοι απ᾽ αυτούς που οι χυδαίοι παρανομιάζουν, —πολύ ωραία ονόματα κατά τη γνώμη μου, —λωλούς, βλαμμένους ή σερσέμηδες; Στην αρχή φαίνεται πως σας λέω κάτι τρελό ή παράλογο· μα είναι η ίδια η αλήθεια. Πρώτ᾽ απ᾽ όλα, οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουνε το φόβο του θανάτου και δεν είναι λίγο πράμα, μά το Δία! Η συνείδησή τους δεν έχει ποτέ τύψεις. Δεν τους τρομάζουν ιστορίες με βουρβούλακες. Δε φοβερίζονται από φαντάσματα και ίσκιους, δεν τους βασανίζει ο φόβος για τα κακά που θα πλακώσουν, μήτε τους φουσκώνει η ελπίδα για μελλούμενα καλά. Κοντολογής, δε σκίζονται από τις αμέτρητες έγνοιες που ορίζουν τούτη τη ζωή. Δεν ξέρουν από ντροπή, φόβο, φιλοδοξία, φθόνο, έρωτα. Αν μάλιστα φτάσουν ως την αναισθησία του χτήνους, τότε δε θ᾽ αμαρταίνουν πιά καθόλου, κατά πού βεβαιώνουν οι θεολόγοι.
Τώρα, ηλίθιε σοφέ, θά ‘θελα να μετρήσεις μαζί μου τις μέρες και τις νύχτες που λογιώ – λογιώ αγωνίες σταύρωναν την ψυχή σου, κάνε μπρος σου ένα σωρό τις ἐγνοιες όλης σου της ζωής και πάσχισε να καταλάβεις επιτέλους από πόσα κακά γλυτώνω τους τρελούς μου. Βάλε από πάνω πως όχι μόνο τους δίνω ισόβια χαρά, παιχνιδίσματα, τραγούδια και γέλια, αλλά όπου και να πάνε κουβαλούν μαζί τους για τους άλλους την απόλαυση, το κέφι, τη διασκέδαση, σάμπως οι συγκαταβατικοί θεοί να τους προόρισαν για να φαιδρύνουν τη μουντή ζωή των ανθρώπων. Κι ακόμα, ό,τι και να αιστάνονται μεταξύ τους οι άvθρωποι, τούτους εδώ τους παραδέχονται πάντα για φίλους· τους αναζητούν, τους κερνάνε, τους χαϊδεύουν, τους κανακεύουν, τους βοηθούν στην ανάγκη: αυτοί μόνο ελεύθερα τα λένε όλα και τα κάνουν όλα. Δε θα περνούσε κανενός από το μυαλό να τους πειράξει, αφού αγρίμια και θεριά αποφεύγουν να τους βλάψουν: το ένστιχτο τους λέει πως είναι ακίνδυνοι. Βρίσκονται, λοιπόν, κάτω από την προστασία των θεών και ιδιαίτερα τη δική μου: γι’ αυτό είναι που τους σέβεται όλος ο κόσμος, όχι άδικα.
Οι τρελοί μου πετυχαίνουν αυτό το θαύμα
[36] Οι πιό μεγάλοι βασιλιάδες γουστάρουν τους τρελούς τόσο πολύ, που όχι ένας, μήτε δυό, δεν μπορούν να κάτσουν στο τραπέζι, να κάνουν ένα βήμα ή και να ζήσουν μιάν ώρα, δίχως αυτούς. [Ο «τρελός του βασιλιά» στη Γαλλία είχε γίνει αυλικό αξίωμα. Πιό φημισμένος ήταν ο Θεβενέν, τρελός του Καρόλου Ε’ κι ο Τριμπουλέτος, τρελός του Λουδοβίκου ΙΒ’ και του Φραγκίσκου Α’, που τον αποκαλούσαν μωρόσοφο, τόσο γνωστικές ήταν οι συμβουλές του.] Προτιμάνε τους τρελούς τους από τους αγέλαστους σοφούς, που τους συντηρούν ωστόσο από συνήθεια, για το γόητρο. Και γιατί τους προτιμάνε; Νομίζω πως δεν είναι κανένα θαύμα ή μυστήριο: Οι σοφοί φέρνoυν στους ηγεμόνες μόνo θλίψη· φουσκωμένoι από τις αρχές τους, δεν κομπιάζουν να πούνε τσουχτερές αλήθειες που συχνά πληγώνουν τοὐτα τα ντελικάτα αυτιά. Ενώ οι τζουτζέδες τούς δίνουν μ’ απλοχεριά το μόνο που γυρεύουνε παντού και όσα – όσα: διασκέδαση, χαμόγελα, χάχανα και χαρές.
Παραδεχτείτε όμως, οι τρελοί έχουν ένα χάρισμα που δεν είναι για πέταμα: είναι οι μόνοι ντόμπροι και άψευτοι. Κι υπάρχει πιο ευλογητό από την ειλικρίνεια; Μιά παροιμία τού Αλκιβιάδη, μέσα στον Πλάτωνα, βάνει την ειλικρίνεια στο κρασί και στο στόμα των παιδιών, μα η τιμή της πρέπει να είναι όλη δική μου. Μάρτυρας ο Ευριπίδης, που είπε το περίφημο: «Ο τρελός τρέλες λέει». Ο τρελός, ό,τι έχει στην καρδιά του το φανερώνει στα μούτρα του, το διαλαλεί με τις κουβέντες του. Οι σοφοί όμως έχουν δυό γλώσσες, όπως μας το θυμίζει πάλι ο Ευριπίδης: μια για να λένε την αλήθεια και μια για να λεν αυτό που εκείνη τη στιγμή τους φαίνεται πως ταιριάζει. Ξέρουν «το μαύρο να το κάνουν ασπρο», με το ίδιο στόμα να φυσούν το κρύο και το ζεστό, άλλο νά ‘χουν στην καρδιά τους και με τα λόγια να καμώνονται άλλο.
Τους ηγεμόνες τούς βουτηγμένους στην ευτυχία τους, εμένα μου φαίνεται πως πρέπει να τους λυπούμαστε: μη μπορώντας ν’ ακούσουν την αλήθεια, είναι αναγκασμένοι ν’ ακούνε κόλακες που τους κάνουν το φίλο. Θα μου πείτε: «Αυτιά ηγεμόνα ίσα – ίσα την αλήθεια σιχαίνονται· αν αποφεύγουν τους γνωστικούς, είναι γιατί φοβούνται μη λάχει κανένας πιο ντόμπρος και τολμήσει να τους πει αλήθειες κι όχι κολακείες». Εμ! οι βασιλιάδες την αλήθεια τη μισούν. Οι τρελοί μου, ωστόσο, πετυχαίνουν αυτό το καταπληχτικό, να τους ευχαριστούν σέρνοντάς τους όχι μόνο αλήθειες, αλλά και βρισιές ανοιχτά, έτσι που ο ίδιος λόγος, στο στόμα ενός γνωστικού, να τού κοστίζει το κεφάλι του και στο στόμα ενός τρελού, να ευχαριστεί απίστευτα τον αφέντη. Ναί, η αλήθεια έχει τη δύναμη να ευφραίνει, αν μέσα της δε βρίσκεται κάτι προσβλητικό, μα τη χάρη τούτη οι θεοί τη φυλάνε για τους τρελούς. Για τον ίδιο λόγο τέτοιοι άνδρες αρέσουν τόσο πολύ στις γυναίκες, που απ’ τη φύση τους είναι φιλήδονες κι ελαφρές. Ό,τι και να τους κάνουν, —κι αυτό μπορεί να πάει μακριά, — εκείνες το παίρνουν για παιχνίδι και για χωρατό· τόσα πολλά ξέρει το φύλο αυτό για να σκεπάζει πριν απ’ όλα τα στραβαπατήματά του.
[37] Ας ξανάρθουμε στην ευτυχία των τρελών … Αφού περάσουν χαρούμενα ολάκερη ζωή, χωρίς να φοβούνται καθόλου ή να ψυχανεμίζονται θάνατο, μεταναστεύουν ντογρού στα Ηλύσια Πεδία κι εκεί διασκεδάζουν με τ’ αστεία τους τη βαρεμάρα των ευλαβικών ψυχών.
Ένα όμορφο πορτραίτο σοφού
Ελάτε τώρα να συγκρίνουμε αυτή τη μοίρα τού τρελού μ’ όποιου σοφού θέλετε. Πάρτε, ας πούμε, ένα υπόδειγμα σοφίας, έναν άvθρωπο που έφαγε τα νιάτα του να μελετάει τις επιστήμες, έχασε σε ξενύχτια, έγνοιες κι ατέλειωτους μόχθους το πιό ζωντανό κομμάτι της ζωής του και την επίλοιπη την πέρασε στερημένος κι από την παραμικρή απόλαυση· στάθηκε πάντα τσιγγούνης, μίζερος, κατσούφης, σκοτεινός, αυστηρός και σκληρός για τον εαυτό του, βαρετός κι αχώνευτος στους άλλους· χλεμπονιάρης, κοκκαλιάρης, φιλάστενος, τσίμπλης, καραφλός και γερασμένος πρίν την ώρα του, πρίν την ώρα τoυ φευγάτος από τη ζωή. Κι έπειτα, τί σημασία έχει πότε θα πεθάνει, αφού δεν έζησε ποτέ; Ορίστε όμορφο πορτραίτο σοφού.
Να ξεχωρίσουμε τρέλα και τρέλα
[38] Πάλι ακούω τα βατράχια της Στοάς να μου κοάζουν μέσα στ’ αυτιά: «Το χειρότερο απ’ όλα τα κακά είναι η παραφροσύνη· μα η φανερή μωρία συγγενεύει μαζί της και μάλλον είναι η ίδια, αφού τρελός είναι όποιος δε λογικεύεται».
Εκείνα όμως τα βατράχια είναι που παραλογίζονται πέρα για πέρα! Άντε να κάνουμε σκόνη κι αυτόν τον επιδέξιο συλλογισμό τους, Μούσες βοηθάτε! Ο Σωκράτης μάς διδάσκει, στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, να κόβουμε την Αφροδίτη στα δυό και να κάνουμε δυό Αφροδίτες, έτσι και τον Έρωτα για νά ‘χουμε δυό Έρωτες· οι διαλεχτικοί μας θα ᾽πρεπε να κάνουν το ίδιο και να ξεχωρίζουν τρέλα από τρέλα, για να παίρνει αυτούς ο κόσμος για γνωστικούς. Κι αλήθεια, η κάθε τρέλα δεν είναι και βλαβερή. Διαφορετικά δε θα ‘χε πει ο Οράτιος: «Παιχνίδι του άραγε μ’ έχει κάποιο αγαθό παραλήρημα;». Ο Πλάτωνας δέ θα ‘χε λογαριάσει την ποιητική, την προφητική και την ερωτική μανία μέσα στις πιο αψηλές αξίες του ανθρώπoυ. Μα κι η Σίβυλλα μήπως δέ χαραχτήρισε τρελό το εγχείρημα του Αινεία;
Υπάρχουν λοιπόν σίγουρα δυο ειδών τρέλες: Μιά εκείνη που οι εκδικήτριες Ερινύες ξερνούν μέσα απ’ την Κόλαση, όταν ξαπολούν τα φίδια τους και φυσούν στην καρδιά των ανθρώπων την οργή του πολέμου, την άσβηστη δίψα για χρυσάφι, τον ένοχο και στιγματισμένο έρωτα, την πατροκτονία, την αιμομιξία, την ιεροσυλία κι άλλες τέτοιες μάστιγες ή όταν κυνηγoύν με τα τρομαχτικά δαυλιά τους τις συνειδήσεις που εγκλημάτησαν.
Η άλλη τρέλα είναι ολότελα διαφορετική, έρχεται από μένα κι είναι το πιό ποθητό πράμα του κόσμου. Γεννιέται όποτε μιά γλυκιά πλάνη του μυαλού ελευθερώνει την ψυχή από τις μαύρες έγνοιες της και την παραδίνει σ’ ένα πέλαγος ηδονής. Αυτή τη φρεναπάτη, ο Κικέρωνας, όπως έγραφε σ’ ένα γράμμα του στον Αττικό, την ποθούσε σαν υπέρτατο δώρο των θεών, για να ξεχάσει μέσα της όλα του τα βάσανα.
Φανταζόταν έξοχα έργα
Δεν ήταν για γέλια εκείνος ο άνθρωπος από το Άργος, τόσο παλαβός που περνούσε μέρες και μέρες μοναχός του στο θέατρο, να γελά, να χτυπά παλαμάκια και να χοροπηδά: φανταζόταν πως του παiζαν έξοχα έργα, ενώ δεν παίζαν τίποτα. Στην επίλοιπη ζωή του όμως φερνόταν θαυμάσια: «Οι φίλοι του», λέει ο Οράτιος, «τον έβρισκαν ευχάριστο, η γυναίκα του πολύ γλυκό, οι δούλοι του καλόβολο, δεν τον έπιανε το κακό του αν του πίνανε κανένα κανάτι κρασί». Όταν η αφοσίωση των δικών του και τα πολλά φάρμακα τον γιάτρεψαν επιτέλους και ξαναβρήκε τον εαυτό του, παραπονιόταν μ’ αυτά τα λόγια: «Μα τον Πολυδεύκη! με σκοτώσατε, φίλοι μου, αντί να με γλυτώσετε: την πήρατε τη χαρά μου αναγκάζοντάς με να παρατήσω τη γλυκειά μου φρεναπάτη». Είχε δίκιο κι οι φίλοι του έκαναν λάθος: Αυτοί χρειάζονταν πιότερο τον ελλέβορο, αφού περάσανε για αρρώστια μια ευχάριστη κι ευεργετική τρέλα, που έπρεπε τάχα να τη γιατρέψουνε με φάρμακα.
Ο πιό βλαμμένος γελά περισσότερο
Και τέλος πάντων, κάθε παραλογισμό τών αισθήσεων ή τού νού, εγώ δεν τον λέω τρέλα. Αν κάποιος κοντόθωρος πάρει ένα γάιδαρο γιά μουλάρι ή ένας άλλος κάποιο ποιηματάκι για αριστούργημα, δεν πα να πει πως είναι και τρελοί. Εκείνος όμως που ξεγελιέται όχι μόνο από τις αισθήσεις, αλλά κι από την κρίση του, —και πάλι, αυτό να το παθαίνει συνέχεια χωρίς μέτρο, —μπορείς να πεις πως κάπως συγγενεύει με την τρέλα. Ένας, λόγου χάρη, κάθε φορά που γκαρίζει γάιδαρος, θαρρεί πως ακούει εξαίσιες συμφωνίες· άλλος, φουκαράς, γεννημένος σε τρώγλη, θαρρεί πως είναι ο Κροίσος, βασιλιάς τής Λυδίας. Αρκετά συχνά, τούτο το είδος της τρέλας είναι ευχάριστο, τόσο σ’ αυτούς που πιάνει, όσο και σ’ εκείνους που βλέπουν, —άλλοι τρελοί τούτοι, μα διαφορετικοί. Είναι μια τρέλα πολύ πιό συχνή απ’ όσο τη νομίζει ο κόσμος. Μα ένας πίσω από τον άλλο, οι τρελοί γελούν με τους τρελούς και διασκεδάζουν τούτοι με τους άλλους. Αν προσέξεις μάλιστα, από δυό τρελούς, ο πιό βλαμμένος είναι εκείνος που γελά περισσότερο.
Χαρά στο λάθος
[39] Η γνώμη μου, εμένα της Τρέλας, είναι πως όσο πιό τρελός τόσο πιο ευτυχισμένος είσαι, φτάνει να μένεις στο είδος της δικής μου περιοχής, που είναι απέραντη, μα την αλήθεια, αφού σίγουρα δεν βρίσκεται μέσα στσυς ανθρώπους ένας νά ‘ναι συνέχεια γνωστικός την πάσα ώρα και δίχως κάποιου είδους λόξα. Υπάρχει όμως μιά διαφορά: τον άντρα που περνά μια νεροκολοκύθα για γυναίκα τον λένε τρελό, γιατί τέτοιο λάθος σε πολύ λίγους κατεβαίνει να το κάνουν· εκείνον όμως που η γυναίκα του έχει τους αγαπητικούς με το τσουβάλι κι αυτός διαλαλεί κι ορκίζεται πως είναι πιό πιστή κι από την Πηνελόπη και κορδώνεται, —ε, χαρά στο λάθος,— κανένας δεν τον λέει τρελό, γιατί τέτοια μυαλά τα έχουν πολλοί άντρες.
Θαρρούν πως ευωδιάζει κανέλλα
Σ᾽αυτό το είδος πρέπει να βάλουμε και κάτι μανιώδεις κυνηγούς, που καυχιένται πως η ψυχή τους ευφραίνεται, όταν ακούν εκείνη τη φριχτή στριγγλιά του βούκινου ή τα γαυγίσματα των σκύλων. Βάζω στοίχημα: η βρώμα απ’ τα σκατά του σκύλου, αυτοί θαρρούν πως ευωδιάζει κανέλλα. Και τι ενθουσιασμός όταν είναι να πετσοκόψουν τ’ αγρίμι! Ταύροι και κριάρια πρέπει να σφάζονται από το χοντρό λαό· αλλά τ’ αγρίμι μόνο ο γαλαζοαίματος μπορεί να το κομματιάσει. Δες τον, ξεσκούφωτος, γονατιστός, αρματωμένος με μαχαίρα επιταυτού (να πιάσει άλλη, γρουσουζιά!) βάνεται να κόβει κατανυχτικά, με καθιερωμένη τάξη, ορισμένα μέρη και μ’ ορισμένες κινήσεις. Το πλήθος ολοτρόγυρα χαζεύει μ’ ανοιχτό στόμα, σα vά ‘ταν τίποτα καινούργιο αυτό το θέαμα, που τό ‘χει δει τουλάχιστο χίλιες φορές. Κι ο θνητός που διαλέγουν για να δοκιμάσει το παραμικρό κομμάτι, θαρρεί πια πως έφτασε στο πάνω σκαλοπάτι της αριστοκρατίας. Απ’ τo πολύ να κυνηγούν τ᾽ αγρίμια και να τα τρώνε, οι κυνηγοί καταντούν στο τέλος κι αυτοί αγρίμια. Κι όμως νομίζουνε πως ζουν όπως οι βασιλιάδες.
Η λύσσα να χτίζουν
Πολύ μοιάζουν μ᾽αυτούς εκείνοι που τους έπιασε λύσσα να χτίζουν, τη μιά μέρα γκρεμίζουν τα στρογγυλά χτίρια και τα ξαναφτιάχνουν τετράγωνα, την άλλη τα τετράγωνα τα κάνουν στρογγυλά. Κανένα μέτρο, κανένα όριο σ’ αυτά τα έργα, ώσπου ξετινάζονται και δεν έχουν πια τα μέσα που να κοιμηθούν ή τί να φάνε. Ωραία τα κατάφεραν, θα μου πείτε. Ναί, μα στο μεταξύ έζησαν μερικά χρόνια ευτυχισμένοι στο έπακρο.
Είναι αρκετό νἀ ᾽χεις θελήσει
Οι αλχημιστές, μου φαίνεται, είναι οι πιό κοντινοί τους γείτονες. Με καινούργιους και μυστήριους τρόπους μάχονται ν’ αλλάξουν τη φύση των στοιχείων, σκίζουνε θάλασσες και στεριές γυρεύοντας μια πέμπτη, την πεμπτουσία. Θρεμμένοι από την πιό γλυκιά ελπίδα, δε λυπούνται ποτέ τα έξοδα μήτε τους κόπους. Πάντα στο νού τους έχουν κάποια καταπληχτική εφεύρεση, που όλο τους πλανεύει παραπέρα, και μόνοι ξεγελούν ευχάριστα τον εαυτό τους, ώσπου στο τέλος τα χάνουν όλα και δεν έχουν πια μήτε για να φτιάξουν το παραμικρό φουρνάκι! Δεν παύουν ωστόσο να κάνουν όνειρα μαγευτικά, και μ’ όλη τους τη δύναμη καλούν τους άλλους να μοιραστούν αυτή την ευτυχία τους. Όταν, τέλος, τους παρατά κι η στερνή απαντοχή, παρηγοριούνται μ᾽ αυτή την όμορφη κουβέντα: «Για τα μεγάλα πράματα είναι αρκετό να τά ‘χεις θελήσει». [Προπέρτιος, Λατίνος ποιητής (49 π.χ. – 15 μ.Χ). Η φράση βρίσκεται στις «Ελεγείες»] Και τα βάζουν τότε με τη συντομία της ζωής που δεν τους άφησε να ολοκληρώσουν το μεγαλεπήβολο σχέδιό τους.
Καλός θά ᾽ταν για να περνούνε τον καιρό
Αναρωτιέμαι, αν πρέπει να δεχτούμε και τoυς τζογαδόρους στο σύλλογό μας. Κι όμως δεν υπάρχει πιό τρελό κι αστείο, να τους βλέπεις απορροφημένους κι η καρδιά τους να σαλτάρει και να τρέμει με τον κρότο που κάνουν τα ζάρια. Η ελπίδα πως θα κερδίσουν δεν τους παρατάει ποτέ· αν όμως το καράβι μ’ όλα τους τ’ αγαθά τσακιστεί πάνω στο σκόπελο του τζόγου, που είναι πιο φοβερός κι απ’ τον Καβο – Μαλιά και ναυαγοί θεόγυμνoι γλυτώσουν απ’ τα κύματα με την ψυχή στο στόμα, θα κλέψουν τους πάντες —μα όχι εκείνον που τους κέρδισε, μπας και τους πει ο κόσμος μπαταξήδες. Μήπως δεν έχει γέρους στραβωμένους πιά, που για να παίξουν κοτσάρουν στη μύτη τους ένα ζευγάρι ματογυάλια; Ή όταν φτάσει ο φάλαγγας με τ᾽ αρθριτικά και τούς στραγγουλίζει τις κλειδωσεις, δεν παίρνουν άνθρωπο με το μεροκάματο για να ρίχνει στη θέση τους τα ζάρια; Καλός θά ‘ταν ο τζόγος για να περνούνε τον καιρό, αν συχνά δεν καταντούσε μανία· τότε όμως δε μου πέφτει λόγος, είναι δουλειά των Ερινύων.
Διηγούνται παραμύθια με θαύματα
[40] Νά όμως κι άλλο είδος, που σίγουρα είναι φτιαγμένοι απ’ τη δική μας πάστα ολόκληροι. Αυτοί που ευχαριστιoύνται ν’ ακούν ή να λένε ψεύτικες ιστορίες με θαύματα και τέρατα. Δε χορταίνουν ν’ ακούν αυτά τα παραμύθια για φαντάσματα, βρουκόλακες, ίσκιους, πνεύματα από τον Άδη και χίλια απίστευτα τέρατα. Όσο πιο ψεύτικο είναι το γεγονός, τόσο πιο πρόθυμα το πιστεύουν και μια ευχάριστη φαγούρα τους γαργαλάει τ’ αυτιά. Οι μπούρδες αυτές δε χρησιμεύουν μόνο για να περνoύv ευχάριστα οι ώρες· φέρνουν και όφελος στους παπάδες και τους ιεροκήρυκες.
Μιά θέση πλάι στο Χριστό στον Παράδεισο
Μ’ αυτούς γειτονεύουν όσοι με κάποια παράλογη μα γλυκειά ευλάβεια θαρρούν πως αν συναντήσουν μέσα στη μέρα το άγαλμα ή την εικόνα εκείνου του Πολύφημου του άγιου Χριστόφορου, [Ο άγιος Χριστόφορος, ο «χριστιανός Πολύφημος ή Ήρακλής» γεννήθηκε στη Συρία ή στην Παλαιστίνη, τον βάφτισε ο άγιος Βαβύλας, επίσκοπος Αντιοχείας, μαρτύρησε επί αυτοκράτορα Δεκίου (249-251). Είναι γνωστή η παράδοση: Πήρε στη ράχη του ένα παιδί γιά να το περάσει στην όχθη τού ποταμού, μα γονάτισε, τόσο βαρύ ήταν το φορτίο του: «Μην απορείς, τού λέει το παιδί, γιατί σηκώνεις αυτόν που σηκώνει τον κόσμο». Από το μεσαίωνα ως σήμερα ο άγιος Χριστόφορος θεωρείται προστάτης εναντίον της φωτιάς, τού νερού, των σεισμών, των δυστυχημάτων. Φτάνει να κοιτάξεις ξεκινώντας κάθε πρωί την εικόνα του ή τ’ αγαλμά του.] αυτό τους προστατεύει απο το θάνατο· ή ότι φτάνει να προσευχηθούν σε κάποια σκαλιγμένη αγιά Βαρβάρα [Η αγία Βαρβάρα, παρθένος και μάρτυς, αποκεφαλίστηκε για την πίστη στη Νικομήδεια γύρω στά 235. Δήμιος ήταν ο ίδιος ο πατέρας της, που πέθανε κεραυνωμένος μόλις τελείωσε το φριχτό έργο του. Γι’ αυτό η αγία Βαρβάρα έγινε προστάτις τού πυροβολικού, αφού αυτό είναι ο κεραυνός τού πολέμου.] με τα κατάλληλα λόγια, για να γυρίσουν σώοι κι άβλαβοι από τον πόλεμο· ή οτι φτάνει να πάνε ορισμένες μέρες στον άγιο Έρασμο [Ο άγιος Έρασμος, μαρτύρησε γύρω στα 305, επίσκοπος τού Φόρμιο της Ιταλίας, επί Μαξιμιανού.] με ορισμένα κεράκια κι ορισμένες προσευχούλες, για να κάνουν γρήγορα λεφτά. Όπως γι’ αυτούς υπάρχει και δεύτερος Ιππόλυτος, [Εκτός απ’ τον Ιππόλυτο, το γιό τού Θησέα, υπάρχει και άγιος Ιππόλυτος, επίσκοπος και μάρτυρας, που κατά τον Ευσέβιο, ζούσε στο πρώτο μισό τού Γ’ αιώνα. Λένε πως καταδικάστηκε να πεθάνει δεμένος απ’ τα πόδια σε δύο άλογα, όπως κι ο άλλος Ιππόλυτος, όταν ο έπαρχος της Ρώμης άκουσε πώς λεγόταν.] έτσι βρήκαν και στον αη Γιώργη έναν άλλο Ηρακλή. Λίγο ακόμα και θα λατρέψουν τ’ άλογό του, ευλαβικά σαμαρωμένο και στολισμένο· με μικρά πρόσφορα κερδίζουν την προστασία του άγιου κι όποιος ορκίζεται στη χαλκωματένια περικεφαλαία του, είναι σα να παίρνει όρκο βασιλικό.
Και τί να πεις για τους εγκληματίες που βαυκαλίζονται με απίθανα συχωροχάρτια, που λογαριάζουν με το ρολόι πόσον καιρό βαστά το Καθαρτήριο και σκαρώνουν μαθηματικό κι αλάθευτο πίνακα, τόσους αιώνες, τόσα χρόνια, τόσους μηνες, τόσες μέρες και τόσες στιγμές; Άλλοι στηρίζονται πάνω σε μαγικά κατεβατά και ξόρκια, κάποιου ευλαβικού απατεώνα, που τα σοφίστηκε για να φημιστεί ή για να πλουτίσει, και τα περιμένουν όλα: πλούτη, τιμές, απολαύσεις, αφθονία, υγεία πάντα γερή, μακροζωία, κοτσονάτα γερατειά και, τέλος, μια θέση πλάι στο Χριστό στον Παράδεισο! Και πάλι, αυτό το θέλουν όσο γίνεται πιο αργά, όταν οι απολαύσεις τούτης της ζωής, που απάνω τους γαντζώνονται με κάθε τρόπο, θα τους παρατήσουν και θά ‘χουν να βολευτούν με τις επουράνιες.
Πάρτε όποιο πραματευτή, στρατιώτη ή δικαστή. Από τόσες και τόσες κλεψιές κόβει καμιά δεκάρα και φαντάζεται πια, σαν την προσφέρει, πως αποπλένει μονομιάς το Λερναίο βάλτο της ζωής του· πως ξοφλά έτσι με συμβόλαιο τόσες επιορκίες, ακολα- σίες, μπεκρουλιάσματα, καυγάδες, φονικά, απάτες, απιστίες και προδοσίες, και ξοφλά μάλιστα τόσο τέλεια, που μπορεί τώρα να πιάσει φτού κι αποξαρχής καινούργιο κύκλο εγκλημάτων.
Υπάρχουν άραγε πιό τρελοί, μα τι λέω, υπάρχουν πιό ευτυχισμένοι απ’ εκείνους που λένε κάθε μέρα εφτά μικρά εδάφια από το Ψαλτήρι και περιμένουν πια τη μακαριότητα των εκλεχτών; Εφτά μαγικά εδάφια, που ένας διάβολος, πιότερο χαζός παρά πονηρός (αφού πιάστηκε στην ίδια του τη φάκα), έδειξε, λένε, χωρατεύοντας στον άγιο Βερνάρδο. [O διάβολος, μή θέλοντας να πει ποιά είναι τα εφτά εδάφια από το Ψαλτήρι, άκουσε τον άγιο Βερνάρδο να τού αποκρίνεται: «Δεν πειράζει, θα λέω κάθε μέρα όλο το Ψαλτήρι». Για να μη βοηθήσει την τόση ευλάβεια, ο διάβολος προτίμησε να φανερώσει τα εφτά εδάφια στον άγιο.] Και τέτοιες τρέλες, τόσο τρελές που κι εμένα με κάνουν και ντρέπομαι, τις παραδέχονται ωστόσο· όχι μόνο κοινοί άνθρωποι, μα και ιεροδιδάσκαλοι.
Άλλος άγιος ξέρει από λεχώνες
Όταν κάθε τόπος γυρεύει να εχει δικό του προστάτη άγιο, δε βαστάει κι αυτό από την ίδια τρέλα; Κάθε άγιος με την ειδικότητά του, με τη δική του λατρεία και με τις δικές του τελετές. Ο ένας γιατρεύει τον πονόδοντο, ο άλλος ξέρει από λεχώνες, τούτος ξαναβρίσκει χαμένα πράματα, εκείνος φανερώνεται και γλυτώνει τους ναυαγούς, άλλος προστατεύει τα κοπάδια, και τράβα κορδόνι, τελειωμό δεν έχουν! Μερικοί τους είναι με πολλές χάρες· ο νους μου πάει στη Θεοτόκο Παρθένο, που ο κοσμάκης της αποδίνει πιό πολλές σχεδόν απ’ όσες στο Γιό της.
