Ὁ σεβαστός Γέροντας π. Θεόκλητος Διονυσιάτης ἀντιτάσσεται σθεναρά στήν αἱρετική ἀντισταυρική αὐτήν διδασκαλία. Οἱ σύγχρονοι «νεοορθόδοξοι», ὅπως σημειώνει, «δέσµιοι τῶν παθῶν τους καί ἐνεργούµενοι ὑπό τῶν δαιµόνων, πού τούς ἐµπαίζουν, ἐνῶ κυλίονται στόν βόρβορο τῶν ἡδονῶν, αἰσθάνονται, µέσα στήν φιλήδονη βακχεία τους, ὅτι ἀπολαµβάνουν τόν θεῖο ἔρωτα. Τοῦτο εἶναι τό σκοτάδι τους, ἡ πλάνη τους»[1].
Μιλοῦν συνεχῶς γιά τήν ἀγάπη, τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα, ὡς ὁδό θεογνωσίας. Ἀγάπη, ὅμως, χωρίς κάθαρση ἀπό τά πάθη εἶναι, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ὀχιά πού κατατρώγει. «Πρόσεχε», λέγει, «νά μή δεχθῆς στήν καρδιά σου ἐνέργεια ἀγάπης, ἐάν προηγουμένως δέν περάση ὁ ἁγνιστικός φόβος γιά νά τήν καθαρίση. Ἀλλιῶς θά σοῦ γίνει ἔχιδνα καί θά σέ καταφάγη»[2].
«Ὁ ὅρος ἔρως», τόν ὁποῖον χρησιμοποιοῦν συνεχῶς οἱ νεοορθόδοξοι, ὅπως τονίζει ὁ π. Θεόκλητος, «δέν ὑπάρχει στήν πατερική ὁρολογία γιά τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων. Ἔρως εἶναι ἡ φλογερή ἀγάπη, πού ἀναφέρεται µόνον στόν Θεό καί δέν ἔχει καµία θέση οὔτε πρό τοῦ γάµου, οὔτε µέσα στόν γάµο»[3]. Ἀπευθυνόμενος δέ στόν κ. Γιανναρᾶ λέγει: «Φέρε µας δύο, τρία, πέντε κείµενα Πατέρων, πού ἀποδέχονται τόν ἑτερόφυλο ἔρωτα ὡς ἀναµάρτητον, ὡς διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁδηγεῖ στόν θεῖον ἔρωτα καί ἰδού οἱ νεορθόδοξοι εἶσθε πλέον ὀρθόδοξοι. Ἄν µπορεῖτε ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες νά φέρετε µαρτυρίες ὅτι…. δέχονται οἱ Ἅγιοι Πατέρες τόν ἑτερόφυλο ἔρωτα, τότε πραγµατικά εἶσθε ὀρθόδοξοι»[4]. Δυστυχῶς, ἡ νεοορθοδοξία-μεταπατερικότητα εἶναι κατ’ οὐσίαν μία ἀντιπατερικότητα καί ἑπομένως μία ἀντίθεση στό Ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ Ὁποίου φορεῖς εἶναι οἱ θειότατοι Πατέρες· τελικά δηλαδή εἶναι μία Θεομαχία.
