Μία παρεξηγημένη εικόνα του χριστιανισμού είναι, ότι δήθεν οι χριστιανοί αποδέχονται την αρχαιοελληνική θεωρία της αθανασίας της ψυχής. Όχι μόνο δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά ισχύει ακριβώς το αντίθετο. Οι χριστιανοί καταδικάζουν την αθανασία τη ψυχής, της προΰπαρξής της και τη φυσική αφθαρσία, γιατί πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών και στην αφθαρτοποίηση του σώματος μαζί με την ψυχή.
Στο μεταφυσικό ερώτημα: τι είναι ο θάνατος, τέρμα της ζωής ή σταθμός του βίου, δεχθούμε τη μεταβατική υφή του θανάτου, ότι δηλ. πρόκειται για μια διαβατήρια στιγμή της ανθρώπινης ύπαρξης, τότε γεννιέται το επόμενο θεολογικό ερώτημα: πώς ερμηνεύεται η παροδικότητα του θανάτου μπροστά στη μονιμότητα της ζωής, που διακόπτεται στιγμιαία από την τελευτή του ανθρώπου.
Η αρχαιοελληνική παράδοση θα προτείνει την αθανασία της ψυχής, ο ιουδαιοχριστιανισμός θα τονίσει την ανάσταση των νεκρών δηλ. τη σωματική έγερση του ανθρώπου.
Ο Πλατωνισμός και ο Ορφισμός υποτιμούν το σώμα και εκτιμούν την ψυχή, την θεωρούν αγέννητη, προϋπάρχουσα και εκ φύσεως αθάνατη. Η ψυχή με την έξοδό της από το θνητό σώμα ελευθερώνεται από τα δεσμά της ύλης και του σώματος για να μεταβεί σ’ ένα κόσμο άυλο και αθάνατο. Φυσικά σε μία τέτοια προοπτική ο άνθρωπος δεν χρειάζεται έναν προσωπικό Θεό, ούτε δημιουργό ύλης, ψυχής ή σώματος, ούτε κριτή και σωτήρα της ψυχής μετά θάνατον. Η σωτηρία είναι υπόθεση προσωπική και ατομική.
Ο χριστιανισμός εκτιμά το σώμα μαζί με την ψυχή, γι’ αυτό ξεπερνά τη θεωρία της έμφυτης αθανασίας της ψυχής και πρεσβεύουν σε άλλη άποψη: την ανάσταση των νεκρών. Ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματική οντότητα. Ζωή σημαίνει τη σχέση ψυχής και σώματος με τη μετοχή των ψυχικών λειτουργιών στις σωματικές διαδικασίες και την επικοινωνία ψυχής και σώματος. Αν ορίσουμε τη ζωή ως σχέση ψυχής – σώματος, τότε κατανοούμε τον θάνατο ως διάσπαση του ανθρώπου, το διαχωρισμό του και την απομόνωση της ψυχής από το σώμα. Πτώμα είναι ένα σώμα χωρίς ψυχή. Άνθρωπος είναι έμψυχο σώμα ή ενσώματη ψυχή. Νεκρός άνθρωπος είναι μία διασπασμένη οντότητα ανθρώπου σε δύο μέρη: την ψυχή και το σώμα.
Με την ανάσταση των νεκρών συμβαίνει η επανένωση ψυχής – σώματος και πραγματοποιείται η μετάβαση από τη σχάση του θανάτου στη σχέση της ζωής. Στην ανάσταση συνδέονται εκ νέου η ψυχή με το σώμα. Ανάσταση είναι η υπέρβαση της σχάσεως στη σχέση, η μετάβαση από το θάνατο στη ζωή. Αφού λοιπόν στην ανάσταση επανασυνδέεται η ψυχή με το σώμα, τότε δεν νοείται ανάσταση νεκρών χωρίς την ανάσταση των σωμάτων. Χωρίς το σώμα δεν υπάρχει ανάσταση. Δίχως ανάσταση δεν νοείται σώμα. Η καταξίωση του σώματος είναι απαράβατος όρος για την πίστη στην ανάσταση των νεκρών.
«αυτό ουν το σώμα το φθειρόμενον και διαλυόμενον, αυτό αναστήσεται άφθαρτον»
Ι. Δαμασκηνός
Μάριος Μπέγζος,
Επικ. Καθ. Παν. Αθηνών.
«Ο άνθρωπος ως σώμα στην ορθόδοξη Θεολογία»