Το «ευαγγέλιο της σάρκας και της σεξουαλικής εξαγρίωσης» - Point of view

Εν τάχει

Το «ευαγγέλιο της σάρκας και της σεξουαλικής εξαγρίωσης»




 Η θεμελιώδης σημασία της σεξουαλικότητας εκφράζεται στη θρησκευτική πίστη όλων των λαών - πρωτογενώς πάντοτε με θετικό τρόπο. Το αιδοίο και ο φαλλός, ως φορείς της γονιμότητας, ήταν ιερά για τους αρχαίους ανθρώπους και οι σεξουαλικές πράξεις βρίσκονταν συχνά στο επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής.



Οι λαοί τιμούσαν τη σεξουαλικότητα με την ιερογαμία, την ιερή συνουσία δύο ανθρώπων, τη μεγαλύτερη από όλες τις θρησκευτικές πράξεις λατρείας στην αρχαιότητα, όπου συχνά, τουλάχιστον στην παλαιότερη περίοδο, το συγκεντρωμένο πλήθος επιδιδόταν σε τεράστια μαζικά όργια, συνουσιαζόμενο αδιακρίτως.

Γιόρταζαν τη σεξουαλικότητα με μια γενική προγαμιαία διακόρευση στον ναό.  Κανένα κορίτσι δεν μπορούσε να παντρευτεί προτού διαπαρθενευθεί σε ναό από έναν τυχαίο άντρα - μια τελετουργική πράξη που κάποτε ήταν γνωστή τόσο στην Ινδία και την Εγγύς Ανατολή όσο και σε αρκετές αφρικανικές φυλές. Τρίτος κύριος τύπος θρησκευτικής συνουσίας, προπάντων σε σημιτικές και μικρασιατικές πόλεις, ήταν η σαρκική συνεύρεση σε ναούς ως διαρκής πρακτική, χωρίς όμως να περιφρονούνται καταρχήν οι ιερόδουλες, τις οποίες μάλιστα συχνά εκτιμούσαν περισσότερο από τις άλλες γυναίκες.

Αφού η σεξουαλικότητα τιμήθηκε και εξυμνήθηκε επί χιλιετίες, κάποτε ανέκυψαν και οι εχθροί της, που η δύναμή τους με τον καιρό μεγάλωσε. Τέτοιους εχθρούς γνώρισε και η γυναίκα, που ήταν πολύ σεβαστή στους παλαιούς μητριαρχικούς πολιτισμούς. Πάντοτε υπό την αιγίδα της θρησκείας, εμφανίστηκαν δυνάμεις που καταπολεμούσαν πότε τη σεξουαλικότητα και πότε τη γυναίκα ή και τις δύο μαζί.



  Άρχισε ένας πόλεμος ανάμεσα στα δύο φύλα και εναντίον του φύλου γενικά - μεταξύ άλλων στον μονοθεϊστικό ιουδαϊσμό και στα μυστήρια της ελληνιστικής εποχής, που αργότερα άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στον χριστιανισμό.

Ο ίδιος ο Χριστός δεν έζησε πάντως ως ασκητής, δεν κατοικούσε, όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, στην έρημο, αλλά διαχώρισε τη θέση του από αυτόν. Επιπλέον στιγματίστηκε από τους εχθρούς του ως «φαγάς και οινοπότης». Επίσης συναναστρεφόταν χωρίς συστολή γυναίκες, που δεν τις θεωρούσε κατώτερες και δεν τις παραγκώνιζε ποτέ και πουθενά, επικοινωνούσε μάλιστα με αμαρτωλούς και με πόρνες, ενώ δεν καταδίκαζε ούτε τις μοιχαλίδες.

Από την άλλη, στον απόστολο Παύλο, τον πραγματικό ιδρυτή του χριστιανισμού, αρχίζουν ήδη να αναφαίνονται οι σωματικές αυτοτιμωρίες, η κατάπνιξη των συναισθημάτων, το μίσος για το σώμα. Η «σάρκα»εμφανίζεται κατευθείαν ως έδρα της αμαρτίας. Στη σάρκα δεν υπάρχει κανένα καλό («δεν κατοικεί [... ] εν τη σαρκί μου αγαθόν»), η σάρκα είναι «στόμα θανάτου», ο χριστιανός πρέπει να «βασανίσει το στόμα», να το «υποδουλώσει» («υπωπιάζω μου το στόμα και δουλαγωγώ»), να το «νεκρώσει» κτλ.


Ταυτόχρονα ο Παύλος ταπεινώνει τη γυναίκα θεωρώντας την απλώς ανταύγεια του άντρα και αποδίδοντάς της δευτερεύουσα σημασία - όλες οι υπεκφυγές των απολογητών διαψεύδονται από τα ίδια τα κείμενα. Τέλος, ο απόστολος υποβιβάζει και τον γάμο, αφού τον εγκρίνει μόνο για την αποφυγή της πορνείας και εξηγεί ρητά ότι είναι καλό για τον άντρα «γυναικός μη άπτεσθαι».


Πολύ νωρίς οι πιο γνωστοί πατέρες της Εκκλησίας άρχισαν να πλειοδοτούν ο ένας έναντι του άλλου στην προπαγάνδιση της ασκητείας και με τη γοητευτική τους γλώσσα να προτρέπουν προπάντων τα παιδιά, ακόμη και τεσσάρων ή πέντε ετών, στην αγνεία. Ασκώντας πίεση σε ανύποπτα μυαλά και σώματα, τους αποσπούσαν υποσχέσεις παρθενίας που θα τα δέσμευαν σε όλη τη ζωή τους. Όταν όμως μερικοί εχέφρονες μεταξύ των ενηλίκων διαμαρτύρονταν, οι σεβάσμιοι πατέρες φανάτιζαν τον κόσμο εναντίον τους. «Οι γονείς αντιστέκονται, αλλά πρέπει να υπερνικηθούν», κηρύσσει ο άγιος Αμβρόσιος.


Στο όνομα της αγνείας πολλοί μοναχοί παραδίδονται σε μια φρικτή ζωή. Κυλιούνται γυμνοί σε μυρμηγκοφωλιές όπως ο Μακάριος, σε αγκάθια όπως ο Βενέδικτος, κλαψουρίζουν ασταμάτητα όπως ο Σενούτε ή ζουν μέσα στην ακαθαρσία όπως ο Αντώνιος. (Το τάγμα των αντωνιτών έχει το προνόμιο της εκτροφής χοίρων και ένα γουρούνι ως έμβλημα, ενώ ο Αντώνιος έχει προαχθεί σε προστάτη των κατοικίδιων ζώων).

Σε όλη τους τη ζωή, όπως ο Συμεών ο Στυλίτης, δεν κοιτάζουν ούτε την ίδια τους τη μητέρα και πετροβολούν τις γυναίκες. Κρεμούν βαριά σίδερα από το πέος τους και έτσι είναι σαν ευνούχοι. Ζουν πολλά χρόνια εντοιχισμένοι, ολόκληρες δεκαετίες πάνω σε στύλους, τρώνε σε όλη τους τη ζωή χορτάρι βοσκώντας σαν τα ζώα. Προσποιούνται συνεχώς τον τρελό - αρκετοί άλλωστε έχουν τρελαθεί πραγματικά. 

 Ακόμη και στον 20ό αιώνα μερικοί θεολόγοι εξυμνούν όλα αυτά ως «ηρωισμό», «αγιότητα», «βαθύτερες μορφές θρησκευτικής συνείδησης», προϊόντα μιας «θαυματουργικής επίδρασης του Αγίου Πνεύματος» κτλ.

Αλλά και ο Μεσαίωνας θεωρεί την εχθρική προς το σώμα και τις ορμές στάση των υστερικών ασκητών το πιο υψηλό ιδανικό. Σχεδόν κάθε εκδήλωση της σεξουαλικότητας είναι βαριά αμαρτία, η παθολογική αγνεία ιερή, η ηδονή διαβολεμένη, ενώ η σωματική αυτοτιμωρία εκθειάζεται. Οι θεολόγοι καθυβρίζουν το σώμα με χαρακτηρισμούς όπως «κοπρόλακκος», «αγγείο σήψης», «γεμάτο βρομιά και βδελυγμία».






Όχι ο πρώτος τυχών, αλλά ο Ιωάννης της Αβιλας, που το 1926 αναγορεύτηκε διδάσκαλος της Εκκλησίας, διδάσκει: «Να περιφρονείς το σώμα, να το θεωρείς κοπρώνα σκεπασμένο με χιόνι, κάτι που σου προκαλεί αηδία ακόμη και όταν το σκέφτεσαι». Οχι ο πρώτος τυχών, αλλά ο άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης ορίζει ότι το σώμα πρέπει «να το μισούμε επειδή επιθυμεί μια σαρκική ζωή», «ότι η σάρκα πρέπει να απονεκρώνεται και να περιφρονείται [...] και να ατιμάζεται». (Μερικές φορές οι μοναχοί του Μεσαίωνα αποκαλούνται pissintunicis, «ρασοκατουρλήδες».)


Οταν πάθαιναν ή απλώς φοβούνταν ότι θα πάθουν ονείρωξη, όταν κρυφοκοίταζαν φιλήδονα μια γυναίκα, βουτούσαν αμέσως, ακόμη και τη νύχτα ή τον χειμώνα, στο νερό, σε πολύ ψυχρά ποτάμια ή σε παγωμένες λίμνες, και έκαναν εκεί μέσα κάμψεις των γονάτων ψέλνοντας εκκλησιαστικούς ύμνους.

 Για να δαμάσουν το πέος τους φορούσαν κάθε χρόνο κιλικία εφοδιασμένα με καρφιά, κοιμούνταν μάλιστα με αυτά, όπως ο ευαίσθητος Χάινριχ Ζόιζε, ή αυτομαστιγώνονταν συχνά μέχρι λιποθυμίας, όπως ο ιδρυτής του Τάγματος των Δομινικανών

 Ακόμη και στον 20ό αιώνα οι Ιησουίτες βασανίζονται με μαστίγια και χαλύβδινες ακίδες - αφού σύμφωνα με τον άγιο Φραγκίσκο της Σάλης η εξωτερική απονέκρωση είναι όπως η βρώμη για τον γάιδαρο, που τον κάνει να περπατάει καλύτερα.

Αυτό γίνεται επειδή ο ασκητής, τον οποίο η Εκκλησία εξυμνεί πάντοτε σκόπιμα ως ιδιαίτερα δυνατό, ο δαμαστής του «κτήνους μέσα μας», των «ευτελών ορμών», δεν είναι φυσικά άνθρωπος με ισχυρή θέληση αλλά το αντίθετο: απλώς ένας μικρός ψευδευλαβής αποδέκτης διαταγών, που δεν θέλει αυθόρμητα να είναι αγνός, αλλά μόνον επειδή του το έχουν εντυπώσει στο μυαλό με συνεχείς επαναλήψεις, ήδη από την παιδική ηλικία. Δεν είναι μέσα του σταθερός, πνευματικά αυτάρκης, αλλά βαθιά εξαρτημένος, αδύναμος, τόσο αδύναμος που πρέπει να περιέλθει σε μια παραληρητική κατάσταση για να αντέξει.