«Δυστυχῶς, ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς», παρατηρεῖ ὁ καθηγ. τῆς Πατρολογίας τοῦ Α.Π.Θ. π. Θεόδωρος Ζήσης, «ὑπερέβη τούς Πατέρες, δέν ἀκολουθεῖ τούς Πατέρες· διατυπώνει διδασκαλίες ἀντιπατερικές καί ἠθικά ἐπικίνδυνες, ὅπως ἡ διδασκαλία του γιά τόν ἀνθρώπινο ἔρωτα ὡς ὁδό θεογνωσίας, γιά τήν ὁποία ἐλέγχθηκε μέ δυνατή καί ἀκαταμάχητη ἐπιχειρηματολογία ἀπό τόν ἀείμνηστο Γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, μέ σειρά δημοσιευμάτων, στά ὁποῖα αὐτή ἡ διδασκαλία χαρακτηρίζεται ὡς ἐπανεμφάνιση τῆς αἱρέσεως τοῦ Νικολαϊτισμοῦ, ὡς Νεονικολαϊτισμός. Ὁ π. Θεόκλητος μάλιστα εὑρίσκει ὄχι ἁπλῆ ὑπέρβαση, ἀγνόηση τῶν Πατέρων, ἀλλά πολεμική καί ὕβρεις ἐναντίον τους. Γράφει:
«Καί ἐπειδή μέν διαθέτει «μιάν κάποιαν ἀνεπτυγμένην σκέψι καί κρίσι», δέν διαθέτει δέ ἐπαρκή πνευματικήν πεῖραν, καί, μή ὑποψιαζόμενος τήν ἀνεπάρκειάν του, ἔχει ἀθεοφόβως στρατεύσει κατά τῆς ἠθικῆς καί πνευματικῆς διδασκαλίας τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας δι’ ἄρθρων, κατηγορῶν αὐτῆς… (διά) μανιχαϊσμόν! Μέ τήν ἰδέαν αὐτήν ἔχει ὑποστῇ ψύχωσιν, ἔγινε στόχος του, τήν χρησιμοποιεῖ εἰς τάς ἀναπλαστικάς του προσπαθείας καί πανταχοῦ τῆς Πατερικῆς πνευματικῆς διδασκαλίας διακρίνει ἐπιδράσεις μανιχαϊκάς. Εἰς ἕνα δέ τολμηρότατον βιβλίον του, πού ἐξέδωκε τελευταίως… αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά μνημονεύση «τήν διαστροφήν τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς ἀπό μανιχαϊκάς ἐπιδράσεις»! Τί νά εἴπωμεν; Ἡ Ἐκκλησία δέν τά προσέχει αὐτά τά αἱρετικά φρονήματα τοῦ ἀνιδέου αὐτοῦ θεολόγου; Δέν ὑπάρχει ἕνα γραφεῖον τύπου… νά παρακολουθῇ τάς κατά τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικῆς διδασκαλίας ἐκτοξευομένας ὕβρεις ὑπό θεωρουμένων ὀρθοδόξων θεολόγων»[5].
Καί σέ ἄλλο σημεῖο ἀπευθυνόμενος ὁ π. Θεόκλητος πρός τόν καθηγητή Γιανναρᾶ γράφει: «Μέ μιά ἀντιεπιστημονική ἐλαφρότητα καί δημοσιογραφική ρηχότητα θίγεις τά βασικότερα θέματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀδιαφορώντας γιά τίς ἀποκλίσεις σου σέ διάφορες αἱρέσεις. Ἀρχίζεις τήν θεολογική σου καριέρα μέ πόλεμο κατά τῶν ἱερῶν Κανόνων -τόν ὁποῖον καί συνεχίζεις ἐμμέσως- καί, ἀπό οἶστρον οἰήσεως, δέν ὀκνεῖς νά ἀποδώσῃς σαρκική συσσώρευση στούς Ἁγίους Πατέρες, χωρίς αὐτό νά σέ ἐμβάλλη σέ ἀνησυχία γιά τήν ἀπύθμενη ἐκτροπή σου. Καί ἤδη συνεχίζεις ἤ νά τούς διαστρέφεις ἤ νά τούς ἀγνοῆς ἤ νά τούς σπιλώνης»[6].
Συνέχισε, πράγματι, ὁ καθηγητής Γιανναρᾶς νά σπιλώνει καί νά συκοφαντεῖ τούς Ἁγίους Πατέρες μέ συγκεκριμένο τώρα στόχο τόν ἐπιφανέστερο καί πολυγραφώτερο τῶν Ἁγίων Κολλυβάδων Πατέρων, τόν Ἅγιο Νικόδημο Ἁγιορείτη, τόν ὁποῖο κατηγορεῖ ὅτι μέ τά συγγράμματά του δημιούργησε μιά «νοοτροπία πού θέλει νά ἐνσπείρει σέ μιά παραδοσιακή χριστιανική κοινωνία τόν μανιχαϊκό διαχωρισμό “καθαρῶν” καί “ἀκαθάρτων” ἀνθρώπων» καί ὅτι δῆθεν εἶναι «διάσπαρτη στά ἔργα τοῦ Νικοδήμου ἡ ἐμμονή στήν ἀνσέλμεια[7] καί θωμιστική[8] διδασκαλία “περί ἱκανοποιήσεως τῆς θείας Δικαιοσύνης διά τοῦ σταυρικοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ”» καί ὅτι στό «Ἐξομολογητάριον» τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου «κυριαρχεῖ τό δικανικό, τελείως δυτικό πνεῦμα…»[9].
