Έχουμε όλοι έναν μόνο Θεό. Τον λάθος Θεό - Point of view

Εν τάχει

Έχουμε όλοι έναν μόνο Θεό. Τον λάθος Θεό





Ερώτηση: Έχουμε όλοι ένα μόνο Θεό. Γιατί τότε υπάρχουν τόσες πίστεις; Ακόμα κι ανάμεσα στους χριστιανούς υπάρχουν διάφορες ομολογίες: ορθόδοξοι, καθολικοί, προτεστάντες κ.λπ. Και σε τελευταία ανάλυση, ποια είναι ή σωστότερη ομολογία;

Απάντηση: Ναι, έχουμε όλοι ένα μόνο Θεό, αλλά πιστεύουμε σ’ αυτόν με διαφορετικό τρόπο. Κι αυτό γιατί είμαστε αμαρτωλοί και έχουμε χάσει τον προσανατολισμό μας. Όταν κάποιος χάσει τον δρόμο του ψάχνει να τον βρει με διάφορους τρόπους. Αλλά υπάρχει μόνο ένας δρόμος πού οδηγεί στο Θεό. Αν οι άνθρωποι αναζητούν το θεό, πάει καλά. Το άσχημο είναι όταν δεν τον αναζητούν. Κάθε αναζήτηση έχει το μερίδιο της στην αλήθεια. Και ευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος πού βρήκε τον πιο σίγουρο δρόμο, την πιο σωστή πίστη. Αυτό είναι μεγάλη ευτυχία.

Δεν πρέπει να κοιτάζουμε με περιφρόνηση όσους ανήκουν σε άλλες ομολογίες. Όποιος περηφανεύεται για την πίστη του, δεν είναι πιστός. Ό αληθινός πιστός βλέπει τους άλλους με σεβασμό και αγάπη.

Συχνά οι άθεοι κατηγορούν τους πιστούς λέγοντας ότι εφόσον υπάρχουν πολλές ομολογίες αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει Θεός. 

Αυτό όμως σημαίνει, απλούστατα, ότι καθένας καταλαβαίνει το Θεό με τον τρόπο του.

Άλλα αυτοί οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται ότι όταν κανείς αναζητά, παίρνει πάντοτε διάφορους δρόμους και μόνο όταν νοιώσει ότι βρίσκεται κοντά σ’ αυτό που αναζήτα, τότε καταλήγει στο σωστό δρόμο.

 Αν διαισθανόμαστε το Θεό όπως πρέπει, τότε ομολογούμε την αληθινή πίστη. Έχουμε την ευτυχία να ομολογούμε την ορθόδοξη πίστη. Πρέπει να χαιρόμαστε γι’ αυτό και να μένουμε σταθεροί στην ομολογία μας. Όποιος δεν μένει σταθερός στην ομολογία του, δεν είναι σταθερός στην πίστη του στο Θεό. Πρέπει να μένουμε σταθεροί στην ορθόδοξη πίστη μας, είναι ή πιο σωστή για μας. Τους άλλους θα τους κρίνει ό Θεός, εμείς ας σκεπτόμαστε τη δική μας πίστη.


Όταν δεν θα υπάρχει πια αμαρτία ούτε πλάνη μεταξύ μας,τότε θα έχουμε μια μόνο ομολογία. 

Άλλα όσο τα πράγματα είναι έτσι, θα υπάρχουν διάφορες ομολογίες.

Κάθε ομολογία αποδεικνύει ότι αναζητούμε μια διέξοδο, αναζητούμε τον Θεό, την πηγή της ζωής.

 Μόνο ή απιστία δεν αναζητεί διέξοδο γιατί είναι από μόνη της. Κι Όποιος δεν αναζητεί διέξοδο, χάνεται. Ό άθεος δεν καταλαβαίνει ότι ή αμαρτία είναι ή μεγαλύτερη δυστυχία, και χάνεται μέσα σ` αύτη την αμαρτία. Ή διέξοδος που αναζητεί δεν είναι ή απελευθέ­ρωση από την αμαρτία, άλλα ή απελευθέρωση από τις δευτερεύουσες αιτίες της, π.χ. την φτώχεια. Άλλα με το να λυτρωθεί από την φτώχεια ό άνθρωπος δεν γίνεται ευτυχισμένος. Και βλέπουμε σήμερα ότι οι πιο ευκατάστατοι άνθρωποι γίνονται, συχνότερα από τους άλλους, τιποτένιοι, ανήθικοι, αλκοολικοί. Τι ευτυχία υπάρχει εκεί; Είναι ό χαμός τους. Μόνο ό θεός δίνει την ευτυχία.

Μια ομολογία είναι σωστή, όταν εμείς που την ομολογούμε ζούμε σωστά.