 Εδώ έχουμε κάτι ανάλογο με αυτό που εννοεί ο Νίτσε λέγοντας ότι ο φανατισμός είναι η μόνη δύναμη της θέλησης την οποία μπορεί να επιδείξει και ο αδύναμος.


Επειδή εδώ καταπιέζεται ολόκληρη η σεξουαλική ζωή, εμφανίζονται άγρια οράματα: γυναίκες που ποζάρουν σε κάθε είδους στάσεις μπροστά στους μοναχούς, εξαιρετικά λάγνοι διάβολοι που παρουσιάζονται μπροστά στις μοναχές, σκηνές ηδονικότατης συνουσίας ακόμη και με τη δούλη του Κυρίου ή με τον ίδιο- παρουσιάζονται επίσης φαινόμενα όπως η ψυχική χορεία και οι γκροτέσκες χορευτικές εκφράσεις ψυχικής έξαρσης εκείνων των χριστιανών που, αρκετά αποκαλυπτικά, μπορούν να φανταστούν τη σχέση τους με τη μεταφυσική μόνο με ερωτικούς και γαμήλιους συμβολισμούς. «Αχ, πολύ συχνά βάζει η Αφροδίτη τη σφραγίδα της στην αγάπη για τον Θεό» (Σίλερ).

Τα ανδρικά μέλη των θρησκευτικών ταγμάτων προτιμούν να επιδίδονται σε μια αισθησιακή-ιπποτική λατρεία της Παναγίας, είναι μνηστήρες της Μαρίας, σύζυγοί της, μπλεγμένοι σε κρυφές σχέσεις μαζί της, απομυζούν τα γάλα της, βυθίζονται πνευματικά σε αυτό και στη μήτρα της - έτσι λοιπόν ακόμη και η νεότερη ηθική θεολογία του καθολικισμού αναπτύσσει το θέμα του αυνανισμού μπροστά σε ένα άγαλμα της Παρθένου.

Το μυστικό υποκατάστατο συντρόφου των καλογριών είναι ο Ιησούς. Η Εκκλησία τις κάνει «μνηστές», «ναούς του Κυρίου», «αρτοφόρια του Χριστού»· τους προσφέρει πέπλο, στεφάνι και βέρα και τέλος -στις μοναχές του Τάγματος των Βενεδικτίνων- ένα ανθοστόλιστο νυφικό κρεβάτι με έναν εσταυρωμένο ως νυμφίο στο μαξιλάρι. Με μια λαχτάρα από τα βάθη της καρδιάς τους σφίγγουν πάνω στα γυμνά τους στήθη αγαλματίδια του Χριστού και διαπιστώνουν συμπτώματα εγκυμοσύνης. Φιλιά, χάδια, αγκαλιές, διαλογισμοί πάνω στην ιερή περιτομή του Ιησού και την κάψα στον κόλπο της Μαρίας κατά τη σύλληψη, έτσι παραδίδονται στην πιο γλυκιά φωτιά, όπου φλέγονται και λιώνουν.






Σε πολλές γυναίκες εμφανίζεται η περίφημη βαθιά πληγή, που τις πλημμυρίζει με εντονότατη ηδονή. Σε μερικές, όπως η αγία Αικατερίνη της Γένουας και η κυρία Γκιγιόν, η πληγή εμφανίζεται κατά την ιδιαίτερη συνάντηση με έναν εξομολογητή που τις καταγοητεύει.

 Αλλες, όπως η αγία Αικατερίνη της Σιένας, σαν σε περίοδο οργασμού, μένουν επί ώρες ή μέρες ξαπλωμένες και ακίνητες σε κατάσταση νεκροφάνειας, ενώ μερικές ζωηρεύουν τότε ακόμη περισσότερο. Η αγία Μαγδαληνή ντέι Πάτοι τρέχει, μόνη ή με άλλες αδελφές, σαν τρελή μέσα στο μοναστήρι φωνάζοντας «Αγάπη, αγάπη, αγάπη..., δεν αντέχω άλλο», ξεγυμνώνεται και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του εξομολογητή της, πάτερ Τσέπαρι, στις 3 Μάίου 1592 πηδάει στο υπερώο μιας εκκλησίας εννέα μέτρα ψηλά για να πιάσει έναν σταυρό και να τον φυτέψει στον κόρφο της.

Η αγία Θηρεσία της Αβιλας, η μεγαλύτερη καθολική μυστικίστρια, υπέρμετρα δοξασμένη (και παράλληλα υπέρμετρα φιλοχρήματη), ονειρεύεται συνεχώς λόγχες, ξίφη και μακριά διεισδυτικά αντικείμενα, και πρέπει να δείχνει στον Κύριο το «κοχύλι» της· συχνά η θεϊκή αγάπη τη διατρυπά, την πιέζει και τη σηκώνει ψηλά, έτσι που ισχυρίζεται επίμονα ότι επανειλημμένα, μερικές φορές μέχρι και μισή ώρα, βρέθηκε αιωρούμενη στον αέρα.


 Λιγότερο διακεκριμένες χριστιανές φορούν τουλάχιστον ως δακτυλίδι αρραβώνων τη θεία πόσθη, η οποία διατηρείται σε πολλούς τόπους -πάντοτε το γνήσιο πρωτότυπο, εννοείται- και λατρεύεται από μια ιδιαίτερη «αδελφότητα της αγίας πόσθης», από ειδικούς εφημέριους και από τεράστια πλήθη προσκυνητών. Μάλιστα δε η Βιεννέζα μοναχή Αγκνες Μπλάνμπεκιν απολαμβάνει κατά τον 18ο αιώνα ολόκληρο γεύμα από αυτή την πόσθη. Ασχολούμενη σχεδόν από μικρό παιδί με την αβέβαιη τύχη της αγιότατης πόσθης -όπως και αμέτρητοι σοβαροί πατέρες της Εκκλησίας-, η Μπλάνμπεκιν αισθάνεται ξαφνικά, ακριβώς στη γιορτή της περιτομής και αμέσως μετά τη θεία κοινωνία, την υπέροχη πόσθη πάνω στη γλώσσα της: απερίγραπτα γλυκιά, την απολαμβάνει, την καταπίνει, νιώθει άλλη πόσθη στο στόμα της, την καταπίνει και αυτή. «Και αυτό το επανέλαβε», όπως μαρτυρεί ο πολυμαθής Αυστριακός βενεδικτίνος Πετς, «ασφαλώς εκατό φορές».


  Θα μπορούσε να είναι πιο φανερή η λιμπιντική βάση αυτής της ιπποτικής αγάπης και λατρείας; Δεν υπάρχει μάλιστα, αν αφήσουμε κατά μέρος την καθαρά φιλολογική πλευρά, καμιά ουσιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια «γνήσια» και μια «μη γνήσια», μια «ανώτερη» και μια «κατώτερη» μυστικοπάθεια ή μεταξύ μυστικοπάθειας και μυστικισμού. Παντού η φύση κρύβεται μέσα στην «υπερφυσικότητα», η σεξουαλικότητα μέσα στην πνευματικότητα, ο έρωτας μέσα στην αγάπη- η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο εκδήλωσης, όχι στην ουσία. Είτε κυλιέται κανείς στο έδαφος και φωνάζει «Χριστέ, Χριστέ!», είτε αυνανίζεται με έναν σταυρό, αυτά είναι πάντοτε απλώς υποκατάστατα της καταπιεζόμενης σωματικής ορμής.






 Αλλά τους περισσότερους ευσεβείς δεν τους ικανοποιεί ασφαλώς ούτε το στήθος της Μαρίας ούτε η ιερή λατρεία της πόσθης. Και έτσι η ίδια η Εκκλησία, ήδη από την αρχαιότητα και παρ’ όλες τις μεταρρυθμίσεις του Μεσαίωνα, παραπονιέται συχνά ότι οι μοναχοί «δίνουν το χειρότερο παράδειγμα» στους λαούς, ότι «σχεδόν σε όλη την Ευρώπη [...] οι μοναχοί δεν έχουν να επιδείξουν τίποτε περισσότερο από τη φαλάκρα και το ράσο», ότι πολλοί πηγαίνουν στα μοναστήρια μόνο για να μπορούν να πορνεύονται ανενόχλητοι. Η ελευθεριάζουσα ζωή των μοναχών ήταν πραγματικά παροιμιώδης. Μέχρι και τα τέλη του 16ου αιώνα τα ανδρικά μοναστήρια έβριθαν από γυναίκες και παιδιά.

Οι Ιησουίτες -υποχρεωμένοι, σύμφωνα με την αρχή του τάγματος, να επιδεικνύουν την «καθαρότητα των αγγέλων»- προτιμούσαν να κατεργάζονται και να ζυμώνουν γυμνούς πισινούς γυναικών (κατά τη λεγάμενη disciplina secundum sub), πολλές από τις οποίες ανήκαν στα υψηλά κοινωνικά στρώματα. Αυτή η «τιμωρία» συνηθιζόταν από την Ολλανδία μέχρι την Ισπανία. Και στις χώρες της Ανατολής τίποτε δεν εμπόδιζε τους ιππότες του Γερμανικού Τάγματος, αυτούς τους εξολοθρευτές των πάντων, ούτε η υπόσχεση παρθενίας ούτε η αρχή σύμφωνα με την οποία έπρεπε να ζουν «μόνο στην υπηρεσία της ουράνιας Παρθένου Μαρίας», να επιβάλλουν τη συνουσία σε κάθε ον που διέθετε κόλπο - παντρεμένες γυναίκες, παρθένες, μικρά κορίτσια και, καθώς βάσιμα μπορούμε να υποθέσουμε, θηλυκά ζώα. Η δε ομοφυλοφιλία ανθούσε στα μοναστήρια ήδη από την ίδρυσή τους.

 Οι μοναχές των ταγμάτων εγκαινιάζουν όμως στη Δύση την περιπατητική πορνεία. Γενικά οι μοναχές, όσο επεκτεινόταν η βασιλεία των ουρανών πάνω στη γη, τόσο πιο συχνά ανταγωνίζονταν τις πόρνες. Ηδη από τον 9ο αιώνα τα γυναικεία μοναστήρια παρομοιάζονται επανειλημμένα με οίκους ανοχής.

 Πολλές μονές γίνονται αργότερα ανοιχτά πορνεία, από τις πιο βόρειες περιοχές της Ευρώπης, όπου η εθνική αγία της Σουηδίας παραπονιέται ότι οι πύλες των γυναικείων μονών είναι μέρα και νύχια ανοιχτές σε λαϊκούς και κληρικούς, μέχρι τη Γαλλία και την Ιταλία, όπου ο θεολόγος Νικόλαος του Κλεμάνζ ομολογεί:

 «Η κάλυψη ενός κοριτσιού με πέπλο σήμερα σημαίνει κατευθείαν την παράδοσή του στην πορνεία».