Ἡ μεταπατερικότητα λοιπόν τοῦ καθηγητοῦ Γιανναρᾶ προσλαμβάνει βαρύτερο χαρακτήρα τῆς τῶν ἀναφερθέντων ἄλλων μεταπατερικῶν Οἰκουμενιστῶν, διότι καταλήγει σέ ἐμφανῆ ἀντιπατερικότητα μέ ὑβριστική, ἄδικη καί ἀθεμελίωτη πολεμική ἐναντίον συνόλου τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἐξαιρέτως τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ἀλλά καί σέ παρότρυνση τῶν νέων σέ ἠθική χαλαρότητα. Ὅπως ἐπισημαίνει τό κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους «ὁ κ. Γιανναρᾶς προωθεῖ τούς ἀναγνώστας του καί μάλιστα τούς νέους νά γίνουν κριταί τῶν Ἁγίων καί νά μένουν μέν εἰς τήν Ἐκκλησίαν, ἱκανοποιοῦντες ὅμως τά πάθη των, χωρίς νά παιδαγωγοῦνται εἰς τήν ἀπόκτησιν τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, ταπεινοφροσύνης, ἁγνότητος καί ὑπακοῆς, ἄνευ τῶν ὁποίων εἶναι ἀνέφικτος ἡ ἀληθής ἐν Χριστῷ ἐλευθερία»[10]»[11].
Ἀντί γιά τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ νεοορθόδοξοι-μεταπατερικοί κληρικοί καί θεολόγοι προσάγουν ὡς ἐπιχειρήματα τίς θέσεις συγχρόνων στοχαστικῶν θεολόγων, δυτικῶν ἤ δυτικόπληκτων, προτεσταντῶν ἤ προτεσταντιζόντων, πού στεροῦνται τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καί θεολογοῦν ἤ μᾶλλον τεχνολογοῦν στοχαζόμενοι. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶναι καταπέλτης ἐναντίον ὅλων αὐτῶν τῶν θολολογούντων εὐφαντάστων στοχαζομένων «θεολόγων» τῶν παθῶν λέγοντας: «Σᾶς παρακαλῶ καί σᾶς ἱκετεύω ὅλους σας, ἀφοῦ ἀφήσετε τί λέγει ὁ ἕνας καί ἄλλος γι’ αὐτά, νά ἐρωτᾶτε καί νά μαθαίνετε ὅλα αὐτά ἀπό τίς Γραφές· καί ἀφοῦ ἔτσι μάθουμε τόν ἀληθινό πλοῦτο, αὐτόν νά ἐπιδιώκουμε γιά νά ἐπιτύχουμε καί τά αἰώνια ἀγαθά»[12].
Ὁ ἀσφαλής ὁδηγός μας εἶναι οἱ Ἅγιες Γραφές, ἡ Ἱερά μας Παράδοση, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί τά πλήρη Ἁγίου Πνεύματος συγγράμματά τους. Εἶναι ὁδηγοί μας σέ ὅλα τά θέματα καί μάλιστα στά ήθικά, τά τοῦ ὀρθόδοξου γάμου καί τῶν συζυγικῶν σχέσεων. «Ὅταν ζοῦσε ἀκόμη ὁ σύγχρονός μας Ἅγιος Πορφύριος ὁ Μπαϊρακτάρης (=σημαιοφόρος) ὁ Καυσοκαλυβίτης», παρατηρεῖ ὁ μοναχός Ἰωάννης, «πηγαίναμε, νεαροί τότε 1982-1984, στό Μήλεσι Ἀττικῆς, ὅπου ἦταν ἐγκατεστημένος σέ ἕνα παλιό τροχόσπιτο -πάνω σέ τσιμεντόλιθους- πρίν κἄν ὁ Ἅγιος (1906-1991) χτίσει τό τεράστιο ἡσυχαστήριο τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Σωτῆρος.
Τό ἱερό ἡσυχαστήριο χτίστηκε καί ὁλοκληρώθηκε ἀπό τό 1985-1991 κτιριακά ἐνῶ ἀκόμη καί τώρα σταδιακά ὁλοκληρώνεται: ἁγιογραφίες κλπ.
