Είναι χαρακτηριστική η απουσία αντίστασης στην βουλιμική παρόρμηση και η διάχυτη εντύπωση ότι υπάρχει «ένα κενό στο μυαλό» όσο διαρκούν οι κρίσεις.
Η υπερφαγία γίνεται ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν εξελίσσεται σε χρόνια βουλιμία, όταν δηλαδή το άτομο οργανώνει μία διατροφική συμπεριφορά σταθερή και ταυτόχρονα επιζήμια για το ίδιο.
Tο μόνο που μένει είναι μία μηχανική επανάληψη μιας επιζήμιας συμπεριφοράς που συνοδεύεται από μία γενικευμένη αίσθηση ανίας και αποστέρησης, χωρίς οι κρίσεις υπερφαγίας να συνοδεύονται πλέον από έντονες συναισθηματικές μεταπτώσεις ή εξάρσεις.
Πρόκειται για ένα είδος αμυντικής και φοβισμένης αναδίπλωσης στην σφαίρα του περιορισμένου Εγώ. Με τις κρίσεις υπερφαγίας το άτομο κατά κάποιο τρόπο επιχειρεί να μετατρέψει τον Άλλον σε ένα αντικείμενο που ενσωματώνει και στη συνέχεια απορρίπτει (με τον αυτοπροκαλούμενο έμετο, τα καθαρτικά κτλ.), θεωρώντας ότι έτσι ασκεί πάνω στον Άλλον ένα πλήρη έλεγχο.