 Οι τόποι περισυλλογής αποκαλούνται «χαμαιτυπεία» ή «οίκοι ανοχής» των ευγενών. Το δημοτικό συμβούλιο της Λαζάνης απαγορεύει στις μοναχές να ανταγωνίζονται και να ζημιώνουν τα μπουρδέλα, ενώ το δημοτικό συμβούλιο της Ζυρίχης εκδίδει το 1493 μια αυστηρή διάταξη «κατά των ακόλαστων επισκέψεων».

 Οπου δεν υπήρχαν άντρες και οι μοναχές δεν δικαιούνταν ούτε καν εξομολογητές, οι γυναίκες κατέφευγαν συχνά σε παιδιά, σε τετράποδα ή ακόμη και σε εντελώς άψυχα μέσα ηδονής, πρωτόγονους σωλήνες ή ασφαλώς και σε τεχνητούς φαλλούς με όσχεα γεμισμένα με γάλα, που τη στιγμή της κορυφαίας έντασης «εκσπερματωνόταν», ζεστό ή κρύο, μέσα στον λιγότερο ή περισσότερο παρθενικό κόλπο. Τέτοια υποκατάστατα αποκαλούνται στη Γαλλία, όχι χωρίς λόγο, «bijoux de religieuse» («κοσμήματα των καλογριών»).

 Οταν πέθανε η Μαργκερίτ Γκουρντάν (1783), η πιο φημισμένη ιδιοκτήτρια οίκων ανοχής του αιώνα -που ήταν και γνωστή κατασκευάστρια ολίσβων- στα χαρτιά της βρέθηκαν εκατοντάδες παραγγελίες τέτοιων «bijoux» από γαλλικά μοναστήρια.


 Οπου η Εκκλησία ζητούσε τον «σωφρονισμό», οι απάνθρωπες τιμωρίες έπεφταν βροχή. Προπάντων όσοι αθετούσαν την υπόσχεση παρθενίας -ακόμη και εκείνοι που είχαν εγκλειστεί σε μοναστήρια παρά τη θέλησή τους!- καταδικάζονταν σε πολυετή νηστεία ζώντας με νερό και ψωμί, φυλακίζονταν χρόνια ολόκληρα, υπέμεναν συχνές, πρόσθετες ταλαιπωρίες και μαστιγώνονταν ή ραβδίζονταν· ο αριθμός των ραβδισμών υπέκειτο στην «κρίση» του ηγούμενου και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επιτρεπόταν το μαστίγωμα ή το ράβδισμα μέχρι την επέλευση του θανάτου.

Στον κοσμικό κλήρο επιβλήθηκε η αγαμία, την οποία ένας πρωθιεράρχης της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, ο καρδινάλιος Ντέπφνερ, προπαγάνδιζε ακόμη ως «τρόπο ζωής θεμελιωμένο στην Αγία Γραφή», παρόλο που η Παλαιό Διαθήκη συνιστά ακόμη και στους αρχιερείς «να νυμφεύονται μια παρθένο», ενώ σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη ακόμη και ο επίσκοπος πρέπει να είναι «άνδρας μιας γυναίκας». Ετσι λοιπόν και οι απόστολοι συνοδεύονταν από τις γυναίκες τους στα ιεραποστολικά τους ταξίδια, και γενικά σε όλη την παλαιά Εκκλησία οι περισσότεροι ιερείς και επίσκοποι ήταν παντρεμένοι.






Τρεις λόγοι έκαναν όμως την καθολική Εκκλησία να επιβάλει την αγαμία.

 Πρώτον, η παραίτηση από τη σεξουαλική ζωή υποτίθεται ότι θα εμφάνιζε τους κληρικούς ως πιο αξιόπιστους και πιο σεβαστούς στα μάτια των πιστών.

 Δεύτερον, ένας άγαμος κληρικός κόστιζε στην Εκκλησία λιγότερο από έναν έγγαμο οικογενειάρχη.

 Τρίτον, η Εκκλησία ενδιαφερόταν για άβουλα και ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα όργανα, όχι για ανθρώπους με υποχρεώσεις απέναντι στην οικογένεια ή το κράτος· με τέτοια εργαλεία μπορούσε να κυβερνά άνετα - το μόνο που μετρούσε γι' αυτήν.

 Αρχισε τότε ένας αποκρουστικός χαφιεδισμός που αφορούσε και την τελευταία λεπτομέρεια. Η Εκκλησία καθαιρούσε έγγαμους κληρικούς, τους φυλάκιζε επί ένα διάστημα ή επ’ αόριστον, τους βασάνιζε, τους ακρωτήριαζε και τους φόνευε. Είχαν προηγηθεί δημαγωγικές προτροπές εκ μέρους του πάπα και διδασκάλων της Εκκλησίας, λόγου χάρη του Αλεξάνδρου Β' ή του Πέτρου Νταμιάνι (11ος αιώνας), προς τους πιστούς να διώκουν τους ιερείς τους «μέχρι αιματοχυσίας» και «μέχρι την τελική τους εξόντωση».

 Οι γυναίκες των ιερέων όμως, αν και τελούσαν νόμιμους γάμους, συχνά μάλιστα σύμφωνα με τους τύπους της Εκκλησίας, από αιώνα σε αιώνα έχαναν το ένα μετά το άλλο τα δικαιώματά τους, μαστιγώνονταν, πουλιούνταν, σκλαβώνονταν. Την ίδια τύχη είχαν και τα παιδιά τους.

 Κατά τα άλλα οι άγαμοι ιερείς, στη θέση της μιας και απαγορευμένης πια συζύγου, είχαν συχνά πολλές ερωμένες: ο γάμος των κληρικών αντικαταστάθηκε από ένα είδος χαρεμιού των ιερέων. Τον 8ο αιώνα ο άγιος Βονιφάτιος κάνει λόγο για κληρικούς που έχουν «τη νύχτα στο κρεβάτι τους τέσσερις, πέντε ή και περισσότερες παλλακίδες», ενώ αργότερα υπάρχουν -στη Βασιλεία, στη Λιέγη- επίσκοποι με είκοσι ή ακόμη και με εξήντα ένα παιδιά.

 Στην ακμή του χριστιανισμού, τον 13ο αιώνα, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' αποκαλεί τους ιερείς «πιο ανήθικους από τους λαϊκούς», ο πάπας Ονώριος Γ βεβαιώνει «έχουν γίνει η καταστροφή και ο βρόχος των λαών» και ο πάπας Αλέξανδρος Δ' πιστοποιεί «ότι ο λαός, αντί να βελτιώνεται, οδηγείται στην πλήρη διαφθορά από τους κληρικούς». Confessio propria est omnium optima probatio (η ίδια η ομολογία είναι η καλύτερη απόδειξη).

 «Σαπίζουν όπως τα ζώα στην κοπριά», άλλη μια χρυσή παπική ρήση του 13ου αιώνα. Αλλά τον 14ο αιώνα, όταν ο Αυστριακός Βάλντχαουζεν, μέλος ενός τάγματος που ακολουθούσε τον κανονισμό του Αυγουστίνου, βροντοφωνάζει «αυτός ο στάβλος του Αυγεία, που θέλει να λέγεται Εκκλησία του Χριστού και όμως δεν είναι παρά ένα μπουρδέλο του Αντίχριστου», η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη.


  Και τον 15ο αιώνα, όταν ονομαστοί θεολόγοι μαρτυρούν ότι η τάξη των κληρικών είναι «από τον ανώτατο μέχρι τον κατώτατο διεφθαρμένη», ότι «ηθικά καθαροί και πολυμαθείς άνθρωποι δεν αναλαμβάνουν υψηλά αξιώματα», ότι μόνο «δυσώδη ανθρώπινα ψοφίμια» επιζητούν τις επισκοπικές έδρες, εκείνον τον αιώνα λοιπόν, στη Σύνοδο της Κωνσταντίας, που οδήγησε τον Γιαν Χους (Ιωάννη Ούσο) στην πυρά, παραβρέθηκαν, εκτός από τον πάπα, πάνω από τριακόσιοι επίσκοποι και το Αγιο Πνεύμα, όπως γράφει ο χρονικογράφος της πόλης Ούλριχ φον Ρίχενταλ, επίσης επτακόσιες κοινές πόρνες, στις οποίες πρέπει να προσθέσουμε εκείνες που έφεραν μαζί τους οι ίδιοι οι συνοδικοί πατέρες.






 Οσον αφορά την έκτη εντολή (της αγνείας), το Βατικανό τηρούσε την ίδια στάση όπως πριν από μισό αιώνα.

 Λόγου χάρη ο πάπας Σίξτος Δ' δεν έχτισε μόνο το (φερώνυμο) Σίξτειο παρεκκλήσιο, αλλά και έναν οίκο ανοχής. Ενας από τους πλέον ασελγείς ο ίδιος, που συνουσιαζόταν με την αδελφή του και με παιδιά, δεν εισήγαγε μόνο τη γιορτή της Ασπίλου Συλλήψεως το 1476, αλλά εισέπραττε και από τις πόρνες του 20.000 δουκάτα τον χρόνο - και αναγόρευσε ιεροεξεταστή τον βασανιστή Τορκεμάδα! Ο ανιψιός του, ο καρδινάλιος Πιέτρο Ριάριο, προικισμένη με τέσσερις επισκοπικές έδρες και ένα πατριαρχείο, πέθανε κυριολεκτικά συνουσιαζόμενος - και επιπλέον τιμήθηκε με ένα από τα ωραιότερα μνημεία του κόσμου.

Μια αρκετά αξιόπιστη στατιστική αναφέρει για το έτος 1490 στη Ρώμη, που τότε είχε λιγότερους από 100.000 κατοίκους, 6.800 πόρνες· κάθε έβδομη Ρωμαία ήταν πουτάνα! Οίκους ανοχής έχτιζαν ή αγόραζαν όχι μόνο πάπες, καρδινάλιοι και επίσκοποι, αλλά και ηγούμενοι και ηγούμενες. Πολλές φορές αποδείχθηκε πόσο δίκιο είχε ο πάπας Πίος Β' όταν διαβεβαίωνε τον βασιλιά της Βοημίας, επικαλούμενος τον Αυγουστίνο, ότι η Εκκλησία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς νοικοκυρεμένα μπουρδέλα.

 Προφανώς δεν μπορούσε ούτε ο κλήρος να ζήσει χωρίς γυναίκες, αδιάφορο αν αυτές αποκαλούνταν σύζυγοι, παλλακίδες ή μαγείρισσες. Παρά την αυστηρή απαγόρευση, οι επίσκοποι επέτρεπαν στους ιερείς τους σωρηδόν παράνομες συμβίες· το τίμημα λεγόταν «πορνοτέλος» και ήταν υποχρεωτικό ακόμη και για όσους δεν διατηρούσαν παράνομες συμβίες, στην Ιρλανδία και τη Νορβηγία μάλιστα ήταν διπλό για τους μοναχικούς.