Τότε λοιπόν, τήν περίοδο 1982-1984 μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση πώς πήγαιναν καί πολλοί ἀρραβωνιασμένοι καί παντρεμένοι καί τόν παρακαλοῦσαν ἀπό τή μιά νά εὐλογήσει τή μνηστεία τους ἤ τήν οἰκογένειά τους, ἀπό τήν ἄλλη νά τούς βοηθήσει νά ξεπεράσουν διάφορα προβλήματα μέ τόν/τήν σύντροφό τους ἤ τόν/τήν σύζυγό τους. Ἀπόρησα, σάν τελείως ἄπειρος στά πνευματικά, τί ξέρει ἕνας ἄγαμος καί ὀλιγογράμματος ἀρχιμανδρίτης γιά ἔρωτες, ἀρραβῶνες καί γάμους καί οἰκογένειες καί παιδιά καί τά παρόμοια.
Ἡ ἀπορία μου λύθηκε ὅταν τό 1994 ὁ νῦν σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος Βλάχος -τότε ἀρχιμανδρίτης- στόν ἱερό ναό Ἁγίου Νικολάου Ἀχαρνῶν, μᾶς εἶπε -σέ μιά παρέα ἔκπληκτων νέων (25 χρονῶν κατά μέσον ὅρο)- τό ἑξῆς καταπληκτικό: θυμόταν, μᾶς ἔλεγε ὁ κ. Ἱερόθεος, ὅτι τοῦ ἔλεγε ὁ ἄλλος σύγχρονος Ἅγιος, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης (1924-1994) ὁ Ἐζνεπεκίδης ἤ Ἐζνεπίδης ὅτι δουλειά τοῦ ὀρθοδόξου μοναχοῦ -ὅταν ἐπικοινωνεῖ μέ λαϊκούς ἔγγαμους ἤ ἄγαμους- εἶναι νά τούς διορθώνει τόν «λογισμό» δηλαδή νά τούς τόν «ἰσιώνει» ὅταν «στραβώνει» – ὅταν φυσικά ἔχει τέτοιο χάρισμα!
Σταδιακά, ὡριμάζοντας περισσότερο πνευματικά, διαπίστωσα ὅτι καί ἄλλοι σύγχρονοι ἔγγαμοι καί ἄγαμοι ἁγιαζόμενοι συνάνθρωποί μας ὀρθόδοξοι Χριστιανοί εἶχαν τό χάρισμα νά θεολογοῦν ὀρθοδοξότατα τά περὶ γάμου καί νά συμβουλεύουν, νά καθοδηγοῦν, νά στηρίζουν, νά διορθώνουν, νά σώζουν ὅσους ἐρωτευμένους, λογοδοσμένους, ἀρραβωνιασμένους καί ἔγγαμους εἶχαν προβλήματα στήν ἀνδρόγυνη συνύπαρξή τους!… Στό δίτομο ἔργο τοῦ σεβασμιοτάτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου Βλάχου[13] ἀναφέρεται ἡ θεόπνευστη ρήση–θέση τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη (1924-2001): ‘’Οἱ Ἅγιοι ὀρθόδοξοι Χριστιανοί κάθε ἐποχῆς, ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ βίωναν, βιώνουν καί θά βιώνουν ἄμεσα, ρεαλιστικά, «ἐπιστημονικότατα» τήν ἄκτιστη θεία ἐνέργεια, τό ἄκτιστο φῶς, τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί διά κτιστῶν διανοητικῶν ρημάτων -λόγων- κατέγραφαν, καταγράφουν καί θά καταγράφουν αὐτή τήν κοινή τους ἐμπειρία, τήν κοινή τους Δογματική Ὀρθόδοξη, ἐμπειρική, βιωματική συνείδηση. Ἡ ἔκφραση τῆς ἴδιας καί κοινῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καταγράφεται ἀπαράλλαχτη στήν ἀλληλουχία τῶν αἰώνων καί ἀποτελεῖ τήν κοινή μας ὀρθόδοξη Δογματική παράδοση (Ἁγία Γραφή, δογματικοί κανόνες καί ὅροι Ἁγίων Οἰκουμενικῶν ὀρθοδόξων Συνόδων) καί πολλά πατερικά ὀρθόδοξα κείμενα (ποιμαντικά, λατρευτικά κλπ). Αὐτή ἡ ἔκφραση τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας περιλαμβάνεται καί σέ ὅλες τίς ὀρθόδοξες ἀκολουθίες τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μυστηρίων π.χ. τοῦ γάμου ἤ τῆς βάπτισης ἤ τῆς Θείας Λειτουργίας κλπ. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό φαινομενικά «παράδοξο φαινόμενο» τούς καλύτερους λόγους περί Γάμου νά τούς ἔχει ἐκφωνήσει ὁ ἄγαμος Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) καί τούς καλύτερους λόγους περί Μοναχισμοῦ ὁ ἔγγαμος Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης (335-395 μ.Χ.).