Κανείς δεν ευχαριστεί που λευτερώθηκε από την τρέλα
[41] Ξέρετε τι ζητούν οι άνθρωποι απ’ αυτούς τούς άγιους; Τίποτα που να μην ενδιαφέρει την Τρέλα. Διαβάστε όλα αυτά τα τάματα, που σε μερικές εκκλησιές σκεπάζουν τους τοίχους ως το θόλο και πείτε μου: ζήτησε ποτέ κανένας να τον γιατρέψουν απ’ την τρέλα ή να του βάλουν κουκούτσι μυαλό; Ποιός γλύτωσε κολυμπώντας, ποιός λαβώθηκε στον πόλεμο και σώθηκε, ποιός τό ‘σκασε πάνω στη μάχη αφήνοντας τους συντρόφους του να την αποτελειώσουν και λέει για την τύχη του και την παλικαριά του. Ένας τον κρέμαγαν και με τη χάρη κάποιου άγιου, προστάτη των ληστών, έπεσε από τη φούρκα κι έτσι θα μπορεί να ξαλαφρώσει πάλι κάτι φουκαράδες πλούσιους που δεν ξέρουν τί να τα κάνουν τα λεφτά. Άλλος τό ‘σκασε τσακίζοντας την πόρτα της φυλακής του. Ποιός γιατρεύτηκε από θέρμες, προς μέγα κακοφανισμό του γιατρού του. Αυτός κατάπιε φαρμάκι και τό ᾽βγαλε από κάτω· το κόψιμο αντί να τον ξεκάνει τον έγιανε· μεγάλη σκασίλα για τη γυναίκα του, που πήγανε στο βρόντο κι οι κόποι και τα λεφτά της. Αυτουνού το κάρρο αναποδογύρισε, μα έφερε γερά στο σπίτι τ’ άλογά του. Ο άλλος βγήκε ζωντανός κάτω απ’ τα ερείπια. Αυτόν τον τσάκωσε στα πράσα ο σύζυγοs, μα κατάφερε και τό ‘σκασε. Έναν δε βρίσκεις να ευχαριστεί, επειδή λευτερώθηκε από κάποια τρέλα. Είναι πολύ γλυκό λοιπόν νά ‘σαι βλαμμένος, αφού οι άνθρωποι απ’ όλα παρακαλούν να φυλάγονται εκτός απ’ την Τρέλα.
Αλλά γιατί ανοίχτηκα σ’ αυτό το πέλαγο με τις προλήψεις; «Εκατό γλώσσες νά ‘χα, εκατό στόματα και φωνή σιδερένια, πάλι δεν έφταναν για ν’ αραδιάσω τα είδη όλα των τρελών κι όλα τα ονόματα της Τρέλας». [Στίχοι από την « Αινειάδα» τού Βιργιλίου (ΣΤ, 625-627).] Το βέβαιο είναι πως η καθημερινή ζωή των χριστιανών ξεχειλίζει από τέτοιες ανοησίες, που αδίσταχτα τις παραδέχονται και τις θρέφουν οι παπάδες, —ξέρουν τί βγάζουν από δαύτες. Πάνω σ’ αυτό, αν ένας μπελαλής σοφός σηκωνόταν και διαλαλούσε αύτες τις απλές αλήθειες: «Δε θά ‘χεις άσκημο τέλος αν έζησες καλά. Για να συχωρεθούν οι αμαρτίες σου, βάλε μαζί με τον όβολό σου και το μίσος για τα κρίματά σου· με δάκρυα, ολονυχτίες, προσευχές και νηστείες άλλαξε ολότελα τον τρόπο που ζείς. Ο άγιος που παρακαλάς θα σε βοηθήσει, αν η ζωή σου μοιάσει με τη δική του». Αν τις αλήθειες αυτές, λέω, κι άλλες παρόμοιες, τις έκραζε ο σοφός στ’ αυτιά τους, θα βλέπατε από τι ευτυχία θα στερούσε τις ψυχές των ανθρώπων και σε τι ταραχή θα τις έριχνε!
Στον ίδιο σύλλογο πρέπει να γράψουμε κι εκείνους τους αφελείς, που ζώντας κανονίζουν προσεχτικά τις λεπτομέρειες της κηδείας τους, τονίζουν πόσα κεριά, πόσα μαύρα πανωφόρια, πόσους ψαλτάδες και πόσες μοιρολογίστρες θέλουν, σα να μπορούσε να φτάσει ως αυτούς ο παραμικρός αντίλαλος από την τελετή, σα να μπορούσαν να κοκκινίζουν οι νεκροί, αν το κουφάρι τους δεν το θάψουν εν πομπή και παρατάξει. Σα νά ‘ταν τίποτα νεοεκλεγμένοι δήμαρχοι, που τρώγονται για να δώσουν αγώνες και γεύματα.
Γιατί να μιλάμε γιά τούτο ή τ᾽άλλο είδος;
[42] Βιάζομαι, αλλά πώς να μην αναφέρω αυτούς που τίποτα δεν τους ξεχωρίζει από τον τελευταίο μεροδούλη, κι ωστόσο καμαρώνουν, —θαύμα!— για κάποιο κούφιο αριστοκρατικό τίτλο τους; Ο ένας ανεβάζει το σόι του ως τον Αινεία, ο άλλος ως το Bρoύτο, ο τρίτος ως τον Ικάριο. [Ικάριος, Αθηναίος φίλος τού Βάκχου, διδάχτηκε απ’ αυτόν την αμπελοκαλλιέργεια. Σκοτώθηκε από μεθυσμένους βοσκούς. Η κόρη του Ηριγόνη, κρεμάστηκε από την απελπισία της. Ο Δίας τους έκανε, εκείνον αστερισμό τού Αρκτούρου κι εκείνη της Παρθένου.] Σου ξετρυπώνουν από παντού προτομές και πορτραίτα των προγόνων τους. Μετρούν προπάππους και τριπάππους, θυμίζουν τ’ αρχαία τους επίθετα, ενώ οι ίδιοι είναι και με το παραπάνω μουγκοί, σαν αγάλματα ή σαν τα πορτραίτα που αραδιάζουν. Με τη χάρη ωστόσο της γλυκειάς μας Φιλαυτίας, ζούν πανευτυχισμένοι. Και δεν απολείπουν άλλοι, άλλο τόσο τρελοί, που βλέπουν σα θεούς αυτά τα χτήνη.
Αλλά τί να μιλάμε για τούτο ή για κείνο το είδος; Σάματις να μην είχε η Φιλαυτία χίλια μυστικά για να κάνει ευτυχισμένους ανθρώπους οπουδήποτε! Τούτος, πιο άσκημος κι από μαϊμού, θαρρεί πως είναι ωραίος σαν τον Νιρέα, ο άλλος περνά τον εαυτό του για Ευκλείδη, επειδή κατάφερε να τραβήξει τρείς γραμμές με το διαβήτη· νά κι ένας που νομίζει πως τραγουδά σαν τον Ερμογένη: είναι σαν το γάιδαρο μπρος στη λύρα και τόσο παράφωνος, όσο κι ο πετεινός όταν πηδά την κότα του.
Πάλι, ένα ευχάριστο είδος τρέλας είναι εκείνων που φουσκώνουν για την αξιοσύνη των δούλων τους, σα νά ‘τανε δική τους. Τέτοιος ήταν ο τρισευτυχισμένος παραλής που αναφέρει ο Σενέκας: άμα ήθελε να διηγηθεί καμιά ιστοριούλα, έπρεπε νά ‘χει κάτω απ’ το χέρι δούλους για να του σφυρίζουν τα λόγια· μ’ όλο που ήταν πετσί και κόκκαλο και χωρίς σταλιά πνοή, δε θα δίσταζε ν’ αναμετρηθεί με κάποιον στις γροθιές, όντας σίγουρος πως σπίτι του έχει κάμποσους εύρωστους σκλάβους.
Τι χρειάζεται τώρα να μιλήσουμε για τους επαγγελματίες καλλιτέχνες; Ο καθένας τους έχει κι από δική του φιλαυτία, και πιο εύκολα μπορεί να σού χαρίσει το πατρικό του χωράφι παρά να υποχωρήσει στο ζήτημα του ταλέντου του. Αυτό ισχύει προπαντός για τους ηθοποιούς, τους τραγουδιστές, τους ρήτορες και τους ποιητές. Όσο πιό λίγη είναι η αξία τους, τόσο πιό πολύ το θράσος κι οι αξιώσεις τους ν’ αυτοθαυμάζονται, να κορδώνονται και να φουσκώνουν. Κι όλοι τους έχουν πελατεία, γιατί είναι πάντα οι πιο ανίκανοι που βρίσκουν τους πιό πολλούς θαυμαστές. Ο χειρότερος αρέσει αναγκαστικά στους πιό πολλούς, αφού η πλειοψηφία των ανθρώπων, όπως είδαμε, είναι υποταγμένη στην Τρέλα. Αν είναι αλήθεια πως όσο πιό σκάρτος είσαι, τόσο πιο ευχαριστημένος νιώθεις με τον εαυτό σου και σε περιτριγυρίζουν οι θαυμαστές, γιατί να προτιμήσεις την πραγματική μόρφωση, που κοστίζει πρωτ’ απ’ όλα πολλά λεφτά, κι ύστερα σε κάνει βαρετό και άτολμο και το κάτω – κάτω τη στιμάρουν τόσο λίγοι;
Οι Εγγλέζοι λεν γιά την ομορφιά τους οι Γάλλοι γιά τούς ευγενικούς τρόπους τους
[43] Μα η Φύση δε φτιάνει μόνο κάθε άνθρωπο με τη φιλαυτία του, δηλαδή με τον εγωισμό του, προικίζει και κάθε έθνος και σχεδόν κάθε πόλη μ’ ένα συλλογικό εγωισμό. Έτσι, οι Εγγλέζοι, πλάι σ’ άλλα χαρίσματα, έχουν να λεν πως είναι όμορφοι, πως ξέρουν από μουσική κι είναι καλοφαγάδες· οι Σκωτσέζοι έχουν για καύχημα το σόι, κάποιο τίτλο συγγένειας με το βασιλιά και πως συζητούν επιδέξια· οι Γάλλοι φυλάγουν για τον εαυτό τους τούς ευγενικούς τρόπους· οι Παρισινοί έχουν σχεδόν το μονοπώλιο της θεολογίας· [Η Σορβόννη, φρούριο τού σκοταδισμού, την εποχή που έγραφε ο Έρασμος.] οι Ιταλοί της λογοτεχνίας και της ρητορικής· αποτέλεσμα: κάθε λαός κολακεύεται πως αυτός μόνος στον κόσμο δεν είναι βάρβαρος.
Σ᾽αυτού τού είδους την ευτυχία, οι Ρωμαίοι έχουν τα πρωτεία, τους γοητεύει ακόμα τ᾽ όνειρο της αρχαίας Ρώμης. Οι Βενετσιάνοι είναι ευτυχισμένοι που έχουν τα μεγάλα τζάκια τους μη στάξει και μη βρέξει. Οι Έλληνες, σαν πατέρες των τεχνών, παίρνουν απάνω τους τη δόξα των αρχαίων ηρώων. Οι Τούρκοι, κι όλος αυτός ο συρφετός οι βάρβαροι, φτάνουν να υποστηρίξουν πως η θρησκεία τους είναι η πιό καλή και τους Χριστιανούς τους κοροϊδεύουν για προληπτικούς. Ακόμα πιό χαριτωμένοι είναι οι Εβραίοι που περιμένουν ακλόνητοι το Μεσσία τους και πεισματικά πιστεύουν, ακόμα και σήμερα, στο Μωυσή τους. Οι Σπανιόλοι δεν αφήνουν κανένα να τους ξεπεράσει σε πολεμικη δόξα. Οι Γερμανοί περηφανεύονται για το ψηλό μπόι τους και γιά όσα ξέρουν από μαγείες.
Συγκινητικά τα δυό μουλάρια, που το ένα ξύνει τ᾽ άλλο
[44] Ας μην πάμε πιο πέρα· βλέπετε, νομίζω, πόσες ικανοποιήσεις δίνει η φιλαυτία σ’ όλους και στον καθένα χωριστά. Η κολακεία της μοιάζει σαν αδερφή και με το δίκιο της! Φιλαυτία είναι όταν χαδεύεις τον εαυτό σου. Όταν το χάδι αυτό το κάνεις σε άλλον, τότε έχουμε την Κολακεία. Ωστόσο σήμερα, η κολακεία θεωρείται εξευτελιστική, τουλάχιστο από τους ανθρώπους που συγκινούνται πιότερο με τα λόγια παρά με τα ίδια τα πράγματα. Αυτοί πιστεύουν πως η ειλικρίνεια δεν ταιριάζει με την κολακεία, μα κάνουν λάθος· τόσα και τόσα παραδείγματα —με τα ζώα λόγου χάρη— αποδείχνουν το αντίθετο. Βρίσκεται πιό κόλακας από το σκύλο, άλλα και πιό πιστός; Βρίσκεται πιό χαδιάρα από τη βερβερίτσα, μα και πιο φίλη του ανθρώπου; Μπας και θέτε να πείτε πως τ’ αγριεμένα λιοντάρια, οι αιματόχαροι τίγρηδες, γιά οι χολιασμένοι λεόπαρδοι είναι πιό χρήσιμοι στη ζωή των ανθρώπων;
Παραδέχομαι πως είναι και μιά κολακεία, ολέθρια σίγουρα, που μεταχειρίζονται οι περιγελαστές και ύπουλοι για να χαντακώνουν τα θύματά τους. Μα η δική μου κολακεία βγαίνει από καρδιά γεμάτη καλοσύνη κι ειλικρίνεια· γειτονεύει περισσότερο με την αρετή, παρά το αντίθετό της, η βρισιά, ή εκείνη η στρυφνή κι άχαρη διάθεση, που λέει ο Οράτιος. Στυλώνει τις μαραμένες ψυχές, παρηγορεί τους λυπημένους, σπιρουνίζει τους αργοκίνητους, ξυπνά τους νυσταγμένους, ξαλαφρώνει τους άρρωστους, μαλακώνει τους μανιασμένους, μονοιάζει τα ζευγαράκια και τα βαστά ταιριαγμένα. Καταφέρνει τα παιδιά ν’ αγαπούν τη μελέτη, ξεκατσουφιάζει τους γέρους, κάνοντας τάχα πως παινεύει τους ηγεμόνες, τους ορμηνεύει και τους ανοίγει τα μάτια, δίχως να τους πληγώσει. Κοντολογής, κάνει τους ανθρώπους πιό ευχάριστους στους άλλους και πιο ευχαριστημένους με τον εαυτό τους κι αυτό είναι, βέβαια, το απόσταγμα της ευτυχίας. Είδατε τίποτα πιο συγκινητικό, από δυό μουλάρια, το ένα να ξύνει τ’ άλλο; Κι ας το πω: η κολακεία εχει μεγάλο μερδικό στην περιλάλητη Ευφράδεια κι ακόμα πιό πολύ στην Ιατρική, και σε υπέρτατο βαθμό στην Ποίηση. Είναι το μέλι και τ’ αλατοπίπερο σ’ όλες τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους.
Αν είναι κανένας άγιος λιγάκι παραμυθένιος! …
[45] Μα είναι συμφορά να σε γελούν, θα μου πείτε. Ναί, μα είναι χειρότερη όταν δε γελιέσαι. Κάνεις τεράστιο λάθος να τοποθετείς την ευτυχία στην πραγματικότητα. Η ευτυχία κρίνεται από τη γνώμη που εμείς σχηματίζουμε για τα πράγματα. Κι αυτά είναι τόσο σκοτεινά και τόσο πολύπλοκα, που είναι αδύνατο να μάθεις κάτι με σιγουριά, όπως σωστά το είπαν οι Ακαδημαϊκοί μου, «οι λιγότερο φαντασμένοι από τους φιλοσόφους». Ή, αν καταφέρεις να μάθεις κάτι, αυτό γίνεται συχνά σε βάρος της ευτυχίας σου.
Το μυαλό του ανθρώπου είναι έτσι φτιαγμένο που καλύτερα πιάνεται με το ψέμα παρά με την αλήθεια. Θέτε να κάνετε μια δοκιμή; Πηγαίνετε στην εκκλησία όταν έχει κήρυγμα: αν γίνεται λόγος για σοβαρά πράματα, όλος ο κόσμος κοιμάται, χασμουριέται, βαριέται. Μόλις ο κράχτης (συγνώμη, ο κήρυκας θέλω να πω) αρχίσει καμιά ιστορία για γυναικούλες, όπως συχνά το κάνουν, όλοι ξυπνούν και στέκονται μ’ ανοιχτό στόμα. Το ίδιο, αν είναι κανένας άγιος λιγάκι παραμυθένιος και ποιητικός —σα να πούμε ο αη Γιώργης, ο άγιος Χριστόφορος, για η αγιά Βαρβάρα— θα δείτε πόσο πιο ευλαβικά τον προσκυνάνε από τον άγιο Πέτρο, τον άγιο Παύλο ή ακόμα και το Χριστό. Αλλά δεν είναι τόπος εδώ να πιάνουμε στο στόμα μας αυτά τα πράγματα. Τέλος πάντων, να ένας τρόπος για να ευτυχήσεις, που δεν κοστίζει κι ακριβά!
Χορταίναν τα μάτια της με τα χρωματιστά γυαλικά
Βέβαια, τα πράματα συχνά αποχτιούνται με μεγάλο κόπο, ακόμα και το παραμικρό, όπως η γραμματική. Αλλά την ιδέα για τα πράματα την αρπάζεις στο πι και φι· είναι αρκετό αυτό, σού φτάνει και με το παραπάνω για να είσαι ευτυχισμένος. Ένας άνθρωπος, λόγου χάρη, θρέφεται με σαπισμένα παστά, που κάποιος άλλος δε θ’ άντεχε μήτε τη μυρωδιά τους· αφού τα βρίσκει νόστιμα σαν αμβροσία, τί την πειράζει, σας παρακαλώ, την ευχαρίστησή του; Και τ’ ανάποδο, αν η μουρούνα σού φέρνει αναγούλα, θα της έβρισκες καμιά ευχαρίστηση;
Να ένας άλλος που έχει άσκημη γυναίκα σαν τον εξαποδώ· εκείνος όμως τη θαρρεί πως βάζει κάτω ακόμα και την Αφροδίτη· ε, δεν είναι λοιπόν, για εκείνον, σα να ήταν πραγματικά όμορφη; Ο ερασιτέχνης που κοιτάει και θαυμάζει ένα πίνακα όλο πασαλειμμένο μίνιο και ζαφορά, παίρνοντάς τον για έργο του Απελλἠ ή του Ζεύξη, μήπως δεν είναι πιο ευτυχισμένος από τον πλούσιο που θ᾽ αγόραζε πολύ ακριβά ένα γνήσιο έργο τους και θά ‘βρισκε ίσως λιγότερη ευχαρίστηση να το κοιτάζει; Γνώρισα κάποιο συνονόματό μου που χάρισε στη νεαρή συμβία του κάτι ψεύτικα πετράδια και την έκανε να πιστέψει —είχε γλώσσα πραματευτή— όχι μόνο πως ήταν αληθινά και φυσικά, αλλά και σπάνια και κόστιζαν του κόσμου τα λεφτά. Πείτε μου να χαρείτε, τί την έβλαφτε την κοπέλα; Το ίδιο ευχαριστιόταν να χορταίνουν τα μάτια της κι η ψυχή της μ’ αυτά τα χρωματιστά γυαλικά· φύλαγε προσεχτικά τούτα τα ψευτοπράματα σα νά ‘ταν κανένας αμύθητος θησαυρός. Στο μεταξύ, ο άvτρας γλύτωνε τα έξοδα κι εκμεταλλευόταν την πλάνη της γυναίκας του, που του χρωστούσε τόση ευγνωμοσύνη, όση αν της είχε κάνει δώρο ηγεμονικό.
Βρίσκετε να υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα σ’ εκείνους, που κλεισμένοι στην περίφημη σπηλιά του Πλάτωνα, κοιτάζουν τις σκιές και τις εικόνες των πραγμάτων και δεν ποθούν τίποτα παραπάνω, μήτε είναι λιγότερο ευχαριστημένοι και στο σοφό, που βγήκε απ’ τη σπηλιά και βλέπει τα πράγματα όπως είναι στ’ αλήθεια; Αν ο Λουκιανός άφηνε το Μύκιλλo να συνεχίσει το χρυσό του όνειρο, όπου έβλεπε τον εαυτό του ατέλειωτα πλούσιο, δε θα έμενε πια κι άλλη ευτυχία να ζητήσει. Δεν υπάρχει λοιπόν διαφορά· ή, αν υπάρχει καμιά, πάλι πρέπει να προτιμήσουμε τη μοίρα των τρελών. Πρώτ’ απ’ όλα η ευτυχία τους στοιχίζει λίγα, έτσι μόνο και τους πείσεις κι ύστερα, μπορούν και την ευχαριστιούνται πολλοί μαζί.
[46] Ξέρουμε πως χωρίς συντροφιά τίποτα δεν εχει γούστο. Θέλω να πω πως οι σοφοί είναι πάρα πολύ λίγοι, μπορεί και να μη βρίσκεται κανένας πιά. Μέσα σε τόσους αιώνες οι Έλληνες είχαν όλους κι όλους εφτά· κι αν το καλοεξετάσεις, βάζω στοίχημα πως δε δα τους βρείς μήτε το μισό, τί λέω, μήτε το τρίτο ενός γνωστικού ανθρώπου.
Μόλις χωνέψεις τον κράσο σου
Από τόσα καλά που χρωστάμε στο Βάκχο, το πρωτο είναι ότι διώχνει τις έγνοιες, αν και για λίγο, αφού ξανάρχονται, τρεχάλα όπως λένε, μόλις χωνέψεις τον κράσο σου. Πόσο πιο γεμάτη, πιο παντοτινή είναι ή χάρη μου! Μέσα σε τι άσωστο μεθύσι βυθίζω την ψυχή, πώς τη χορταίνω χαρές, γλύκες κι εκστάσεις δίχως να της κοστίσει τίποτα! Και δεν αρνιέμαι σε κανένα τα καλά μου, όχι σαν τις άλλες θεότητες, που διαλέγουν έναν – ένα ποιον θα εννοήσουν. Δε βγάζουν όλοι οι τόποι εκείνο το γενναίο και γλυκόπιοτο κρασί, που για να διώξει τους καημούς χύνεται συντροφιά με τη χρυσή ελπίδα. Λίγοι άνθρωποι έχουν το χάρισμα της ομορφιάς, δώρo της Αφροδίτης, κι ακόμα λιγότεροι της ευφράδειας, δώρο του Ερμή. Τα πλούτη ο Ηρακλής τα δίνει με το σταγονόμετρο. Ο Δίας του Ομήρου δε δίνει την εξουσία σ’ όποιον λάχει. Συχνά ο Άρης δεν ευνοεί κανένα απ’ τους αντίπαλους. Πολλοί φεύγουν απογοητευμένοι απ’ το μαντείο του Απόλλωνα. Συχνά ο γιός του Κρόνου σέρνει τ’ αστροπελέκι του κι ο Φοίβος κάπου – κάπου στέλνει με τις σαΐτες του τη λοιμική. Ο ΙΙοσειδών πιό πολλούς πνίγει παρά όσους γλυτώνει. Κι άσε πια Δαιμόνους, Πλούτωνες , Άτες, Θεομηνίες, Θέρμες και τα παρόμοια: δεν είναι πια θεοί αυτοί, είναι μπόγηδες!
Εγώ μονάχα, η Τρέλα, μοιράζω σ’ όλους τους ανθρώπους δίχως διάκριση μιά τόσο πρόθυμη ευεργεσία.
Ν᾽ανάψουν κερί στη Θεοτόκο Παρθένο!
[47] Εγώ δεν περιμένω τάματα, δε θυμώνω, δεν απαιτώ πρόσφορα για συχώριο, αν παραλείψουν κάποιο τυπικό στη λατρεία μου. Δεν ταράζω γη και ουρανό, αν καλέσουν σε τραπέζι τους άλλους θεούς κι εμένα μ’ αφήσουν σπίτι ή δε με φωνάξουν να μυρίσω την τσίκνα των σφαχταριών. Οι άλλοι θεοί, για τέτοια πράματα, είναι τόσο μυγιάγγιχτοι που βρίσκεσαι πιό καλά κι έχεις πιο ήσυχο το κεφάλι σου, αν τους παραμελείς παρα να τους λατρεύεις. Έτσι και πολλοί άνθρωποι, είναι τόσο ζόρικοι κι αράθυμοι, που θά ‘ταν προτιμότερο να μην έχεις κανένα πάρε – δώσε μαζί τους παρά να τους σχετίζεσαι.
Αλλά κανείς, μου λένε, δεν κάνει θυσίες στην Τρέλα, κανείς δεν της χτίζει ναό. Σωστά· και τούτη η αχαριστία, σας το είπα, πολύ με κάνει κι απορώ. Μα κι αυτό το παίρνω απ’ την καλή του, γιατι είμαι βολική. Κι έπειτα, δεν τα θέλω αυτά, τί μου χρειάζονται; Τί θα μου κάνουν δυο κόμποι λιβάνι, λιγουλάκι αλεύρι, ένας τράγος, μιά σκρόφα, όταν σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, όπου βρίσκονται άvθρωποι, μου προσφέρουν μια λατρεία που κι αυτοί ακόμα οι θεολόγοι την κρίνουν άριστη; Έπρεπε μήπως να ζηλέψω την Άρτεμη επειδή της κάνουν θυσίες μ’ ανθρώπινο αίμα; [Στην Ταυρίδα, θυσίαζαν στην Άρτεμη όλους τους ξένους που ναυαγούσαν στα παράλια (Ηρόδοτος, Δ, 103). ] Εγώ νομίζω πως παντού και όλοι εμένα με λατρεύουν ευλαβικά, αφού μ’ έχουνε μέσα στην καρδιά τους, εμένα δείχνουν τα φερσίματά τους, κι η ζωή τους με κατρεφτίζει φτυστή κι απαράλλαχτη. Σίγουρα, τέτοιος τρόπος λατρείας δεν είναι και τόσο συχνός, μήτε ανάμεσα στους χριστιανούς
Κι αν έρχονται, ντάλα μεσημέρι, ν’ ανάψουν κερί στη Θεοτόκο Παρθένο! ΙΙολύ που της χρειάζεται! Αλλά πόσοι πασχίζουν να μιμηθουν τις αρετές της, την αγνότητα, τη σεμνότητα, την αγάπη της για τα θεία; Κι όμως αυτού βρίσκεται η αληθινά λατρεία, που προτιμούν όσοι βρίσκονται στον ουρανό.
Ο κόσμος ολάκερος είναι ναός μου
Κι ύστερα τί τον θέλω το ναό; Ο κόσμος ολάκερος είναι ναός μου και πολύ όμορφος μάλιστα, πώς είπατε; Παντού όπου βρίσκονται άvθρωποι, εκεί έχω και πιστούς. Και δεν είμαι δα τόσο τρελή να γυρεύω φιγούρες σκαλιστές ή μπογιατισμένες, που θά ‘ταν άχρηστες στη λατρεία μου. Μόνο χαζοί κι αμόρφωτοι λατρεύουν τις ζουγραφιές αντί τους ίδιους τους θεούς. Και γιατί να την πάθω σαν τόσους και τόσους αφέντες, που εξωπετάχτηκαν απ’ εκείνους που είχαν βάλει στο πόδι τους; Εγώ λογαριάζω πως μου έστησαν τόσα άγάλματα όσοι είναι και οι άvθρωποι, αφού, θένε δε θένε, την εικόνα μου ολοζώντανη δείχνουν τα πρόσωπά τους. Δεν έχω λοιπόν λόγο να ζηλεύω τους άλλους θεούς, επειδή έχει ο καθένας το χωραφάκι του, όπου λατρεύεται την τάδε και την τάδε μέρα, ο Απόλλωνας στη Ρόδο, η Αφροδίτη στην Κύπρο, η Ήρα στο ‘Άργος, η Αθηνά στην Αθήνα, ο Δίας στην Ολυμπία, ο Ποσειδώνας στον Τάραντα, ο Πρίαπος στη Λάμψακο. Σε μένα μόνο προσφέρουν οι άνθρωποι παντού στον κόσμο θύματα συνέχεια, κι απ’ τα πιό ακριβά.
Κάθονται στην πιό ψηλή κορφή τ᾽ ουρανού
[48] Σας φαίνεται πως τα λέω με θράσος και δεν τα ψιλολογώ; Μα κοιτάξτε από κοντά πώς ζούν οι άνθρωποι: Θα δείτε ολοκάθαρα τί μού χρωστούν και πόσο με στιμάρουν μεγάλοι και μικροί. Ας μην πάρουμε γραμμή τα φερσίματα ολονών, δεν έχουν τέλος! Με λίγα χτυπητά παραδείγματα, εύκολα θα μπορέσουμε να ζυγίσουμε και τους ρέστους.
Χρειάζεται να πούμε για το χοντρο λαό, για την πλεμπάγια, που χωρίς συζήτηση είναι όλοι ανεξαίρετα δικοί μου; Επειδή, τόσες μορφές τρέλας περισσεύουν στον κόσμο και τόσες καινούργιες σκαρώνονται κάθε μέρα, που χίλιοι Δημόκριτοι δε θα πρόφταιναν να γελάσουν με δαύτες και πάλι θα χρειαζόταν ένας άλλος Δημόκριτος απο πάνω τους. Είναι απίστευτο πόσο χαίρονται, διασκεδάζουν και ξεκαρδίζονται ολοχρονίς οι αθάνατοι με τους κακόμοιρους ανθρώπους. Το πρωί, που δεν είναι πιωμένοι, το περνούν ακούοντας τα παράπονα και περιμένοντας τις προσευχές. Ύστερα, μόλις τσούξουν το νέκταρ και γίνουν τάπα, το ρίχνουν στο τσακίρ κέφι και πού μυαλό για σοβαρή δουλειά. Πάνε και κάθονται όλοι μαζί στην πιό ψηλή κορφή τ᾽ουρανού κι από ᾽κεί σκύβοντας βλέπουν τα καμώματα των ανθρώπων. Δε βρίσκεται στον κόσμο θέαμα που να το γλεντούν περισσότερο. Θεούλη μου, τι θέαμα είναι τούτο! Τι ποικιλία από τρελούς και τι βαβυλωνία! Καμιά φορά πάω κι εγώ και τους βλέπω, καθισμένη στην κερκίδα με τούς θεούς της ποίησης.