 Μπορεί να ομολογούμε αυτή ή εκείνη την πίστη και να μην καταλαβαίνουμε το Θεό όπως πρέπει.

Ας ζούμε, λοιπόν, όπως ταιριάζει στους χριστιανούς και τότε ή πίστη πού ομολογούμε θα είναι ή πιο σωστή.




Ερώτηση: Τι σημαίνει η φράση «ουδείς δύναται ελθείν πρός με, εάν μη ο πατήρ ο πέμψας με ελκύση αυτόν»

(Ιω.6.44)





Απάντηση: Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ό Θεός θα μας αρπάξει άπ’ το γιακά για να μας οδηγήσει στον Υιό Του. Εκείνο πού χρειάζεται είναι να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτη τη στιγμή πού αρχίζουμε να κλίνουμε προς την πίστη. Αυτό είναι δείγμα ότι ό ουράνιος Πατέρας μας ελκύει. Χρειάζεται όμως να κάνουμε κι εμείς κάποια προσπάθεια.




Και τώρα θα σας διαβάσω το γράμμα μιας νέας κοπέλας που διηγείται πώς έφτασε στην πίστη.




Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια οικογένεια βαθύτατα άθεη, στην οποία όχι μόνο οί γονείς μου, πού ήταν μέλη, του κόμματος από το 1928, αλλά ούτε και ή γιαγιά μου δεν πίστευαν στο Θεό. Έτσι από την παιδική μου ηλικία ήμουν απόλυτα πεπεισμένη ότι «ό Θεός δεν υπήρχε, δεν είχε ποτέ υπάρξει, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει». όλα τα σχετικά με τη θρησκεία: εικονογραφία, θρησκευτικές διηγήσεις, δεν με ενδιέφεραν, τα αγνοούσα, δεν τα σκεπτόμουν καν.


Το 1962, μετά από μια γρίπη, έπαθα φλεγμονή της αραχνοειδούς μεμβράνης του εγκεφάλου. Την άνοιξη του 1963 είχα σχεδόν γιατρευτεί έκτος από μερικά κατάλοιπα όπως π.χ., έντονο νυσταγμό, διαταραχές της ομιλίας, και της ισορροπίας και έντο­νες κρίσεις πονοκεφάλου που έφταναν ως τη λιποθυμία.


Στις 12 Απριλίου 1963 μια δυνατή διάσειση του εγκεφάλου με έριξε και πάλι στο κρεβάτι. Λίγο αργότερα μπήκα στην ανάρρωση και τότε άρχισα να μελετώ χωρίς τη βοήθεια κανενός, παρ’ όλο πού οι γιατροί μου είχαν απαγορεύσει κατηγορηματικά όχι μόνο να διαβάζω αλλά ακόμα και να ακούω ραδιόφωνο και ήταν έτοιμοι να με κατατάξουν στους αναπήρους δευτέρου βαθμού. Ήμουν 20 χρόνων. Έκτος από τις σπουδές μου στο ινστιτούτο ήμουν μέλος μιας χορωδίας και πήγαινα συχνά στις πρόβες.


Και ξαφνικά μια νύκτα (αυτό έγινε στα τέλη Απριλίου 1963) ξύπνησα από ένα γλυκό φως. Όταν άνοιξα τα μάτια, όλα ήταν σκοτεινά στο δωμάτιο. Το κεφάλι του κρεβατιού μου ήταν απέναντι στο παράθυρο. Και ξαφνικά, στην αριστερή γωνία, λίγο ψηλότερα από το ύψος ενός ανθρώπου, παρουσιάστηκε ένα απαλό φωτεινό σημείο πού έριχνε φωτεινές ανταύγειες. Αυτό το φως απλωνόταν μαλακά σε κύματα γεμίζοντας το δωμάτιο. Ήταν ένα φως ζωηρό, αλλά όχι εκτυφλωτικά λευκό. Αντίθετα ήταν πολύ γλυκό και ζεστό. Και μέσα σ’ αυτό το φως παρουσιάστηκε από­τομα μια γυναίκα με λυτά τα ξανθά της μαλλιά, μ’ ένα γαλάζιο πέπλο στο κεφάλι. Ήταν μισογυρισμένη προς το μέρος μου, με κοίταζε μ’ ένα βαθύ, σκεπτικό βλέμμα και μου χαμογελούσε με γλυκύτητα και τρυφερότητα. Και ήξερα ότι ήταν ή Μητέρα του Θεού!