 Φυσικά οι πνευματικοί ποιμένες συνέχισαν τη σεξουαλική τους ζωή και μετά τις μεταρρυθμίσεις της Συνόδου του Τριδέντου (1545-1563).
 Μέχρι και τον 17ο αιώνα είχαν γυναίκες και παιδιά ακόμη και πολλοί ιεράρχες. Πάντως ο αρχιεπίσκοπος του Ζάλτσμπουργκ Φον Ράιτεναου είχε δεκαπέντε παιδιά (με την ωραία Σαλώμη Αλτ). 

  Αλλά ακόμη και το 1970 όλοι οι κληρικοί της επισκοπής του Μονάχου έλαβαν ένα υπόμνημα από την καθολική οργάνωση "Κύκλος Δράσης Μονάχου" και όχι από κάποιον εχθρό της Εκκλησίας, όπου γίνεται λόγος για «κρυφές, παρεμφερείς με τη συζυγική ζωή, σχέσεις» και για την αναγκαστική «ανειλικρίνεια» των καθολικών ιερέων.

 Οταν όμως το 1973 ο Χουμπέρτους Μίναρεκ, πρώην κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Βιέννης, μετά την αποχώρησή του από την Εκκλησία, περιέγραψε αυτή την ανειλικρίνεια στο βιβλίο του «Κύριοι και δούλοι της Εκκλησίας», λίγο πριν από την έκδοση του βιβλίου άρχισαν φοβερές δολοπλοκίες που ανάγκασαν τον εκδότη του να σπάσει το συμβόλαιο και να αποσύρει από το εμπόριο το ήδη εκτυπωμένο και προπωλημένο έργο του Μίναρεκ.






  Η υποκρισία είναι μέχρι σήμερα ένα από τα πιο αποκρουστικά και εντούτοις ουσιώδη χαρακτηριστικά του χριστιανισμού. Σύμφωνα με το παλαιό σύνθημα της Καθολικής Εκκλησίας «si non caste caute» («αν όχι αγνός, τουλάχιστον προσεκτικός»), οι πάπες Αλέξανδρος Β', Λούκιος Π και πολλοί άλλοι έκαναν αυστηρή διάκριση μεταξύ μιας κρυφής και μιας γνωστοποιημένης αμαρτίας- στη δεύτερη περίπτωση η τιμωρία διπλασιαζόταν ή και τριπλασιαζόταν.

 Με πιο σαφή λόγια, ο καρδινάλιος και διδάσκαλος της Εκκλησίας Νταμιάνι έβρισκε την κρυφή ακολασία των κληρικών ανεκτή, αφόρητα όμως τα πρησμένα κορμιά των εγκύων και τα θορυβώδη παιδιά των παλλακίδων - κάτι που προκάλεσε τη δηκτική ειρωνεία του Πανίτσα: «Αυτός ο Νταμιάνι διακρινόταν όντως για το γνήσιο καθολικό του πνεύμα:

 Ο,τι γίνεται στα κρυφά είναι σαν να μη συνέβη - αμαρτία είναι μόνον αυτό που κραυγάζει».

 Οι οδηγίες του Ζαν ντε Ζερσόν, αρχιγραμματέα της Σορβόνης, που είχε τον τίτλο doctor christianissimus (1363-1429), προς τον κλήρο είναι σαφείς:

 «Πρέπει να προσέχουν ώστε να γίνεται κρυφά...».

 Και αυτή ακριβώς είναι η συγκαλυμμένη ηθική αρχή που ισχύει και σήμερα, αφού λόγου χάρη η ασέλγεια με έναν/μία εξομολογούμενο/η τιμωρείται με διαρκή μετάνοια και μετάθεση του ιερέα μόνον «αν το έγκλημα γίνει δημόσια γνωστό».

 Γενικά: ποτέ δεν ενοχοποιούσαν τον άντρα, αλλά κατά κανόνα αναθεμάτιζαν τη γυναίκα, αυτήν που ο ίδιος ο Χριστός μεταχειριζόταν υποδειγματικά και στην οποία ο παλαιότερος χριστιανισμός οφείλει ένα μεγάλο μέρος των ιεραποστολικών του επιτυχιών.


 Οι μεγαλύτεροι διδάσκαλοι της Εκκλησίας όμως -ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος- διέδιδαν ότι η γυναίκα δεν πλάστηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του θεού, ότι είναι κατώτερο ον, προορισμένο να υπηρετεί τον άντρα - με διάφορες εκφράσεις υπαινίσσονταν μια σχέση παρόμοια με εκείνη μεταξύ κυρίου και δούλου.

 Στην ακμή του Μεσαίωνα ο Θωμάς Ακινάτης, που, στα τέλη του 19ου αιώνα ακόμη, ανακηρύχθηκε πρώτος διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας, στιγμάτισε τη γυναίκα ως σωματικά και πνευματικά κατώτερη, ένα είδος «ακρωτηριασμένου», «αποτυχημένου» άντρα.

 Το γεγονός ότι, δυστυχώς, γεννιούνται κορίτσια ο επίσημος φιλόσοφος της Εκκλησίας και προστάτης όλων των καθολικών σχολών και πανεπιστημίων το αποδίδει σε ένα άθλιο ανδρικό σπέρμα, σε χαλασμένο αίμα της μήτρας ή σε «υγρούς νοτιάδες» (venti australes), που με την πολλή βροχή δημιουργούν παιδιά με αυξημένη περιεκτικότητα νερού, δηλαδή κορίτσια.


 Ακόμη και ο Λούθηρος, ο οποίος κατάργησε την αγαμία και έβγαλε τις μοναχές από τα μοναστήρια, θεωρούσε τον άντρα «ανώτερο και καλύτερο» και τη γυναίκα «σχεδόν παιδί», «τρελό ζώο»· «η μεγαλύτερη τιμή γι’ αυτήν είναι ότι όλους ανεξαιρέτως μας γεννούν οι γυναίκες», και άλλα τέτοια κολακευτικά λόγια.

 Αυτή η συκοφαντική εκστρατεία, που συνεχίζεται σχεδόν μέχρι τις μέρες μας και πνίγει κάθε θετική παρατήρηση, δεν οδήγησε μόνο μέσα στους κύκλους της Εκκλησίας σε πολυάριθμους και υποτιμητικούς παραγκωνισμούς, αλλά λόγω της πολύ μεγάλης επιρροής του κλήρου είχε καταστρεπτικές συνέπειες σε όλους τους τομείς της ζωής.


 Η γυναίκα έχει υποστεί συνεχείς και πολύ μεγάλες αδικίες από νομική, οικονομική, κοινωνική και εκπαιδευτική άποψη.






 Επί αιώνες δεν είχε ούτε τη δικαιοπρακτική ικανότητα ούτε το δικαίωμα να κληρονομεί, δεν διέθετε περιουσία άξια λόγου, ενώ ως σύζυγος έπρεπε να υποτάσσεται στη θέληση του συζύγου - ο οποίος, σύμφωνα με το Corpus Juris Canonici, τον κώδικα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας που ίσχυε μέχρι το 1918 (!), είχε το δικαίωμα να επιβάλει στη γυναίκα του νηστεία, να τη δέρνει, να τη δένει και να της απαγορεύει την έξοδο από το σπίτι.

Γιατί άραγε η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους από γυναίκες; Λόγω της Εκκλησίας φυσικά! 

Λόγω μιας Εκκλησίας η οποία άλλοτε
 -φρικτή συνέπεια του μισογυνισμού της- 

οδήγησε εκατομμύρια «μάγισσες» στα βασανιστήρια και στην πυρά. Είναι η Εκκλησία που έως και τον 19ο αιώνα επέβαλλε στις γυναίκες, προπάντων των κατώτερων τάξεων, δηλαδή στην πλειονότητά τους, μια πολύ πιο βάναυση, από πολλές απόψεις, μεταχείριση από εκείνη των δούλων της αρχαιότητας.

 Επί δύο χιλιετίες η Εκκλησία -όσο και αν το αμφισβητεί- δεν δυσφήμησε μόνο τη γυναίκα αλλά και τον γάμο. Από τον άγιο Ιουστίνο μέχρι τον Τερτυλλιανό και τον Ωριγένη, ο ευνούχος έχει εγκωμιαστεί περισσότερο από τον σύζυγο. 


  Σύμφωνα με τον διδάσκαλο της Εκκλησίας Ιερώνυμο, οι παντρεμένοι ζουν «όπως τα ζώα», με τη συνουσία δεν διαφέρουν

 «σε τίποτε από τα γουρούνια και τα άλογα ζώα».

 Σύμφωνα με τον διδάσκαλο της Εκκλησίας Αυγουστίνο, οι παντρεμένοι θα λάβουν χειρότερες θέσεις στον παράδεισο, μόνον ο «γάμος του Ιωσήφ και της Μαρίας», δηλαδή η συμβίωση με πλήρη εγκράτεια, είναι ο «αληθινός γάμος» και το καλύτερο θα ήταν αν τα παιδιά «σπέρνονταν με το χέρι όπως τα σπυριά των δημητριακών».

 Ετσι λοιπόν η ιδέα του γάμου ως μυστηρίου εμφανίστηκε μετά την παρέλευση της πρώτης χριστιανικής χιλιετίας, αφού μόνο τον 11ο και τον 12ο αιώνα άρχισε να δίδεται η συγκατάθεση ενώπιον του ιερέα, και επιπλέον η σύναψη γάμου αναγνωριζόταν και χωρίς τον ιερέα μέχρι τον 16ο αιώνα. Η Εκκλησία προσπαθούσε βέβαια συχνά να παρεμποδίσει την πραγματοποίηση γάμων και καταπολέμησε σκληρά τον δεύτερο γάμο (μιας χήρας ή ενός χήρου) χωρίς να τον απαγορεύει. Το σύνθημα που προτιμούσε ήταν;

 «Μετά την ποτίστρα τα γουρούνια ξανακυλιούνται στον βόρβορο».

 Δραστικοί περιορισμοί επιβάλλονταν όμως και στην ίδια τη σεξουαλική επαφή των συζύγων, που κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα απαγορευόταν:

 τις Κυριακές και τις αργίες, τις ημέρες προσευχής και μετάνοιας, κάθε Τετάρτη και Παρασκευή ή κάθε Παρασκευή και Σάββατο, το οκταήμερο μετά το Πάσχα και την Πεντηκοστή, τη Σαρακοστή πριν από τα Χριστούγεννα, πριν ή και μετά τη μετάληψη, κατά την εγκυμοσύνη και μετά τον τοκετό, δηλαδή συνολικά οκτώ μήνες τον χρόνο.