Θα νομίζατε σύννεφο μύγες και σκνίπες
Να ένας άντρας που ψοφά για μια τοσηδά γυναικούλα κι όσο λιγότερο τον αγαπάει αυτή, τόσο το πάθος του κορώνει. Ο άλλος παντρεύεται όχι γυναίκα, μα προίκα. Τούτος κάνει το ρουφιάνο στη γυναίκα του, ο άλλος ζηλεύει τη δική του και την προσέχει όλος μάτια σαν τον Άργο. Ένας εδώ τά ᾽βαψε μαύρα, πωπώ! τί τρέλες λέει και κάνει, ως και θεατρίναυς νοίκιασε να μοιρολογούν, παίζοντας την κωμωδία του χαρακαμένου. Άλλος εκεί κλαίει πάνω απ’ τον τάφο τής πεθεράς του! Αυτός μαζεύει όσα μπορεί για να τα ρίξει στην κοιλάθρα του, κι ας πεθάνει αύριο της πείνας. Εκείνος θαρρεί πως δε βρίσκεται πιο μεγάλη ευτυχία από τον ύπνο και την τεμπελιά. Μερικοί τσακίζονται συνέχεια για τις δουλειές του γείτονα και δε σκοτίζονται για τις δικές τους. Νά ενας που ζει με θαλασσοδάνεια και θαρρεί πως είναι πλούσιος, ενώ πάει τρέχοντας για τον γκρεμό. Άλλος το νομίζει ευτύχημα να ζει φτωχικά, για να κάνει πλούσιο τον κληρονόμο του. Τούτος για μιά σταλιά κι όχι σίγουρο κέρδος αλωνίζει τις θάλασσες κιντυνεύοντας στους αγέρηδες και στα κύματα τη ζωή του, που κανένας θησαυρός δε θα μπορέσει να του την ξαναδώσει. Ο άλλος προτιμά να γυρέψει την τύχη του στον πόλεμο, παρά να ζήσει στο σπιτάκι του ήσυχος κι ασφαλισμένος. Είναι μερικοί που κάνουν κόρτε σε γέρους δίχως παιδιά, με τη σκέψη πως έτσι θα πλουτίσουν πιό εύκολα και δε λείπουν, φυσικά, εκείνοι που για τον ίδιο σκοπο κάνουν τον αγαπητικό σε πλούσιες γριές. Όλοι αυτοί ετοιμάζουν για τους αθάνατους θεατές την πιο διασκεδαστική παράσταση, τη μέρα που οι απατεώνες θα την πάθουν από τα κορόιδά τους.
Απ’ όλες τις φάρες, η πιό τρελή και τιποτένια είναι των εμπόρων, αφού κάνουν ένα πολύ πρόστυχο επάγγελμα και με τα πιό άτιμα μέσα. Γιατί πουλούν ψευτιές με το καντάρι, πατούν τον όρκο τους, κλέβουν, κάνουν κοντραμπάντο, πασάρουν το ψεύτικο γι αληθινό κι ύστερα θέλουν να περνούν και για σπουδαία πρόσωπα, επειδή τα χέρια τους είναι φορτωμένα χρυσά δαχτυλίδια. Κι όμως έχουν τους κόλακές τους, κάτι καλογεράκια που τους θαυμάζουν και δημόσια τους καλούν με τον τίτλο «αξιότιμοι», περιμένοντας ίσως κάποιο μερδικό από τα κλεψιμαίικα.
Αλλού, βλέπετε κάτι Πυθαγορικούς, τόσο σίγουρους για τη θεωρία «το δικό σου δικό μου», που με καθαρή καρδιά βουτούνε ό,τι αφύλαχτο περνάει απ’ τα χέρια τους, σα νά ‘ταν κληρονομικό τους. Είναι μερικοί, πλούσιοι μόνο από ελπίδες· τα ευχάριστα όνειρα που κάνουν μόνοι τους, θαρρούν πως φτάνουν για την ευτυχία τους. Πολλοί ευχαριστιούνται να φαίνονται παραλήδες στον κόσμο και σπίτι τους πεθαίνουν συστηματικά της πείνας. Τούτος βιάζεται να σπαταλήσει όσα έχει, ο άλλος θησαυρίζει αδίσταχτα και στοιβάζει. Ο ένας τρελαίνεται για πόστα και λαχανιάζει ψαρεύοντας ψήφους, ο άλλος καρφί δεν τού καίγεται και χουζουρεύει στη γωνίτσα του πλάι στο τζάκι. Κάμποσοι βάζουν μπρος δίκες ατέλειωτες και απ’ εδώ κι απ’ εκεί, ο καθένας το κατά δύναμη, συνερίζονται με πείσμα, ποιός θα πλουτίσει δικαστή που δίνει πρόθυμα τις αναβολές και συνένοχό του δικηγόρο, με τις στρεψοδικίες του. Ένας παθιάζεται για νεωτερισμούς, άλλος κάνει μεγάλα σχέδια. Νά κι ένας που για να πάει στα Γεροσόλημα, στη Ρώμη ή στον άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλας, όπου καμιά δουλειά δεν έχει, παράτησε σπίτι, γυναίκα και παιδιά.
Κοντολογής, αν μπορούσατε να κοιτάξετε από το Φεγγάρι, όπως άλλοτε ο Μένιππος, [Λουκιανού: «Ικαρομένιππος».] την αμέτρητη σύγχυση των ανθρώπων, θα νομίζατε πως βλέπετε σύννεφο μύγες και σκνίπες, να τσακώνονται, να κάνουν μεταξύ τους πόλεμο, να στήνουν παγίδες, να κλέβουν, να παίζουν, να τσιλιπουρδίζουν, να γεννοβολούν, να πέφτουν και να πεθαίνουν. Και θα σας φαινόταν απίστευτο, πόσες ταραχές, πόσες τραγωδίες ξεσηκώνει ένα τοσοδούτσικο ζωύφιο, που προορίζεται σε λίγο να χαθεί. Γιατί συχνά κάποια μπόρα, πόλεμος ή θανατικό, ξεπαστρεύει μια και καλή χιλιάδες και χιλιάδες!
Τα σχολειά τους;
Θα᾽πρεπε να πω τα σωφρονιστήριά τους
[49] Αλλά θά ‘μουν κι εγώ τρελή για δέσιμο και θ’ άξιζα τ’ απανωτά χάχανα τού Δημόκριτου, αν συνέχιζα να μετρώ τις ποικιλίες της τρέλας και των παραλογισμών τού όχλου. Έρχομαι σ’ εκείνους, που ανάμεσα στους θνητούς ποζάρουν για σοφοί κι ορέγονται, όπως λένε, το χρυσό κλαδί. Στην πρώτη σειρά έρχονται οι γραμματικοί, αλλόκοτη φάρα, που θά ‘ταν η πιό κακορίζικη, άθλια και καταραμένη απ’ τους θεούς, αν εγώ από λύπη δε μαλάκωνα τη δυστυχία του άχαρου επαγγέλματός τους με μιαν ήμερη παλάβρα.
Αυτοί δεν είναι μόνο πέντε φορές αφορεσμένοι, δεν τους κυνηγούνε δηλαδή πέντε φοβερές κατάρες, όπως λέει ένα ελληνικό επίγραμμα, [Το επίγραμμα είναι τού Παλλαδά (Αλεξανδρινός ποιητής, 390- 420 μ.χ.) στην Παλατινή Ανθολογία (Α, θ, 175): Αρχή γραμματικής πεντάστιχός έστι κατάρα (όταν τη διδάσκονταν μέσα απο την «Ιλιάδα»). Ο πρώτος στίχος, λέει το επίγραμμα, μιλάει για θυμό, ο δεύτερος για όλεθρο κι από πάνω για πολλά βάσανα των Δαναών, ο τρίτος κατεβάζει τις ψυχές στον Άδη, ο τέταρτος για ψοφίμια και σκυλιά, ο πέμπτος για κοράκια και για την οργή τού Δία. Πώς λοιπόν, με πέντε κατάρες μέσα σε πέντε στίχους, να μην πάθει κανείς συμφορές; ] είναι χίλιες οι κατάρες που τους βαραίνουν. Τους βλέπεις πάντα πειναλέους και σιχαμερούς στα σκολειά τους … Τι σκολειά. Θά ‘πρεπε να πω τα φροντιστήριά τους ή καλύτερα τις σωφρονιστικες φυλακές, τις αίθουσες με τα βασανιστήρια. Γερνoύν τριγυρισμένοι από κοπάδι τα σκολιαρόπαιδα, ξεθεωμένοι στη δουλειά, ξεκουφαμένοι από τις φωνές, πνιγμένοι από τη μπόχα και τη βρώμα κι όμως, χάρη σε μένα, έχουν ένα ξεγέλασμα: θαρρούν πως είναι οι πρώτοι ανάμεσα στους ανθρώπους. Εχ, και πως ευχαριστιούνται όταν με άγριες ματιές και τρομαχτική φωνή κάνουν την τάξη και τρέμει, όταν με το χάρακα, το ραβδί και το κουρμπάτσι σακατεύουν τα κακόμοιρα τα παιδιά, όταν φουρκίζονται, σαν εκείνο το γάιδαρο στην Κούμη, [Βλ. Αiσώπειοι Μύθοι: Ο γάϊδαρος που έκανε το λιοντάρι.] και δε ρωτούν πια ποιόν βαρoύν και πού τον βρίσκουν! Κι όμως, η βρωμιά εκείνη τους φαίνεται το άκρον άωτο του καλού γούστου, η μπόχα τής ανθός τής μαντζουράνας κι η φριχτή σκλαβιά τους βασιλεία, έτσι που δε θ’ αλλάζανε την τυραννία τους με το θρόνο του Φάλαρι ή του Διονύσιου. [Διονύσιος. Δυό τύραννοι στις Συρακούσες. Ο πατέρας (405-367 π.Χ) προστάτευσε την τέχνη και τα γράμματα. Ο γιός του πήρε την αρχή όταν ήταν 25 χρονών. Διώχτηκε από το λαό, πήγε στην Κόρινθο κι εκεί έκανε το δάσκαλο.]
Τ᾽όνομα τής μάνας τού Αγχίση!
Αλλά εκείνο που τους κάνει ακόμα πιό ευτυχισμένους είναι όταν νομίζουν πως βρήκαν κι άλλη απόδειξη της σοφίας τους. Ενώ παραγεμίζουν τα μυαλά των παιδιών με του κόσμου τις σαχλαμάρες, πιστεύουν, θεούλη μου!, πως ο Παλαίμωνας κι ο Δονάτος [Παλαίμων και Δονάτος, διάσημοι Λατίνοι γραμματικοί. Ο πρώτος έζησε στα χρόνια τού Τιβέριου και τού Κλαύδιου. Ο δεύτερος έζησε τον Δ´ μΧ αιώνα και είχε μαθητή του τον άγιο Ιερώνυμο.] δεν πιάνουν χαρτωσιά πλάι τους. Και δεν ξέρω, μά την αλήθεια, με ποιά μαγικά καταφέρνουν μάνες χαζές κι ηλίθιους μπαμπάδες να τους παραδέχονται γι’ αυτό που παρασταίνουν πως είναι.
Να όμως κι άλλη τους απόλαυση: κάθε φορά που ένας τους πετύχει ν’ ανακαλύψει σε τίποτα σκουληκοφαγωμένες περγαμηνές τ’ όνομα της μάνας τού Αγχίση [Ο Αγχίσης τής Τροίας έκανε τον Αινεία με την Αφροδίτη, που τον ερωτεύθηκε για την ομορφιά του, αλλά δε φύλαξε το μυστικό κι ο Δίας τον τύφλωσε. Όταν έπεσε η Τροία, ο γιός φορτώθηκε τον πατέρα του στην πλάτη και φύγανε για την Ιταλία, αλλά ο γέρος πέθανε κάπου στο δρόμο. ]ή καμιά θεοσκοτωμένη λέξη άγνωστη στον κοσμάκη, όπως bubsequa, bovinator, manticulator, ή ξεθάψει κάπου ένα κομμάτι αρχαίο μάρμαρο με φθαρμένα γράμματα, ω Δία! τι ντελίριο! τι θρίαμβος! τι εγκώμια! σα να νικήσανε την Αφρική ἠ να κυρίεψαν τη Βαβυλώνα. [Αρχαία ελληνική παροιμία: δηλαδή, τ’ αδύνατα και τ’ ακατόρθωτα.] Κι όταν γυρίζουν παντού και δείχνουν τίποτα στιχάκια τους, κατάψυχρα κι αηδέστατα κι από πάνω βρίσκουν και θαυμαστές, τότε πιστεύουν πια πως η ψυχή τού Βιργίλιου μπήκε μέσα τους.
Το πιό γουστόζικο απ’ όλα είναι να τους βλέπεις μεταξύ τους, ν’ αλληλοσυγχαίρονται, ν’ αλληλοθαυμάζονται και ν’ αλληλοχαϊδεύονται σα γαϊδούρια. Έτσι όμως και ξεφύγει από τον ένα κάποιο λάθος και τύχει άλλος πιό ξυπνός συνάδελφος να το τσακώσει, θεούλη μου! τι τραγωδίες! τι καυγάδες! τι βρισιές! τι χλευασμοί! — Να μου καθίσουν οι γραμματικοί ούλοι στο σβέρκο αν τα παραλέω.
Αν υποτάξουν ένα σύνδεσμο στους νόμους των επιρρημάτων!
Γνώρισα κάποιον που και τί δεν ήξερε στην εντέλεια: ελληνικά, λατινικά, μαθηματικά, φιλοσοφία, ιατρική· περασμένα τα εξήντα· τα παράτησε όλα, εδώ και είκοσι χρόνια και χτυπιέται και βασανίζεται με τη γραμματική· θα νομίσει τον εαυτό του τυχερό, αν μπορέσει να ζήσει αρκετά για να καθορίσει με ακρίβεια πώς ξεχωρίζονται τα οχτώ μέρη του λόγου, πράγμα που κανείς ως τη σήμερο, μήτε Έλληνας μήτε Ρωμαίος, δεν κατάφερε να το κάνει σωστά. Σα νά ‘ταν αφορμή πολέμου αν υποτάξουν ένα σύνδεσμο στους νόμους των επιρρημάτων! Ξέρουμε πως υπάρχουν τόσες γραμματικές όσοι και γραμματικοί, — και περισσότερες, αφού ο φίλος μου Άλντο, [Άλντο Μανούτιος, αρχηγός μιας διάσημης οικογένειας τυπογράφων τής Φλωρεντίας (1450-1515). Φίλος τού Έρασμου και των ουμανιστών. Τύπωσε Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Αισχύλο, Αριστοφάνη, Σοφοκλή, Πίνδαρο, Θεόκριτο, ελληνική και λατινική γραμματική κλπ.] μόνος του, τύπωσε πάνω από πέντε, — μα ο σοφός μας δεν αφήνει να του ξεφύγει καμιά, όσο βάρβαρη και πληχτική κι αν είναι. Τις ξεφυλίζει και τις εξετάζει αδιάκοπα, παρακολουθεί ζηλότυπα όλους εκείνους που μπορεί ν’ αραδιάσουν καμιά μπούρδα πάνω στο θέμα, τρέμοντας πάντα μην τύχει και του κλέψουν τη δόξα και χαθούν οι κόποι του τόσω χρονώ. Βλακεία η τρέλα; Διαλέχτε και παίρνετε, το ίδιο μού κάνει. Παραδεχτείτε όμως πως με τη δική μου χάρη αυτο το ζώο, το πιο δυστυχισμένο απ’ όλα και πολυ μάλιστα, ο γραμματικός, φτάνει σε τέτοια ύψη ευδαιμονίας που δε θ’ άλλαζε την τύχη του μήτε με του βασιλιά της Περσίας.
Με λατρεύουν με πίστη κι ειλικρίνεια
[50] Οι ποιητές μού χρωστούν πιό λίγα, αν κι άπο φυσικού τους είναι της δικαιοδοσίας μου, ελευθερόφιλη φάρα, κατά την παροιμία, που όλη της η έγνοια είναι να γοητεύει τ’ αυτιά των κουτών με κουροφέξαλα και γελοία παραμύθια. Το καταπληχτικό είναι πως με τέτοια εφόδια περιμένουν να καταχτήσουν την αθανασία, ζωή όμοια κι ίδια με των θεών! κι από πάνω την τάζουνε και σ’ άλλους! Οι ποιητές υπηρετούν προπαντός την φιλαυτία και την κολακεία κι είναι, άπ’ όλο το ανθρώπινο γένος, εκείνοι που με λατρεύουν με την πιο μεγάλη πίστη κι ειλικρίνεια.
Ό,τι δεν πετυχαίνουν γερά επιχειρήματα …
Κι οι ρήτορες; Μου κάνουν κάπου – κάπου απιστίες πιάνοντας σχέσεις με τους φιλόσοφους, μα είναι δικοί μου. Αποδείξεις πολλές, αλλά σας δίνω μία: μέσα στις τόσες και τόσες ανοησίες, συχνά γράφουν και πολύ σοβαρά, για την τέχνη της ειρωνείας. Ο συγγραφέας, όποιος κι αν είναι, της πραγματείας περι Ρητορικής που αφιέρωσε στον Ηρέννιο, [Ηρέννιος: Σαμνίτης στρατηγός, αιχμαλώτισε δυό ρωμαϊκές στρατιές στα στενά τού Καυδίου στα 321 π.Χ. και τις ανάγκασε να περάσουν κάτω από ζυγό καμωμένο από δόρατα. Ένα χρόνο αργότερα νικήθηκε από τον ύπατο Πουμπίλιο Φίλο κι έπαθε τον ίδιο εξευτελισμό στα ίδια στενά, με 7000 δικούς του. Στο «Περι Ρητορικής», που τού αφιερώνεται, υπάρχει η περικοπή: «Αν κουράστηκε η προσοχή των ακροατών, αρχίζουμε με κάτι που να τους κάνει να γελάσουν: απόλογο, πιθανή ιστορία, καρικατούρα, αναλήθεια, διφορούμενη κουβέντα, υπονοούμενο, κοροϊδια, τρέλα, υπερβολή, προσέγγιση, λογοπαίγνιο, αναπάντεχη πετριά, παραλληλισμό, ιστορικό ή φανταστικό ανέκδοτο, ένα στίχο, επερώτηση ή ειρωνική επιδοκιμασία σε κάπoιoν».] βάζει και την τρέλα μέσα στα χωρατά, κι ο Κοϊντιλιανός, που είναι ο κορυφαίος της τάξης τους, έγραψε ένα κεφάλαιο για το γέλιο, πιό μακρύ από την Ιλιάδα! Κι αν της εχουν εχτίμηση της Τρέλας! Πολύ συχνά, ό,τι δεν πετυχαίνουν τα πιο γερά επιχειρήματα, το κάνει ένα τρελό χωρατό με τα γέλια! Ή μπας και νομίζει κανείς σας, πως δεν είναι δουλειά της Τρέλας, μαστορικά να φέρνει τα χάχανα με πειραχτικες σαχλαμάρες;
Γιά να τους κρίνουν μερικοί καθηγητές
Κι οι συγγραφείς είναι από την ίδια πάστα, που με την έκδοση των βιβλίων τους κυνηγούν μιαν αθάνατη φήμη. Όλοι αυτοί μού χρωστούν πολλά, μα πριν απ᾽ όλους εκείνοι που μουτζαλώνουν χαρτιά με σκέτες αρλούμπες. Γιατί αυτοί που γράφουν σοβαρά, για να τους κρίνουν τα έργα μερικοί καθηγητές, — μη εξαιρώντας τούς περισπούδαστους Πέρσιο και Λέλιο, [Ο Λουκίλιος, Λατίνος σατιρικός ποιητής (148-102 πΧ) είπε μια μέρα στ’ αστεία, πως εξαιρούσε τη γνώμη τού Πέρσιου και τού Λαίλιου γιατί ήταν πολυ γραμματισμένοι ανθρωποι.] — μου φαίνονται μάλλον για να τους κλαίς παρά να τους ζηλεύεις. Βασανίζονται ακατάπαυτα: προσθέτουν, αλλάζουν, σβήνουν, παρατούν, ξαναπιάνουν, ξαναχύνουν, δείχνουν τη δουλειά τους, την κλειδώνουν εννιά χρόνια, δεν είναι ποτέ τους ευχαριστημένοι· και τη δόξα, αυτή την άθλια αμοιβή που ελάχιστοι αποχτούν, την ακριβοπληρώνουν με πάρα πολλά νυχτέρια, χάνοντας τον ύπνο τους, το υψιστο αγαθό, με τόσες θυσίες, τόσον ιδρώτα και τόσους μπελάδες. Βάλετε από πάνω πως χαλούν την υγεία τους και τη δροσιά τους, τσιμπλιάζουν ή και στραβώνονται, βάλετε τη φτώχεια, το φθόνo, τη στέρηση κάθε απόλαυσης, τα πρόωρα γεράματα, τον άδικο θάνατο κι άλλα παρόμοια. Και μ’ όλες αυτές συνέχεια τις θυσίες, ο σοφός μας δε νομίζει πως αγοράζει πολύ ακριβά την ψήφο που του παζαρεύει αυτός ή εκείνος ο τσίμπλης!
Απ’ την άλλη, ο συγγραφέας ο δικός μου, το ευχαριστιέται το καλόδεχτο παραλήρημα, και χωρίς κόπους και ξενύχτια, αφήνει και τρέχουν από την πένα του όσα περνούν απ’ το κεφάλι του, καταγράφει τα όνειρά του έτσι όπως έρχονται, — τί πληρώνει, μόνο το χαρτί! — ξέροντας πολύ καλά πως όσο πιο σαχλές είναι οι σαχλαμπούχλες του, τόσο πιο πολλά χειροκροτήματα θα εισπράξει: των τρελών και των αγράμματων ομόφωνα. Τί τον κόφτει πως τούτοι οι τρείς καθηγητές τον καταφρονούν —μα γιά να δούμε, τον διάβασαν; Και τί βάρος θα μπορούσε να έχει η γνώμη δυό - τριών σοφών μπρος στο απέραντο πλήθος εκείνων που κραυγάζουν το αντίθετο;
Και γιατί να μην υπογράφουν: Χαμαιλέοντας ή Κολοκύθας;
Ακόμα πιό έξυπνοι όμως είναι εκείνοι που δημοσιεύουν με τ’ όνομά τους ξένα έργα. Με μιά απλή υπογραφή σφετερίζονται τη δόξα που ανήκει σ᾽ άλλους, γιά τους μεγάλους κόπους τους, ξέροντας πως κι αν κάποια μέρα η λογοκλοπία ξεσκεπαστεί, θά᾽ χουν στο μεταξύ κερδίσει όσο γίνεται περισσότερα. Αξίζει να τους δείτε πώς κορδώνονται όταν τους εγκωμιάζουν και τους δείχνει το πλήθος με το δάχτυλο: «Αυτός είναι που λέγαμε!». Όταν οι βιβλιοπώλες βάζουν σε καλή θέση της βιτρίνας τα έργα τους, όταν διαβάζεις πάνω από τον τίτλο τα τρία τους ονόματα, [Οι Ρωμαίοι ευγενείς είχαν τρία ονόματα: όνομα, επίθετο και τής φυλής.] ξένα το πιό πολύ κι ακαταλαβίστικα. Μα τί να πούν, θεούλη μου, αυτά τα ονόματα; Ξερές λέξεις και τίποτ᾽ άλλο. Αλλά πόσοι είναι εκείνοι στον απέραντο κόσμο, που θα καταλάβουν τη σημασία τους και πόσο πιό λίγοι εκείνοι, που θα μπορέσουν να τη χωνέψουν, αφού ακόμα κι οι αγράμματοι έχουν τα γούστα τους! Συχνά τούτα τα ονόματα είναι φτιαχτά ή παρμένα από παλιά βιβλία. Τού ενός αρέσει να λέγεται Τηλέμαχος, τού άλλου Σθένελος ή Λαέρτης ή ακόμα Πολυκράτης ή Θρασύμαχος. Και γιατί να βάλουν πάνω στο βιβλίο τους: Χαμαιλέοντας ή Κολοκύθας ή όπως οι φιλόσοφοι: Άλφα ή Βήτα;
Μα το πιό αστείο είναι όταν ο καθένας με τη σειρά του παινά τον άλλο με γράμματα και ποιήματα, ο τρελός εγκωμιάζει τον τρελό κι ο αγράμματος τον αγράμματο. Εσύ ξεπέρασες τον Αλκαίο, λέει ο ένας κι ο άλλος τού τ’ ανταποδίνει: «Χαίρε, Καλλίμαχε!» Αυτός σε λέει πιό μεγάλο απ’ τον Κικέρωνα κι εσύ τον βγάζεις πιό σοφό από τον Πλάτωνα. Καμιά φορά γυρεύουν με το ζόρι αντίπαλο για ν’ αυγατίσει η φήμη τους με την αντιζηλία του. Τότε «το αναποφάσιστο κοινό χωρίζεται σε δυό στρατόπεδα» οι αρχηγοί χτυπιούνται αλύπητα και τελικά βγαίνουν κι οι δυό τους νικητές και τροπαιούχοι. Οι γνωστικοί τα κοροϊδεύουν και με το δίκιο τους αυτά τα καραγκιοζλίκια. Ποιός λέει το αντίθετο; Στο μεταξύ όμως, οι άνθρωποι αυτοί, χάρη σ’ εμένα, ζούν ευχάριστα και δε θ’ άλλάζαν σίγουρα το θρίαμβό τους ούτε με τού Σκιπίωνα.
Αλλά κι οι σοφοί, που τα περιγελούν όλα τούτα και γλεντούν με τις τρέλες των ανθρώπων, μου χρωστάνε πολλά κι ας μην το κρύβουν, γιατί τότε η αχαριστία τους δε θά ‘χει όρια.
Με όπλο τρείς συλλογισμούς
[51] Ανάμεσά τους οι νομικοί διεκδικούν την πρώτη θέση, γιατί δε βρίσκονται στον κόσμο, μά την αλήθεια, πιό φαντασμένοι απ’ αυτούς. Κυλώντας αδιάκοπα το βράχο του Σίσυφου, [Κάνοντας δηλαδή μια εξαντλητική, άγονη κι αδιάκοπη δουλειά.] μπλέκουν στην ίδια έννοια εφτακόσια κείμενα νόμων ολότελα άσχετα με το θέμα, — σκοτίστηκαν! — στοιβάζουν σχόλια πάνω στα σχόλια, γνώμες πάνω στις γνώμες, για να σε κάνουν να πιστέψεις πως η επιστήμη τους είναι η πιό δύσκολη απ’ όλες. Γιατί φαντάζονται πως όσο πιό κουραστικό είναι κάτι, τόσο και πιό άξιο να παινεθεί.
Πλάι τους να βάλουμε τούς διαλεχτικούς και τους σοφιστές, φάρα της φασαρίας, όση δεν κάνουν όλα μαζί τα λεβέτια της Δωδώνης. [Τα χαλκοματένια λεβέτια τού μαντείου τής Δωδώνης, στην Ήπειρο, που κρεμούσαν οι ιερείς κι αργότερα οι ιέρειες στα δέντρα. Φυσoύσε τ᾽ αεράκι κι αυτοί απο τον ήχο βγάζανε, μέσα από τον ψίθυρο των φύλλων, τι τους έλεγε ο Δίας.] Κι ο πιό παρακατινός τους θα έβαζε κάτω είκοσι διαλεχτές γλωσσοκοπάνες. Και πάλι καλά, νά ‘ταν μόνο φλύαροι, μα είναι και καυγατζήδες, τόσο που έρχονται στα χέρια για το τίποτα (πως το λένε της κατσίκας, τρίχα ή μαλλί;) κι απ’ την πολλή συζήτηση πέφτουν μίλια έξω απ’ την αλήθεια. Η φιλαυτία τους ωστόσο τους κάνει ευτυχισμένους. Με όπλο τρείς συλλογισμούς έχουν το θράσος να τα βάζουν μ’ όποιον λάχει για ο,τιδήποτε. Κι η ξεροκεφαλιά τους είναι τόσο ακαταμάχητη που ακόμα κι ο Στέντορας [Κήρυκας των Ελλήνων στην Τροία. Ο Όμηρος λέει πως η φωνή του ήταν σαν πενήντα άνθρωποι που φωνάζουν μαζί.] δε θα τους κατάφερνε να το βουλώσουν.
Σταλμένοι απ᾽το συμβούλιο των θεών
[52] Ύστερα έρχονται οι φιλόσοφοι, επιβλητικοί με τα μακριά γένεια και το τριμμένο ράσο τους και διαλαλούν πως αυτοί μονάχα είναι οι σοφοί κι όλοι οι άλλοι άνθρωποι όρθιες σκιές στον αέρα. [Η Κίρκη λέει στον Οδυσσέα πως απ’ όλες τις ψυχές τού Άδη μόνο ο Τειρεσίας έχει τα μυαλά του· όλες οι άλλες είναι σκιές που τριγυρίζουν όρθιες «Οδύσσεια» Κ490-495).] Πόσο γλυκά παραλογίζονται να χτίζουν κόσμους αναρίθμητους, να μετρούν, σα με το δάχτυλο ή με κλωστή, τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, τους ουρανούς, να εξηγούν τ’ αστροπελέκι, τους ανέμους, τις εκλείψεις κι όλα τ’ ανεξήγητα πράματα, χωρίς ν’ αμφιβάλλουν ποτέ για το παραμικρό, σα νά ‘ταν μπιστικοί τής Φύσης όταν έχτιζε τον κόσμο ή κατευθείαν σταλμένοι απ’ το συμβούλιο των θεών!
Η Φύση στο μεταξύ περιγελά θαυμάσια κι αυτούς και τα συμπεράσματά τους, γιατί όλα όσα λένε δεν τα έχουν από σοβαρή πηγή κι απόδειξη ατράνταχτη είναι πως συζητούν και τσακώνονται ολοχρονίς για τα πάντα. Δε γνωρίζουν λοιπόν τίποτα, μα τίποτα κι όμως κάνουν πως τα ξέρουν όλα. Κι όπως δεν ξέρουν πού παν τα τέσσερα, συχνά δε βλέπουν και το λάκκο ή την κοτρώνα στο δρόμο τους, [Αισώπειοι Μύθοι: Ο αστρονόμος.] είτε γιατί πάθαν τα μάτια τους, είτε γιατί ο νούς τους είναι αλλού ταξιδεμένος. Κι όμως λένε πως βλέπουν πολύ καλά τις ιδέες, τις γενικές έννοιες, τα είδη, τα στοιχεία, την οντότητα, την ταυτότητα, όλα πράματα τόσο δύσκολα να τα ξεδιακρίνεις που κι αυτός ο Λυγκέας, βάνω στοίχημα, δε θα το κατάφερνε.