Ἐπίσης περί Ὀρθοδόξου Γάμου ἔχουν μιλήσει ὀρθόδοξοι Ἅγιοι, ὅπως ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (580-662 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως (1845-1920 μ.Χ.), ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης (1906-1991), ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης (1924-1994), ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἀναστάσιος ὁ Κουδουμιανός στήν Κρήτη (1925-2013 μ.Χ.) καί πολλοί ἄλλοι»[14].
Οἱ ὀρθόδοξοι Ἅγιοι Πατέρες ὅλων τῶν αἰώνων μᾶς καθοδηγοῦν ἀλάθητα, ὥστε νά ἐπιτύχουμε ἀφ’ ἑνός τήν πάταξη τοῦ κοσμικοῦ-δαιμονικοῦ πνεύματος καί ἀφ’ ἑτέρου τήν πρόσκτηση-μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό κατορθώνεται εἴτε μέσω τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ καί τῆς κατά Χριστόν ἀγαμίας-παρθενίας εἴτε μέσω τοῦ ὀρθόδοξου γάμου.
Οἱ νεοορθόδοξοι προσπαθοῦν νά συμβιβάσουν τά ἀσυμβίβαστα: Κόσμο καί Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν. «Ἕνα µικρό παράδειγµα», σημειώνει ὁ π. Θεόκλητος, «θά ἤθελα νά σᾶς πῶ, πῶς σκέπτονται οἱ νεορθόδοξοι, εἶναι ὅτι τελευταίως βγῆκε καί ἕνα βιβλίο γιά τούς ἐγγάµους ἁγίους, πού συνῆψαν τόν γάµο, εἶχαν οἰκογένειες καί ἐπειδή φαίνεται ἀπό ὅλα τά συναξάρια ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι πού ἁγίασαν, πραγµατικά ἔφθασαν σέ µεγάλα ὕψη ἀρετῆς, ἔζησαν µέ µεγάλη καθαρότητα.
Σήµερα ἑορτάσαµε τόν ἅγιο Ἀνδρόνικο καί τήν συµβία του τήν ἁγία Ἀθανασία. Ἦσαν παντρεµένοι καί σχηµάτισαν οἰκογένεια. Ἐπέτρεψε ὁ Κύριος µία δοκιµασία καί ἐκοιµήθησαν τήν ἴδια µέρα καί τά δύο τους παιδιά. Στενοχωρήθηκε ἡ συµβία, ἡ ἁγία Ἀθανασία, ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη, ἀλλά ἐκεῖ στό κοιµητήριο παρουσιάστηκε, ὁ Ἅγιος µάρτυς Ἰουλιανός, νοµίζω, καί τῆς λέγει: γυναίκα µή στενοχωρῆσαι, νά εἶσαι βεβαία πώς ὅ,τι ἔχουν στερηθῆ τά παιδιά σου, θά τά ἀπολαύσουν ὅλα στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἕνας ἄνθρωπος πού πεινάει καί θέλει τήν ἀναγκαία τροφή, ἔτσι τά παιδιά σου θά ζητοῦν ἀπό τόν Οὐράνιο Πατέρα, αὐτά πού στερήθηκαν σ’ αὐτή τήν ζωή.
Καί ἔλαβε µία τέτοια, ἔτσι, παρηγορία, µία ἀνακούφιση, πού πῆγε στόν ἄνδρα της καί λέει, αὐτά ἔζησα, αὐτά εἶδα. Ζήσαµε τήν οἰκογενειακή ζωή, θά ἤθελες τώρα νά ζήσωµε καί τήν µοναχική πολιτεία, τήν µοναχικὴ ζωή; Καί πῆραν ἀπόφαση, ἔδωσαν τά ὑπάρχοντά τους, ἔκαναν ἐλεηµοσύνες καί ἐν συνεχείᾳ ἀκολούθησαν τήν µοναχική πολιτεία, σχεδόν ζῶντας ἄγνωστοι, νά µή ξέρη ὁ ἕνας τόν ἄλλον, κάτω ἀπό ἕναν διακριτικώτατο Γέροντα, τόν ἅγιο ∆ανιήλ, πατέρα τους πνευµατικό καί ἔφθασαν σέ µεγάλα πραγµατικά ὕψη ἀρετῆς, ἁγιότητος καί ἡ Ἐκκλησία µας τούς τιµᾶ σήµερα 9 Ὀκτωβρίου, τήν εὐχή τους νά ᾽χουµε, ὡς Ἁγίους.