 Και στην ακμή του μεσαίωνα, καθώς και αργότερα, σχεδόν τον μισό χρόνο. Οι παραβάσεις επέσυραν εκκλησιαστικές ποινές, ενώ η τιμωρία για τις ακολασίες, μέχρι τον 20ό αιώνα, ήταν η θεία δίκη: λεπρά, επιληπτικά, ακρωτηριασμένα, δαιμονισμένα παιδιά

 Ως ηθικό πρότυπο η Εκκλησία συνιστούσε την καμήλα, που συνουσιάζεται μόνο μία φορά τον χρόνο, και ιδιαίτερα τον θηλυκό ελέφαντα, που συνευρίσκεται μόνο κάθε τρία χρόνια.

Η Εκκλησία επέτρεψε τη συνουσία μεταξύ των συζύγων για δύο λόγους: 

  Πρώτον, για να αποτρέψει την πιθανώς πιο ηδονική εξωσυζυγική σεξουαλικότητα· «το θηλυκό έχει το κοχυλάκι του», λέει ο Λούθηρος συνδιατυπώνοντας παραστατικά και την άποψη των καθολικών, «για να προσφέρει στον άντρα ένα γιατρικό ώστε να αποφεύγονται οι ονειρώξεις και η μοιχεία».

  Δεύτερος λόγος ήταν ότι η Εκκλησία χρειαζόταν τον γάμο για να προστίθεται στους πιστούς της νέο αίμα. «Αλλά και αν η εγκυμοσύνη τις κουράζει ή τελικά τους κοστίζει τη ζωή», όπως γράφει πάλι ο Λούθηρος με θαυμαστή ειλικρίνεια, «δεν πειράζει, αφήστε τις εγκύους να πεθάνουν, αυτός είναι ο προορισμός τους».

 Αφού δεν γινόταν διαφορετικά και η σεξουαλική πράξη ήταν αναπόφευκτη, ας γίνεται τουλάχιστον σπάνια και χωρίς απληστία! 

  Επί αιώνες η Εκκλησία θεωρούσε κάθε συζυγική πράξη αμαρτωλή, ενώ αργότερα έκρινε ως αναμάρτητη μόνο την επαφή που συνοδευόταν από μίσος για την ηδονή· η ηδονή ήταν πάντοτε βαρύ έγκλημα για τους χριστιανούς. Οταν μάλιστα το ζευγάρι επέλεγε μια στάση διαφορετική από τη δήθεν κανονική, τη θεάρεστη -η γυναίκα ανάσκελα, ο άντρας καταπρόσωπο αποπάνω: σύμφωνα με ορισμένους ειδικούς η πιο αντιδονική και στον εξωχριστιανικό κόσμο συχνά περιγελώμενη στάση, που αποκαλείται και στάση των ιεραποστόλων-, όταν λοιπόν το αντρόγυνο, αναζητώντας μεγαλύτερη απόλαυση, εφάρμοζε κάποια από τις ασυνήθιστες πρακτικές (situs ultra modum) -τις οποίες οι ηθικολόγοι συζητούσαν συχνά και με γνώση όλων των παραλλαγών-, αυτό ήταν έγκλημα χειρότερο από τη δολοφονία.

 Οι θεολόγοι προτιμούσαν να συνιστούν στους συζύγους να συνευρίσκονται αισθανόμενοι αηδία για τη σεξουαλική ορμή, στο σκοτάδι της νύχτας και κατά το δυνατόν φορώντας και οι δύο το ειδικό ρούχο των μοναχών, ένα νυχτικό που κάλυπτε τα πάντα μέχρι τα νύχια των ποδιών και άφηνε μόνο μια μικρή τρύπα στην περιοχή του υπογαστρίου, αλλά και αυτό μόνο για να γεννιούνται και άλλα χριστιανόπουλα, άλλοι μελλοντικοί τηρητές της αγαμίας.

 Για μεθόδους αντισύλληψης -συχνά εφαρμοζόμενες στην αρχαιότητα, μηχανικές και φαρμακολογικές, ακόμη και ο υπολογισμός των γόνιμων και άγονων ημερών ήταν γνωστός- ο χριστιανικός κόσμος φαίνεται πως δεν είχε ακούσει τίποτε μέχρι τον 18ο αιώνα. Τότε όμως τις αναθεμάτισε όλες με όλα τα μέσα που διέθετε.

Οι πιστοί όφειλαν, όπως κήρυξαν οι Γερμανοί επίσκοποι εν σώματι το 1913, να υπομένουν κάθε δυσκολία και να παραιτηθούν από κάθε διευκόλυνση. Αναθεμάτισαν ακόμη και την «επάρατη» σχετική βιομηχανία «λόγω εγκληματικής συνέργειας», καθώς «ο φτωχός γερμανικός λαός [πρέπει] να πληρώνει τα ανόσια προϊόντα της όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με το αίμα του, με τη σωματική και ψυχική του υγεία, με την ευτυχία της οικογένειας» - αν και πληρώνει με χρήματα, με την ευτυχία και την υγεία μάλλον όποιος περιφρονεί τα αντισυλληπτικά μέσα!

Και πότε παρακαλώ καταπολέμησε η Εκκλησία τη βιομηχανία όπλων με τέτοιον τρόπο;

 Πότε την αποκάλεσε «επάρατη» και «εγκληματική»;

 Και όμως, ειδικά το 1913, τα «προϊόντα» της θα ήταν ένας ταιριαστός στόχος για τους «ποιμενικούς λόγους», «ο φτωχός γερμανικός λαός πρέπει να τα πληρώνει όχι μόνο με χρήματα, αλλά και με το αίμα του». Αλλά οι επίσκοποι δεν μιλούσαν έτσι για τις οβίδες, τα κανόνια και τα αέρια. Οχι για τέτοια πράγματα. Τα έλεγαν για τα προφυλακτικά.

 Τις οβίδες, τα κανόνια και όλον τον πόλεμο τα χαιρέτισαν γρήγορα σαν τρελοί, τα γιόρτασαν σαν κάτι ιερό! Τα προφυλακτικά όμως ήταν του διαβόλου και εξακολουθούν να είναι. Αυτά είναι που αποδεκατίζουν τους τωρινούς και τους μελλοντικούς χειριστές και τα θύματα των κανονιών, την εξουσία και τα μεγαλεία. Κατά συνέπεια; πόλεμος κατά των προφυλαχτικών!

  Ποτέ όμως πόλεμος κατά του πόλεμου! Αυτή είναι η ηθική της Εκκλησίας, που εξυμνεί τις σφαγές και τη γενοκτονία ως θεία λειτουργία, ενώ εξακολουθεί να απαγορεύει στους νοσοκόμους και τους τραυματιοφορείς να δίνουν προφυλακτικά στους στρατιώτες: καλύτερα δηλαδή να κολλήσουν βλεννόρροια και σύφιλη. Και AIDS.

Ακόμη και σήμερα η πώληση προφυλαχτικών μέσων θεωρείται «τυπική συνέργεια και συμμετοχή στο αμάρτημα του αγοραστή». Η πώληση οβίδων όχι! Αυτή είναι η ηθική της Εκκλησίας! Σε αυτήν το χρωστούμε αν ακόμη και σήμερα η διαφήμιση αντισυλληπτικών διώκεται με ποινή φυλάκισης (Τουλάχιστον μέχρι το 1987 που εκδόθηκε το βιβλίο επιδοτεί τη στείρωση ενηλίκων),  σε αυτήν χρωστούμε και το γεγονός ότι ακόμη και στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (στη Γερμανία και την Ιταλία) σύρθηκαν στα δικαστήρια γιατροί που έκαναν στείρωση σε γυναίκες ή απλώς τους συνέστησαν αντισυλληπτικά - ενώ η μη χριστιανική Ινδία επιδοτεί τη στείρωση ανηλίκων.

 Είναι αυτονόητο ότι οι «πατέρες» επέβαλαν και στη Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού
                                                                                       (1962-1965)

 την παλαιά αντιουμανιστική και αντιδονική γραμμή τους, όπως και το 1968 με την απάνθρωπη εγκύκλιο «για την ανθρώπινη ζωή» (Humanae vitae) του Παύλου Δ', η οποία εξακολουθεί να απαγορεύει κάθε μέθοδο ελέγχου των γεννήσεων εκτός από την αξιοποίηση των άγονων ημερών της γυναίκας, την οποία -σε αντίθεση βέβαια προς ολόκληρη την καθολική παράδοση- είχε εγκρίνει ο Πίος ΙΒ1. Αυτή η εγκύκλιος προκάλεσε την αγανάκτηση ακόμη και γνωστών θεολόγων, ενώ κριτικά σκεπτόμενοι καθολικοί την ειρωνεύτηκαν: «Η αγιοποίηση των Κνάους - Οζινό, ερμηνευμένη από τον θίασο του γηροκομείου Αγιος Πέτρος της Ρώμης υπό τη διεύθυνση του πάπα Παύλου ΣΤ'».

Προς τι όμως οι προσωπικές επιθέσεις κατά του πάπα; Δεν φταίει τόσο πολύ ο ίδιος όσο το σύστημα στο σύνολό του. Δεν είναι μόνον η σχετική εγκύκλιος που εκφράζει «μια εντελώς αρτηριοσκληρωτική άποψη», όπως πιστεύει ο πρόεδρος της Ενωσης Καθολικών Γιατρών, δεν είναι μόνον αυτή «σκέτη καταστροφή», αλλά η Εκκλησία, ο χριστιανισμός γενικά. Και αυτό ήδη από την εποχή του απόστολου Παύλου, όχι μόνον από τον πάπα Παύλο και μετέπειτα!

 Οποιος δεν το βλέπει σήμερα είναι τυφλός ή κάνει τον τυφλό. Tertium non datur.


Ειδικά στους φτωχούς ο κλήρος εξακολουθεί να μετατρέπει τη σχεδόν μοναδική ευχαρίστηση που έχουν σε μια δαπανηρή και τελικά ανιαρή άσκηση, η οποία παρακολουθείται μέσω των εξομολογήσεων και φέρει τον σταυρό της υποχρέωσης για συνεχή παραγωγή πιστών της καθολικής Εκκλησίας. Αν μάλιστα τα ζευγάρια δεν ακολουθούν «τους κανόνες της φύσης» (την επισφαλή μέθοδο των Κνάους - Οζινό), η Εκκλησία τούς επιβάλλει αυστηρή ασκητεία, τον «δρόμο της πλήρους εγκράτειας», μια ζωή «σαν αδελφός και αδελφή σύμφωνα με το υψηλό πρότυπο της Παναγίας και του Ιωσήφ».