Με πόση περιφρόνηση κοιτάζουν τον αμύητο λαό, πιάνοντας να χαράξουν ανάκατα, τρίγωνα, τετράγωνα, κύκλους κι άλλα γεωμετρικα σχήματα, μπερδεμένα σα λαβύρινθος κι από κάτω αραδιάζουν γράμματα σα στρατιώτες σε πόλεμο κι ύστερα τους αλλάζουν σειρά και συνδυασμούς, ώσπου να θαμπώσουν το μυαλό των αμόρφωτων! Μερικοί τους μαντεύουν ως και τα μελλούμενα κοιτάζοντας τ’ αστέρια, τάζουν τέρατα και θάματα που δεν τα φτάνει η μαγική και βρίσκονται άνθρωποι, — τυχεροί! — να τα πιστέψουν.
Κι οι θεολόγοι … θά ‘ταν ίσως καλύτερα να μην τους αναφέρω, να μην αναδέψω αυτή τη βαλτωμένη Καμαρίνα και ταράξω τις βρωμολυγαριές της. [«Μη κίνει Καμαρίναν», αρχαία ελληνική παροιμία που σήμαινε: απόφευγε τον κίνδυνο. Η Καμαρίνα ήταν πόλη τής δυτικής Σικελίας. Η αποφορά από τους βάλτους στο στόμιο τού γειτονικού ποταμού την προστάτευε. Αν και το μαντείο είχε παραγγείλει να μήν το κάνουν, οι κάτοικοι αποξεράνανε τους βάλτους, πράγμα που ευκόλυνε τον εχθρό να πλησιάσει.] Φοβερά κατσούφικη κι οξύθυμη φάρα, δε τό ‘χουν σε τίποτα να μού ριχτούν ομαδικά, μ’ εφτακόσια πορίσματα, για να μ’ αναγκάσουν ν’ ανακαλέσω κι αν αρνηθώ, να με βγάλουν στα γρήγορα αιρετική. Μ’ αυτό τ’ αστροπελέκι φοβερίζουν κατευθείαν και τον κάνουν να κοκκαλώσει από τρομάρα, όποιον δεν τους αρέσει.
Με τις ερμηνείες τους κόβουν όλους τους κόμπους
[53] Πιο αχάριστους, να μην παραδέχονται το καλό που τους κάνω, δεν εχω βρεί. Μα εγώ τους σκλαβώνω με τις καλοσύνες μου και με το παραπάνω· με τη φιλαυτία τους, λόγου χάρη, όταν τούς ανεβάζει χαρούμενους στον τρίτο ουρανό κι απ’ εκεί ψηλά κοιτούν με περιφρόνηση τους άλλους ανθρώπους, χαμόσυρτα σκουλήκια, που λίγο ακόμα θα τα παίρναν από λύπηση. Ή όταν τους οπλίζω με λεφούσι απο αυθεντικούς ορισμούς, πορίσματα, συμπεράσματα, σαφείς και υπονοούμενες προτάσεις και τους εφοδιάζω με τόσες υπεκφυγές, που κι αν ακόμα πιάνονταν στα δίχτυα τού Ήφαιστου, [Η Αφροδίτη δέχεται τον εραστή της τον Άρη μέσα στο ίδιο το σπίτι τού αντρός της, τού Ήφαιστου. Ειδοποιημένος απο το Φοίβο για την απιστία της γυναίκας του, ο Ήφαιστος φτιάχνει ένα γερό, αόρατο δίχτυ. Πιάνει τους εραστές στο κρεβάτι, μαζεύονται οι θεοί και ξεκαρδίζονται στα γέλια με το πάθημα των μοιχών. ] πάλι θα ξεγλυστρούσαν με τους ορισμούς και τις ερμηνείες τους, που κόβουν όλους τους κόμπους καλύτερα κι από τενεδιό τσεκούρι. [Παροιμία για ᾽κείνους που κάνουν κάτι γρήγορα κι εύκολα. Ο Τένεδος της μυθολογίας, εξορισμένος στο νησί που πήρε τ’ όνομά του, έκοψε με το τσεκούρι του τα σκοινιά τού καραβιού τού πατέρα του Κύκνου, για να τον εκδικηθεί που τον αδίκησε.] Άσε πια με τι νεολογισμούς και κορακίστικα παραγεμίζουν τις κουβέντες τους!
Μπορούσε ο θεός να ενσαρκωθεί σε γυναίκα;
Κι άσε που σού εξηγούν τα πιὀ μεγάλα μυστήρια όπως τους κατέβει: πώς πλάστηκε ο κόσμος και ταχτοποιήθηκε, από ποιά κανάλια απλώθηκε στους απόγονους τού Αδάμ το στίγμα εκείνης της αμαρτίας, με ποιά μέσα, πόσο και πότε ακριβώς σχηματίστηκε το σώμα τού Χριστού μέσα στην κοιλιά της Παρθένου, πώς στη Μετάληψη τα γεγονότα συνεχίζουν να υπάρχουν δίχως την ύλη.
Ζητήματα χιλιοειπωμένα. Οι μεγάλοι θεολόγοι, οι φωτισμένοι όπως λένε, προτιμούν άλλα, πιό άξιά τους, που έχουν το χάρισμα να τους ξαναζωντανεύουν όταν μπαίνουν. Υπάρχει ορισμένη στιγμή της θείας γέννησης; Είναι πολλές οι ιδιότητες τού γιού στο Χριστό; Είναι δυνατό να πούμε: Ο πατέρας Θεός μισεί το γιό του; Μπορούσε ο Θεός να ενσαρκωθεί σε γυναίκα, σε διάβολο, σε γάιδαρο, σε κολοκύθα ή σε βότσαλο; Και τότε η κολοκύθα πώς θα μπορούσε να κηρύξει, να κάνει θαύματα, να σταυρωθεί; Τί θα μπορούσε ν’ αγιάσει ο Πέτρος, αν ιερουργούσε τη στιγμή που το κορμί τού Χριστού κρεμόταν στο σταυρό; Θα μπορούσαμε να πούμε πως εκείνη τη στιγμή ο Χριστός ήταν άνθρωπος; Ύστερα από την ανάσταση των νεκρών θα μπορούμε να τρώμε και να πίνουμε; Χμ! όπως βλέπετε, οι άνθρωποι παίρνουν από τώρα τα μέτρα τους, μπας και πεινάσουν ή διψάσουν.
Οι Απόστολοι θα χρειάζονταν και πάλι το άγιο Πνεύμα
Τα ψιλολογήματά τους είναι αμέτρητα. Και λεπτολογούν ακόμα χειρότερα τί είναι στιγμή, γνώση, σχέση, τύποι, οντότητα, ταυτότητα, πράματα που μόνο αν έχεις μάτι Λυγκέα φαίνονται και πάλι πρέπει να μπορείς μέσα από το πηχτό σκοτάδι να βλέπεις τ’ανύπαρχτα. Βάλετε πάνω σ’ αυτά τις παραδοξολογίες τους, που πλάι τους τ’ αποφθέγματα τών στωικών, τα λεγόμενα παράδοξα, μοιάζουν κουβέντες πανηγυριώτικες. Λένε, λόγου χάρη, πως είναι πιό μικρό αμάρτημα να σφάξεις χίλιους ανθρώπους παρά να ράψεις μέρα Κυριακή το παπούτσι φτωχού. Ή ακόμα: καλύτερα ν’ αφήσεις να βουλιάξει σύμπας ο κόσμος, αύτανδρος που λένε, παρά να πείς και το παραμικρό ψέμα, όσο αθώο κι αν είναι.
Αύτα τα ψιλολογήματα τα πολύ ψιλολογημένα τα ψιλολογούν ακόμα πιότερο οι σχολαστικές αιρέσεις και σε μπερδεύουν τόσο, που πιό γρήγορα θα έβγαινες απ’ το λαβύρινθο παρά από τα κλωθογυρίσματα των Ρεαλιστών, Νομιναλιστών, Θωμιστών, Αλβερτιστών, Οκκαμιστών, Σκωτιστών — κι αναφέρω μόνο τις κυριότερες σχολές. Τι πολύξεροι που είναι σ’ αυτές τις σχολές και τι δύσκολοι! Θαρρώ πως οι ίδιοι οι Απόστολοι θα χρειάζονταν να τους φωτίσει άλλη μιά φορά το άγιο Πνεύμα, αν μαζεύονταν για να συζητήσουν αυτά τα θέματα με την καινούργια τούτη φάρα των θεολόγων.
Τα δυό δάχτυλα σηκωμένα, τ᾽ ακούρευτα μαλλιά μπουκλάτα …
Ο άγιος Παύλος, λένε, μπορεί να δέχτηκε με ζήλο την πίστη, όταν όμως λέει «Πίστη είναι η ουσία των πραγμάτων που ελπίζουμε και η απόδειξη εκείνων που δε βλέπουμε» η διατύπωσή του δεν είναι καθόλου διδακτορική. Έδειξε βέβαια με τα έργα του πως αγαπά τον διπλανό του, αλλά την αγάπη αυτή δεν την καθορίζει και δεν τη χωρίζει σα διαλεχτικός, στην πρός Κορινθίους πρώτη επιστολή του, κεφ. ιγ᾽. Οι Απόστολοι, σίγουρα τελούσαν μ᾽ευσέβεια το μυστήριο της Ευχαριστίας, αν τους ρωτούσαν όμως για τους όρους «επί τούτω» και «πρός τούτο», για τη μετουσίωση, για τον τρόπο που ένα σώμα βρίσκεται ταυτόχρονα σε διάφορους τόπους, για τις διάφορες μορφές τού σώματος του Χριστού πάνω στον ουρανό, πάνω στο σταυρό και μέσα στο μυστήριο της Ευχαριστίας, πάνω σε ποιά στιγμή ακριβώς γίνεται η μετουσίωση, αφού τα λόγια της ευχής ξετυλίγονται μέσα σε χρόνο — ε λοιπόν, μην έχετε καμιά αμφιβολία πως οι Απόστολοι δε θ᾽απαντούσαν με τόση λεπτολογία, όση βάζουν οι Σκωτιστές, όταν συζητούν και καθορίζουν αυτά τα ζητήματα.
Οι Απόστολοι γνώριζαν τη Μητέρα του Ιησού, αλλά πως προφυλάχθηκε από το στίγμα του Αδάμ, κανείς τους δεν το απόδειξε τόσο φιλοσοφικά όσο οι θεολόγοι μας. Ο Πέτρος πήρε τα κλειδιά του βασιλείου, — και σίγουρα από Εκείνον που δε θα τα εμπιστευόταν σ᾽ έναν ανάξιο, — δεν ξέρω ωστόσο αν στάθηκε αρκετά φίνος για ν᾽αναρωτηθεί πως κάποιος που δεν κατέχει την επιστήμη μπορεί να έχει τα κλειδιά της. Οι Απόστολοι βάφτιζαν παντού· αλλά πουθενά δεν δίδαξαν ποιά είναι η τυπική, ποιά η υλική, ποιά η καθιερωτική και ποιά η τελική αιτία του Βαπτίσματος, μήτε αναφέρουν τίποτα, ποιό είδος του βγαίνει και ποιό δε βγαίνει.
Ελάτρευαν, βέβαια, το Θεό, μα «εν πνεύματι», ακολουθώντας μόνο το ευαγγελικό «Πνεύμα ο Θεός και τους προσκυνούντας αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δεί προσκυνείν». Δε φαίνεται να τους φανέρωσαν πως με τον ίδιο σεβασμό, σα νά᾽ναι ο ίδιος ο Χριστός, πρέπει να λατρεύουν μιάν εικόνα του θαμπά ζωγραφισμένη με κάρβουνο πάνω σε τοίχο, φτάνει να δείχνει τα δυό δάχτυλα σηκωμένα, τ᾽ακούρευτα μαλλιά μπουκλάτα στις πλάτες και το φωτοστέφανο με τις τρείς αχτίδες κολλητό στο σβέρκο.
Ποιός μπορεί να τα μάθει αυτά τα πράματα, αν δε φάει τουλάχιστο τριάντα έξι χρόνια μελετώντας τη φυσική και τη μεταφυσική του Αριστοτέλη και του Σκώτ;
Όλες αυτές τις λογομαχίες
Οι Απόστολοι αναφέρουν κάποτε τη χάρη, αλλά πουθενά δεν ξεχωρίζουν χάρη δοσμένη δωρεάν και χάρη αγιασμένη. Σου λένε να κάνεις καλά έργα, μα δε βλέπουν τη διαφορά ανάμεσα στο ενεργό και στο ενεργούμενο έργο. Διδάσκουν παντού την Αγάπη, αλλά δε χωρίζουν έμφυτη κι αποχτημένη, δεν εξηγούν αν είναι γεγονός ή ουσία, πράγμα πλασμένο ή άπλαστο. Σιχαίνονται την αμαρτία, μα βάζω το κεφάλι μου αν μπόρεσαν να δώσουν έναν επιστημονικό της ορισμό, τί είναι τέλος πάντων αυτό που λέμε αμαρτία — φαίνεται δα πως δε φωτίστηκαν από το πνεύμα των Σκωτιστών. Και δε θα με κάνετε να πιστέψω πως ο Παύλος, που μ’ όσα ξέρει μπορούμε να κρίνουμε τί ξέρουν οι αλλοι, θα καταδίκαζε τόσες φορές τις ματαιολογίες, τις συζητήσεις, τις γενεαλογίες, όλες αυτές τις λογομαχίες, όπως λέει, αν είχε κι εκείνος γυμναστεί σ’ αυτά τα ψιλολογήματα. Κι όμως, εκείνες οι συζητήσεις κι αντιλογίες φαίνονται χοντροκομμένες και βάναυσες, αν τις συγκρίνουμε με των δικών μας καθηγητάδων, που τα σοφίσματά τους μήτε ο Χρύσιππος [Έλληνας φιλόσοφος, στωικός, από την Κιλικία (282-208 π.Χ.) Μαθητής του Κλεάνθη, εγκατέλειψε το σκεπτικισμό της Ακαδημίας και υποστήριζε πως η γνώση μπορούσε να στηριχθεί σε σίγουρες βάσεις. Εξαιρετικά ικανός ν’ αντιμετωπίζει τα σοφίσματα με πιό λεπτά σοφίσματα. Έγραψε, λέει ο Διογένης Λαέρτιος, εφτακόσια συγγράμματα. ] δε θα μπορούσε να φανταστεί.
«Απαράδεκτο»
Με πολλή ωστόσο μετριοφροσύνη οι καθηγητές μας, όταν τυχαίνει να πέσουν σε καμιά τραχειά και κακογραμμένη σελίδα των Αποστόλων, δεν την καταδικάζουν: ξέρουν να την εξηγήσουν. Βλέπεις έτσι την ευλάβειά τους, τόσο απέναντι στους Αρχαίους όσο κι απέναντι στ’ όνομα των Αποστόλων. Και, μά την αλήθεια, δε θα ήταν σωστό να περιμένουμε από τους Απόστολους τα μεγάλα διδάγματα, που μήτε την πρώτη λέξη τους ακούσανε ποτέ από το στόμα τού Δασκάλου τους. Όταν όμως συναντούν τέτοιες ατέλειες στο Χρυσόστομο, στο Βασίλειο ή στον Ιερώνυμο, [Χρυσόστομος, ο Ιωάννης. Βασίλειος, ο Μέγας. Ιερώνυμος, ο άγιος, πατέρας τής Λατινικής Εκκλησίας (340-420). Το σημαντικότερο έργο του είναι η επιθεώρηση κι επεξεργασία της λατινικής μετάφρασης τής Γραφής. Έγραψε Σχόλια Προφητών, μετάφρασε τον Ευσέβιο, Επιστολές κλπ.] οι θεολόγοι μας αποφαίνονται γράφοντας στο περιθώριο: «Απαράδεκτον». Γιατί, βέβαια, οι Πατέρες της Εκκλησίας ανασκευάσανε τούς εθνικούς φιλοσόφους και τούς Ιουδαίους, ανθρώπους από φυσικού τους ξεροκέφαλους, αλλά το έκαναν μάλλον με τη ζωή τους και τα θαύματά τους παρά με συλλογισμούς, γιατί κανένας τους δε θά ‘ταν ικανός να καταλά6ει το παραμικρό απ’ όσα ζητήματα σηκώνει ο Σκώτ.
Την πιό διασκεδαστική μάχη
Σήμερα όμως ποιός εθνικός, ποιός αιρετικός δε θα παραδινόταν αμέσως εμπρός σε τόσα ψιλολογήματα — εκτός πια κι αν είναι πολύ στουρνάρι για να καταλάβει τους καθηγητές μας, ή αρκετά ξεδιάντροπος για να τους σφυρίξει, ή μπασμένος στα ίδια σοφιστικά κόλπα, που τον κάνουν ισοδύναμό τους. Και τότε θά ‘χουμε αγώνα μάγου με μάγο, ο ένας να πολεμά με μαγεμένο σπαθί τον άλλο, που έχει κι αυτός μαγεμένο σπαθί, δηλαδή τίποτα: φαίνε ξέφτιζε στον αργαλειό της Πηνελόπης.
Αν οι χριστιανοί ακούγανε τη γνώμη μου, αντί για τις αργοκίνητες λεγεώνες που ψευτομάχονται τόσον καιρό και δεν καταφέρνουν να νικήσουν, θα στέλναν για να πολεμήσουν τους Τούρκους και τους Σαρακηνούς τους φωνακλάδες Σκωτιστές, τους ξεροκέφαλους Οκκαμιστές, τους ακαταμάχητους Αλβερτιστές κι όλο το τάγμα τους σοφιστές. Τότε θα βλέπαμε, νομίζω, την πιο διασκεδαστική μάχη και την πιο πρωτότυπη νίκη. Γιά σκεφτείτε: Ποιό κρύο αίμα δε θ’ αραθύμωνε απ’ τον οίστρο τους; Ποιά τεμπελιά δε θα ζωντάνευε απ’ τα κεντρίσματά τους; Και ποιά έξυπνάδα δε θα πνιγόταν μέσα στα σκοτάδια τους;
Φαντάζονται πως η Εκκλησία θα γκρεμιζόταν
Εσείς όμως θαρρείτε πως αυτά τα λέω στ’ αστεία … Καθόλου περίεργο, αφού και θεολόγοι καλύτερα μορφωμένοι αναγουλιάζουν μ’ αυτά τα θεολογικά ψιλολογήματα. Είναι και μερικοί που πιστεύουν πως είναι σιχαμός και ιεροσυλία, ύψιστη ασέβεια, να πιάνονται από ακάθαρτα στόματα τέτοια μυστήρια, που μάλλον χρειάζονται λατρεία κι όχι εξήγηση· να συζητιούνται με τα ίδια βέβηλα σοφίσματα των εθvικών, να δίνεται ο ορισμός τους με τέτοιο θράσος και να μολεύεται με λόγια τόσο τιποτένια και με ιδέες τόσο άθλιες το μεγαλείο της θείας Θεολογίας.
Οι καθηγητές μας ωστόσο είναι πέρα για πέρα ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους ακόμα περισσότερο: χαίρονται γιατί μέρα και νύχτα είναι τόσο απορροφημένοι με τα γλυκά τους κουροφέξαλα, που δεν τους μένει καθόλου καιρός να ξεφυλλίσουν το Ευαγγέλιο ή τις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου. Κι ενώ περνούνε τον καιρό τους έτσι στα πανεπιστήμια, φαντάζονται πως η Εκκλησία στηρίζεται πάνω στους στύλους των συλλογισμών τους και πως χωρίς αυτούς θα γκρεμιζόταν ολόκληρη, όπως ο Άτλαντας, λεν οι ποιητές, που σηκώνει πάνω στη ράχη του τον ουρανό.
Αποφαίνονται με προφητικό ύφος
Και πόσο ευτυχισμένοι νιώθουν όταν πλάθουν και ξαναπλάθουν κατα το κέφι τους τις ιερές Γραφές, σα νά ‘ταν μαλακό κερί, όταν έχουν την απαίτηση, τα πορίσματά τους, που τα παραδέχτηκαν κιόλας μερικοί σχολαστικοί, να λoγαριάζoνται πιό πολύ από τους νόμους τού Σόλωνα ή καλύτερα από τα δόγματα του Πάπα· όταν γίνονται οι λογοκριτές όλου τού κόσμου και υποχρεώνουν τον καθένα ν’ ανακαλέσει ό,τι δεν είναι σύμφωνο στον πόντο με τα δικά τους πορίσματα, φανερά κι υπονοούμενα· όταν αποφαίνονται με προφητικό ύφος: «Η πρόταση αυτή σκανδαλίζει, η άλλη είναι όλο ασέβεια, τούτη μυρίζει αιρετική κι εκείνη έρχεται άσκημα στ’ αυτί». Σάμπως μήτε το βάφτισμα, μήτε το Ευαγγέλιο, μήτε ο άγιoς Παύλος ή ο άγιος Πέτρος, μήτε ο άγιος Ιερώνυμος ή ο άγιος Αυγουστίνος, μήτε ακόμα κι ο άγιος Θωμάς, ο κορυφαίος των Αριστοτελικών, να μην μπορούν να κάνουν έναν χριστιανό δίχως την έγκυρη γνώμη αυτών των απόφοιτων της θεολογίας, πoυ είναι όμως ξεφτέρια στα ψιλολογήματα!
Το καταλαβαίνετε πως δεν είστε χριστιανοί αν τολμήσετε και πείτε πως αυτές οι δύο φράσεις είναι το ίδιο πράμα: «Καθίκι, βρωμάς» και «Το καθίκι βρωμάει» ή «Βραστό στο τσουκάλι» και «Στο τσουκάλι βραστό» [Ένας καλόγερος είχε καταδικαστεί από τους θεολόγους τής Οξφόρδης, γιατί τόλμησε να υποστηρίξει πως αυτές οι δυό προτάσεις είχαν το ίδιο νόημα: «Σωκράτη, τρέχεις» και «Ο Σωκράτης τρέχει».] εκτός μόνο αν έτσι το έχουν διδάξει τούτοι οι καθηγητές; Και ποιός δίχως αυτούς θα είχε καθαρίσει την Εκκλησία από τόσα και τόσα λάθη — ανύπαρχτα στ’ αλήθεια πριν να τ’ ανακαλύψουν,— αν οι ίδιοι δεν τα καταγγέλναν πατώντας από κάτω τις μεγάλες πανεπιστημιακές σφραγίδες τους; Λίγα είναι αυτά για να τους κάνουν ευτυχισμένους;
… και σκαρώνουν καινούργιους κόσμους
Κι όταν περιγράφουν με την πιό μεγάλη ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες της Κόλασης, σα νά ‘χουν ζήσει χρόνια μέσα σ’ αυτή τη δημοκρατία; Κι όταν σκαρώνουν όπως τους κατεβεί καινούργιους κόσμους, βάζοντας τελευταία τον πιό απλόχωρο κι ωραίο, [Στις εφτά ουράνιες σφαίρες των Αρχαίων, οι θεολόγοι είχαν προσθέσει αλλες τρείς, που η τελευταία, η Έμπυρος, ήταν για τις «μακάριες ψυχές».] για να μπορούν οι μακάριες ψυχές να σουλατσάρουν μ’ όλη τους την άνεση, να γλεντοκοπούν ή και να παίζουν το τόπι; Με τέτοιες και χίλιες άλλες βλακείες είναι παραγεμισμένο το κεφάλι τους και τόσο φουσκωμένο, που θαρρώ πως τού Δία ήταν λιγότερο, όταν παρακαλούσε το τσεκούρι τού Ήφαιστου να τον ξεγκαστρώσει απ’ την Παλλάδα. Μην παραξενεύεστε λοιπόν, όταν τους βλέπετε στις δημόσιες συζητήσεις σφιχτοδεμένους με κεφαλοπάνια· αλλιώς το κεφάλι τους θα κρεπάριζε.
Το μοιράζονται με πλήθος σκουπιδιαρέους
Καμιά φορά κάθομαι και γελώ μοναχή μου, όταν αναλογίζομαι με ποιό τρόπο γυρεύουν ν’ αποδείξουν πως είναι μεγάλοι θεολόγοι. Τότε μεταχειρίζονται την πιό βάρβαρη, την πιο αισχρή γλώσσα· τραυλίζουν τόσο, που μόνο άλλος τσευδός μπορεί να τους καταλάβει. Γι’ αυτούς, βαθυστόχαστα είναι όσα δεν καταλαβαίνει ο λαός. Έτσι λένε πως δεν ταιριάζει στην αξιοπρέπεια των ιερών να υποταχτούν στους κανόνες της γραμματικής. Ωραίο προνόμιο και τούτο των θεολόγων, μόνο αυτοί να σολοικίζουν! (Μπά, το μοιράζονται μ’ ένα πλήθος σκουπιδιαρέους!) Τέλος, θαρρούν πως είναι πρωτοξάδερφοι με τους θεούς, κάθε φορά που ο κόσμος τούς χαιρετά ευλαβικά με τον τίτλο «Διδάσκαλε ημέτερε», δυό λέξεις που γι’ αυτούς είναι ό,τι και το τετράγραμμα για τους Εβραίους. [Τα τέσσερα σύμφωνα (γ, χ, β, χ) γραμμένα μέσα σ’ ένα τρίγωνο, που συμβολίζουν για τους Εβραίους το μυστικό κι ανεκφώνητο όνομα τού Θεού (Ιεχωβά, Ιαβέ). Οι Ο᾽ το μεταφράσανε: Κύριος.] Αλίμονο, λένε, σ’ όποιον γράψει το «Διδάσκαλε» χωρίς κεφαλαίο ή αλλάξει τη σειρά και πεί «ημέτερε Διδάσκαλε», θα χαλούσε μονομιάς όλο το μεγαλείο του θεολογικού ονόματος.
Δυό επίθετα πολύ ακατάλληλα
[54] Την ευτυχία των θεολόγων φτάνουν κι εκείνοι που ο χοντρός λαός φωνάζει Καλόγερους ή Μοναχούς. Επίθετα πολυ ακατάλληλα και τα δυό, γιατι οι πιό πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν καμιά σχέση με τη θρησκεία και τι σόι μοναχοί, αφού όπου πας κι όπου βρεθείς αυτούς βλέπεις; Θαρρώ πως θα ήταν οι πιό δυστυχισμένοι άνθρωποι, αν δεν αναλάβαινα εγώ να τους οδηγήσω με χίλιους τρόπους. Τόσο πολύ τούς σιχαίνεται ο κόσμος, που τό ‘χει μεγάλη γρουσουζιά να βρεθεί κανένας απ’ αυτή τη φάρα στο δρόμο του. Αυτοί όμως, σκοτίστηκαν! Έχουν πολύ μεγάλη ιδέα για το άτομό τους.
Καμαρώνουν για τη λίγδα τους
Πρώτο, θαρρούν πως το πιό ψηλό σκαλοπάτι της ευσέβειας το φτάνουν μένοντας ντιπ αγράμματοι. Έπειτα, όταν μέσα στις εκκλησιές γκαρίζουν τους ψαλμούς τους, — τον καθένα με αριθμό δίχως όμως να τους καταλαβαίνουν, — θαρρούν πως μ’ αυτά τα ξεφωνητά γεμίζουν γλύκα και δροσιά τ’ αυτιά των αγίων. Είναι πολλοί που καμαρώνουν για τη λίγδα και τη ζητιανιά τους· στέκονται μπρος στις πόρτες και μουκανούν για να τους δώσουν κανένα ξεροκόμματο. Δεν αφήνουν χάνι για χάνι, καρότσα, καράβι, κόβοντας έτσι το ψωμί των άλλων ζητιάνων. Άνθρωποι χάρμα! H βρωμιά τους, η αγραμματοσύνη, η χοντροκοπιά κι η ξαδιαντροπιά τους, όλα αυτά είναι, λένε, για να μας θυμίζουν τους Απόστολους!
Τόσα λουράκια στο σάνταλο
Το πιό αστείο είναι να τους βλέπεις πώς τα κάνουν όλα με τους τύπους, με μαθηματική ρέγουλα, γιατί νομίζουν πως αλλιώς κολάζονται· τόσα λουράκια στο σάνταλο, τέτοιο χρώμα ή ζώνη, τέτοιο κόψιμο το ράσο κι από τέτοιο υλικό, τόσο φάρδος κι από τέτοιο υλικό το σελάχι, τέτοιο σχήμα η κουκούλα και να χωράει τόσα κοιλά, τόσα δάχτυλα φάρδος το κούρεμα και τόσες ώρες για ύπνο! Αλλά ποιός δε βλέπει πόσο άδικη είναι αυτή η ισότητα, που τη ζητούν από ανθρώπους με τόσο διαφορετικά κορμιά και μυαλά; Κι όμως γι’ αυτές και γι’ αυτές τις βλακείες όχι μόνο καταφρονούν τους λαϊκούς, αλλά και τα Τάγματά τους τρώγονται το ένα με το άλλο. Κι άνθρωποι, που κηρύχνουν την αποστολική αγάπη, βάζουν τις φωνές και χαλούν τον κόσμο για ένα ράσο φορεμένο απ’ την ανάποδη ή γιά ένα χρώμα λίγο πιο σκούρο. Έτσι, βλέπετε μερικούς τόσο αλύγιστους πάνω στους τύπους, που δε φοράνε ράσο αν δεν είναι από χοντρό μαλλί της Κιλικίας και πουκάμισο από λινό της Μιλήτου. Άλλοι πάλι φορούν το λινό απέξω και το μάλλινο από μέσα. Είναι κι άλλοι που φοβούνται ν’ αγγίξουν τα λεφτά σα νά ‘ναι φαρμακωμένα μ’ ακόνιτο, δεν αποφεύγουν όμως μήτε τις γυναίκες μήτε το κρασί.
