Aν η κάλπη μπορούσε να δώσει τελεσίδικες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που απασχολούν το ανθρώπινο γένος επί χιλιετίες, τα πράγματα θα ήταν απλά. Θα οργανώναμε καμιά δεκαριά δημοψηφίσματα στο οικουμενικό χωριουδάκι μας, θα προσφέραμε επαρκή χρόνο στους ενδιαφερόμενους (προς τι η βιασύνη άλλωστε), καθώς και τις ίδιες δυνατότητες πρόσβασης στα μεγάλα ΜΜΕ, ώστε να αναπτύξουν πλήρως τα επιχειρήματά τους, και κάποια στιγμή η ψήφος θα απαντούσε σε ερωτήματα όπως τα εξής:
Υπάρχει Θεός; Είναι ένας, κι αν ναι, ποιος προκρίνεται από τους πάμπολλους που έχει λατρέψει μέχρι στιγμής η ανθρωπότητα, ή έστω απ’ όσους λατρεύονται ακόμα; Είναι τρισυπόστατος; Υπάρχει Θεός χωρίς θρησκεία, χωρίς επί γης εκπροσώπους δηλαδή, αυτόκλητους ή «εκλεκτούς»; Υπάρχει ζωή μετά θάνατον και ποιας ακριβώς εκδοχής; Θα ξανασμίξουμε με τους δικούς μας και με ποια μορφή;
Έχει νόημα η ζωή, βαθύτερο από το «φάτε, πιέτε, μωρ’ αδέρφια», ή το «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα» δεν ισχύει μόνο για «όσα ουκ υπάρχει μετά θάνατον» αλλά γενικώς; Έχει σκοπό το σύμπαν ή είναι μια μάταιη σπατάλη ύλης και ενέργειας; Είναι ένα το σύμπαν ή υπάρχουν και παράλληλά του; Πόσες είναι οι διαστάσεις; Υπάρχουν εξωγήινοι, κι αν ναι, είναι αγαθοί ή κακούργοι;
Έχει τέλος ο χρόνος; Είχε αρχή; Είναι εφικτά στα ταξίδια στον χρόνο, προς το παρελθόν ή το μέλλον, και αν ναι, έχουμε τη δυνατότητα ή το δικαίωμα να επέμβουμε αναδρομικά ή προληπτικά; Ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κακός και εκ βουλήσεως καλός ή ανάποδα; Καταγόμαστε από τον πίθηκο; Είμαστε διαστημική σπορά ή αυτοφυείς γήινοι;
Με λίγη από τη δημοψηφισματική επινοητικότητα των Ελβετών, θα μπορούσαμε να αποφασίσουμε διά της κάλπης για οτιδήποτε μας βασανίζει και ταυτόχρονα μας ηδονίζει. Για οτιδήποτε μας τρώει το μυαλό, αλλά την ίδια στιγμή το ταΐζει και το μεγαλώνει. Δίχως τον πόλεμο με όλα αυτά τα ερωτήματα, ή με κάποια από αυτά και ποικίλα άλλα, ο βίος του ανθρώπου ελάχιστα θα διέφερε από τον βίο μιας κατσαρίδας ή μιας γαρίδας, για να γυρίσουμε στη θάλασσα, απ’ όπου και βγήκαμε μια φορά κι έναν καιρό.
Υπάρχουμε για να αναρωτιόμαστε. Ή μάλλον, υπάρχουμε –κατακτούμε δηλαδή μια ύπαρξη ουσιωδώς βαθύτερη από τη ζωή της αμοιβάδας– όσο αναρωτιόμαστε. Το «cogito ergo sum» μεταφράζεται με πολλούς τρόπους. Δεν έχει πάντως νόημα στη γλώσσα των δημοψηφισμάτων ή των δημοσκοπήσεων, που στενεύουν μυαλό και ψυχή, εγκλωβίζοντάς τα στις συμπληγάδες ενός «ναι ή όχι».
Μια επιστημονικών προδιαγραφών διερεύνηση της κοινής γνώμης (που μάλλον φάντασμα είναι ή βολική κατασκευή παρά πραγματικότητα), δεν είναι βέβαια δημοψήφισμα ούτε γκάλοπ. Μολαταύτα τα πορίσματά της, όποια κι αν είναι, είτε συμφωνούν με τις δικές μας ιδέες για τα ανθρώπινα είτε όχι, παραμένουν ελέγξιμα και ελεγκτέα. Ιδιαίτερα όσα θεμελιώνονται στις απαντήσεις που δίνει το κοινό σε ερωτήσεις του τύπου «ναι ή όχι».
Και πράγματι, στην έρευνα που πραγματοποίησε το αμερικανικό Pew Researsh Center την περίοδο 2015-2017, 56.000 πολίτες 34 κρατών της Δυτικής, της Κεντρικής και της Ανατολικής Ευρώπης κλήθηκαν να απαντήσουν μονολεκτικά στο ερώτημα αν υπάρχει Θεός.