 Ηδη όμως τον περασμένο αιώνα έζησαν τόσοι άνθρωποι στη Γη όσοι στις προηγούμενες εξακόσιες χιλιετίες μαζί. Και σε διακόσια χρόνια μόνο, χωρίς οικογενειακό προγραμματισμό και με το μέχρι τώρα ποσοστό αύξησης, ο πληθυσμός της Γης μπορεί να ανέλθει σε εκατό δισεκατομμύρια, οπότε ολόκληρη η Γη, με εξαίρεση τους ωκεανούς, τα ψηλά βουνά και τις πολικές ζώνες, θα ήταν μία και μοναδική γιγαντιαία πόλη.

Ενώ γι’ αυτόν τον λόγο όλοι οι διακεκριμένοι πληθυσμολόγοι εξορκίζουν την ανθρωπότητα και χτυπούν συναγερμό, ο καθολικισμός επιμένει στην απαγόρευση όλων των αντισυλληπτικών μέσων, ενώ το Βατικανό εξαπέλυσε μια μυστική διπλωματική εκστρατεία -σε διάφορες κυβερνήσεις και διεθνείς οργανώσεις, προπάντων στις ΗΠΑ και τον ΟΗΕ- με στόχο τη διακοπή της χρηματοδότησης και της προώθησης του οικογενειακού προγραμματισμού. Και κάτι που σηματοδοτεί απλώς την τελική, πραγματικά τρομακτική συνέπεια μιας τέτοιας πολιτικής βγαίνει μέσα από τα λόγια του θεολόγου Γιαν Φίσερ που εργάζεται στη Ρώμη.

 Οταν η γερμανική τηλεόραση τον ρώτησε αν η Εκκλησία, στηριζόμενη στο παραδοσιακό της δόγμα, θα δεχόταν ακόμη και έναν απελπιστικό υπερπληθυσμό στον πλανήτη μας, ο Φίσερ απάντησε:

 «Ναι. Αν είναι πραγματικά πεπεισμένη ότι αυτός είναι ο νόμος του Θεού, νομίζω ότι θα τον δεχόταν. Η δικαιοσύνη πρέπει να επικρατήσει ακόμη και αν αυτό μπορεί να σημαίνει το τέλος του κόσμου».

Fiat justitia et pereat mundus (Γεννηθήτω δικαιοσύνη και ας χαθεί ο κόσμος). Παρόμοια ήταν και η δήλωση του Ιησουίτη Γκούντλαχ κατά την ερμηνεία του δόγματος του Πίου IΒ' για τον πυρηνικό πόλεμο: μια πυρηνική καταστροφή του κόσμου, ως «ομολογία πίστης» στη θεία τάξη, είναι απολύτως δικαιολογημένη.

 Τον Μεσαίωνα τα οικοτροφεία έκθετων παιδιών και τα ορφανοτροφεία κρατούσαν τα παιδιά μόνο μέχρι να μπορέσουν μόνα τους «να αναζητήσουν την ελεημοσύνη», αφού εκτός από λίγα θρησκευτικά δεν μάθαιναν σχεδόν τίποτε.

 Οταν όμως στα τέλη του Μεσαίωνα και στις αρχές των νεότερων χρόνων οι αγέλες των ζητιάνων άρχισαν να λαμβάνουν πολύ μεγάλες διαστάσεις, οι αρχές τούς κυνηγούσαν κανονικά, τους μαστίγωναν δημόσια, τους στιγμάτιζαν στο στήθος, στη ράχη και στους ώμους, τους έκοβαν μισό ή ολόκληρο αφτί, τους ακρωτήριαζαν με διάφορους τρόπους και, όταν τους συλλάμβαναν επανειλημμένα χωρίς εργασία -αδιάφορο αν μπορούσαν να βρουν-, τούς εκτελούσαν στα γρήγορα.

 ... Ασφαλώς θα χλεύαζε κανείς λιγότερο τις θρηνολογίες της Εκκλησίας για τα αγέννητα, αν η ίδια νοιαζόταν περισσότερο για τα γεννημένα παιδιά! Αυτό όμως το κάνει μόνον από μια ορισμένη άποψη τόσο συστηματικά, δηλαδή πραγματικά μέχρι τη ρίζα της ύπαρξης: σε καμιά μεγάλη αιματοχυσία δεν αντιδρά -οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και η μακρά σφαγή στο Βιετνάμ, όπου δολοφονήθηκαν συνολικά περισσότεροι από τον σημερινό πληθυσμό της Δυτικής Γερμανίας, το αποδεικνύουν ήδη με αρκετά φρικτό τρόπο- έως ότου η ιερή ζωή, που τόσο πολύ την προστατεύει στην εμβρυακή της φάση, αφού αναπτυχθεί, πολτοποιηθεί, έως ότου γίνει βρομιά - κι αυτό είναι κάτι που θεωρείται εξίσου ιερό.

  Αυτή η Εκκλησία ευλογούσε πάντοτε, ήδη από την εποχή του Κωνσταντίνου, τη μαζική δολοφονία, ενώ τις σεξουαλικές επαφές έξω από τον γάμο (συχνά και στον γάμο) τις αναθεμάτιζε ως εγκληματικές.

  Στον καθολικισμό υπάρχει, όπως τονίζεται στις ίδιες τις γραμμές του, μια «μακρόχρονη παράδοση» να θεωρούν «ότι κάθε σεξουαλική κίνηση είναι αμαρτία ή τουλάχιστον συνοδεύεται από αμαρτία», ότι «κάθε σεξουαλική δραστηριότητα είναι κακή επειδή συνδέεται αναπόσπαστα με την απληστία». Και τα σεξουαλικά «παραπτώματα» ήταν πάντοτε ιδιαίτερα βαριά.


 Ηδη η αποστολική σύνοδος παρουσίασε στο διάταγμά της ως βαριές και θανάσιμες αμαρτίες τη γνωστή τριάδα: ειδωλολατρία, δολοφονία και ακολασία. Ολα αυτά στο ίδιο καλάθι: θρησκεία, φόνος και έρωτας.

Ο Αυγουστίνος, ένας άντρας που δεν μπορούσε να λύσει τα ίδια του τα σεξουαλικά προβλήματα, που παρέπαιε συνεχώς μεταξύ λαγνείας και στέρησης, που με όλη του τη σοβαρότητα προσευχόταν:

 «Δώσε μου αγνότητα..., αλλά όχι αμέσως τώρα»,

 που έγινε ευσεβής αφού έζησε πρώτα άσωτο βίο, όταν η αδυναμία του για τις γυναίκες, όπως σε πολλούς άντρες που γερνούν, μετατράπηκε στο αντίθετο και εμφανίστηκαν συμπτώματα (στον πνεύμονα και τον θώρακα) που για έναν ρήτορα ήταν ενοχλητικά, αυτός ο Αυγουστίνος λοιπόν δημιούργησε την κλασική πατρολογική θεωρία περί αμαρτιών, που καταδίκαζε ιδιαίτερα τον σεξουαλικό πόθο και έτσι στάθηκε καθοριστική για τη χριστιανική ηθική και την τύχη πάμπολλων εκατομμυρίων δυτικών ανθρώπων (με σεξουαλικές αναστολές και δυσκολίες) μέχρι σήμερα, και όχι μόνον αυτών.

 Αγάπη για τον Αυγουστίνο είναι πάντοτε μόνον αγάπη για τον θεό, ενώ ο έρωτας είναι κατά βάθος υπόθεση του διαβόλου«απαίσιος», «καταχθόνιος», «φλέγων όγκος του σώματος», «τρομακτική θέρμη», «σήψη», «αηδιαστική λάσπη», «αηδιαστικό πύον».

 Σαν πυόρροια πανούκλας βγαίνουν τέτοια λόγια από τον Αυγουστίνο και επηρεάζουν τη σχολαστική θεολογία της πρώιμης και της μεσαίας περιόδου, όταν ο Γουλιέλμος της Ωβέρνης αποκαλούσε τη σεξουαλική ηδονή «κτήνος», ο διδάσκαλος της Εκκλησίας Μποναβεντούρα έγραφε ότι η συνουσία είναι «δυσώδης», ο διδάσκαλος της Εκκλησίας Θωμάς Ακινάτης παρέβαλλε τον ερωτικό πόθο με τη «βρομιά» και τη συνουσία με τις «πιο ποταπές» πράξεις, ενώ ο διδάσκαλος της Εκκλησίας Βερνάρδος του Κλερβό δήλωνε ότι η λαγνεία υποβιβάζει τον άνθρωπο κάτω από το επίπεδο των γουρουνιών.


 Ανάλογη ήταν και η ενασχόληση με αυτό το αντικείμενο, αφού εξετάστηκε η περίπτωση συνουσίας με μια νεκρή γυναίκα, με ένα άγαλμα ή μια ξύλινη κούκλα ή απλώς στην τρύπα μιας σανίδας μετά την αφαίρεση ενός ρόζου. Ερευνήθηκαν ακόμη οι περιπτώσεις στις οποίες «το ράμφος μιας κότας εισάγεται στον κόλπο», «μια γυναίκα με σάλιο και ψωμί στον κόλπο της προσπαθεί να δελεάσει έναν σκύλο για να της γλείψει το αιδοίο» ή «αυνανίζει έναν σκύλο για να προκαλέσει στύση στο πέος του και να το εισαγάγει στον κόλπο της».

 Αυτά και πολλά άλλα ανάλογα εξέτασαν και αποτίμησαν ακριβώς οι ειδήμονες και έτσι καθόρισαν τις αντίστοιχες τρομακτικές ποινές.

 Στην ακμή του Μεσαίωνα οι θεολόγοι βασάνιζαν το μυαλό τους στοχαζόμενοι για ανθρώπους που λόγω παχυσαρκίας μπορούν να συνουσιάζονται μόνο «με τον τρόπο των ζώων» ή για τη βαρύτητα της αμαρτίας όταν «ο άντρας είναι ερεθισμένος όπως ένα άλογο ή ένα μουλάρι». Εξετάστηκε με κάθε λεπτομέρεια η ικανότητα των ευνούχων να συνάπτουν γάμο (αν υπάρχει αυτή η ικανότητα χωρίς τον έναν ή χωρίς και τους δύο όρχεις, αν αρκεί η στύση ακόμη και χωρίς εκσπερμάτωση κτλ.), καθώς και η «στένωση της γυναίκας», που ήταν κώλυμα γάμου.

Τον 18ο αιώνα άρχισε όμως η πραγματική χρυσή εποχή της καθολικής ηθικής θεολογίας. Τώρα εμφανίζεται ένας από τους κλασικούς της, που έλαβε τον ανώτατο τίτλο της Καθολικής Εκκλησίας, ο άγιος Αλφόνσος ντε Λιγκουόρι, ο οποίος στη «Theologia Moralis», που εκδόθηκε από το 1753 μέχρι το 1755 και γνώρισε πάνω από εβδομήντα επανεκδόσεις, εξετάζει το μέγεθος της αμαρτίας και το αξιόποινο των φιλιών εντός και εκτός γάμου, με ή χωρίς εκσπερμάτωση, το κοίταγμα των «άσεμνων μερών του σώματος» (partium inhonestariim), στα οποία περιλαμβάνονταν τα γεννητικά όργανα και τα πλησιέστερα μέρη και από τα οποία διέκριναν τα «λιγότερο σεμνά μέρη» (partes minus honestae), το στήθος, τους βραχίονες, τους μηρούς μέχρι τον 20ό αιώνα!, ενός άλλου από κοντά και από πολύ μακριά και, τέλος, εξετάζει τις ανεπιθύμητες ονειρώξεις των γιατρών που είναι υποχρεωμένοι να αγγίζουν τα γεννητικά όργανα των γυναικών.