(Για μια ακόμα φορά θα παρατηρήσω ότι μέχρι τότε δεν είχα δει ποτέ εικόνες ή άλλες αναπαραστάσεις της Μητέρας του Θεού και ότι δεν ενδιαφερόμουν για καμιά θρησκεία). Όλη αυτή ή σκηνή συνοδευόταν όχι ακριβώς από ένα τραγούδι ή από μια μουσική όπως την εννοούμε συνήθως, άλλα από ένα παράδοξα με­λωδικό κα! τρυφερό ήχο. Ύστερα Εκείνη, εξαφανίστηκε, ό ήχος έσβησε απαλά και το φως άρχισε να χαμηλώνει, ώσπου έγινε πά­λι ένα φωτεινό σημείο καί τελικά χάθηκε. Άρχισα να τσιμπιέμαι για να σιγουρευτώ ότι δεν κοιμόμουν. Ένοιωσα πόνο, άρα ήμουν ξυπνητή.


Το πρωί δεν είπα τίποτα στους δικούς μου. Τα διηγήθηκα όλα στην καθηγήτρια μου του τραγουδιού πού ήταν πιστή. Με συμβούλεψε να πάω στην εκκλησία και να ανάψω ένα κερί στην εικόνα της Παναγίας. Της απάντησα ότι δεν έβλεπα το λόγο να «κουβαληθώ» (ήταν τα ίδια μου τα λόγια) εκεί, αλλά, «αν το επι­θυμούσε, θα μπορούσε να το κάνει εκείνη αντί για μένα. Της έδω­σα, λοιπόν, ένα ρούβλι. Μετά από δύο-τρία μαθήματα μου είπε ότι είχε πραγματικά ανάψει ένα κερί.


Μετά από αυτό ζούσα με τη συναίσθηση ότι δεν είχα κάνει το καθήκον μου και με ένα αίσθημα ένοχης γι’ αύτη την παράλειψη. Ή αρρώστια μου γιατρεύτηκε εντελώς χωρίς να αφήσει κα­νένα ίχνος. Κανένας γιατρός δεν μου βρίσκει σήμερα ούτε το ελά­χιστο σύμπτωμα νευρολογικής διαταραχής. Και οί πονοκέφαλοι εξαφανίστηκαν εντελώς, καθώς και ό νυσταγμός. Βρήκα πάλι το αίσθημα της ισορροπίας και αυτό είναι ένα φαινόμενο που δεν έχει παρατηρηθεί στην ιατρική πράξη.


Πολλές φορές, υστέρα από αυτό, οί γιατροί με είχαν κατα­δικάσει γιατί, έκτος από την οξεία αραχνοειδίτιδα, αναγκάστηκα να υποστώ έξη εγχειρήσεις, υποφέρω από την καρδιά μου (μια οξεία καρδιακή ανεπάρκεια συνδυασμένη με στένωση της μιτροει­δούς), αλλά κάθε φορά πού άκουγα τις ιατρικές αυτές καταδι­καστικές αποφάσεις μια αστραπή φώτιζε στιγμιαία τη συνείδηση μου καί μια τεράστια δύναμη με έκανε να επαναστατώ για τα λό­για Τους και να λέω με βεβαιότητα: «θα επιζήσω». Και ζω ακόμη. Άλλα το αίσθημα του ανεκπλήρωτου καθήκοντος καθώς και το αίσθημα της ένοχης* δεν εξαφανίζονταν. Μερικά χρόνια αργό­τερα ή σπιτονοικοκυρά μου είπε: «Θα έπρεπε να βαπτιστείς. Θα είμαι ή νονά σου. Πιστεύεις στο Θεό, έστω κι αν δεν θέλεις να το ομολογήσεις στον εαυτό σου». Βαπτίστηκα το 1973 δέκα χρόνια υστέρα άπ’ αυτό το γεγονός


Μέχρι τώρα ακόμη μου είναι δύσκολο να ονομάσω αυτό το γεγονός σαν εμφάνιση, της Παναγίας επειδή ή φτωχική μου λογική δεν μπορεί να συλλάβει (ούτε και προσπαθώ άλλωστε) γιατί κρίθηκα άξια για μια τέτοια χάρη:.


Μπορώ απλούστατα να σας διαβαιώσω ότι ποτέ δεν έπαιξα διπλό παιχνίδι και ότι τα λάθη μου και οι αμαρτίες μου ήταν ει­λικρινείς. Δεν ξέρω να λέω ψέματα ούτε θέλω να μάθω.


22 Ιανουαρίου 1974 (υπογραφή)




*Υ. Γ. Άλλα το αίσθημα του ανεκπλήρωτου καθήκοντος είναι πάντα ζωντανό μέσα μου, ίσως γιατί αυτό το 1963 ήθελα να μάθω να ψάλλω τη θεία Λειτουργία και να ψάλλω στην εκκλησία και ακόμα δεν το έκανα.


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ 

ΜΕ ΤΟΝ ΡΩΣΟ ΙΕΡΕΑ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ 
DIMITRI DOUDKO.

Pages