Εκεί οι Ελληνες πρωτεύσαμε, όπως σε εκτενή παρουσίαση των πορισμάτων της έρευνας στην «Καθημερινή» της Τρίτης, 30 Οκτωβρίου: Το 92% των ερωτηθέντων συμπατριωτών μας δήλωσε ότι πιστεύει πως υπάρχει Θεός. Δεύτεροι πιστεύοντες, αρκετά πίσω όμως, με 75%, οι ομόδοξοι Ρώσοι. Ομόδοξοι; Η σφοδρή σύγκρουση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το Πατριαρχείο της Μόσχας, με αντικείμενο την οικουμενική πρωτοκαθεδρία, το Άγιον Όρος και άλλα πολλά άκρως πνευματικά, πιστοποιεί πως η ομοδοξία δεν σημαίνει οπωσδήποτε συμφωνία και αγαπητικές σχέσεις.
Δοκίμασα να αντλήσω από το Διαδίκτυο πληροφορίες για το Pew Researsh Center. Και επειδή δεν εμπιστεύομαι ιδιαίτερα τα αγγλικά μου, αγγλικά ενός τυπικού βλαχάκου που βρέθηκε στην Αθήνα, αρχές της δεκαετίας του 1970, με τα οικονομικά του –όπως γενικά τα οικονομικά της σειράς του– να ταξινομούν στις πολυτέλειες τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών, μόλις εμφανίστηκε στην οθόνη το λήμμα Pew Researsh Center τρύπωσα στο τετραγωνάκι «μετάφραση αυτής της σελίδας».
Και είδα και εθαύμασα τα έργα του αυτόματου μεταφραστή. Ένα δείγμα αρκεί. Υπό τον σαφή τίτλο «Εκλογές στην Αμερική: ανησυχίες πάνω από την ασφάλεια, τμήματα πέρα από την επέκταση της πρόσβασης στην ψήφο» διαβάζει κανείς με πόνο ψυχής –ή χαμογελώντας– τα εξής σαφέστατα: «Οι Αμερικανοί είναι σίγουροι ότι οι τοπικές δημοσκοπήσεις θα διεξαγάγουν ομαλά τις εκλογές και ότι οι ψήφοι θα μετρηθούν με ακρίβεια, αλλά είναι λιγότερο σίγουροι για τις εθνικές εκλογές και ανησυχούν για την ξένη πειρατεία». Σαν να μιλάει ελληνικά ο Ντόναλντ Τραμπ έπειτα από φροντιστήριο δυόμισι μηνών.
Ας αφήσουμε τις λέξεις και ας επιστρέψουμε στους αριθμούς. Στα ποσοστά. Ας επιστρέψουμε δηλαδή στα ερωτήματα που προκαλούν οι απαντήσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο της αμερικανικής έρευνας. Τι σημαίνει άραγε για το 92% των Ελλήνων η πίστη τους στην ύπαρξη Θεού; Πώς μεταφράζεται στη γλώσσα της ηθικής η πίστη τους αυτή και πώς επηρεάζει την καθημερινότητά τους;
Γίνονται καλύτεροι άνθρωποι λόγω της πίστης τους; Φοβούνται περισσότερο να κάνουν το κακό; Το ξανασκέφτονται πριν προσπεράσουν αγέρωχα τη μία ή την άλλη από τις δέκα παλαιοδιαθηκικές εντολές, όσες θυμούνται, ή τη μία και μόνη των Ευαγγελίων; Οι ίδιοι οι επαγγελματικά διάκονοι του Θεού πορεύονται με τον σταυρό στο χέρι ή φορώντας στολή χολιγουντιανού Φαρισαίου;
Τις απαντήσεις μάς τις προσφέρουν όσα βλέπουμε γύρω μας – και μέσα μας. Αν ζούσαμε σε κοινωνία καλών χριστιανών, όντως χριστιανών, το τωρινό αστυνομικό ρεπορτάζ των ΜΜΕ, τόσο πλούσιο σε κακότητα, απλώς δεν θα υπήρχε, ή θα εξαντλούνταν σε μονόστηλα. Και δεν θα γκρινιάζαμε όλοι, από γενιά σε γενιά, για τη σήψη, την παρακμή, τη διαφθορά, την κρίση ηθικής και αξιών.
Για τους πολλούς η σχέση με τη θρησκεία είναι μια ρουτίνα, μια κοινωνική συνήθεια. Το «πιστεύω εις ένα Θεόν» δεν τυπώνεται μέσα τους βαθύτερα απ’ ό,τι τυπωνόταν το περίφημο «Χ.Ο.» στην παλιά μας ταυτότητα. Και με το δεδομένο ότι για την πλειοψηφία γνήσιος Ελληνας είναι μόνο ο χριστιανός, κάποιο πρόβλημα υπάρχει και στη χριστιανικότητά μας και στην ελληνικότητά μας, αλλά και στο αχώριστο υποτίθεται ζεύγος τους.
Δεν είναι απίθανο, πάντως, να δηλώνουμε ότι πιστεύουμε στην ύπαρξη του Θεού απλώς και μόνο επειδή πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι Έλληνας, ή έστω φιλέλληνας. Είμαστε δηλαδή λαός περιούσιος. Έτσι φρονούμε. Ταυτόχρονα το 89% εξ ημών πρεσβεύει ότι «ο πολιτισμός μας είναι ανώτερος των άλλων». Κι εδώ πρωτιά. Προφανώς σαν «πολιτισμό μας» εννοούμε τον Παρθενώνα, τον Όμηρο, τον Αισχύλο. Όχι το πώς διαχειριζόμαστε τα σκουπίδια μας ή πώς φερόμαστε στους κάθε λογής αδύναμους.