 Ο άγιος Αλφόνσος ορίζει ποια είναι «η πιο κατάλληλη στάση για την εκσπερμάτωση και την υποδοχή του σπέρματος από τα γεννητικά όργανα της γυναίκας». Τα ερωτήματα που πραγματεύεται είναι οι στάσεις κατά τη συνουσία: καθιστά, όρθια, από το πλάι, από πίσω με τον τρόπο των ζώων, με τον άντρα ανάσκελα και τη γυναίκα από πάνω, με εκσπερμάτωση «έξω από το φυσικό αγγείο της γυναίκας» (extra vas naturale). Συζητεί τη συνεύρεση με μια νεκρή γυναίκα (coire cum femina mortua), εξετάζει αν είναι θανάσιμη αμαρτία μετά την τρίτη συνουσία να αρνηθεί κανείς μια τέταρτη την ίδια νύχτα ή μια πέμπτη τον ίδιο μήνα. Και με όλα αυτά η ηθική θεολογία αποκαλείται μέχρι σήμερα «διδασκαλία των διαδόχων του Χριστού»!


 Ακόμη και σε ηλικία 88 ετών, όταν ταλανιζόμενος από ενδοιασμούς, φόβους και αμφιβολίες τρελάθηκε οριστικά, ο Λιγκουόρι εξακολουθούσε να υποφέρει από τούς πειρασμούς της σάρκας. Τότε φώναζε με Λυγμούς: «Αλίμονο, είμαι κιόλας 88 ετών και ακόμη δεν έσβησε η φλόγα της νιότης μου!».

 Υπάρχουν ηθικολόγοι που διερεύνησαν 20.000 «περιπτώσεις βεβαρημένης συνείδησης», που σπαρασσόταν η ίδια η ψυχή τους και που, όπως ο Λιγκουόρι, τρελάθηκαν. Και αμέτρητοι μετανοημένοι που καταστράφηκαν από τις τιμωρίες των εξομολογητών τους.

 Το πράγμα μιλάει από μόνο του αν συγκρίνουμε λόγου χάρη τις ποινές για σεξουαλικές αμαρτίες με εκείνες που επιβάλλονταν σε περιπτώσεις δολοφονίας.


  Κατά την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα μπορούσε να επιβληθεί σε μια γυναίκα για μία και μόνο περίπτωση αυνανισμού (που δεν έβλαψε ποτέ κανέναν και μόνο ευχαρίστηση προκαλεί) μέχρι και τρία χρόνια μετάνοια, κάτι που μπορούσε να σημαίνει, ανάλογα με τον τόπο και την εποχή: τρία χρόνια χωρίς σεξουαλική επαφή, τρία χρόνια χωρίς ιππασία και ταξίδια με άμαξα, μόνο νερό και ψωμί. 

 Όποιος όμως σκότωνε άνθρωπο στον πόλεμο ή με διαταγή του κυρίου του σε περίοδο ειρήνης, εξιλεωνόταν πλέον μόνο με σαράντα μέρες μετάνοια!

 Σήμερα βέβαια μια αυνανιζόμενη καθολική γυναίκα εξιλεώνεται μετά από σύντομη μετάνοια και ένας καθολικός στρατιώτης που σκοτώνει στον πόλεμο δεν χρειάζεται πια καμιά μετάνοια για να εξιλεωθεί.

 Η μετάνοια είναι απαραίτητη μάλλον για εκείνον που ΔΕΝ σκοτώνει, που αθετεί τον όρκο του στη σημαία. Ετσι αλλάζουν τα πράγματα - αλλάζουν όμως προς το καλύτερο;

 Φυσικά, αναφωνούν οι θεολόγοι. Η Εκκλησία σκέφτεται τώρα πιο φιλελεύθερα, είναι πιο ανοιχτή προς τον κόσμο. Πολλές αντιλήψεις που υποστηρίζονταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν (!) και υποστηρίζονται ακόμη από τους συντηρητικούς είναι κατά βάθος ξεπερασμένες, λένε, και έχουν στηλιτευτεί ήδη από τους ίδιους, δηλαδή τους ηθικολόγους· με λίγα λόγια, έχουμε (και εδώ) αξιοσημείωτες αλλαγές, νέες προοπτικές, νέα κέντρα βάρους, προοδευτικό φρόνημα, πιο πολλή δυναμική, εξελικτική σκέψη κτλ. κτλ.

 Είναι όμως έτσι;

 Σημειώνονται πραγματικά αποφασιστικές αλλαγές στην ηθική θεολογία; Ή μήπως έχουμε μπροστά μας μια νέα γλωσσική συσκευασία και κατά τα άλλα την παλαιά έλλειψη ήθους;

 Σήμερα ασφαλώς, καθώς η αγνεία δεν έχει πέραση (ακόμη και αν στη χώρα του πάπα μερικοί εξακολουθούν να πληρώνουν ασφάλιστρα για την παρθενιά μιας κόρης), η Εκκλησία καταβάλλει σπασμωδικές προσπάθειες για να δείξει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Σήμερα δεν θέλει τόσο να διακηρύξει μερικές αιώνιες αλήθειες όσο κυρίως «να ασκήσει μια θεολογία προσανατολισμένη στην παρούσα κατάσταση»· δεν θέλει τόσο να ακολουθήσει την «παλαιότερη διατύπωση» του μηνύματος της σωτηρίας, του ευαγγελίου, όσο κυρίως να προσφέρει «αυτό το μήνυμα με τη σημερινή εικόνα του ανθρώπου και του κόσμου» 
(Σόνενμπεργκ).

 Για τις αγκυλωμένες σεξουαλικές αντιλήψεις του απόστολου Παύλου ευθύνονται οι εβραίοι και οι «εθνικοί», για εκείνες του Ωριγένη ο Πλάτων και οι στωικοί, για τις απόψεις του Αυγουστίνου οι μανιχαίοι, για τη δυσφήμηση της σεξουαλικότητας τον Μεσαίωνα οι «αιρετικοί». Και όπου κατά «την τελευταία εκκλησιαστική περίοδο» η αντισεξουαλική στάση της Καθολικής Εκκλησίας βρήκε μια «έκφραση χωρίς προηγούμενο», επρόκειτο απλώς για μια αντανάκλαση «της αστικής κοινωνίας βικτοριανής-πουριτανικής προέλευσης»


 (Πφίρτνερ).


  Αλλά μερικές φορές τολμούν να ασκήσουν και αυτοκριτική, καθώς «οι πιο προοδευτικοί» απολογητές ψέλνουν συνεχώς το «πάτερ, ήμαρτον» (pater peccavi) - από την έφοδο κατά της αντίληψης περί προπατορικού αμαρτήματος μέχρι τη διάσωση της τιμής του φαν ντε Φέλντε. 

 Ομολογούν ότι έβλεπαν «στα πάντα [!] μόνο την αρχή το κακού», ότι οι εκτιμήσεις τους «για τη σεξουαλικότητα ήταν συχνά εσφαλμένες», ότι «υπερτίμησαν» «την αξία της παρθενικότητας για το κοινωνικό σύνολο», καθώς και τον «αμαρτωλό της χαρακτήρα»


 (Σρέτελερ).

  Ομολογούν «θαρρετά», όπως σημειώνει άλλος ένας καθολικός, ότι «εδώ πρέπει να αναπληρώσουμε και να επανορθώσουμε άπειρα [!] πράγματα. Δεν πέρασε πάρα πολύς καιρός από τότε που οι ηθικές μας αντιλήψεις ήταν ακόμη σεμνότυφες και αφύσικες» 
(Ρέτελι).


 Μερικές φορές τέτοιες ομολογίες και παραχωρήσεις προσφέρονται πολύ σύντομα και τμηματικά, άλλοτε όμως καταλαμβάνουν ένα ολόκληρο έργο, έτσι που ένας επιπόλαιος και ευφάνταστος αναγνώστης, ακόμη και μετά την ανάγνωση διακοσίων σελίδων με δελεαστικά ηθικοθεολογικά ερωτικά όνειρα (με το αίτημα ακόμη και για προγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις, τουλάχιστον σε μερικές περιπτώσεις: «επ’ ουδενί γενική άδεια για κάθε περίπτωση», «ποτέ»), μπορεί να δει να ξεσπά στον καθολικισμό μια παραζάλη αισθησιακής ευδαιμονίας και διονυσιακού εκθειασμού της σεξουαλικότητας.

 Κάποτε όμως, και μάλιστα σύντομα, τα χάνουν και οι πιο φιλόδοξοι απόστολοι της προόδου μπροστά στο θάρρος που επέδειξαν και αφήνουν να διαφανεί όλο και πιο καθαρά όχι η «ορθά εννοούμενη “ενημέρωση”» (aggiornamento), δηλαδή ο εκσυγχρονισμός της εκκλησιαστικής ηθικής, δεν σημαίνει «σύντμηση ή εγκατάλειψη του ευαγγελικού μηνύματος με μια καιροσκοπική προσαρμογή στις ανάγκες της εποχής και τα σημερινά γούστα», σαφώς όχι, «αλλά ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή την αποκάλυψη του πραγματικού χριστιανικού μηνύματος για μας σήμερα...» κτλ. 
(Πφίρτνερ).


 Οι «προοδευτικοί» χειρίζονται σχεδόν πάντοτε την ίδια αδέξια μέθοδο. Στην αρχή ομολογούν τα ολοφάνερα «λάθη» σχεδόν δύο χιλιετιών, εν συντομία και το ένα μετά το άλλο, μερικές φορές τόσο ριζοσπαστικά και με πλήρη θέληση να αλλάξουν τον κόσμο, που θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι επίκειται μια επανάσταση, αν δεν ήξερε ήδη ότι δεν θα γίνει τίποτε, ότι θα ξαναδεί την παλαιά απαίσια όψη των πραγμάτων.

 Στην ίδια σελίδα στην οποία ένας σύγχρονός μας ηθικοθεολόγος (τι θλιβερό να έχει κανείς τέτοιους συνανθρώπους!) χωρίς ντροπή γράφει

 «Η Εκκλησία εξέφραζε πάντοτε την αντίθεσή της σε κάθε ενοχοποίηση της σύμφωνης με τη δημιουργία του κόσμου σεξουαλικότητας», στήνει την εξής ιεραρχική κλίμακα: σεξουαλικότητα· πάνω από αυτή, «πολύ ψηλότερα» ο έρωτας· και τέλος, «απείρως [!] ανώτερη από αυτά τα δύο, η αγάπη» 
(Χέρινγκ).