Τέλος, με θαυμαστή φροντίδα προσέχουν να ξεχωρίζουν απ’ τους άλλους ανθρώπους, ζώντας διαφορετικά. Όχι πως έχουν καμιά φιλοδοξία να μοιάσουν το Χριστό, αλλά πασχίζουν πώς να μη μοιάζουν μεταξύ τους. Έτσι λοιπον κι οι ονομασίες τους παίζουν ρόλο στην ευτυχία τους: ανάμεσα σ’ αυτούς που χαίρονται να λέγονται Κορδελιέροι έχουμε τους Κολετάνους, τους Μινορίτες, τους Μινιμίτες, τους Σιγιλλίτες. Και να οι Βενεδικτίνοι, οι Βερναρδίνοι, οι Βριγιδίνοι, οι Αυγουστίνοι, οι Γκυλχελμίτες, οι Ιακωβίτες, σα να τους πέφτει λίγο που λέγονται χριστιανοί!
Τύλωσε την παραδερμένη του με λογής-λογής ψάρια
Πολλοί τους στηρίζονται με τόση σιγουριά πάνω στις τελετές και στις ανρώπινες το κάτω – κάτω μικροπαραδόσεις τους, ώστε νομίζουν πως δε φτάνει ένας παράδεισος για τη δίκαιη αμοιβή τους. Ξεχνούν ολότελα πως ο Χριστός, μη λογαριάζοντας τίποτα απ’ αυτά, θα τους κρίνει μόνο από τα έργα τους, αν τήρησαν δηλαδή την εντολή του ν’ αγαπούν τον πλησίον τους. Ο ένας θα δείξει την παραδερμένη του, που την τύλωσε με λογής – λογής ψάρια. Ο άλλος θ᾽ αδειάσει εκατό μόδια ψαλμούς. Ο άλλος θα λογαριάσει πόσες χιλιάδες φορές νήστεψε, αν και στο μόνο γεύμα της μέρας έτρωγε τον περίδρομο. Ο άλλος θα σωριάσει μπρός του βουνό τις άσκησες και προσευχές του, που εφτά καλά στοιβαγμένα καράβια πάλι δε θα φτάναν να τις κουβαλήσουν. Ο άλλος θα παινευτεί πως εξήντα χρόνια τώρα δεν έπιασε στα χέρια του λεφτά πριν να φορέσει πρώτα διπλό ζευγάρι γάντια. Ο άλλος θα παρουσιάσει την κουκούλα του, τόσο λιγδιασμένη και άθλια, που κανένας ναύτης δε θα καταδεχόταν να τη φορέσει. Ο άλλος θα θυμήσει πως πάνω από έντεκα φορές πέντε χρόνια έζησε κολλημένος στον ίδιο βράχο σα σφουγγάρι. Ο άλλος θα τονίσει πως η φωνή του βράχνιασε απ’ το ασταμάτητο ψάλσιμο. Ο άλλος πως κουρκούτιασε το μυαλό του από τη μοναξιά. Ο άλλος πως απ’ την αδιάκοπη βουβαμάρα παράλυσε η γλώσσα του.
Ας παραγγείλουν ένα Παράδεισο στα μέτρα τους
Μα ο Ιησούς, για να κόψει το ποτάμι με τις καυχησιές αυτές, που τελειωμό δεν έχουν, θα τους πεί: «Από πού ξετρύπωσε τούτο το καινούργιο σόι των Ιουδαίων; Εγώ δεν ξέρω για νόμο δικό μου παρά έναν κι είναι ο μόνος που δεν τον άκουσα εδώ. Κι όμως τότε, τα είπα καθαρά, δεν τα σκέπασα με παραβολές: έταξα πως θα κληρονομήσουν το βασίλειο τού Πατέρα μου, όχι οι κουκούλες, τα πατερμά κι οι νηστείες, αλλά τα έργα της αγάπης. Δεν τους γνωρίζω αυτούς, που τόσο παραξέρουν τα κατορθώματά τους. Κι αν θέλουν να περνούνε για πιό άγιοι κι από μένα, ας πάνε να καθήσουν σαν τους αρέσει στον παράδεισο τού Αβράξας [Γνωστική αίρεση, διδάχτηκε στην Αλεξάντρεια απο τον αιρετικό Βασιλίδη επι Αδριανού. Αβράξας είναι οι 365 σφαίρες όπου εκδηλώνεται ο Θεός] ή ας παραγγείλουν έναν καινούργιο, στα μέτρα τους, σ’ εκείνους που τις μικροπαραδόσεις τους προτίμησαν απ’ τις δικές μου εντολές». Όταν θα τ’ ακούσουν αυτά και θα δούνε πως αντί γι’ αυτούς προτιμούνε ναύτες κι αραμπατζήδες, φαντάζεστε με τί μούτρα θα κοιτάζονται;
Να ευχαριστηθούν σκανδαλιστικές ιστορίες
Ως τότε όμως ελπίζουν και το χαίρονται. Φυσικά, βάζω κι εγώ το δαχτυλάκι μου. Και μ’ όλο που καρφί δεν τους καίγεται για το καλό της κοινωνίας, κανένας δεν τολμά να τους δείξει περιφρόνηση, προπαντός στους λεγόμενους Διακονιαραίους, γιατί γνωρίζουν τα κρυφά όλου του κόσμου με το κόλπο της εξομολόγησης. Ξέρουν, βέβαια, πως εγκληματούν αν προδώσουν τα μυστικά της, αλλά όταν παραπιούν και θέλουν να ευχαριστηθούν τίποτα σκανδαλιστικές ιστορίες, φανερώνουν με το νυ και με το σίγμα τα καθέκαστα κι αφήνουν τον άλλο ελεύθερο να βγάλει το συμπέρασμα: δε λένε ονόματα. Μην τις αγριεύετε λοιπόν αυτές τις σφήκες, γιατί θα σας εκδικηθούνε δημόσια στα κηρύγματά τους, με πετριές τόσο φανερές, που μόνο αν είσαι από γεννησιμιού σου ντουβάρι δε θα μαντέψεις ποιόν καρφώνουν. Και δε θα σταματήσουν να γαυγίζουν παρά μόνο αν τους πετάξετε την πίττα μέσα στο στόμα.
Τη συνταγή, πώς γίνεται το κήρυγμα σαν μυστήριο …
Ελάτε τώρα! Ποιό θεατρίνο, ποιόν τσαρλατάνο θα προτιμούσατε να χαζέψετε κι όχι τούτους εδώ τους ρήτορες να ρητορεύουν συνέχεια στα κηρύγματά τους, ολότελα γελοίοι, βέβαια, μα και γουστόζικοι, όπως μαϊμουδίζουν τις παραδόσεις της αληθινής Ρητορικής; Θεούλη μου, πώς κουνούν τα χέρια, πώς αλλάζουν τη φωνή τους, πώς σιγανοτραγουδούν, πώς ταράζονται, πώς αλλάζουν ξαφνικά μούτρα και πώς ξεφωνίζουν σε κάθε ψύλλου πήδημα! Τη συνταγή αυτή, πως γίνεται δηλαδή το κήρυγμα, οι μικροί Αδελφοί την περνούν από χέρι σε χέρι, σα νά ‘ναι μυστήριο. Αν και δεν είχα την τύχη να με μυήσουν, θα σας πω τα λίγα που κατάλαβα.
Αρχινούν με μιά επίκληση —αυτό το πήραν απ’ τους ποιητές. Ύστερα, αν έχουν να μιλήσουν για την αγάπη, τραβούν τον πρόλογο από το Νείλο, ποταμό της Αιγύπτου· αν έχουν να διηγηθούν το μυστήριο της Σταύρωσης, καταφεύγουν όμορφα – όμορφα στον Βάαλ, το δράκο της Βαβυλώνας· αν πρόκειται για τη νηστεία, αρχίζουν από τα δώδεκα σημεία τού Ζωδιακού· κι όταν έχουν να μιλήσουν για την πίστη πιάνουν και προλογίζουν ατελείωτα πάνω στον τετραγωνισμο τού κύκλου.
Μιά ολοκληρωμένη εικόνα της Αγίας Τριάδας
Εγώ η ίδια άκουσα ένα υπέροχο τρελό, — με το συμπάθειο, σοφό ήθελα να πώ, — να εξηγάει σ’ ένα ακροατήριο από διασημότητες το μυστήριο της Αγιάς Τριάδας. Για να δείξει πόσο εκλεπτυσμένη ήταν η σοφία του και να τέρψει τα θεολογικά αυτιά, πήρε ένα δρόμο πραγματικά καινούργιο: μίλησε για το αλφάβητο, για τις συλλαβές, για τα μέρη του λόγου, για τη συμφωνία του υποκείμενου με το ρήμα, του επίθετου με το ουσιαστικό. Πολλοί άρχισαν ν’ απορούν και μερικοί να λένε χαμηλά μεταξύ τους την κουβέντα τού Οράτιου: «Τι σχέση έχουν αυτές οι σαχλαμάρες;». Κατάληξε με το συμπέρασμα πως τα στοιχεία της γραμματικής κλείνουν μέσα τους μια εικόνα της Αγιάς Τριάδας τόσο ολοκληρωμένη που κανένας γεωμέτρης δε θα μπορούσε, χαράζοντας πάνω στο χώμα τα σύμβολά του, να την παρουσιάσει πιο καθαρά. Για να συνθέσει αυτή την ομιλία, ο υπέροχος θεολόγος μας ιδρωκοπούσε οχτώ μήνες γεμάτους· τόσο που σήμερα είναι πιό στραβός από τον τυφλοπόντικα· μπορεί ο αθέρας των ματιών του να στόμωσε από την κόψη του μυαλού του. Πάντως δε μετανοιώνει που τυφλώθηκε, πιστεύει μάλιστα πως φτηνά την πλήρωσε τη δόξα.
Παρά λίγο οι θεολόγοι ν᾽απολιθωθούν
Άκουσα κι άλλον ένα —ογδοντάρης τούτος και θεολόγος τόσο γερός που θά ‘λεγες πως αναστήθηκε ο Σκώτ. [Ντανς Σκωτ (Ιωάννης), Άγγλος σχολαστικός φιλόσοφος (1275-1308). Σπούδασε θεολογία, μπήκε στο Τάγμα τών Φραγκισκανών, δίδαξε στην Οξφόρδη, έπειτα στο Παρίσι με μεγάλη επιτυχία. Πέθανε στην Κολωνία. Ανήκε στην αίρεση των «ρεαλιστών», αντίπαλος τού αγίου Θωμά Ακίνα. Η διένεξη μεταξύ σκωτιστών και θωμιστών ήταν πολύ έντονη. Ο Σκωτ έδινε στη θέληση την πρώτη θέση σε σχέση με τη νόηση.] Έχοντας να εξηγήσει το μυστήριο του ονόματος του Ιησού, λεπτολόγησε το πράγμα τόσο επιδέξια, που απόδειξε πως μέσα στα γράμματα της λέξης Jesus κρύβονται όλα όσα μπορείς να πείς για τον ίδιο τον Ιησού. Και τώντις, τ’ όνομά του μόνο σε τρείς πτώσεις αλλάζει κατάληξη, πράμα που είναι τ’ ολοφάνερο σύμβολο της Αγιά Τριάδας. Στην πρώτη Jesus λήγει μέ s, στη δεύτερη Jesum με m, στην τρίτη Jesu, με u κι εδώ είναι που κρύβεται το ανεκλάλητο μυστήριο: όπως το δείχνουν αυτά τα τρία γραμματάκια, ο Ιησούς είναι πράγματι η Αρχή (Summum) η Μέση (Medium) και το Τέλος (Ultimvm).
Αλλά κρύβουν κι ένα πιό βαθύ μυστήριο, που πρέπει να λυθεί με τα μαθηματικά. Ο ρήτορας χώρισε τ’ όνομα Jesus, σε δύο ίσα μέρη, αφήνοντας στη μέση μόνο του το ‘s’· ύστερα έδειξε πως αυτό το γράμμα οι Εβραίοι το λένε ‘svn’, λέξη που στα σκωτσέζικα, θαρρώ, σημαίνει αμαρτία· ήταν λοιπόν καταφάνερο, πως ο Ιησούς θα σήκωνε τις αμαρτίες του κόσμου! Ένας πρόλογος τόσο πρωτότυπος, άφησε μ᾽ ανοιχτό στόμα τους ακροατές και προπαντός τους θεολόγους, που παρα λίγο ν’ απoλιθωθούν, όπως άλλοτε η Νιόβη. Όσο για μένα, κόντεψα να την πάθω, σαν που την έπαθε ο Πρίαπος εκείνος ο φτιαγμένος από ξύλο συκιάς όταν, για κακή του τύχη, είδε τις μάγισσες Κανίδια και Σαγάνα να τελούν μπρός του τα νυχτερινά τους όργια.
Και με το δίκιο μου! Θα ερχόταν ποτέ στο νού τού Έλληνα Δημοσθένη και τού Λατίνου Κικέρωνα ν’ αρχίσουν έτσι το λόγο τους; Αυτοί θεωρούσαν ελαττωματικό τον πρόλογο που είναι άσχετος με το θέμα. Αλλά μήτε οι χοιροβοσκοί δεν αρχίζουν με τέτοιο πρόλογο· είναι αλήθεια πως αυτοί έχουν δάσκαλό τους τη Φύση. Μα οι σοφοί μας γυρεύουν να κάνουν με το «προοίμιόν» τους, όπως λεν, ένα αριστούργημα ρητορικής και νομίζουν πως το πετυχαίνουν, αν βγάλουν από μέσα κάθε σχέση με το θέμα, έτσι που ο ακροατής να μουρμουρίζει απορημένος: «Μα πού το πάει τούτος εδώ;».
Συλλογισμοί, συμπεράσματα, υποθέσεις, θανάσιμες βλακείες
Τρίτο, αν πάρουν τίποτε από το Ευαγγέλιο, το εξηγούν σα να διηγούνται καμιά ιστορία, μα κι αυτό στα γρήγορα και σαν παροδικά, ενώ δε θά ᾽πρεπε να κάνουν άλλο απ᾽ αυτό. Τέταρτο, αλλάζοντας ξαφνικά πρόσωπο, βάνονται να εξετάζουν άλλο θεολογικό ζήτημα, ολότελα ξεκρέμαστο σε γη και σ’ ουρανό, γιατί νομίζουν πως έτσι το θέλουν οι κανόνες της τέχνης. Τότε πιά, ξετυλίγουν όλη τη θεολογική τους ξιππασιά και σε ξεκουφαίνουν με τους φουσκωμένους τίτλους τους, διάσημοι διδάκτορες, διορατικοί διδάκτορες, διορατικότατοι διδάκτορες, σεραφικοί διδάκτορες, άγιοι διδάκτορες, αναμφισβήτητοι διδάκτορες. Και σέρνουν κατακέφαλα στο λαό, που δε σκαμπάζει γρυ από τέτοια, συλλογισμούς, μείζοντες, ελάσσονες, συμπεράσματα, πορίσματα, υποθέσεις, θανάσιμες βλακείες, πιό θανάσιμες κι απ’ τη σχολαστική.
Μένει η πέμπτη πράξη, όπου ο ρήτορας πρέπει να δείξει όλη του την τέχνη. Αυτοί όμως σου ξεφουρνίζουν ένα από εκείνα τα χαζά κι άνοστα παραμύθια, παρμένο λόγου χάρη απ’ τον Ιστορικό Καθρέφτη ἠ από τα Κατορθώματα των Ρωμαίων και βάνονται να το ερμηνεύουν αλληγορικά, τροπολογικά και αναγωγικά. Κι έτσι ολοκληρώνουν τη χίμαιρά τους, ένα τέρας που μήτε ο Οράτιος δεν μπορούσε να ονειρευτεί όταν έγραφε: «Βάλετε σ’ ένα ανθρώπινο κεφάλι, αλογίσιο λαιμό κτλ.».
Μα τί χαριτωμένα, γλυκιά μου Αφροδίτη, και πόσο ταιριαστά!
Αλλά δεν ξέρω ποιός τους έμαθε πως ο πρόλογος πρέπει να λέγεται ήρεμα και χωρίς ξεφωνητά. Αρχίζουν λοιπόν σε τόσο χαμηλό τόνο που κι οι ίδιοι δεν ακούνε τη φωνή τους. Σα να εχει νόημα να μιλάς για να μη σε καταλαβαίνει κανείς! Θα τους είπαν, φαίνεται, πως για να συγκινήσεις, πρέπει να μεταχειρίζεσαι επιφωνήματα· τους βλέπεις λοιπόν, στη μέση μιας ήρεμης φράσης, να ξεσπούν σε άγρια ξεφωνητά, δίχως κανένα λόγο! Αν ένας άνθρωπος πατούσε τέτοιες φωνές δίχως να χρειάζεται, θα λέγανε πως του πρέπει να τον ποτίσουν ελλέβορο! Άκουσαν επίσης πως ο ρήτορας πρέπει να ζεσταίνεται όλο και πιό πολύ καθώς μιλάει· γι’ αυτό, αφού πούνε κουτσά – στραβά την αρχή κάθε κομματιού της ομιλίας, άξαφνα υψώνουν τρομερά τη φωνή, μ’ όλο που το θέμα τους χρειάζεται τον πιό ψυχρό τόνο· έτσι, στο τέλος του λόγου, έχουνε χάσει τόσο την ανάσα τους, που νομίζεις πως ξεψυχάνε. Τέλος, επειδή μάθαν από τους ρήτορες πως πρέπει να μεταχειρίζονται και το γέλιο, πασχίζουν κι αυτοί να παραχώσουν τίποτα χωρατά στην ομιλία τους. Μα τί χαριτωμένα, γλυκειά μου Αφροδίτη, και πόσο ταιριαστά! Εκεί πια κι αν είναι γάιδαροι εμπρός σε λύρα!
Χάρη στη μεσολάβησή μου βρίσκουν θαυμαστές
Τούς τυχαίνει καμιά φορά να δαγκάσουν, αλλά τί! πιό πολύ γαργαλάνε παρά που πληγώνουν, γιατί ξέρουν πως καλύτερα κολακεύεις, όταν φαίνεσαι πως τα λες τσεκουράτα. Κοντολογής, άμα τους ακούς, θα ορκιζόσουν πως πήραν μαθήματα από τους τσαρλατάνους των πανηγυριών, που είναι πολύ ανώτεροί τους, εδώ που τα λέμε. Μοιάζουνε πάντως τόσο πολύ, που θα πρέπει να δώσαν αυτοί σ’ εκείνους η εκείνοι σ’ αυτούς μαθήματα της ίδιας ρητορικής. Ωστόσο, ακόμα κι οι παπατρέχες αυτοί, χάρη στη μεσολάβησή μου, βρίσκουν θαυμαστές, που θαρρούν πως ακούνε το Δημοσθένη ή τον Κικέρωνα. Προπαντός ανάμεσα στους πραματευτάδες και τις γυναικούλες, γιατί η μόνη έγνοια τούτων εδώ είναι να γεμίσουν με κολακείες τ’ αυτιά τούτων εκεί. Τους πραματευτάδες, γιατί αν τους γλείψουν αρκετά, μπορεί αυτοί να τους αφήσουν τίποτα απ’ τα κλεψιμαίικα. Τις γυναίκες, γιατί αυτές έχουν πολλούς λόγους να τους νοστιμεύονται· πρώτ’ απ’ όλα τους αρέσει να ξεδίνουν μέσα στην αγκαλιά τους, λέγοντας όλα τα παράπονα που έχουν με τους άντρες τους!
Βλέπετε, νομίζω, τί μου χρωστούν οι άνθρωποι αυτής της φάρας. Με τα μασκαρέματά τους, με τα γελοία τους τσακίσματα, και τα ξεφωνητά τους, ασκούν πάνω στον κόσμο ένα είδος τυραννίας και θαρρούν πια πως είναι οι έρημίτες Παύλος και Αντώνιος.
Και τώρα χαίρομαι γιατί θ’ αφήσω αυτούς όλους τους αγύρτες, που με τόση αχαριστία κρύβουν όσα καλά τους κάνω κι αδιάντροπα υποκρίνονται τους ευλαβικούς.
Καλό αστέρι ή ολέθριος κομήτης
[55] Από καιρό τώρα θέλω να σας μιλήσω για τους βασιλιάδες και τους πρίγκιπες αυλικούς· αυτοί τουλάχιστο, με την ειλικρίνεια που ταιριάζει σ’ ελεύτερους ανθρώπoυς, με λατρεύουν με καθαρή καρδιά. Και τώντις, αν είχαν κι ενα δράμι μυαλό, ποιά ζωή θα ήταν πιό θλιβερή από τη δική τους, που να κόβεις δρόμο μακριά; Αν το καλοζύγιζε τί χαμαλίκι αναλαβαίνει όποιος θέλει να κυβερνήσει αληθινά, κανείς δε θα δεχόταν ν’ αγοράσει την εξουσία πατώντας τον όρκο του ή σκοτώνοντας τον πατέρα του. Γιατί μόλις πάρει στα χέρια του τα γκέμια, πρέπει να ξεχάσει τις δικές του δουλειές και να σκοτίζεται μόνο για τις δημόσιες υποθέσεις, να μη λογαριάζει παρά τί συμφέρει στον τόπο, να μη ξεμακραίνει στιγμή από τους νόμους που ο ίδιος έφκιασε και να τούς εφαρμόζει πρώτα αυτός με το νυ και με το σίγμα, ν᾽ απαιτεί από τους υπουργούς και τους δικαστές του να είναι ακέραιοι άνθρωποι, να ξέρει πως απάνω του είναι καρφωμένα όλα τα μάτια και με την ενάρετη ζωή του, σαν καλό αστέρι, μπορεί να σώσει τους ανθρώπους ή, σαν ολέθριος κομήτης, να φέρει την καταστροφή. Γιατί τα κουσούρια των άλλων δεν τα προσέχουν τόσο, και η επίδρασή τους δεν είναι μεγάλη· μα ο ηγεμόνας έχει τέτοια θέση, που και το παραμικρό στραβοπάτημά του από τον ίσιο δρόμο, γίνεται κακό παράδειγμα κι απλώνεται αμέσως σ’ όλους τούς ανθρώπους σα θανατικό.
Και πάνω απ’ το κεφάλι του ο αληθινός Βασιλιάς
Γιατί η τύχη που τον προτίμησε φέρνει μαζί της κι όλους τoύς πειρασμούς: ηδονές, ανεξαρτησία, κολακεία, λούσα· πρέπει λοιπόν αδιάκοπα να πασχίζει κι άγρυπνα να προσέχει μη γελαστεί και ξεχάσει τα χρέη του. Τέλος γιατί, ζώντας μέσα στις παγίδες, τα μίση, τους λογής κινδύνους και φόβους, νιώθει και πάνω απ’ το κεφάλι του να στέκεται ο αληθινός βασιλιάς, που δε θ’ αργήσει να τού γυρέψει το λόγο γιά το παραμικρό λάθος, και θά ‘ναι ακόμα πιό αυστηρός μαζί του, όσο πιό μεγάλο ήταν το βασίλειο που κυβέρνησε.
Αλήθεια, λέω, αν ένας ηγεμόνας τα καλοζύγιζε όλα αυτά κι άλλα παρόμοια, — κι αυτό θα έπρεπε να κάνει, αν ήταν μυαλωμένος, — δε θα μπορούσε να ευχαριστηθεί μήτε τον ύπνο, μήτε το φαΐ.
Ύστερα το σκήπτρο, έμβλημα δικαιοσύνης
[56] Αλλά να που χάρη σε μένα, τις έγνοιες αυτές τις αφήνουν στους θεούς και φροντίζουν μόνο για τις δικές τους απολαύσεις. Δε δέχονται ν᾽ ακούσουν παρά μονο εκεινους πού τούς λεν ευχάριστα πράματα, γιατί φοβούνται μήπως τους χαλάσει την καρδιά κάποια σκοτούρα. Θαρρούν πως εκπληρώνουν στην εντέλεια τα βασιλικά τους χρέη, αν βγαίνουν κάθε μέρα στο κυνήγι, θρέφουν ωραία άλογα, πουλούν για οφελός τους τούς διορισμούς και τα υπουργεία, αν κάθε μέρα σκαρφίζονται καινούργιους τρόπους για να λιγοστεύουν με τους φόρους την περιουσία τών ανθρώπων και να γεμίζουν το Ταμείο τους. Με το γάντι, βέβαια! Φτάνει να δρούν κάποιο έξυπνο πρόσχημα, που να παρουσιάζει για δίκαιη και τη χειρότερη αδικία. Κοντά – κοντά λένε και τίποτα γλυκόλογα στο λαό, για να τον έχουν δικό τους.
Φανταστείτε τώρα έναν ηγεμόνα σαν κι αυτούς που βλέπουμε συχνά: αγνοεί τους νόμους, εχθρεύεται σχεδόν το καλό του λαού, γιατί γυρεύει μόνο το δικό του, παραδίνεται στις απολαύσεις, σιχαίνεται τη μόρφωση, μάχεται την ελευθερία και την αλήθεια, γράφει στα παλιά του τα παπούτσια τη σωτηρία τού Κράτους και δε λογαριάζει για νόμιμα παρά μόνο τα πάθη του και τα συμφέροντά του. Δώστε του από πάνω το χρυσό περιδέραιο που συμβολίζει μαζεμένες όλες τις αρετές, τη διαμαντοστόλιστη κορώνα που θυμίζει πως αυτός πρέπει να ξεπερνά τους πάντες σε ηρωϊσμό κι ύστερα το σκήπτρο που είναι το έμβλημα της δικαιοσύνης και της πάντοτε αδιάφορης ψυχής και τέλος την πορφύρα, που σημαίνει την απεριόριστη αφοσίωση στο Κράτος. Αν ένας ηγεμόνας μπορούσε να συγκρίνει τη ζωή που κάνει με όσα συμβολίζουν τα ρούχα και τα στολίδια του, θα κοκκίνιζε, θαρρώ, και θα φοβόταν μήπως βρεθεί κανένας πικραντέρης δραγουμάνος και κάνει μπαίγνιο και ρεζίλι όλο αυτό το βεστιάριο.
Μόνο σ’ ένα πράμα είναι πολύ μετρημένοι
Tι να πώ τώρα για τους αυλικούς; Γενικά, δεν έχει πιό πουλημένους, δουλικούς, χαζούς και πρόστυχους απ’ αυτούς, κι όμως όλοι γυρεύουν να περάσουν για αφρόκρεμα της οικουμένης. Μόνο σ’ ένα πράμα είναι πολύ μετρημένοι: τους φτάνει που σκεπάζουν το κορμί τους με χρυσάφι, διαμαντικά, πορφύρα κι όλα τα εμβλήματα της αρετής και της φρονιμάδας, κι αφήνουν σ᾽ άλλους να τις εφαρμόζουν στην πράξη. Νομίζουν πως η ευτυχία τους όλη είναι που μπορούν και λένε το βασιλιά, Κύριε μου, που ξέρουν να τον χαιρετούν με λίγα λόγια, που μοιράζουν μπόλικα τα Γαληνότατε, Μεγαλειότατε, Εκλαμπρότατε. Και δόστου να φτιασιδώνονται και δόστου να κολακεύουν χαριτωμένα. Αυτά είναι τα ταλέντα που χρειάζονται οι αριστοκράτες και οι αυλικοί. Τώρα, αν κοιτάξεις από κοντά, θα βρείς πως ζούν σα Φαίακες, σαν αληθινοί <μνηστήρες της Πηνελόπης … » —ξέρεις πως τελειώνει ο στίχος κι η Ηχώ θα σου τον πεί καλύτερα από μένα. [Οι στίχοι τού Οράτιου («Επιστολές») που αναφέρει εδώ ο Έρασμος δίχως να τους ολοκληρώνει, θα μπορούσαν ν’ αποδοθούν έτσι: «Μνηστήρες τής Πηνελόπης, κηφήνες, νεαροί αυλικοί τού Αλκίνου, που νοιάζονταν μόνο να περιποιούνται το κορμί τους, που τον ύπνο τον τραβούσαν ως το μεσημέρι … ».]
Γρήγορα το πρόγευμα κι αμέσως τους φωνάζει το γεύμα
Κοιμούνται ως το μεσημέρι. Μόλις βγάλουν το πόδι τους απ’ το κρεβάτι, ένας πληρωμένος παπαδάκος που στέκεται πλάι, τους τελειώνει στα βιαστικά μια λειτουργία. Γρήγορα το πρόγευμα. Κι αμέσως τους φωνάζει το γεύμα. Ύστερα ἐρχονται τα ζάρια, το σκάκι, τα χαρτιά, οι τζουτζέδες, οι τρελοί, οι πόρνες, τα παιχνίδια και τα σαλιαρίσματα. Στ’ αναμεταξύ, ἐνα ή δὐο κολατσιά· ύστερα στρώνονται στο τραπέζι για το δείπνο και ξοπίσω μπεκρούλιασμα ολονυχτίς! Έτσι, δίχως σκοτούρες, κυλούν οι ώρες τους, οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια, οι αιώνες. Αφού και μένα με πιάνει αναγούλα και φεύγω πέρα απ’ αυτά τα υψηλά πρόσωπα, που θαρρούν πως είναι συντροφιά με τους θεούς, κι είναι ακόμα πιο κοντά τους όσο πιό μεγάλη ουρά σέρνουν πίσω τους. Κι οι αυλικοί δόστου και παραγκωνίζουν τους άλλους για να φαίνονται πιο κοντά στο Δία, κι ο καθένας τους τόσο κορδώνεται ὀσο πιο βαρειά είναι η αλυσίδα που έχει περασμένη στο σβέρκο: ε, δε φτάνει να δείχνεις τα πλούτη σου, πρέπει να βλέπουν και τη δύναμή σου.
Την έγνοια για τα πρόβατα την αφήνουν στο Χριστό
[57] Τους ηγεμόνες συναγωνίζονται οι ποντίφηκες, οι καρδινάλιοι κι οι επίσκοποι. Βάζουν όλα τους τα δυνατά, κι ακόμα λίγο θα τους ξεπεράσουν. Αν κάθονταν ωστόσο να το σκεφτούν …
Τί θυμίζει στους επίσκοπους το λινό τους, κάτασπρο σαν το χιόνι στιχάριο; Μιά ζωή ακηλίδωτη. Τί σημαίνει η δικέρατη μίτρα με τις δυό άκρες δεμένες κόμπο στην κορφή; Πως ξέρουν βαθιά και στην εντέλεια τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Και τα επιμάνικα στα χέρια τους; Πως πρέπει να τα φυλάνε αγνά από το μόλεμα του κόσμου για να δίνουν τη μετάληψη. Κι η πατερίτσα; Πως είναι άγρυπνοι βιγλάτορες στο κοπάδι που τους δώσανε να φυλάνε. Κι ο σταυρός κατάστηθα; Συμβολίζει τη νίκη πάνω σ’ όλα τ’ ανθρώπινα πάθη. Λοιπόν, σας ρωτάω: αν τα συλλογίζονταν αυτά και άλλα δε θα κάνανε ζωή γεμάτη λύπη κι αγωνία; Ενώ σήμερα τα καταφέρνουν μια χαρά: βόσκουν οι ίδιοι στα παχειά λειβάδια. Και την έγνοια για τα πρόβατα, την αφήνουν στον ίδιο το Χριστό, ή τη φορτώνουν στους λεγόμενους Αδελφούς και στους τοποτηρητές τους. Μήτε θυμούνται πια τί σημαίνει τ’ όνομά τους: επίσκοπος πα να πεί δουλειά, ευθύνη, ανοιχτά μάτια, φροντίδες. Αλλά για να μαζεύουνε λεφτά ξέρουν να κάνουν τους ανοιχτομάτηδες: επισκοπούνε!.