Λέει καί ὁ Ἅγιος Κοσµᾶς ὁ Αἰτωλός στίς διδαχές του… «Ὅτι ὁ σπόρος ὁ καλός, πού ἔπεσε στήν ἀγαθή γῆ, ἔφερε καρπόν τριακονταπλάσιο σέ κείνους τούς ἀνθρώπους, πού ζοῦν κατά Θεόν, φέρουν παιδιά στόν κόσµο, ὅπως ἦταν ὁ πολύτεκνος ἱερεύς µέ τά πολλά παιδιά, ἀλλά εἶναι καί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἀφοῦ ἔζησαν τήν οἰκογενειακή ζωή, πάλαιψαν νά ζήσουν καί τήν µοναχική πολιτεία, καί ὅπως εἶναι, λέει, ὁ Ἅγιος Ἀνδρόνικος µέ τήν συµβία του Ἁγία Ἀθανασία, αὐτοί ἔφερναν τά ἑξήκοντα καί εἶναι καί ἄλλοι, ὅπως εἶναι ἡ ἁγία Παρασκευή, πού ἔζησε ἐν παρθενίᾳ, ἔλαβε τό στεφάνι τῆς παρθενίας καί ἐν συνεχείᾳ ἔλαβε καί τόν στέφανο τοῦ µαρτυρίου, αὐτοί εἶναι πού ἔφεραν τά ἑκατό». Τώρα αὐτά τά ὡραῖα παραδείγµατα ἐστενοχώρησαν τούς νεορθοδόξους. Αὐτοί ἤθελαν νά ἔχουν παραδείγµατα, ἐνδεχοµένως, νά ζοῦν ἐν τῷ κόσµῳ, ἐν ἁµαρτίαις … καί ταυτόχρονα νά φθάσουµε καί στήν ἁγιοσύνη. ∆έν γίνονται αὐτά, καί τό ἕνα καί τό ἄλλο. Ἡ κάθαρση, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σωτηρία του, ἐπιτυγχάνεται δι᾽ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ καί δι᾽ αὐτό τό βιβλίο αὐτό πού ἐξεδόθη, τό ἐπολέµησαν. Λέει… δέν µᾶς εὐνοεῖ στίς ἀπόψεις, αὐτό δέν µᾶς ἐξυπηρετεῖ… Τό ἐπολέµησαν πραγµατικά. Τούς βίους τῶν ἁγίων πολέµησαν. Ποῦ πᾶµε;… Δηλαδή (ἐνν. ἡ νεοορθοδοξία) εἶναι ἕνα κατασκεύασµα δικό τους αὐθαίρετο, ἀντίθετο ἀπό ὅ,τι παραλάβαµε. Ὁ Κύριος πραγµατικά νά µᾶς φυλάττη ὅλους καί νά θελήσουµε ταπεινά, νά ζοῦµε τήν ἀληθινά ὀρθόδοξη ζωή»[15].
Ἀπόσπασμα ἀπό τό Βιβλίο:
Ἐν Χριστῷ ἀγάπη ἤ
Μεταπατερική θεολογία
(Ἀρχ. Σάββα Ἁγιορείτου)
" Η ταυτότητα των νεορθοδόξων"
Ας σχολιάσουμε τώρα το φαινόμενο των νεορθοδόξων. Ερωτώμενος ο κ. Γιανναράς, κατά τη συνέντευξη με το περιοδικό ΕΝΑ, που δημοσιεύθηκε στο αριθ. 8 τεύχος, τί είναι νεορθοδοξία, αφού η Ορθοδοξία είναι μία, απάντησε:
—Γιατί ο χώρος κυρίως της Αριστεράς ήξερε ως ορθοδοξία κάτι στατικό, ολίγον παλαιολιθικό, συντηρητικό. Και όταν άκουσαν —με αφορμή κυρίως το διάλογο με τους μαρξιστές που είχε γίνει από την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»— μια άλλη γλώσσα, μια άλλη θεώρηση αυτού του χώρου, ορισμένοι άνθρωποι της Αριστεράς, όπως ο Ζουράρης και ο Μοσκώφ, είπαν ότι αυτό είναι μια νέα ορθοδοξία». Και μας είπαν «νεορθόδοξους». Μόνο μ' αυτή την έννοια που σας είπα. Ότι για τους απέξω είναι κάτι νέο σε σχέση με ό,τι είχαν συνηθίσει να αποκαλούν ορθοδοξία.