Θ’ αφήναν αδίσταχτα τη θέση τους
[58] Το ίδιο κι οι καρδινάλιοι, θα έπρεπε να σκεφτούν πως είναι οι διάδοχοι των Αποστόλων κι έχουν την υποχρέωση, ό,τι κάναν εκείνοι να κάνουν κι αυτοί. Πως τα πνευματικά αγαθά δεν είναι κτήμα τους, αλλά εκείνοι είναι μόνο οι διαχειριστές τους, και σε λίγο θά ‘χουν να δώσουν σωστό λογαριασμό. Κι αν φιλοσοφούσαν κομμάτι, ας ήταν και μόνο για τ᾽ άμφιά τους, και ρωτούσαν μέσα τους: «Τί άλλο σημαίνει αυτό το άσπρο στιχάριο παρά την τέλεια και υπέρτατη αγνότητα στη ζωή; Κι αυτός ο πορφυρός χιτώνας; Τί άλλο από τη φλογερή αγάπη τού Θεού; Κι ο φαρδύς μανδύας με τις μεγάλες δίπλες ως κάτω, που μπορεί να σκεπάσει ολάκερο το μουλάρι της σεβασμιότητάς του ή στην ανάγκη να πάρει μέσα και γκαμήλα; Μα την απέραντη αγάπη Του, που πρέπει ν’ απλώνεται σε όλους και ν’ αποκρίνεται σ’ όλες τις ανάγκες: να διδάσκει, να παρακινάει, να παρηγορεί, να νoυθετεί, να συνετίζει, να σταματά τούς πολέμους, ν’ αντιστέκεται στους κακούς ηγεμόνες και να θυσιάζει πρόθυμα για το ποίμνιο τού Χριστού όχι μόνο τα λεφτά μα και τη ζωή του. (Και τι γυρεύουν εδώ τα λεφτά σ’ ανθρώπoυς που στέκονται στο πόδι των φτωχών Αποστόλων;) Αν οι καρδινάλιοι, λέω, τα σκέφτονταν αυτά όλα, δε θα κυνηγούσαν τη θέση που έχουν, αλλά θα την άφηναν αδίσταχτα ή θα προτιμούσαν στα ίσια τη γεμάτη μόχθoυς και φροντίδες ζωή των παλαιών Αποστόλων!
Οι αρχηγοί της Εκκλησίας να ξαναπιάσov το ραβδί και το ταγάρι …
[59] Αν οι μέγιστοι ποντίφηκες, οι τοποτηρητές τού Χριστού, δοκίμαζαν να μιμηθoύν τη ζωή του: τη φτώχεια του, τα έργα του, τα διδάγματά του, το σταυρό του, την αψηφισιά του τής ζωής· αν συλλογίζονταν μόνο τ’ όνομα Πάπας, που σημαίνει πατέρας, ή το επίθετo Παναγιώτατoς που τούς δίνουν, δε θα ήταν οι πιό δυστυχισμένοι άνθρωποι τού κόσμου; Και ποιός θά ‘θελε πια να βάλει όλα του τα χρήματα για ν’ αγοράσει αυτή τη θέση κι ύστερα να τη διαφεντεύει με τα σπαθί, με το δηλητήριο και με κάθε βία; Πόσα ωφελήματα είχαν να χάσουν, αν μιά μέρα η φρονιμάδα κατέβαινε μέσα τους! Τι λέω, η φρονιμάδα; Μα κι ένας κόκκος απ’ εκείνο τ’ αλάτι που έλεγε ο Χριστός. Τόσα πλούτη, τόσες τιμές, τόση εξουσία, τόσες νίκες, τόσα βιώματα, τόσα προνομια, τόσους φόρους, τόσα συχωροχάρτια, τόσα άλογα, τόσα μουλάρια, τόσους φρουρούς και τόσες απολαύσεις! Βλέπετε τι πανηγύρι, τι σοδειά, τι πέλαγο ευτυχίας έβαλα μέσα σε λίγες λέξεις. Στη θέση τους θα πρέπει να βάλουν τις αγρυπνίες, τις νηστείες, τα δάκρυα, τα κηρύγματα, τις ομιλίες, τη μελέτη, τις μετάνοιες και χίλιες τέτοιες κουραστικές ασκήσεις.
Και να μη ξεχνάμε τι θα γίνον τόσοι συντάχτες, τόσοι γραφιάδες, τόσοι συμβολαιογράφοι, τόσοι δικηγόροι, τόσοι εισηγητές, τόσοι γραμματικοί, τόσοι μουλαράδες, τόσοι σαΐσηδες, τόσοι τραπεζιέρηδες, τόσοι ρουφιάνοι … — παρά λίγο να μου ξεφύγει πιο χοντρή κουβέντα, μα θα έπεφτε βαρεια στ’ αυτί, — κοντολογής, όλο αυτό το αμέτρητο λεφούσι που τρυγάει, — λάθος, ήθελα να πω τιμάει, — την Έδρα της Ρώμης, θα πέθαινε της πείνας. Α, ναί, θά ‘ταν απάνθρωπο, θά ‘ταν απαίσιο, θά ‘ταν ό,τι πιό σιχαμερό, οι μεγάλοι αρχηγοί της Εκκλησίας, τ’ αληθινά φώτα του κόσμου, να ξαναπιάσουν το ραβδί και το ταγάρι.
Δεν κάνουν θαύματα, ήταν παλιό έθιμο και ξεπερασμένο
Ευτυχώς, τις βαρειές δουλειές τις αφήνουν στον άγιο Πέτρο και τον άγιο Παύλο, που τους μένει άρκετος καιρός, και κρατούν για τον εαυτό τους τις τιμές και τις απολαύσεις από το λειτούργημά τους. Έτσι, χάρη σε μένα, δεν υπάρχει τάξη ανθρώπων να ζεί πιό ραχατλίδικα και ξέγνοιαστα, αφού πιστεύουν πως κάνουν αρκετά για το Χριστό, παίζοντας το ρόλο του επισκόπου, όταν φορούν τελετουργικά και περίπου θεατρικά τ’ αρχιερατικά τους άμφια, με τους τίτλους τού Μακαριώτατου, τού Σεβασμιώτατου, τού Παναγιώτατου, και βάνονται να ευλογούν και ν’ αναθεματίζουν. Δεν κάνουν θαύματα, ήταν παλιό έθιμο, και ξεπερασμένο, που η εποχή δεν το σηκώνει πιά· δε διδάσκουν το λαό, γιατί κουράζει· δεν εξηγούν τις Άγιες Γραφές, είναι δουλειά των σχολείων· δεν προσεύχονται, γιατί είναι χάσιμο καιρού· δε χύνουν δάκρυα, αυτό είναι για τους κακομοίρηδες και τις γυναίκες· δε ζούν φτωχικά, γιατί θα τους καταφρονέσει ο κόσμος· δεν παραδέχονται να νικηθούν, γιατί θα ήτανε ντροπή ανάξια σ’ αυτόν που μόλις καταδέχεται να τού φιλούν τα πόδια οι πιό μεγάλοι βασιλιάδες· τέλος δεν πεθαίνουν, γιατί δεν είναι καθόλου ευχάριστο, και για να σταυρωθούν, αυτό θα ήταν ατιμωτικό.
Τα μόνα όπλα που τούς μένουν είναι οι γλυκειές ευλογίες, όπως λέει ο άγιος Παύλος, και τις σκορπούνε μ’ απλοχεριά: απαγορεύσεις, αργίες, επιτίμια, αναθεματισμοί, κολαστήριες ζωγραφιές, [Στις εκκλησίες τής Ρώμης εκθέτανε τα πορτραίτα τών αφορεσμένων, με φλόγες και διαβόλους να τους βασανίζουν γύρω γύρω.] και το φοβερό αστροπελέκι που γκρεμίζει μ’ ένα τίποτα τις ψυχές στα Τάρταρα. Αυτοί οι αγιώτατοι εν Χριστώ πατέρες, οι επίτροποι τού Χριστού, τις πιό γερές τσεκουριές τους τις κατεβάζουν πάνω στο κεφάλι εκείνων που τους σπρώχνει ο διάβολος να λιγοστέψουν ή να ροκανίσουν τα πατρογονικά τού αγίου Πέτρου.
Όλα τα κανονίζουν με το σπαθί
Σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ο Πέτρος είχε πεί: «Εμείς αφήσαμε τα πάντα για να σ’ ακολουθήσουμε». Αυτοί όμως του βγάζουν τώρα για πατρογονικά τα χωράφια, τις πολιτείες, τα έσοδα από φόρους και διόδια, ολάκερο βασίλειο. Και για να φυλάξουν τούτη την κληρονομιά, που φουντώνει μέσα τους την αγάπη τού Χριστού, πολεμούν με φωτιά και με σίδερο, και χύνουν ποτάμια αίμα χριστιανικό. Έτσι νομίζουν πως διαφεντεύουν σαν απόστολοι την Εκκλησία, τη νύφη του Χριστού, αφανίζοντας αυτούς που ονομάζουν εχθρούς της. Σάμπως να βρίσκονται στον κόσμο πιο θανάσιμοι εχθροί της Εκκλησίας από τους ασεβείς ποντίφηκες! Με τη σιωπή τους ανέχονται να λησμονιέται ο Χριστός, τον αλυσοδένουν με νόμους που αυτοί εκμεταλλεύονται, τον προδίνουν αλλάζοντας με το ζόρι το νόημα της διδασκαλίας του, και τον στραγγαλίζουν με την αδιάντροπη ζωή τους!
Η χριστιανική εκκλησία μ᾽ αίμα θεμελιώθηκε, μ᾽ αίμα στερεώθηκε και μ’ αίμα μεγάλωσε· γι’ αυτό ίσως κι αυτοί όλα τα κανονίζουν με το σπαθί. Σα να μην είναι πιά ο Χριστός. Σα να μην ξέρει να διαφεντέψει το ποίμνιό του με τον τρόπο του. Ο πόλεμος είναι τόσο φριχτός, που ταιριάζει στα θεριά, ὀχι στους ανθρώπους· είναι μανία που τη στέλνουν οι Ερινύες, έτσι τον φαντάστηκαν οι ποιητές· είναι πανούκλα που σκορπάει παντού όπου περάσει τη διαφθορά· είναι άδικος, αφού οι χειρότεροι ληστές είναι συχνά κι οι καλύτεροι στρατιώτες· είναι ασέβεια που δεν έχει καμιά δουλειά με το Χριστό. Οι Πάπες, ωστόσο, τα παραμελoύν όλα κι ασχολούνται μόνο με τον πόλεμο.
Μα για δέστε κομμάτι αυτούς τους γέρους ραμολήδες που χώνονται στον πόλεμο με ορμή παλικαριού· δε σκοτίζονται για τα έξοδα, δεν κουράζονται ποτέ, δεν τους τρομάζει καθόλου να φέρουν άνω – κάτω τους νόμους, τη θρησκεία, την ειρήνη, την ανθρωπότητα ολάκερη. [Αναφέρεται στον Ιούλιο Β’ που έγινε Πάπας στα εξήντα του και δέκα χρόνια δεν έπαψε να κάνει πόλεμο. Συμμάχησε ακόμα και με τους Τούρκους για να τον κάνει. Ο Έρασμος είχε δει τον Ιούλιο Β’ να μπαίνει στην Μπολώνια ντυμένος στρατιώτης, και δεν τού το συχώρεσε που αναγκάστηκε να φύγει προσωρινά (1506) για τη Φλωρεντία.] Και θα βρεθούν σοφοί τσανακογλείφτες για να στολίσουν αυτή την ολοφάνερη παραφροσύνη με τ’ όνομα τού θείου ζήλου, της ευσέβειας, του θάρρους και ν’ αποδείξουν πως πολύ καλά μπορείς να τραβάς το φονικό σπαθί σου και να το μπήγεις στα σπλάχνα τού αδελφού σου κι όμως να μένεις μέσα στην απέραντη αγάπη, που όπως παράγγειλε ο Χριστός, ο κάθε χριστιανός χρωστάει στο διπλανό του.
Για το δίκιο τής δεκάτης τους
[60] Αναρωτιέμαι ακόμη αν είναι οι Πάπες που έδωσαν το παράδειγμα ή τους το έδωσαν κάποιοι επίσκοποι της Γερμανίας. Τούτοι εδώ ακόμα πιό απλά, βάλανε στην μπάντα και λατρεία κι ευλογίες και τελετές, και κάνουν ανοιχτά τους σατράπες, πιστεύοντας πως είναι άνανδρο κι ανάξιο για έναν επίσκοπο να παραδώσει στο Θεό την πολεμόχαρη ψυχή του αλλού από το πεδίο της μάχης. Κι ο κατώτερος κλήρος, που νομίζει πως εγκληματεί αν δε φτάσει σε αγιοσύνη τους ιεράρχες του, βγαίνει στον πόλεμο σαν αληθινός στρατιώτης για να διαφεντέψει το δίκιο της δεκάτης τους, και μάχεται με σπαθιά, με κοντάρια, με τις πέτρες και μ’ άλλα όπλα.
Με τί σουβλερό μάτι ξετρυπώνουν μέσα από τα παλιά χαρτιά κάποιο κείμενο για να μπορέσουν να τρομοκρατήσουν μ᾽ αυτό τον απλό λαό και να τον πείσουν πως τη δεκάτη τούς τη χρωστάει, κι ακόμα παραπάνω! Στo μεταξύ, δεν τους περνάει από το νού, πως τα δικά τους χρέη απέναντι στο λαό, είναι γραμμένα παντού, αλλά δεν τα διαβάζουν. Το κούρεμα τουλάχιστο θά ‘πρεπε να τους θυμίζει πως ο παπάς έχει χρέος να λευτερώνεται απ’ όλα τα πάθη του κόσμου και να νοιάζεται μόνο για τα ουράνια. Μπά! Οι άνθρωποι αυτοί θαρρούν πως έκαναν όλο το χρέος τους μόλις μουρμούρισαν τα πατερμά τους. Και μα το Θεό, πολύ θ’ απορήσω αν τούς ακούσει ή τούς καταλάβει ο Θεός, αφού συχνά οι ίδιοι μήτε ακούνε μήτε καταλαβαίνουν τι λένε μέσα στις εκκλησιές κι ας ξελαρυγγίζονται!
Αναθέτουν στο λαό τα έργα της ευσέβειας
Παπάδες και λαϊκοί μοιάζουνε σ’ ένα πράγμα, ότι κι οι δυό φροντίζουν πώς και πώς να μαζέψουν τα έσοδά τους και ξέρουν με ποιό τρόπο θα σε κάνουν να τα δώσεις. Για τα ρέστα, καμιά αγγαρεία να πούμε, φρόνιμα τα φορτώνουν στη ράχη των άλλων, που τούς τα ξαναφορτώνουν κι έτσι συνέχεια τα παίζουν τόπι. Όπως οι ηγεμόνες, που αναθέτουν τη διοίκηση τού τόπου στους υπουργούς κι αυτοί με τη σειρά τους στους υπαλλήλους, έτσι κι σι παπάδες, από μετριοφροσύνη, φαίνεται, αναθέτουν στο λαό τα έργα τής ευσέβειας. Ο λαός, πάλι, τα ξεφορτώνεται σ’ εκείνους που ονομάζει εκκλησιαστικούς, βάζοντας έτσι μόνος του τον εαυτό του έξω από την Εκκλησία, σάματις όλες οι ευχές, όταν τον βάφτιζαν και τον μύρωναν, να ήταν μόνο για τα μάτια. Πολλοί παπάδες, με τη σειρά τους, ονομάζονται κοσμικοί, σα ν’ αφιερώνονται στον κόσμο κι όχι στο Χριστό κι αναθέτουν τα έργα της ευσέβειας στους κανονικούς κι αυτοί πάλι στους μοναχούς κι οι μοναχοί στους ασκητές κι όλοι αυτοί μαζί τα φορτώνουν στους αδελφούς Διακονιαραίους, που τ’ αφήνουν πιά στη ράχη των καλογέρων του τάγματος του αγίου Μπρούνο, [ Το Τάγμα ιδρύθηκε από τον άγιο Μπρούνο στα 1084, στην ερημιά της Τσερτόζας, κοντά στη Γρενόβλη. ] στους μόνους όπου κρύβεται η ευσέβεια και κρύβεται τόσο καλά, ώστε συχνά δε φαίνεται. Το ίδιο κι οι ποντίφηκες, είναι τόσο αφοσιωμένοι να σοδειάζουν λεφτά, που αναθέτουν τα πολυ αποστολικά έργα στους επισκόπους, οι επίσκοποι στους παπάδες, οι παπάδες στους διάκους, οι διάκοι στους αδελφούς Διακονιαραίους κι αυτοί σ’ εκείνους που κουρεύουν πρόβατα.
Αλλά δεν είναι μέσα στο θέμα μου να περάσω από το κόσκινο τη ζωή των Παπών και των παπάδων, γιατί θα ήταν σα να γράφω σάτιρα κι όχι πως κάνω το δικό μου εγκώμιο κι ακόμα μπορεί ο κόσμος να νομίσει πως κατακρίνω τους καλούς ηγεμόνες, αφού τώρα και τόση ώρα παινώ τους κακούς. Τα λίγα σημεία που άγγιξα είναι αρκετά για να δείξουν ξεκάθαρα πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει ευτυχισμένος, αν δεν τον κατηχήσουν πρώτα στα μυστήρια της λατρείας μου κι εγώ δεν τον τιμήσω με την προστασία μου
Η Τύχη συμφωνάει μαζί μου
[61] Και πώς να γίνει αλλιώς, αφού η θεά της Ραμνούντας, η μεγάλη Τύχη των ανθρώπων, [Στη Ραμνούντα της Αττικής ήταν ο ναός της Νέμεσης, κόρης τού Ερέβου και της Νύχτας, θεάς της δικαιοσύνης. Δικαιοσύνη–Τύχη, κι οι δυό μοιράζουν τ’ αγαθά τους με δεμένα μάτια.] συμφωνάει τόσο μαζί μου, που μάχεται θανάσιμα τούς γνωστικούς και δίνει όλα τ’ αγαθά της στους τρελούς, ακόμα και στον ύπνο τους; Τον ξέρετε δα εκείνον τον Τιμόθεο, [Πρόκειται για το διάσημο στρατηγό των Αθηναίων, που πέθανε στα 354 π.Χ.] που τού κολλήσαν το παρατσούκλι «τυχεράκιας» και του βγάλαν την παροιμία «Κοιμάται αυτός κι ο κιούρτος του γιομίζει». Ή την άλλη, πάλι για τους τρελούς: «Στραβά τα φκιάνουμε κι η κουκουβάγια η Αθηνά τα σιάζει». Αντίθετα, γιά τους φρόνιμους λένε: «Τεταρτογεννημένος του φεγγαριού» [Η παροιμία είναι γιά όσους γεννήθηκαν στις τέσσερις πρώτες μέρες τού φεγγαριού. Ήταν καταδικασμένοι να μοχθούν κι άλλοι να καρπώνονται τους κόπους τους. Όπως με τον Ηρακλή λόγου χάρη.], ή «Καβαλικεύει τ’ άλογο του Σηιανού» [Τι φταίει τ’ άλογο; Ο Λούκιος Αΐλιος Σηκιανος ήταν έπαρχος των πραιτωριανών, όταν ο αυτοκράτορας Τιβέριος τον έστειλε μαζί με το γιό του Δρούσο στα 14 μ.Χ. να πατάξουν τις λεγεώνες της Πανονίας που είχαν ξεσηκωθεί. Υπουργός κι ευνοούμενος τού αυτοκράτορα, ο μόνος που είχε όλη την εμπιστοσύνη του, κάνει από πάνω ερωμένη του τη Λιβία, γυναίκα τού Δρούσου. Της τάζει πως θα τήν παντρευτεί και θα τήν κάνει αυτοκράτειρα, αν φαρμακώσει το Δρούσο (23 μ.Χ.). Αλλά μέναν τα παιδιά τού Γερμανικού. Διαβάλλει αυτός τους οπαδούς της μάνας τους Αγριππίνας στον Τιβέριο κι από την άλλη τον καταφέρνει ν’ αποτραβηχτεί στο μαγευτικό Κάπρι, με τις λεπτές και πολύπλοκες ηδονές του και να βάλει εκείνον στο πόδι του. Τώρα διοικούσε πια μόνος του ολάκερη αυτοκρατορία, μα η Λιβία τον πιέζει να την παντρευτεί. Ζητά το χέρι της απ’ τον Τιβέριο, αλλ’ αυτός αρνείται. Έξαλλος ο Σηιανός ετοιμαζόταν να περάσει στο πραξικόπημα, όταν ο Τιβέριος, ειδοποιημένος με γράμμα από την κουνιάδα του Αντωνία, δίνει τη διοίκηση των πραιτωριανών φρουρών στον Μάκρονα με διαταγή να συλλάβει τον Σηιανό. Ο πρώην ευνοούμενος πιάνεται μέσα στη Σύγκλητο και στραγγαλίζεται αμέσως (31 μ.Χ.) Το πτώμα του σύρθηκε από τον όχλο στους δρόμους της Ρώμης κι ύστερα πετάχτηκε στον Τίβερι.], ή «Έχει χρυσάφι απ’ την Τουλούζη»[«O ύπατος Καιπίων» — Σερβίλιος Καιπίων, Κουΐντος, ύπατος 106 π.Χ.— «είχε λεηλατήσει την Τουλούζη, πόλη των Γαλατών, που οι ναοί της είχαν πολύ χρυσάφι. Παρατηρήθηκε όμως πως όσοι στο κούρσεμα πήραν απ’ αυτό το χρυσάφι, όλοι πέθαναν άθλια» (Αύλος Γέλλος, «Αττικές Νύχτες», Γ.9) ]. Φτάνει όμως ν’ αραδιάζω παροιμίες, γιατί θα νομίσουν πως κλέβω τη συλλογή που δημοσίεψε ο φίλος μου ο Έρασμος [Yπαινιγμός για τις «Παροιμίες» που εκδόθηκαν από τον Άλντο Μανούτιο το Σεπτέμβριο 1508 στη Βενετία.]
Το βόδι θα τα καταφέρει καλύτερα από το σοφό
Έλεγα λοιπόν … Η Τύχη αγαπά τους αστόχαστους, τους αψήφιστους, εκείνους που λένε: «Ό,τι βρέξει, ας κατεβάσει». Η Σοφία κάνει τους ανθρώπους δειλούς. Γι’ αυτό βλέπετε τους σοφούς να ζούνε πάντα μέσα στη φτώχεια, την πείνα, τους καπνούς, ξεχασμένοι, καταφρονεμένοι και μισητοί. Οι τρελοί κολυμπούν στα πλούτη, παίρνουν στα χέρια τους το τιμόνι του Κράτους και πολύ γρήγορα προοδεύουν παντού.
Αν πιστεύεις πως ευτυχία θα πεί ν’ αρέσεις στους ηγεμόνες και να σε δέχονται στον κύκλο τους οι φίλοι μου οι αυλικοί, θεοί φορτωμένοι στο διαμαντικό, τότε υπάρχει μήπως πιό άχρηστο από τη Σοφία, πράγμα που να το σιχαίνεται ο κόσμος τους πιό πολύ; Αν κυνηγάς τα πλούτη, τι θα κερδίσεις σαν έμπορος που θα σε δασκάλευε η Σοφία; Δε θα τολμουσες να ορκιστείς στα ψέματα· θα κοκκίνιζες αν σε πιάναν να τα παραλές· για την κλεψιά και την τοκογλυφία λίγο – πολύ θα περνούσες κι εσύ από τούς δισταγμούς που βασανίζουν τούς σοφούς. Αν κυνηγάς τα εκκλησιαστικά αξιώματα και τα οφέλη τους, ο γάϊδαρος ή το βόδι θα τα καταφέρει καλύτερα παρά ο σοφός. Αν γυρεύεις την ηδονή τού έρωτα, μάθε πως οι γυναίκες, το σοβαρό μέρος της υπόθεσης, δίνονται μ’ όλη τους την καρδιά στους τρελούς· τούς σοφούς τους φοβούνται και τους αποφεύγουν, σα νά ‘τανε σκορπιοί. Τέλος, όποιος θέλει να ζήσει κομμάτι πιό χαρούμενος κι ευχαριστημένος, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κόψει μίλια μακριά από τους σοφούς κι ας κάνει παρέα μ’ όποιο χτήνος βρεθεί μπρος του.
Κοντολογής, απ’ όπου και να το κοιτάξεις, θα δείς οτι ποντίφηκες, ηγεμόνες, δικαστές, υπουργοί, φίλοι, εχθροί, μεγάλοι και μικροί, όλοι γυρεύουν να πληρωθούν με ζωντανά λεφτά κι επειδή τα λεφτά ίσα – ίσα σιχαίνεται ο σοφός, όλοι φροντίζουν να τον αποφεύγουν.
Για να μη λένε πως θαυμάζω τον εαυτό μου
[62] Αν όμως το εγκώμιό μου δεν έχει μέτρο και δεν έχει τέλος, κάθε ομιλία πρέπει κάποτε να τελειώνει. Θα σταματήσω λοιπόν· αλλά πρώτα θα σας δείξω με λίγα λόγια, πως μεγάλοι συγγραφείς με φήμισαν τόσο με τα έργα όσο και με τα καμώματά τους. Για να μη λένε πως μόνη μου θαυμάζω τον εαυτό μου κι οι στρεψόδικοι κατήγοροι πως η απολογία μου δε στηρίζεται πάνω σ’ επίσημα κείμενα. Κι οπως εκείνοι μού δίνουν το παράδειγμα, θα τα πω κι εγώ αρτσιμπούρτσι.
‘Όλος ο κόσμος παραδέχεται πως είναι σωστή μιά παροιμία που λέει: « Ό,τι σου λείπει, κάνε πως τό᾽ χεις». Απ᾽ αυτή βγαζουν για τα παιδιά και το στιχάκι: « Κάνε τον τρελό σαν πρεπει, να᾽ σαι δυό φορές σοφός». Κρίνετε τώρα μόνοι σας τι μεγάλο πράμα είναι η Τρέλα, αφού ακόμα κι η απλή της μίμηση, η ξεγελάστρα σκιά της, αξίζει τόσον έπαινο από τους λόγιους.
Ακόμα πιό ανυπόκριτα, ο Οράτιος, αυτό το παχύ και γυαλιστερό γουρούνι απ’ το κοπάδι τού Επίκουρου, σας παραγγέλνει ν’ ανακατώνετε κομμάτι τρέλα στα σχέδιά σας, αν και χτυπάει άσκημα εκείνο το «κομμάτι»! Αλλού λέει: «Γλυκό είναι να ξέρεις πότε να παραλογίζεσαι» κι αλλού πάλι: «Καλύτερα να φαίνεσαι τρελός και χαζός παρά σοφός και γκρινιάρης». Ο Όμηρος, που γεμίζει παινάδια τον Τηλέμαχο, ξαφνικά τον φωνάζει νήπιο κι οι τραγικοί ποιητές συνηθίζουν να δίνουν αυτό το επίθετο για γουρλίδικο στα παιδιά και στ’ αγόρια. Κι έπειτα, για τί αλλο λέει αυτό το θείο ποίημα, η Ιλιάδα, παρά για τρελούς θυμούς βασιλιάδων και τρελά καμώματα λαών; Αλλά να μια κουβέντα τού Κικέρωνα, που ολοκληρώνει το εγκώμιό μου: «Ο κόσμος είναι γεμάτος τρελούς». Κι όπως ξέρουμε, όσο πιό άφθονο είναι το αγαθό, τόσο γίνεται και πιο περιζήτητο.
Με μαρτυρίες από τις Άγιες Γραφές
[63] Τώρα μπορεί για τους χριστιανούς, το κύρος αυτών των κειμένων να μην έχει σημασία. Ας πούμε. Θα στυλώσω λοιπόν το εγκώμιό μου, θα το θεμελιώσω, κατά που λεν οι λόγιοι, με μαρτυρίες παρμένες από τις Άγιες Γραφές.
Και πρώτα ζητώ συγχώρεση από τους θεολόγους που καταπιάνομαι με τέτοιο θέμα· κι ύστερα είναι τόσο γεμάτο αγκάθια, που δε θά ‘ταν ίσως σωστό να κατεβάσουμε πάλι τις Μούσες από τον Ελικώνα, — μεγάλο ταξίδι, — και προπαντός για ζήτημα όχι και τόσο της αρμοδιότητάς τους! Θα μού πήγαινε ίσως πιο καλά, μιά και κάνω τη θεολόγο και παραδέρνω μέσα στις τσουκνίδες, να καλούσα την ψυχή τού Σκώτ, που έχει αγκάθια πιό πολλά κι από σκαντζόχοιρο η αχινιό, ν’ αφήσει μιά στιγμή τα βάθη της Σορβόνης της και να κατεβεί μέσα μου, κι ύστερα πάλι ας γυρίσει όπου θέλει, ακόμα και στον κόρακα σαν της γουστάρει.
Μακάρι να μπορούσα ν’ αλλάξω το μούτρο μου και να φορέσω τη θεολογική πανοπλία! Φοβάμαι όμως μη με κατηγορήσουv για λογοκλοπία και πως έβαλα κρυφά χέρι στα χειρόγραφα των διδακτόρων μας, όταν φανώ τέτοιο ξεφτέρι στη θεoλoγία. Δεν είναι ωστόσο και πολύ περίεργο, αφού τόσα χρόνια τώρα ζω κι έχω σχέσεις με τους θεoλόγoυς, μπορεί κάτι ν᾽ άρπαξα κι εγώ απ᾽ αυτά που ξέρουν. Γιατί κι εκείνος ο θεός από ξύλο συκιάς, ο Πρίαπος, πώς τα κατάφερε να προσέξει και να θυμάται μερικές ελληνικές λέξεις απ’ αυτά που διάβαζε μπρος του ο αφέντης του; Κι ο πετεινός του Λουκιανού, απ’ το πολύ να ζεί μαζί με τους ανθρώπους, δεν έμαθε τάχα να μιλά σαν άνθρωπος;
Ο κόσμος είναι γεμάτος τρελούς
Πάμε λοιπόν, κι ας ευχηθούμε πως όλα θά ‘ρθoυν βολικά! Γράφει ο Εκκλησιαστής στο πρώτο κεφάλαιο: «Ο των μωρών αριθμός έστιν άπειρος». Αυτός ο αριθμός, για να τον λεν αμέτρητο, δε δείχνει άραγε πως παίρνει μέσα όλους τους ανθρώπους, εκτός ίσως κάτι λίγους, που δεν ξέρω αν τούς είδε ποτέ κανείς; Ο Ιερεμίας, στο δέκατο κεφάλαιο, το λέει ακόμα πιό ξεκάθαρα: «Τρελαίνεται κάθε άνθρωπος από τις γνώσεις του». Μόνο στο Θεό παραδέχεται τη σοφία κι αφήνει την τρέλα σ’ όλο το γένος των ανθρώπων. Λίγο πιο πάνω έλεγε: «Ας μην κορδώνεται ο σοφός για τη σοφία του». Και γιατί δε θες, καλέ μου Ιερεμία, να κορδώνεται ο άνθρωπος για τη σοφία του; — Μα γιατί, απλούστατα, δεν έχει σοφία, θ’ αποκριθεί.
Ας ξανάρθουμε στον Εκκλησιαστή. Όταν φωνάζει «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» εσείς τι νομίζετε πως θέλει να πει, αν όχι εκείνο που ξαναείπα πριν από λίγο, πως η ζωή του ανθρώπου δεν είναι παρά ένα παιχνίδι της Τρέλας; Έτσι φέρνει κι αυτός μια λαμπρή μαρτυρία στο εγκώμιό μου από τον Κικέρωνα, που ένα ρητό του είπα πιο πάνω και θα το θυμάστε: «Ο κόσμος είναι γεμάτος τρελούς». Ο σοφός Εκκλησιαστής λέει ακόμα: «Ο τρελός αλλάζει σαν το φεγγάρι, μα ο σοφός μένει σταθερός όπως ο ήλιος». Τι πα να πεί; Πως όλοι οι άνθρωποι είναι τρελοί και μόνο στον αμετακίνητο Θεό βρίσκεται η Σοφία. Γιατί με το φεγγάρι εικονίζεται η ανθρώπινη φύση και με τον ήλιο ο Θεός, πηγή όλων των φώτων.
Ιδού κι άλλη απόδειξη: ο ίδιος ο Χριστός στο Ευαγγέλιο λέει πως ένας μόνο είναι καλός, ο Θεός και κανένας αλλος. Αν τώρα καλοσύνη και σοφία είναι δύο αξεχώριστες ιδιότητες, όπως το θέλoυν οι στωικοί κι αν όποιος δεν είναι σοφός είναι τρελός, τότε φως φανάρι πως η Τρέλα παίρνει αναγκαστικά μέσα στην αγκαλιά της όλους τους αvθρώπους.
Θέλησε να με γνωρίσει και μένα
Αλλά κι ο Σολομώντας στο δέκατο πέμπτο κεφάλαιο λέει: «Η χαρά τού τρελού είναι η τρέλα του». Παραδέχεται λοιπόν καθαρά πως δίχως τρέλα η ζωή δεν έχει καμιά γλύκα. Με την ίδια ιδέα σχετίζεται κι η περικοπή αυτή τού Εκκλησιαστή: «Στην πολλή σοφία είναι και πολύς πόνος· όσο πιό πολλά μαθαίνεις, τόσο πιό πολύ χαλάς την καρδιά σου». Κι ο θαυμάσιος διδάσκαλος πάλι ομολογεί στο έβδομο κεφάλαιο: «Η καρδιά των σοφών κατοικεί με το πένθος, η καρδιά των τρελών με τη χαρά». Γι’ αυτό, δεν του έφτασε που γνώρισε κατάβαθα τη σοφία, θέλησε να με γνωρίσει και μένα. Αν δεν πιστεύετε τα λόγια μου, ακούστε πώς το λέει ο ίδιος στο πρώτο κεφάλαιο: «Με την καρδιά μου θέλησα να γνωρίσω τη σοφία και την επιστήμη, την πλάνη και την Τρέλα». Πρέπει εδώ να παρατηρήσω πως είναι από σεβασμό που ονομάζει τελευταία την Τρέλα. Ο Εκκλησιαστής ακολούθησε την εκκλησιαστική τάξη: θα το ξέρετε, βέβαια πως εκεί, όποιος έχει το πρώτο αξίωμα, παίρνει την τελευταία θέση στις τελετές κι αυτό πάλι σύμφωνα με την ευαγγελική εντολή. Πως η Τρέλα είναι ανώτερη από τη Σοφία, το λέει καθαρά ο Εκκλησιαστής, όποιος κι αν είναι, στο κεφάλαιο σαράντα τέσσερα· αλλά, μα τον Ηρακλή, δε θα σας πω αυτή την περικοπή πριν να με βοηθήσετε να βγάλω το γενικό συμπέρασμα με την κατάλληλη απόκριση, όπως κάνουν στον Πλάτωνα εκείνοι που συζητούν με το Σωκράτη.
Αφήνουμε στο δρόμο το χρυσάφι και τα διαμαντικά μας;
Τι πρέπει να κρύβουμε πιό προσεχτικά: τα σπάνια κι ακριβά πράματα ή τα φτηνά και κοινά; Γιατί σωπαίνετε; Αν δεν τολμάτε ν’ απαντήσετε, θ’ αποκριθεί για σας η ελληνική παροιμία: «Το κανάτι μένει μπρος στην πόρτα». Αυτό είναι κι ας μην πάρει κανένας από σας τα μούτρα του να το πετάξει, γιατί το λέει ο Αριστοτέλης, ο θεός των δασκάλων μας. ΙΙοιός από σας είναι τόσο τρελός για ν’ αφήσει μέσα στο δρόμο το χρυσάφι του και τα διαμαντικά του; Κανείς, βέβαια! Μόνο τα κρύβετε στις πιό μυστικές γωνιές τού σπιτιού και πάλι δε φτάνει, νομίζετε, και τα κλειδώνετε σε διπλοαμπαρωμένα χρηματοκιβώτια. Στο δρόμο αφήνετε τα σκουπίδια. Αφού λοιπόν κρύβετε ό,τι είναι ακριβό και βγάζετε στον αέρα το τιποτένιο, δεν είναι μήπως ολοφάνερο πως η σοφία, που απαγορεύεται να την κρύβουμε, είναι πιό παρακατιανή από την τρέλα, που μας ζητούν να την κρύβουμε; Και τώρα ακούστε τη μαρτυρία που σας έλεγα: «Πιό καλός είναι όποιος κρύβει την τρέλα του παρά όποιος κρύβει τη σοφία του».
Εν αφροσύνη λέγω παραφρονών λαλώ
Οι θείες Γραφές το παραδέχονται: ο σοφός πιστεύει πως κανείς δεν είναι σαν κι αυτόν, ενώ ο τρελός είναι όλος απλότητα. Αυτό τουλάχιστο καταλαβαίνω πως λέει ο Εκκλησιαστής στο δέκατο κεφάλαιο: «Ο τρελός πηγαίνει το δρόμο του, επειδή όμως είναι τρελός, νομίζει πως κι όλοι οι άλλοι είναι τρελοί σαν κι αυτόν». Δεν είναι μήπως τούτο απόδειξη μεγάλης μετριοφροσύνης, να λογαριάζει όλους τους άλλους πως είναι ίσοι του κι ενώ ο καθένας βάζει εγωιστικά τον εαυτό του πάνω απ’ όλους, αυτός να μοιράζεται με τους ομοίους του τα δικά του παινέματα; Γι’ αυτό κι ο βασιλιάς Σολομώντας δε νόμισε πως ντροπιάζει τη μεγαλοσύνη του, όταν είπε στο τριακοστό κεφάλαιο: «Αφρονέστατος γάρ ειμί πάντων ανθρώπων». Κι ο άγιος Παύλος, ο Απόστολος των εθνών, πρόθυμα δίνει στον εαυτό του τον τίτλο τού τρελού, όταν λέει στην Επιστολή προς Κορινθίους: «Εν αφροσύνη λέγω, παραφρονών λαλώ», σα να ήταν ντροπή να τον ξεπεράσει άλλος στην τρέλα.
Αλλά εδώ ακούω να με παίρνουνε στα γιoύχα. Είναι κάτι μικροί ελληνιστές, απ᾽ αυτούς που πασχίζουν να βγάλουν τα μάτια της κουρούνας, θέλω να πω των σημερινών θεολόγων, για να θαμπώσουν τον κοσμάκη με τους καπνούς των σχολίων τους. (Δεύτερος της παρέας τους, αν όχι πρώτος, είναι ο φίλος μου ο Έρασμος,[Πρώτος πρέπει να ήταν εκείνη την εποχή ο Λεφέβρ ντ’ Ετάπλ (1435 περίπου – 1537) που είχε μεταφράσει και σχολιάσει τα κυριότερα έργα τού Αριστοτέλη (1499, 1501, 1505) σχολίασε τα Ευαγγέλια, έγραψε πεντάγλωσσο Ψαλτήρι κλπ. Ένας από εκείνους που άρχιζαν να διώχνουν το σκοταδισμό από το πανεπιστήμιο τού Παρισιού. Στο Κολλέγιο τού Καρντινάλ-Λεμουάν δίδαξε μαθηματικά και φιλοσοφία, παραμερίζοντας τις σχολαστικές συζητήσεις και τις πληκτικές παραδόσεις διδαχής. Ύποπτος για λουθηριανισμό, κατατρέχτηκε πολύ, αλλά πέθανε πάνω απο εκατό χρονών, προστατευόμενος τής Μαργαρίτας τής Ναβάρας. ] που τον ονοματίζω συχνά για να τον τιμήσω). Δέστε τους πώς φωνάζουν: Τί μας το κατέβασες αυτό; Αυτό είναι στ’ αλήθεια τρελό, άξιο της Τρέλας! Το νόημα του Απόστολου είναι μίλια μακριά απ’ αυτό που ονειρεύεσαι!Τα λόγια του δε σημαίνουν καθόλου πως είναι πιο τρελός από τους άλλους. Επειδή πιό πριν έγραφε: «Διάκονοι του Χριστού είναι όπως είμαι κι εγώ», φαίνεται σα να καυχιέται πως είναι ίσος με τούς άλλους Αποστόλους. Αμέσως όμως το ξεκαθαρίζει: «Εγώ είμαι κάτι πιό πολύ απ᾽αυτούς». Ξέρει, βέβαια, πως είναι όπως κι εκείνοι στην υπηρεσία του Ευαγγελίου, αλλά σ᾽αυτό νοιώθει κάπως ανώτερός τους. Κι επειδή θέλει αυτό ν᾽ακουστεί, αλλά να μην το πάρουν για καυχησιά και πληγώσει, κρύβεται πίσω απ᾽τη δικαιολογία της τρέλας: «Εν αφροσύνη λέγω…». Ήξερε πως μόνο οι τρελοί έχουν το προνόμιο να λένε την αλήθεια δίχως να πληγώνουν.
Προτιμώ ν’ ακολουθήσω τους μεγάλους θεολόγους
Νά ‘ναι όπως τα λεν κι έτσι να ένιωθε ο Παύλος ὀταν έγραφε αυτή την περικοπή; Ας το συζητήσουν μεταξύ τους. Εγώ προτιμώ ν’ ακολουθήσω τους μεγάλους θεολόγους, τους χοντρούς και παχουλούς και φουσκωμένους απ᾽το κύρος τους· όλος ο κόσμος τους ακολουθεί, γιατί από τους λόγιους οι πιό πολλοί τό ᾽χουν καλύτερα να πέφτουν έξω μαζί τους παρά να σκέφτονται σωστά μαζί μ᾽εκείνους που ξέρουν τρείς γλώσσες. [Εβραϊκή, ελληνική και λατινική.] Κι έπειτα, οι θεολόγοι δε δίνουν σημασία σ᾽αυτούς τους μικρούς ελληνιστές, σα νά ᾽ταν τίποτα κοτόπουλα. Ένας τους πολύ δοξασμένος, — κάνω φρόνιμα και δε λέω τ᾽όνομά του, γιατί αμέσως τα κοτόπουλα που λέγαμε θα τού πετούσαν κατάμουτρα το ρωμέικο πείραγμα γιά το γάιδαρο μπρος στη λύρα, [H πετριά είναι για το Νικόλαο Λύρα, που δίδασκε στη θεολογική Σχολή τού Παρισιού και πέθανε στα 1340. Λέγανε πως «αν ο Λύρας δεν έπαιζε τη λύρα, ο Λούθηρος δε θα είχε χoρέψει».] — σχολίασε αυτή την περικοπή διδακτορικά και θεολογικά. Ξεκινώντας από τη φράση: «Εν αφροσύνη λέγω», γράφει ολάκερο κεφάλαιο, που χρειάστηκε σπουδαία διαλεκτική και κάνει ένα ξεχώρισμα, που κι αυτό είναι πάλι μιά πολύ καινούργια ερμηνεία. Να τα ίδια του τα λόγια — όχι μόνο η ουσία τους, μα και λέξη με λέξη: «Εν αφροσύνη λέγω, δηλαδή, αν σας φανώ τρελός επειδή λέγω πως είμαι ίσος με τους ψευδαπόστολους, δε θα σας φαινόμουν πιό γνωστικός αν έλεγα πως είμαι καλύτερός τους». Κι εκεί πάνω, σα να ξέχασε γιατί γράφει, περνά σ᾽άλλο θέμα.
Ψαρεύουν απ’ εδώ κι απ’ εκεί τέσσερις-πέντε λέξεις …
[64] Aλλά γιατί να γαντζώνομαι σ’ ένα μόνο παράδειγμα; Όλοι ξέρουν καλα πως η δικαιοσύνη των θεολόγων τους παραδίνει τον Ουρανό, δηλαδή την ερμηνεία της Αγίας Γραφής κι αυτοί, σα νά ‘τανε τομάρι, την τεζάρουν όπως τους αρέσει.
Βρίσκουν στον άγιο Παύλο περικοπές που μοιάζουν ν’ αντιφάσκουν με τη Γραφή, ενώ αν τις κοιτάξεις μέσα στο σύνολο αυτών που λέγονται, δεν αντιφάσκουν καθόλου. Αν πρέπει να πιστέψουμε τον άγιο Ιερώνυμο, τον άνθρωπο που ήξερε πέντε γλώσσες,[Εβραϊκή, ελληνική, λατινική, χαλδαϊκή, δαλματική.] ο άγιος Παύλος, διαβάζοντας τυχαία την επιγραφή ενός μνημείου στην Αθήνα, την άλλαξε για να έρχεται πιο καλά με όσα εκείνος έλεγε για τη χριστιανική πίστη. Παράλειψε τις λέξεις που μπορεί να βλάφταν την υπόθεσή του και κράτησε μόνο τις δυό τελευταίες «Αγνώστω Θεώ» [Αναφέρεται από τον άγιο Ιερώνυμο στα «Σχόλια στις Πράξεις των Αποστόλων» (XVII, 23)] και πάλι τις άλλαξε κομμάτι, γιατί ολόκληρη η επιγραφή λέει: «ΤΟΙΣ ΘΕΟΙΣ ΑΣΙΑΣ, ΕΥΡΩΠΗΣ ΚΑΙ ΑΦΡΙΚΗΣ, ΘΕΟΙΣ ΑΓΝΩΣΤΟΙΣ ΚΑΙ ΞΕΝΟΙΣ». Φαίνεται πως αυτό το παράδειγμα πιάσανε ν’ ακολουθούν τα παιδιά οι θεολόγοι. Ψαρεύουν απ’εδώ κι απ’ εκεί τέσσερις – πέντε λέξεις· στην ανάγκη τους αλλάζουν το νόημα και το ταιριάζουν όπως τους βολεύει και στα κομμάτια, αν αυτό που έρχεται πριν ή μετά δεν έχει καμία σχέση με το θέμα, ή πάει κι αντίθετα. Και το κάνουν αυτό με τόσο πετυχημένη ξαδιαντροπιά, που τους ζηλεύουν ακόμα κι οι νομικοί.
Και γιατί να μην το κάνουν, αφού όλα τους έρχονται κουτί; Όταν βλέπεις εκείνο τον μεγάλο … , —παραλίγο να πώ τ’ όνομά του, μα φοβάμαι πάλι γιά λογαριασμό του το ρωμέικο πείραγμα, —να βγάζει μέσα από τα λόγια του αγίου Λουκά ένα συμπέρασμα, που συμφωνάει τόσο με το νόημα τού Χριστού, όσο το νερό συμφωνάει με τη φωτιά …
«Να πουλήσει το πουκάμισό του και ν’ αγοράσει σπαθί»
Όταν πλακώνει τρομερός κίνδυνος, οι πιστοί οπαδοί μαζεύονται γύρω από τον προστάτη τους κιετοιμάζονται ν’ αγωνιστούν στο πλευρό του μ’ όλη τους τη δύναμη· ο Χριστός, θέλοντας να ξεριζώσει απ’ την ψυχή των δικών του κάθε εμπιστοσύνη σε τέτοιες ανθρώπινες προστασίες, τους ρώτησε αν τους έλειψε ποτέ τίποτα όταν τους έστελνε σε αποστολή, τόσο στερημένους από τ’ απαραίτητα, που μήτε παπούτσια είχαν για να μην πληγώνονται απ’ τ’ αγκάθια και τα χαλίκια, μήτε γεμάτο ταγάρι για να μην πεινάσουν. Του αποκρίθηκαν πως δεν τους έλειψε τίποτα. Τότε ο Χριστός τους πέταξε: «Τώρα, όποιος έχει πουγγί και ταγάρι να τα βάλει κάτω, κι όποιος δεν έχει σπαθί, να πουλήσει το πουκάμισό του και ν’ αγοράσει». Αφού όλη η διδασκαλία τού Χριστού είναι μόνο ηρεμία, υπομονή, καταφρόνεση της ζωής, ποιός δεν καταλαβαίνει εδώ το νόημα τής εντoλής του; Με τα λόγια αυτά παραγγέλνει στους αποστόλους του να πάνε ακόμα πιο ξαρμάτωτοι· όχι μόνο να παρατήσουν παπούτσια και ταγάρια, αλλά να πετάξουν ακόμα και το πουκάμισο· γυμνοί και τέλεια ελεύθεροι να ξεκινήσουν για την ευαγγελική αποστολή, δίχως άλλο εφόδιο από ένα σπαθί μόνο, όχι το σπαθί που οπλίζει το χέρι τωv ληστών και των πατροκτόνων, αλλά το σπαθί τού πνεύματος, που χώνεται και στα πιό κρυφά τής συνείδησης και πελεκάει μονομιάς όλα τα πάθη, για ν’ αφήσει εκεί μέσα μόνο την ευσέβεια.
Οπλισμένοι με κοντάρια … για το κήρυγμα τού Εσταυρωμένου
Δέστε όμως κομμάτι πώς ο διάσημος θεολόγος στρεβλώνει αυτό το κείμενο: Το σπαθί σημαίνει την άμυνα απέναντι σε κάθε διωγμό και το ταγάρι, μια καλή κουμπάνια. Σα ν’ άλλαξε γνώμη ο Χριστός, σα’ να μετάνοιωσε που έστειλε τους κήρυκές του μ’ εξάρτυση κάθε άλλο παρά βασιλική κι απαρνιέται τώρα τις οδηγίες που είχε δώσει! Ξέχασε μήπως πως τους είχε υποσχεθεί την ευτυχία, σαν πληρωμή για τους εξευτελισμούς, τις βρισιες και τα βασανιστήρια που θα τραβούσαν; Πως τους είχε απαγορέψει ν’ αντιστέκονται στους κακούς, γιατί η μακαριότητα είναι για τους ήρεμους, όχι για τους άγριους; Πως τους είχε δώσει για παράδειγμα τα σπουργίτια και τα κρίνα; Και τώρα τάχα δεν τους θέλει πια να φύγουν δίχως σπαθί, τούς διατάζει μάλιστα να πουλήσουν το πουκάμισό τους για να τ᾽ αποχτήσουν και προτιμάει να τους δει να φεύγουν γυμνοί παρά ξαρμάτωτοι;
Κάτω απ’ τη λέξη σπαθί, ο θεολόγος μας θέλει να βάλει όλα όσα χρησιμεύουν για την αντίσταση στη βία, όπως κάτω από τη λέξη πουγγί, όλα τα χρειαζούμενα για τη ζωή. Κι έτσι, αυτός ο διερμηνέας της σκέψης τού Θεού, μας παρουσιάζει τους Απόστολους να τραβούν για το κήρυγμα τού Εσταυρωμένου, φορτωμένοι κοντάρια, καταπέλτες, σφεντόνες και λουμπάρδες. Κι ακόμα τους φορτώνει με πουγγιά, βαλίτσες και μπαούλα, μπας και φύγουν καμιά φορά από το χάνι αφάγωτοι. Τίποτα δεν τον τραντάζει αυτόν! Μήτε κι όταν ακούει τον Κύριο, λίγο αργότερα, να προστάζει και ν’ αποπαίρνει: «Βάλε στο φηκάρι του το σπαθί», αυτό που με τόση επιμονή είχε ζητήσει τάχα ν’ αγοράσουν. Αλλά ούτε κι ακούστηκε ποτέ να μεταχειρίστηκαν οι Απόστολοι σπαθιά και σκουτάρια για ν’ αντισταθούν στους ειδωλολάτρες — που θα το κάναν, σίγουρα, αν στ’ αλήθεια ο Χριστός σκεφτόταν όπως λεν αυτοί.
Ένας άλλος καθηγητής, όχι απο τους παρακατιανούς, — από σεβασμό δε λέω τ’ όνομά του [Κατά τον Ζεράρ Διστέρ πρόκειται για το στρατηγό των Δομινικανών Ιορδάνη τής Σάξης (πέθανε στα 1336), που είχε διαδεχθεί τον άγιο Δομίνικο στην αρχηγία τού Τάγματος.] — μπέρδεψε το πετσί του αγίου Βαρθολομαίου, που τον γδάραν ζωντανό, με τα πέτσινα τσαντήρια των Αιθιόπων, όταν ο προφήτης Αββακούμ λέει: «Είδον σκηνώματα Αιθιόπων, πτοηθήσονται και σκηναί γης Μαδιάμ»!
Να τιμωρούνται με θάνατο οι μπεκρήδες κι οι πόρνοι
Τις προάλλες παρακολουθούσα τη συζήτηση μιας θεολογικής διατριβής. Το κάνω συχνά. Κάποιος ήθελε να μάθει, σε ποιό κείμενο της Αγίας Γραφής βρίσκεται η διαταγή να καίμε τους αιρετικούς αντί να τους αλλάζουμε τα μυαλά με τη συζήτηση. Ένας γέρος με αυστηρό ύφος, που το σηκωμένο φρύδι του φανέρωνε θεολόγο, αποκρίθηκε με ζωηρή πεποίθηση πως ο νόμος αυτός ερχόταν από τον απόστολο Παύλο, που είχε πεί: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ». Κι έλεγε και ξανάλεγε τη φράση και καμπάνιζε την τελευταία λέξη, παραιτοῦ, παραιτοῦ (devita) κι ο κόσμος απορούσε κι αναρωτιόταν μπας και του έστριψε τού ανθρώπου. Στο τέλος μάς εξήγησε πως τού αιρετικού πρέπει να τού παίρνουμε τη ζωή: το de vitα το διάβαζε στραβά: de vita (απο τη ζωή). Ξέσπασαν μερικοί στα γέλια. Μα βρεθήκαν κόλακες που δήλωσαν πως αυτό το σχόλιο ήταν βαθιά θεολογικό. Άλλοι ωστόσο διαφωνούσαν. Τότε καταφτάνει για επικουρία δικηγόρος απ’ την Τένεδο, κατά πως λένε και δηλώνει με σιγουριά που δε σήκωνε καμιά συζήτηση: «Ακούστε αυτό, είναι γραμμένο στην Παλαιά Διαθήκη: Μην αφήνεις τον κακοποιό (maleficus) να ζήσει. Αλλά κάθε αιρετικός είναι κακοποιός. Άρα, κτλ…» Ομόφωνα οι ακροατές θαυμάζανε που πήγε και το βρήκε τέτοιο επιχείρημα· βροντήξανε τα χοντροπάπουτσά τους και τον ακολουθήσανε. Δεν κατέβηκε στο ξερό κανενός, πως αυτός ο νόμος έγινε για όσους κάνουν μάγια, γητέματα, ξόρκια ή ρίχνουν τα κουκιά. Οι Εβραίοι τους λένε mehascefim που λατινικά μεταφράζεται maleficus. Γιατί, αν δεν ήταν όπως τα λέω, θά ‘πρεπε να τιμωρούνται με θάνατο κι οι μπεκρήδες κι οι πόρνοι.
Τι εγκώμια !
[65] Μα θα είμαι τρελή για δέσιμο να συνεχίσω. Τα παραδείγματα είναι τόσο πολλά που δε θα χώραγαν όλα στους τόμους τού Χρύσιππου, μήτε τού Δίδυμου. [Για τον Χρύσιππο βλ. προηγούμενη σημείωση. Ο Δίδυμος στην Αλεξάντρεια, ήταν γραμματικός και κριτικός, σύγχρονος τού Αυγούστου. Πολυγραφότατος, ο αθεόφοβος. Κατά τον Αθηναίο, έγραψε 3500 συγγράμματα, που ο Σενέκας τ᾽ ανεβάζει σε 4000. Τα περισσότερα είναι κριτικές κι ερμηνείες ομηρικών ποιημάτων. Περισώθηκαν μόνο συντρίμμια. Τον είχαν βγάλει «χαλκέντερο», μα ο Δημήτριος τής Τριζήνης τον έλεγε «βιβλιολάθα», γιατί έγραφε και διάβαζε τόσα πολλά που ξεχνούσε ολότελα τι ειχε γράψει ή διαβάσει κι έπεφτε συχνά σε αντιφάσεις.] Ήθελα μόνο να σάς δείξω τι πράματα τολμούν οι θεϊκοί καθηγητές για να με συμπαθάτε, σα θεολόγος που είμαι κι εγώ, αλλά φτιαγμένη από ξύλο συκιάς, αν έτυχε να μου ξεφύγει πάρα πολύ τολμηρά καμιά μαρτυρία.
Ξανάρχομαι στον άγιο Παύλο. «Εσείς ανέχεσθε μ’ ευχαρίστηση τους τρελούς» λέει μιλώντας για τον εαυτό του. Και πιο κάτω: «Πάρτε με για τρελό» κι ακόμα: «Δε σάς μιλώ σαν που τα λέει ο Κύριος, αλλά σα να τρελάθηκα». Κι αλλού: «Εμείς είμαστε σαλοί για τον Ιησού Χριστό». Ακούτε; Τι εγκώμια για την Τρέλα κι από ποιόν! Αλλά πάει και πιο πέρα, διδάσκει ανοιχτά πως η τρέλα είναι πράμα πολυ αναγκαίο και σωτήριο: «Όποιος από σας θαρρεί πως είναι σοφός, πρέπει να τρελαθεί, αν θέλει ν’ αποχτήσει αληθινή σοφία». Και κατά τον άγιο Λουκά, ο Ιησούς δε λέει μήπως τρελούς τους δυό μαθητές του που συνάντησε στο δρόμο για το Εμμαούς;
Μα δε βλέπω γιατί πρέπει κανείς ν’ απορεί, αφού ο άγιος εκείνος Παύλος βρίσκει στον ίδιο το Θεό μια ιδέα τρέλας: «Η τρέλα τού Θεού είναι πιό σοφή απ’ τη σοφία των ανθρώπων». Ο Ωριγένης, [Ωριγένης (185-254), Αλεξανδρινός, επιφανέστατος σοφός, κριτικός εκδότης τής Π. Διαθήκης κι ερμηνευτής όλης τής Γραφής, πρώτος συστηματικός δογματικός τής Εκκλησίας, άλλος «χαλκέντερος» κλπ. κλπ. Ο επίσκοπος Αλεξανδρείας Δημήτριος τον κατηγόρησε για νεοπλατωνισμό και τον αποκήρυξε σαν αιρετικό. Απ᾽ εκεί (στα 232) πήγε στην Καισάρεια τής Παλαιστίνης, που τη μετάτραψε σε μεγάλο πνευματικό κέντρο. Στους διωγμούς τού Δεκίου (249-50) φυλακίστηκε και βασανίστηκε. Βγήκε κι ύστερα απο τρία χρόνια πέθανε, σε ηλικία 69 χρονώ. Ο Έρασμος γνώρισε τα έργα του, όταν έμενε στα 1501 στο Σαιντ – Ομέρ, χάρη στο φραγκισκανό καλόγερο Ζαν Βιτριέ.] είναι αλήθεια, εξηγάει πως τούτη η τρέλα είναι μυστήριο, που δεν το πιάνει ο νους τού ανθρώπου, παρατήρηση που ταιριάζει μ’ αυτό: «Η γλώσσα του Σταυρού είναι τρέλα για εκείνους που θα χαθούν». Μα γιατί να κουράζομαι άδικα; Μιλάω, μαζεύω τόσες μαρτυρίες, ενώ μέσα στους ιερούς Ψαλμούς, ο ίδιος ο Χριστός λέει καθαρά στον Πατέρα του: «Εσύ ξέρεις την τρέλα μου».