Αυτή η απάντηση, σε συνδυασμό με όσα γράφει ο κ. Γιανναράς στα βιβλία του για έρωτες και διάφορα δογματικά θέματα, που νοθεύει, διαφωτίζει την νοοτροπία των νεορθοδόξων.
Αλλά ποιοι είναι αυτοί οι νεορθόδοξοι, ποιά είναι η «άλλη γλώσσα» καί πού την έμαθαν; Είναι κάποιοι επώνυμοι θεολόγοι, οι γνωστοί είναι ελάχιστοι, οι κρυπτόμενοι περισσότεροι. Η «άλλη γλώσσα» δεν είναι παρά μια αυθαίρετη κατασκευή τρόπου ζωής, τον οποίο μορφώνουν με νοθευόμενα στοιχεία ορθοδοξίας, που εκβιάζουν να υπηρετήσουν τις αμαρτωλές προθέσεις τους. Και πού έμαθαν αυτή τη γλώσσα; Πού αλλού από τον σκοτεινό χώρο τής εμπάθειάς τους;
Πρώτα η Ορθοδοξία ήταν «κάτι στατικό, ολίγον παλαιολιθικό, συντηρητικό». Και ήλθαν οι διανοούμενοι αυτοί θεολόγοι, ύστερα από είκοσι αιώνων δογματική και πνευματική παράδοση, που θεμελίωσε και ενέπνευσε το άγιο Πνεύμα, να δώσουν κίνηση στη στάση, να ειπούν νέα αντί των παλαιών, να απαλλάξουν από τη συντήρηση και να δείξουν «μιά άλλη θεώρηση αυτού του χώρου», δηλαδή της Εκκλησίας. Πράγμα που σημαίνει, ότι τόσους αιώνες η Εκκλησία επλανάτο.
Θα έφθανε μόνη αυτή η διατύπωση για ν' αποκαλύψει ψυχική διαφθορά, έρεβος του νου, δαιμονική βούληση. Πρώτον, πώς μπορεί κάνεις πιστός να επιτρέψει στον εαυτό του να ασκήσει κριτική στην εν αγίω Πνεύματι εμπνευσθείσα διδασκαλία της Εκκλησίας, εάν δεν είναι φρενόληπτος;
Κι' έπειτα πώς τις αλήθειες, που εφανέρωνεν ο Χριστός και επανέλαβαν και ανέπτυξαν οι θεόπνευστοι Απόστολοι, τις αλήθειες που ερμήνευσαν οι θεοφόροι Πατέρες, κατοχύρωσαν Οικουμενικές Σύνοδοι και παρέδωσαν στην Εκκλησία το «μέγα. μυστήριον της θεολογίας», πώς είναι δυνατόν κάθε Γιανναράς, γυμνός από πνευματικές εμπειρίες, με διεφθαρμένον από την οίηση και τη φιληδονία το νοερόν εργαστήριο, με κατατραυματισμένη την καρδιά από σαρκικούς και ακάθαρτους συναισθηματικούς έρωτες και με εμπαθέστατο το παθητικό της ψυχής, να τις χαρακτηρίζει ως «κάτι στατικό, ολίγον παλαιολιθικό, συντηρητικό» και να υποδεικνύει «μια άλλη θεώρηση του χώρου της Εκκλησίας», χωρίς να καταγγέλλεται ως αιρετικός και παράφρων;
Αλλά και πώς η διοικούσα, ποιμαίνουσα και διδάσκουσα Εκκλησία, δεν κατενόησε τις νοσηρές και αντορθόδοξες διδαχές του και των νεορθοδόξων, για να τις επισημάνει, να τις καταδικάσει, για να διασώσει την αυθεντική διδασκαλία της; Το φαινόμενον είναι ανησυχητικό και μαρτυρεί συσχηματισμό και έλλειψη ευαισθησίας, με αποτέλεσμα να νοθεύεται η Ορθοδοξία και να κολάζονται άπειρες ψυχές.
ΘΕΌΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ,
"Περί θείου και ανθρωπίνου έρωτος
- Β. Ο Νικολαϊτικός ερωτισμός των νεορθοδόξων"
εκδ. Σπηλιώτη.
[1] π. Μάρκου Κ. Μανώλη(†), Εἶναι Ὀρθόδοξοι οἱ Νεορθόδοξοι; Ὁ π. Θεόκλητος ἀπαντᾶ εἰς τόν κ. Γιανναράν, ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 2110,
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/03/blog-post_470.html#more.
[2] Βλ. † Μοναχοῦ Θεόκλητου Διονυσιάτη, Ἡ Ὀρθοδοξία σήμερα. Πόσο ἀνήκει στούς καιρούς μας ἤ ποιές προσαρμογές ἐπιβάλλονται;, http://alopsis.gr/%CE%B7.
[3] π. Μάρκου Κ. Μανώλη (†),Εἶναι Ὀρθόδοξοι οἱ Νεορθόδοξοι; Ὁ π. Θεόκλητος ἀπαντᾶ εἰς τὸν κ. Γιανναράν,ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 2110,
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2017/03/blog-post_470.html#more.
[4] Ὅ.π.
[5] Βλ. Μοναχοῦ ΘΕΟΚΛΗΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΟΥ, Περί θείου καί ἀνθρωπίνου ἔρωτος. Α΄. Ὁ Νεονικολαϊτισμός τοῦ Χρ. Γιανναρᾶ, Ἐκδ. Σπηλιώτη, Ἀθῆναι 2003,σελ. 28-29.
[6] Ὅ.π., σελ. 77.
[7] Ἀνσέλμειος δηλαδή τοῦ Ἀνσέλμου Καντερβουρίας (1033 – 21 Απριλίου 1109), δυτικοῦ Θεολόγου τοῦ θεωρουμένου ὡς πατέρα τῆς λεγόμενης σχολαστικῆς θεολογίας. Σχολαστική θεολογία εἶναι ἡ αἱρετική θεολογία πού ἐπικράτησε στή Δύση κατά τόν 11ο αἰῶνα κ. ἑξ.
[8] Θωμιστική δηλαδή τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη (1225 – 7 Μαρτίου 1274), δυτικοῦ αἱρετικοῦ σχολαστικοῦ θεολόγου καί φιλόσοφου. Διδασκε ἐσφαλμένα τήν μέσω τοῦ Ἀριστοτελισμοῦ καί τῆς λογικῆς προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἀποκάλυψης.
[9] Πρεσβυτέρου ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΒΟΛΟΥΔΑΚΗ, Ὀρθοδοξία καί Χρ. Γιανναρᾶς, Ἀθήνα 1993, ἐκδ. «Ὑπακοή», σελ. 37. 53-54.
[10] Ὅ.π., σελ. 268.
[11] Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Γένεσις καί ἐξέλιξις τῆς πατρομαχικῆς μεταπατερικότητας (7ον) http://thriskeftika.blogspot.gr/2012/06/7.html.
[12] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία ΙΓ΄, (Β΄Κορ. 6, 11-18),E.Π.E 19, 380: «Παρακαλῶ καί δέομαι πάντων ὑμῶν, ἀφέντες τί τῷ δεῖνι καί τῷ δεῖνι περί τούτων, παρά τῶν γραφῶν ταῦτα ἅπαντα πυνθάνεσθε, καί τόν ἀληθή πλοῦτον μαθόντες, τοῦτον διώκωμεν, ἵνα καί τῶν αἰωνίων ἐπιτύχωμεν ἀγαθῶν».
[13] Ἱεροθέου Μητροπολίτη Ναυπάκτου καί Ἁγ. Βλασίου,’Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατά τίς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννη Ρωμανίδη (2011), ἔκδοση: Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου, Ἀκραίφνιο Βοιωτίας.
[14] Ἰωάννου μοναχοῦ, Λόγος περί Γάμου Ὀρθοδόξου [Α’ μέρος],
http://enromiosini.gr/arthrografia/ (προσβάθηκε στίς 28-7-2017).
[15] π. Μάρκου Κ. Μανώλη (†),Εἶναι Ὀρθόδοξοι οἱ Νεορθόδοξοι; Ὁ π. Θεόκλητος ἀπαντᾶ εἰς τόν κ. Γιανναράν,ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ, ΤΕΥΧΟΣ 2110,