Έτσι και με τούς ηγεμόνες
Μα δεν είναι δίχως λόγο που οι τρελοί αρέσουν τόσο στο Θεό! Έτσι, νομίζω, είναι και με τους ηγεμόνες, που δεν εμπιστεύονται καθόλου και βαριούνται τούς πολύ μυαλωμένους· ο Ιούλιος Καίσαρας, λόγου χάρη, δεν είχε την παραμικρή εμπιστοσύνη στο Βρουύτο και τον Κάσσιο, ενώ δε φοβόταν τίποτα απ’ εκείνον το μεθύστακα τον Αντώνιο· ο Νέρωνας υποπτευόταν το Σενέκα· κι ο Διονύσιος μισούσε τον Πλάτωνα· [Ο Πλάτων είχε μπλεξίματα και με τους δυό Διονύσιους, πατέρα και γιό. Στην πρώτη διαμονή του στη Σικελία (390 π.Χ), με τη θαρραλέα του ειλικρίνεια είχε προκαλέσει το μίσος τού πρώτου, που τον πoύλησε για σκλάβο, τον εξαγόρασαν όμως οι φίλοι και τον έστειλαν πίσω στην Αθήνα. Στην τρίτη του διαμονή (361), γυρεύοντας χάρη για τον Δίωνα απ’ το Διονύσιο το νεότερο, παραλίγο να μπεί κι ο ίδιος φυλακή. ] οι τύραννοι αγαπούν τους αμόρφωτους και τους κουτούς. Έτσι κι ο Χριστός σιχαίνεται και δεν παύει ν’ αποδοκιμάζει εκείνους τους σοφούς που στηρίζονται πάνω στα δικά τους φώτα. Αυτό βεβαιώνει κι ο άγιος Παύλος χωρίς να μασά τα λόγια του: «Ο Θεός διάλεξε ό,τι τρελό ήταν στον κόσμο». Κι ακόμα: «Ο Θεός θέλησε να σώσει τον κόσμο με την Τρέλα» — γιατί δε γινόταν ίσως να τον σιάξει με τη Σοφία. Ο ίδιος ο Θεός το δείχνει τούτο καθαρά με το στόμα τού προφήτη: «Θα χαλάσω τη σοφία των σοφών και θα βγάλω άχρηστη των γνωστικών τη φρονιμάδα». Κι ο Ιησούς ευχαριστάει το Θεό που έκρυψε από τούς σοφούς το μυστήριο της σωτηρίας και το φανέρωσε μόνο στα νήπια δηλαδή στους τρελούς, γιατί στα ελληνικά το αντίθετο του σοφού, ο μωρός, λέγεται και νήπιος.
Για τον ίδιο λόγο βλέπουμε παντού στο Ευαγγέλιο το Χριστό να κατσαδιάζει φαρισαίους, γραμματικούς και νομικούς, ενώ αδιάκοπα προστατεύει το αμόρφωτο πλήθος. Τι άλλο θέλουν να πούν τα λόγια του: «Οὐαί ὑμῖν, γραμματείς και φαρισαίοι», παρά «Σοφοί, αλί και τρισαλί σας!» Θά ‘λεγες πως η καλύτερή του συντροφιά είναι τα παιδιά, οι γυναίκες και οι ψαράδες.
Η παροιμία «σαν το πρόβατο»
Ακόμα κι ανάμεσα στα ζώα προτιμάει τα είδη που βρίσκονται όσο γίνεται πιο μακριά από την πονηριά της αλεπούς. Προτίμησε να καθήσει πάνω στο γάϊδαρο, ενώ αν ήθελε μπορούσε να καβαλικέψει άφοβα και ράχη λιονταριού! Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με τη μορφή του περιστεριού κι όχι σαν αετός ή σα γεράκι. Η Γραφή αναφέρει συχνά για λάφια, λαφόπουλα κι αρνιά. Βάλε από πάνω πως εκείνους που διάλεξε για την αιώνια ζωή τους λέει πρόβατα. Κι όμως πιό χαζό ζωντανό δε βρίσκεται· ο Αριστοτέλης μάς λέει πως η παροιμία «σαν το πρόβατo», βγήκε από την κουταμάρα αυτού του ζώου και λέγεται σα βρισιά για τους ανόητους και τους στενοκέφαλους. Κι είναι σ᾽ ένα τέτοιο κοπάδι που ο Χριστός λέει πως μπήκε βοσκός. Άσε πιά που κι ο ίδιος ευχαριστιέται να λέγεται αρνί κι ἐτσι τον λέει ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής: «Ιδού ο αμνός τού Θεού» — και το αρνί αυτό έρχεται και ξανάρχεται πολλές φορές μέσα στην Αποκάλυψη.
Τι θέλουν να πούν όλες αυτές οι μαρτυρίες, αν όχι πως η τρέλα βρίσκεται μέσα σ’ όλους τους θνητούς, ακόμα και τους άγιους; Κι ότι ο ίδιος ο Χριστός, για να βοηθήσει τον άνθρωπο στην τρέλα του, μ’ όλο που ήταν η Σοφία τού Πατρός, έγινε κάπως κι εκείνος τρελός, αφού δέχτηκε να ντυθεί την ανθρώπινη φύση και να φανεί «όμοιος με τους ανθρώπους». Όπως και φορτώθηκε την αμαρτία, για να γιατρέψει τις αμαρτίες τού κόσμου. Κι ένα γιατρικό θέλησε μόνο, την τρέλα του Σταυρού και τη βοήθεια των Αποστόλων, που ήταν άνθρωποι αμόρφωτοι και στενόμυαλοι· σ’ αυτούς συστήνει μ’ επιμονή την τρέλα και τους απαγορεύει τη σοφία, τους δείχνει για παράδειγμα τα παιδιά, τα κρίνα, το σινάπι, τα σπουργίτια, όλα πλάσματα κουτά και άλογα, όλα όσα ζoύν δίχως καμιά τέχνη και φροντίδα και μ’ οδηγό τους μόνο τη Φύση. Κι από πάνω τούς παραγγέλνει να μην ανησυχούν τι θα πρέπει να πούν μπρος στα δικαστήρια, τούς απαγορεύει να σκοτίζονται «για τους χρόνoυς και τους καιρούς», από φόβο μήπως βασιστούν πάνω στη δική τους φρονιμάδα, αντί να περιμένουν τα πάντα μόνο και μόνο απ᾽ εκείνον.
Να γιατί ο Θεός, όταν έκανε τον κόσμο, απαγόρεψε να γευτούν τους καρπούς τού δέντρου της Γνώσης, σάμπως η γνώση να ήταν το φαρμάκι της ευτυχίας. Ο άγιος Παύλος καταδικάζει τη γνώση ανοιχτά σαν ολέθρια και πηγή αλαζονείας. Αυτό, θαρρώ, πιστεύει κι ο άγιος Βερνάρδος, όταν, θέλοντας να πεί για το βουνό όπου στρογγυλοκάθεται ο Εωσφόρος, το λέει Όρος της Γνώσεως.
Την αμαρτία που κάναμε από τρέλα
Αλλά να και μιά απόδειξη που δεν πρέπει να την ξεχνάμε. Η Τρέλα θα έχει σίγουρα τη χάρη της στον Ουρανό, αφού μόνο σ’ αυτή συγχωριούνται οι αμαρτίες! Ο σοφός δεν έχει συχώρεση. Γι’ αυτό κι όσοι ζητούν συχώριο, ακόμα κι αν αμάρτησαν ξέροντας τι κάνουν, φέρνουν για δικαιολογία πως τους είχε από κάτω η Τρέλα. Ο Ααρών, αν σωστά θυμάμαι, παρακαλάει στο Βιβλίο των Αριθμών, να χαριστεί στη γυναίκα του η ποινή της μ’ αυτα τα λόγια: «Σε ικετεύω, Κύριε, μη μας τη φορτώσεις την αμαρτία τούτη, από τρέλα την κάναμε». Έτσι δικαιολογείται κι ο Σαούλ για το σφάλμα του μπρος στον Δαυΐδ: «Φαίνεται πως φέρθηκα σαν τρελός». Κι ο ίδιος ο Δαυΐδ να πως γυρεύει πάλι να καλοπιάσει τον Κύριο: «Σε παρακαλώ, Κύριε, μην καταλογίσεις την ανομία τούτη στο δούλο σου, γιατί είμασταν τρελοί όταν την κάναμε» — σα να μην ήταν να πετύχει συχώρεση, αν δεν έφερνε τη δικαιολογία πως ήταν τρελός και τά ‘χε χαμένα.
Ακόμα πιο πειστική απόδειξη είναι το πώς παρακαλάει για τους εχθρούς του ο Χριστός, όταν βρίσκεται πάνω στο σταυρό: «Πατέρα, συγχώρεσέ τους» και για δικαιολογία τους φέρνει τούτο μόνο, πως δε νιώθουν: «Γιατί δεν ξέρουν τι κάνουνε». Έτσι κι ο Παύλος γράφει στον Τιμόθεο: «Αν μ᾽ελέησε ο Θεός, είναι γιατί μέσα στην απιστία μου δεν ήξερα τι έκανα». Τι θα πει δεν ήξερα τι έκανα παρά πως αμάρτησε από τρέλα κι όχι κακία; Τι θα πει αν μ᾽ελέησε ο Θεός παρά πως δε θα του δινόταν συχώρεση, αν δεν έφερνε για διακαιολογία την τρέλα του; Δικός μου συνήγορος κι ο μυστικός ποιητής των Ψαλμών, που παρέλειψα να τον αναφέρω εκεί που έπρεπε: «Μην τα θυμάσαι πιά τα λάθη της νιότης μου και τής αγνωσιάς μου». Τις ακούτε τις δυό δικαιολογίες που φέρνει; Την ηλικία του, που εγώ είμαι η πιό πιστή της συντροφιά και την αγνωσιά του, που η απεραντοσύνη της μάς δείχνει πόσο δυνατά τον έχει υποταγμένο της η Τρέλα.
Είχαν μεθύσει με γλυκό κρασί οι Απόστολοι
[66] Για να μη χαθούμε στο άπειρο με τις λεπτομέρειες και για να συντομεύουμε: γενικά, φαίνεται πως η χριστιανική θρησκεία έχει κάποια συγγένεια με ορισμένη Τρέλα, μα πολύ λίγες σχέσεις με τη Σοφία. Θέλετε αποδείξεις; Σημειώστε πρώτα πως τα παιδιά, οι γέροι, οι γυναίκες κι οι χαζοί ευχαριστιούνται πιό πολύ απ’ τους άλλους τις θρησκευτικές τελετές και πως από ατόφιο φυσικό ένστικτο, θέλουν να είναι πιό κοντα στην Άγια Τράπεζα. Σημειώστε ύστερα πως οι πρώτοι θεμελιωτές τής θρησκείας, ήταν θερμοι οπαδοί μιάς μακάριας απλότητας και φλογεροί εχθροί των γραμμάτων.
Τέλος, οι τρελοί που κάνουν τα πιό ανόητα πράγματα είναι εκείνοι που τους κυρίεψε μονομιάς κι ολάκερους η χριστιανική ευλάβεια. Σπαταλούν την περιουσία τους, αδιαφορούν για τις αδικίες που τους γίνονται, ανέχονται να τους απατούν, δεν κάνουν καμία διάκριση ανάμεσα σε φίλους και σ’ εχθρούς, σιχαίνονται τις απολαύσεις, χορταίνουν με νηστείες, αγρύπνιες, δάκρυα, μετάνοιες και ταπεινώσεις, βαριούνται τη ζωή και βιάζονται πότε να πεθάνουν. Κοντολογής, φαίνονται σα να βγάλαν από πάνω τους κάθε ανθρώπινο αίσθημα, σάμπως το πνεύμα τους να κάθεται κάπου αλλού κι όχι μέσα στο κoρμί τoυς. Αυτό λοιπόν δεν είναι ή τρέλα; Και πώς ν’ απορήσεις πια, όταν κοροϊδεύονται οι Απόστολοι, πως είχανε μεθύσει με γλυκό κρασί κι ο δικαστής Φήστος πέρασε τον άγιο Παύλο για τρελό;
Μη φοβάστε τις λέξεις, ζυγίσετε τα πράγματα
Τώρα όμως που φόρεσα κι εγώ γιά μιά φορά το τομάρι τού λιονταριού, ας συνεχίσω το μάθημά μου. Η ευτυχία που γυρεύουν οι χριστιανοί και την πληρώνουν με τόσες δοκιμασίες, δεν είναι παρά ένα είδος σερσεμιάς και τρέλας. Ναί, μη φοβάστε τις λέξεις, ζυγίσετε τα πράγματα. Πρωτ’ απ’ όλα, οι χριστιανοί έχουν ένα κοινό σημείο με τους Πλατωνικούς: πιστεύουν πως η ψυχή, έτσι όπως την τυλίγει και τη σφιχτοδένει με τα δεσμά του το κορμί και τη βαραίνει με τα πάχητά του, εμποδίζεται να δει την αλήθεια όπως είναι και να την απολαύσει. Γι’ αυτό κι ο Πλάτωνας ορίζει τη φιλοσοφία: μελέτη θανάτου. Γιατί ξεκολλά την ψυχή από τα ορατά και υλικά πράγματα, όπως κάνει κι ο θάνατος.
Όσον καιρό η ψυχή μεταχειρίζεται σωστά τα όργανα τού κορμιού, λέμε πως είναι γερή· μόλις όμως γυρέψει να σπάσει τα δεσμά της και να λευτερωθεί σα νά ‘ταν να το σκάσει από φυλακή, τότε λέμε πως τρελάθηκε. Αν τύχει μάλιστα κι αυτό συμπέσει με αρρώστια ή καμιά βλάβη στα όργανα, τότε κανείς δε διστάζει: τρελάθηκε, σάς λέω. Βλέπουμε ωστόσο ανθρώπους σ’ αυτή την κατάσταση να προμαντεύουν τα μελλούμενα, να ξέρουν γλώσσες και λογοτεχνίες που δεν τις είχαν μάθει ποτέ τους και να δείχνουν πως έχουν κάτι το θεϊκό μέσα τους. Δε χωράει αμφιβολία πως αυτό γίνεται γιατί η ψυχή τους, ελευθερωμένη κάπως από το δέσιμό της με το κορμί, αρχίζει να δείχνει τη φυσική της δύναμη. Το ίδιο αίτιο, θαρρώ, λειτουργεί και πάνω στους ετοιμοθάνατους, που μέσα στο ψυχομαχητό τους παρουσιάζουν ένα παρόμοιο φαινόμενο και καμιά φορά μιλάνε σα να φυσά μέσα στο μυαλό τους μια υπερφυσική δύναμη.
Ο δραπέτης λέει πως είδε τ’ αληθινά πράγματα
[67] Η μανία της θρησκευτικής ευλάβειας μπορεί να προκαλεί τα ίδια αποτελέσματα, αλλά δεν είναι ίσως η ίδια τρέλα με τη δική μας. Μοιάζουν όμως οι δυό τόσο πολύ, που ο κοσμάκης τις μπερδεύει. Κι ακόμα παραπάνω γιατί μετριούνται στα δάχτυλα όσοι κάνουν ζωή ολότελα διαφορετική απ’ αυτή που κάνουν κοπαδιαστά οι άλλοι άνθρωποι. Παθαίνουν δηλαδή όλοι, ο,τι παθαίνουν κι οι αλυσοδεμένοι της φανταστικής σπηλιάς τού Πλάτωνα, με το δραπέτη. Οι φυλακισμένοι βλέπουν μόνο τη σκιά τών πραγμάτων· ο δραπέτης γυρίζει στη σπηλιά, τούς ανιστορεί πως είδε τ’ αληθινά πράγματα και πως οι σύντροφοί του κάνουν μεγάλο λάθος να πιστεύουν πως δεν υπάρχει τίποτα έξω άπ’ αυτές τις άθλιες σκιές. Έχοντας βάλει γνώση, λυπάται τους συντρόφους του και καταριέται τη βλακεία τους που τους έχει ρίξει σε τόσο μεγάλη πλάνη. Με τη σειρά τους όμως, οι φυλακισμένοι τον κοροϊδεύουν, τον λένε τρελο και τον διώχνουν.
Έτσι κι ο πιό πολύς κόσμος παραδίνεται στα πιό υλικά πράματα και νομίζει πως αυτά περίπου είναι τα μόνα που υπάρχουν. Αντίθετα, οι ευλαβικοί άνθρωπoι αδιαφορούν για ό,τι αγγίζει από κοντά το κορμί κι αφοσιώνονται ολόκληροι στη μελέτη των αόρατων πραγμάτων. Ο κοσμάκης δίνει την πρώτη θέση στά πλούτη κι αμέσως κατόπι στις σωματικές απολαύσεις κι αφήνει τελευταία την ψυχή· άσε που οι πιό πολλοί μήτε πιστεύουν πως υπάρχει ψυχή, αφού τα μάτια δεν καταφέρνουν να την ξεχωρίσουν. Τ’ ανάποδο, οι άλλοι, είναι ολάκεροι δοσμένοι στο Θεό, το πιό απλό απ’ όλα τα όντα κι ύστερα σ’ εκείνο που είναι πιό κοντά του, δηλαδή την ψυχή τους. Το κορμί τους δεν το φροντίζουνε, περιφρονούν, το χρήμα και το αποφεύγουν σαν την πανούκλα. Αν είναι αναγκασμένοι να διαχειριστούν λεφτά, το κάνουν με το στανιό και με σιχασιά· «είναι δικά τους σα να μην τά ‘χουνε κι έχουν χτήματα σα να μην είναι ιδιοχτήτες τους».
Άγιοι έτυχε να πιούνε λάδι για κρασί
Πρέπει όμως να πούμε πως υπάρχουν διαφορές και διαβαθμίσεις σε κάθε περίπτωση. Όλες οι αισθήσεις είναι δεμένες με το κορμί, άλλες όμως είναι πιό σωματικές, όπως η αφή, η ακοή, η όραση, η όσφρηση, η γεύση κι άλλες πιό ανεξάρτητες απ’ το κορμί: το μνημονικό, ο νούς, η θέληση. Όπου γυμνάζεται η ψυχή, εκεί είναι και πιό δυνατή. Οι ευλαβικοί άνθρωποι βάζουν όλη τη δύναμη της ψυχής τους σ’ εκείνα που είναι όσο γίνεται πιο μακριά από τις σωματικές αισθήσεις κι έτσι καταντούν να τις στομώσουν και να τις μουδιάσουν μέσα τους. Αντίθετα, οι κοινοί άνθρωποι, είναι πολύ δυνατοί σ’ όσα έχουν σχέση με τις αισθήσεις και καθόλου στ’ άλλα. Μπας και δεν ακούσαμε να το λένε πως άγιοι έτυχε να πιούνε λάδι για κρασί; [Το έπαθε ο άγιος Βερνάρδος. Ο Ιάκωβος ντε Βοραζίν, στο «Χρυσό Μύθο» λέει πως τόσο ήταν απορροφημένος από το Θεό που «δεν έβρισκε καμία ευχαρίστηση στο φαΐ κι έτρωγε μόνο με το ζόρι, έχοντας μάλιστα χάσει την ικανότητα να ξεχωρίζει τη γεύση των φαγητών. Έτσι μια μέρα ήπιε λάδι αντί γιά νερό και δεν το κατάλαβε παρά όταν οι αδελφοί του παρατήρησαν πως τα χείλια του δεν ήταν βρεγμένα». Φαίνεται πως κάποιο «συναξάριον» αναφέρει το ίδιο περίπου γεγονός, αλλά στη θέση τού νερού βάζει κρασί.]
Και πάλι, από τα ψυχικά πάθη, ορισμένα έχουν πιό στενή σχέση με το κορμί: ο σαρκικός πόθος, η όρεξη να φας και να κοιμηθείς, ο θυμός, η αλαζονεία, ο φθόνος. Οι ευλαβικοί κάνουν σ’ αυτά τα πάθη αμείλιχτο πόλεμο· αντίθετα, οι κοινοί άνθρωποι πιστεύουν πως δίχως αυτά δε θα μπορούσαν να ζήσουν.
Είναι τέλος και πάθη ενδιάμεσα και κάπως φυσικά: η άγάπη για την πατρίδα, η στοργή για τα παιδιά σου, τους γονιούς σου, τους φίλους σου. Ο κοινός άνθρωπος πολύ τα λογαριάζει αυτά. Μα οι ευλαβικοί πολεμούνε πώς και πώς να τα ξεριζώσουν από την καρδιά τους ή να τ’ ανεβάσουν ως την κορφή της ψυχής τους τουλάχιστο. Τότε όμως αγαπούν τον πατέρα τους, όχι σαν πατέρα, — γιατί δεν έσπειρε παρά το κορμί τους, που κι αυτό ακόμα έχει αληθινό πατέρα το Θεό, — αλλά σαν ένα καλόν άνθρωπο, που λάμπει μέσα του η εικόνα εκείνου του ανώτατου Νού, που γι’ αυτούς είναι το υπέρτατο Αγαθό. Έξω από τούτο, σου λένε, δεν πρέπει μήτε ν’ αγαπάς μήτε να ποθείς τίποτ’ άλλο. Πάνω σ’ αυτό το μέτρο κανονίζουν όλα τα καθήκοντα τής ζωής. Έτσι, τον ορατό κόσμο τον λογαριάζουν για πέταμα ή τουλάχιστο για πολύ κατώτερο από τον άλλο, που δεν μπορούν να δούνε.
Οι απ’ εδώ νομίζουν τούς απ’ εκεί τρελούς
Ακόμα και στα μυστήρια, λένε, ακόμα και στις λατρευτικές τελετές, βρίσκουμε το πνεύμα και το σώμα. Στη νηστεία, λόγου χάρη, σπουδαία τα λάχανα, σου λένε, αν καταργήσεις μόνο το κρέας και το δείπνο, όσα είναι δηλαδή για τον κοσμάκη όλη κι όλη η νηστεία. Περιμάζεψε κομμάτι και τα πάθη σου, λένε, μην αφήνεις να σε κυριεύει τόσο πολύ ο θυμός και η αλαζονεία, έτσι που το πνεύμα, ξαλαφρωμένο από το βάρος τού κορμιού, ν’ ανυψωθεί και να ποθήσει τα ουράνια αγαθά, τη γεύση τους και την απόλαυσή τους.
Τα ίδια και για τη λειτουργία. Βέβαια, λένε, ας μην περιφρονούμε το τελετουργικό· αλλά τα εξωτερικά τής τελετής, μόνα τους, δεν κάνουν και πολλά πράματα, μπορεί μάλιστα και να βλάφτουν, αν λείπει από μέσα τους το πνευματικό στοιχείο, αυτό ακριβώς που εικονίζουν τα ορατά σημεία. Η λειτουργία παρασταίνει το θάνατο τού Χριστού, που οι πιστοί πρέπει να τον ξαναπεράσουν μέσα τους, δαμάζοντας, πνίγοντας και θάβοντας, σα να λέμε, τα σαρκικά πάθη, για ν’ αναστηθούν σε μιά καινούργια ζωή και να γίνουν ένα σώμα πιά με το Χριστό, ένα ὀλοι τους μαζί. Αυτά σκέφτεται, αυτά κάνει ο ευλαβικός άνθρωπος. Ο κοσμάκης, αντίθετα, νομίζει πως όταν στριμώχνεται μπρος στο ιερό κι όσο πιό κολλητά μπορεί πάνω του κι ακούει το βουητό από τις ψαλμωδίες και βλέπει τίποτα τελετές, αυτό είναι η λειτουργία!
Τα λίγα τούτα τα είπα σαν παράδειγμα. Μα η ζωή ολόκληρη τού ευλαβικού ανθρώπου είναι μιά φυγή από το κορμί και τις αισθήσεις κι ένα φτερούγισμα για τ’ απάνω, στα αιώνια, στ’ αόρατα, στα πνευματικά. Κι είναι τόσο τεράστια η διαφορά που χωρίζει σ’ όλα τους ευλαβικούς απ’ τους κοινούς ανθρώπους, ώστε πολύ φυσικά οι απ’ εδώ νομίζουν τούς απ’ εκεί τρελούς κι αντίστροφα.
Για τη δική μου γνώμη πάντως, η λέξη τρελός ταιριάζει πιό σωστά στους ευλαβικούς παρά στους άλλους.
Η μανία των εραστών είναι η πιό γλυκειά
Αυτό θα το καταλάβετε ακόμα πιό καλά όταν, όπως υποσχέθηκα, σας αποδείξω με λίγα λόγια πως το υπέρτατο Αγαθό που περιμένουν οι ευλαβικοί δεν είναι παρά ένα είδος τρέλας. Σκεφτείτε πως κι ο Πλάτωνας ονειρεύτηκε το ίδιο, όταν έγραφε πως η μανία των εραστών είναι η πιο γλυκειά απ’ όλες. Κι αλήθεια, όποιος αγαπά με πάθος δε ζεί πιά μέσα του, ζεί ολόκληρος μέσα σ’ εκείνο που αγαπάει. Όσο πιό πολύ βγαίνει από τον εαυτό του, τόσο και λυώνει μέσα στο αντικείμενο του έρωτά του, τόσο πιό γεμάτα νιώθει την ευτυχία. Έτσι, όταν η ψυχή γυρεύει να φύγει απ’ το κορμί και δεν ξέρει πια πώς να μεταχειριστεί σωστά τα όργανά του, με το δίκιο σου λες εσύ πως αυτό είναι τρέλα. Διαφορετικά, τί σημαίνουν αυτές οι φράσεις που τις βρίσκεις σ’ όλα τα στόματα: «Βγήκε απ’ τα ρούχα του… Έλα στον εαυτό σου… Ήρθε στα σύγκαλά του»; Όσο πιό τέλειος είναι ο έρωτας, τόσο πιο μεγάλη κι η μανία του και πιό γλυκειά.
Ποιά θα είναι λοιπόν αυτή η ουράνια ζωή που την ποθούν με τόσο πάθος οι ευλαβικές ψυχές; Να σάς πω: Το πνεύμα, σα νικητής και πιό δυνατός, ρουφάει το κορμί και το ρουφάει ακόμα πιό εύκολα, γιατί σ’ όλη του τη ζωή το αποκαθάριζε και το αποστέγνωνε με σκοπό τούτη τη μεταμόρφωση. Το πνεύμα, με τη σειρά του, θαυμάσια θα ρουφηχτεί από τον υπέρτατο Νού, που άπειρα είναι όσα μπορεί να κάνει. Έτσι, μιά και βρεθεί ολόκληρος ο άνθρωπος έξω από τον εαυτό του, θα ευτυχήσει, όχι από τίποτε άλλο, μα γιατί, έχοντας παρατήσει το κορμί του, μπορεί πιά να υποταχτεί στην ανεκλάλητη εξουσία τού υπέρτατου Αγαθού, που συναρπάζει τα πάντα.
Πώς να γίνουν ισόβια τρελοί με τέτοια τρέλα
Τέτοια ευτυχία, βέβαια, δεν ολοκληρώνεται παρά από τη στιγμή που οι ψυχές θα ξαναβρούν τα πρώτα τους κορμιά και φτάσουν έτσι μαζί στην αιώνια ζωή. Αφού όμως η ζωή ολόκληρη των ευλαβικών αvθρώπων δεν είναι άλλο από μελέτη της αιώνιας ζωής και σάμπως η σκιά της, τούς τυχαίνει να γευτούν από πριν καμιά γουλιά ή να μυριστούν την ευωδιά της. Δεν είναι ίσως παρά μιά τοσοδούτσικη σταγόνα πλάι στην αστέρευτη βρύση της αιώνιας ευτυχίας κι όμως ξεπερνάει όλες τις ηδονές της γης, ακόμα κι αν μαζεύονταν σε μιά μόνο. Τόσο πολύ ξεπερνούν οι πνευματικές ηδoνές τις ηδονές της σάρκας κι οι αόρατες τις ορατές!
Αυτό δε μας έταξε κι ο προφήτης; «Μήτε είδε το μάτι, μήτε άκουσε τ’ αυτί, μήτε η καρδιά τού ανθρώπoυ ένιωσε ποτέ αυτό που ετοίμασε ο Θεός για όσους τον αγαπούνε». Κι αυτό είναι ίσα – ίσα το είδος της τρέλας που με το πέρασμα από τούτη τη ζωή στην άλλη δε σταματά καθόλoυ, μόνο γίνεται πιο τέλεια. Όσοι είχαν το προνόμιο, — μα είναι πάρα πολύ λίγοι, — να το αιστανθούν αυτό, παθαίνουν κάτι που μοιάζει με παραφροσύνη: λένε ασυναρτησίες, κουβέντες άλλου κόσμου, βγάζουν φωνές που δεν έχουν νόημα, το πρόσωπό τους αλλάζει έκφραση από στιγμή σε στιγμή. Πότε χαρούμενοι, πότε λυπημένοι, γελάνε, κλαίνε, αναστενάζουν· κοντολογής, είναι στ’ αλήθεια έξω από τον εαυτό τους. Όταν συνέρθουν, λένε πως δεν ξέρουν πού ήτανε: μέσα στο κορμί τους ή έξω απ’ το κορμί τους, ξυπνητοί για κοιμισμένοι; Τί ακουσαν, τί είδαν, τί είπαν, τί κάνανε; Δε θυμούνται, κάτι μόνο σα μέσα σε σύννεφο ή όνειρο. Ένα ξέρουν καλά: πως ήταν πολύ ευτυχισμένoι όσο βαστούσε η τρέλα τους. Χτυπιούνται που ξαναβρέθηκαν στα σύγκαλά τους και δεν ονειρεύονται παρά πώς να γίνουν ισόβια τρελοί με τέτοια τρέλα. Και πάλι δεν είχαν γευτεί παρά ένα μεζεδάκι από τη μελλούμενη ευτυχία.
Σκεφτείτε πώς σάς μίλησα σαν τρελή και σα γυναίκα
[68] Μα ξεχάστηκα τόση ώρα, ξεπέρασα τα όρια! Ε, λοιπόν, αν νομίζετε πως το παράκαμα στην αυθάδεια και στην πολυλογία, να σκεφτείτε πως σάς μίλησα σαν τρελή και σα γυναίκα. Θυμηθείτε, ωστόσο, την ελληνική παροιμία: «Συχνά κι ο τρελός ακόμα μιλάει σωστά», — ή μπας και θαρρείτε πως η παροιμία αυτή δεν πάει καθόλου στις γυναίκες;
Βλέπω πως περιμένετε κι επίλογο. Μα είστε ντιπ τρελοί αν νομίζετε πως θυμάμαι τι είπα, ύστερα από τέτοια λογοδιάρροια. Νά μιά παλιά παροιμία: «Μισώ το σύντροφο στο κρασί, που θυμάται»· να και μια καινούργια: «Μισώ τον ακροατή, που δεν ξεχνάει».
Και τώρα, γειά σας! Χειροκροτήστε· ζήστε και πίνετε, ξεφτέρια πια εσείς, μπασμένοι στα μυστήρια της Τρέλας!