 Αλλά αυτό δεν μειώνει τη σεξουαλικότητα, όχι, όχι! Αυτό που δεν θέλουν οι θεολόγοι μας είναι η πλήρης απόλαυση, η φιληδονία, η απληστία, η έντονη ευχαρίστηση. Γιατί να ζει κανείς κάτι εξ ολοκλήρου, τη στιγμή που το ζητούμενο είναι η «απονέκρωση;»!

 «Ασφαλώς η σεξουαλική ορμή είναι ηθελημένη από τον θεό και κατά συνέπεια καλή. Αλίμονο όμως αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να την ελέγχει! Αν αφήσει τις ορμές του αχαλίνωτες, χωρίς καμιά αναστολή, θα αποκτηνωθεί!»
 (Λέπιχ). 

 Μάλιστα. Οσο καλή και αν είναι η ορμή - «ο πόθος πρέπει να αναστέλλεται εκεί όπου αρχίζει η αμαρτία [...], οι αθάνατες ψυχές δεν πρέπει να θυσιάζονται στην ορμική ζωή» 
(Μπέργκχοφ).


  Λοιπόν, τι είχαμε, τι χάσαμε! Πάλι τα ίδια, αφού σύμφωνα με τη γενική αντίληψη της ηθικής θεολογίας δεν είναι μόνον η πλήρης σεξουαλική ικανοποίηση (η «όχι ωραία έκφραση», όπως παραπονιέται ο πρωθιεράρχης Χέφνερ) εκτός γάμου μια βαριά, μια θανάσιμη αμαρτία, αλλά ακόμη και «κάθε ελεύθερα ηθελημένη άμεση διέγερση».


 Η ηδονή εξακολουθεί να είναι του διαβόλου «όσο ασήμαντη και σύντομη» κι αν είναι! «Εδώ δεν υπάρχει», τονίζει ο Γιόνε, «ασήμαντο ζήτημα».


 Μερικά εκατομμύρια νεκροί στον πόλεμο δεν ενοχλούν· μας ανεβάζουν το ηθικό. Αλλά τι κακό που κάνει η συνουσία! Η σεξουαλική αμαρτία είναι τόσο διαβολική που σύμφωνα με την καθολική διδασκαλία επιτρέπεται να εύχεται κανείς «στον πλησίον του κάτι κακό, ακόμη και τον θάνατο» (!), «λόγου χάρη για να μην παραστρατήσει ένας νέος και ελαφρόμυαλος άντρας» 


(Πόνε).

 Αυτή είναι η αντίληψή τους για την ηθική - και αναστενάζουν ακόμη και σήμερα, από τον καθηγητή της θεολογίας μέχρι τον καρδινάλιο της κουρίας, παρ’ όλες τις θεολογικές εξελίξεις, τα νέα κέντρα βάρους, τις νέες προοπτικές, τις γλωσσικές συσκευασίες και φρασεολογίες, για το «ευαγγέλιο της σάρκας και της σεξουαλικής εξαγρίωσης», για τη «σεξουαλική δικτατορία», την «αποπνικτική δυσοσμία της σεξουαλικότητας», τον «καταραμένο σεξουαλισμό της εποχής μας», την «υπανθρώπινη σεξουαλικότητα», αυτή την «επιδημία» κ.λπ.


 Πέρα από την περιοχή της σεξουαλικής απώθησης εξακολουθεί να παραμονεύει το «χάος», ώστε ο άνθρωπος που αποδέχεται την ηδονή ως τέτοια να υποβιβάζεται «στο επίπεδο της κτηνώδους ύπαρξης και ζωής», να περιέρχεται σε μια κατάσταση «ανελέητης δουλείας», «να έχει ορέξεις για διαστροφές και σαδισμό -και έτσι να καταλήγει στο σεξουαλικό έγκλημα», τον «αφανισμό ενός λαού» - όλα δηλαδή όπως πριν από χίλια ή χίλια πεντακόσια χρόνια.

 Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετική η κατάσταση αφού οι ηθικολόγοι εξαρτώνται αποκλειστικά από τον παπισμό, που είναι και τον 20ό αιώνα υπεραντιδραστικός, ο πιο καθοριστικός αντιπρόσωπος μιας σεξουαλικής ηθικής που ουσιαστικά παραμένει μεσαιωνική!

 Στην εγκύκλιό του «Η τιμή και το μεγαλείο του παρθενικού γάμου» (1930), ο σημαντικός υποστηρικτής του Μουσολίνι, του Φράνκο και του Χίτλερ, ο Πίος ΙΑ', εμφανίζεται «βαθιά συγκλονισμένος από τα παράπονα των αντρόγυνων που υπό την πίεση της πικρής φτώχειας δεν ξέρουν πια πώς να μεγαλώσουν τα παιδιά τους». Αλλά παρ’ όλον τον συγκλονισμό, η «μοιραία οικονομική κατάσταση» δεν πρέπει να δώσει την «αφορμή για ένα ακόμη πιο μοιραίο σφάλμα». Επειδή η συζυγική πράξη «από τη φύση της είναι προορισμένη να δημιουργεί νέα ζωή, εκείνοι που κατά την άσκησή της της στερούν επίτηδες τη φυσική δύναμη ενεργούν παρά φύσιν».

 Για την εγκύκλιο του Πίου ΙΑ1, σχετικά με τον γάμο, ό,τι δεν εξυπηρετεί την αρχομανία της κουρίας -που χαρακτηριζόταν πάντοτε «εξουσία του θεού»- είναι «αμαρτωλό», «εξευτελιστικό», «ανήθικο», «βαριά ενοχή». Εκείνοι που «αποστρεφόμενοι τα παιδιά αποφεύγουν να φέρουν τα βάρη και παρά ταύτα επιζητούν την ηδονή» ενεργούν απλώς «εγκληματικά».

 Την ίδια ηθική προπαγάνδιζε και ο διάδοχος του Πίου ΙΑ', ο Πίος ΙΒ1.

 «Κάθε απόπειρα των συζύγων», έλεγε το 1951 απευθυνόμενος προς τις μαίες της Ιταλίας, «κατά της ολοκλήρωσης της συζυγικής πράξης ή κατά των φυσικών της συνεπειών, με την πρόθεση να της στερήσουν την ενύπαρκτη δύναμη και να ματαιώνουν τη δημιουργία νέας ζωής, είναι ανήθικη».

 Ο πάπας ισχυρίστηκε μάλιστα ότι αυτός ο κανόνας «θα έχει [... ] πλήρη ισχύ και αύριο και πάντοτε». Και απαντώντας το 1952 στο υπόμνημα του παγκόσμιου συνδέσμου νέων καθολικών γυναικών, με το οποίο τον παρακαλούσαν να φανεί πιο φιλελεύθερος, ο Πίος ΙΒ' υπογράμμισε πάλι τη «θεμελιώδη υποχρέωση απέναντι στον ηθικό νόμο» (εννοεί φυσικά τον ρωμαιοκαθολικισμό) και εξήγησε ότι: 


 Η «μοιχεία, η σεξουαλική επαφή των αγάμων, η κατάχρηση του γάμου, η αυτοκηλίδωση [...] τιμωρούνται αυστηρότατα από τον Θεό, τον ηθικό νομοθέτη».

 Ορθά-κοφτά διέταξε: «Δεν υπάρχει τίποτε προς εξέταση. Οποια κι αν είναι η προσωπική κατάσταση, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από την υπακοή».

 Το 1968 ο πάπας Παύλος ΣΤ', με την εγκύκλιό του Humanae vitae («Για την ανθρώπινη ζωή») -την «εγκύκλιο του χαπιού», όπως αποκλήθηκε (επειδή έμμεσα αναφέρεται και στο αντισυλληπτικό χάπι χωρίς να το κατονομάζει)-, η οποία επικρίθηκε ζωηρά σε όλον τον κόσμο, μεταξύ άλλων και από καθολικούς, συνεχίζει την παλαιά παράδοση της Εκκλησίας του στην καταπολέμηση της ηδονής. Αυτό που, όπως προαναφέραμε, εξακολουθεί να επιτρέπεται είναι μόνον ο υπολογισμός των άγονων ημερών, ενώ απαγορεύτηκε καθετί με το οποίο επιχειρείται η παρεμπόδιση της αναπαραγωγής, «είτε ως προληπτικό μέτρο είτε κατά την εκτέλεση της συζυγικής πράξης είτε ακολούθως». Η εγκύκλιος ορίζει «ότι κάθε συζυγική πράξη αυτή καθεαυτή πρέπει να θεωρείται προορισμένη για τη δημιουργία ανθρώπινης ζωής», ακόμη και «όταν υπέρ αυτής της άλλης πρακτικής προβάλλονται πολλές φορές σεβαστά και βαρυσήμαντα επιχειρήματα».

 Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού δεν επέτρεψε επίσης «στα τέκνα της Εκκλησίας [... ] να ακολουθούν, στο θέμα του οικογενειακού προγραμματισμού, μεθόδους που απαγορεύονται από την επίσημη διδασκαλία κατά την ερμηνεία του θείου νόμου». Η Δεύτερη Σύνοδος του Βατικανού αποκαλεί την έκτρωση «αποτρόπαιο έγκλημα» (Ποιμενικό Συνοδικό Διάταγμα αρ. 51). Αλλά και ο προτεσταντισμός απορρίπτει κατ' αρχήν και κατηγορηματικά τη διακοπή της εγκυμοσύνης, αν και τον τελευταίο καιρό διαγράφεται στους διαμαρτυρόμενους μια ελαφρά πιο ανθρώπινη τάση, καθώς μάλιστα επιτρέπουν όλες τις μορφές οικογενειακού προγραμματισμού όταν δεν έχουν παρενέργειες που βλάπτουν την υγεία.

 Στην παραδοσιακή αντισεξουαλική γραμμή εμμένουν όμως, λίγο-πολύ, όλες οι χριστιανικές Εκκλησίες, με προεξάρχουσα πάντως τη Ρωμαιοκαθολική. Ετσι λοιπόν θα ήταν λάθος, αν όχι παράλογο, να επαίρεται κανείς ισχυριζόμενος ότι τον τελευταίο καιρό έχει αλλάξει η σεξουαλική ηθική του κλήρου.

 Πρώτον, επειδή σε αντιπαραβολή με την εσφαλμένη διαπαιδαγώγηση σχεδόν δύο χιλιετιών, με όλες τις τρομακτικές της συνέπειες, μερικά χρόνια φαινομενικής προσαρμογής δεν μετρούν πολύ ή δεν έχουν κανένα αντίκρισμα. 

  Δεύτερον, επειδή, αν δεν λάβουμε υπόψη μια μειονότητα ηθικολόγων, η ευρεία εκκλησιαστική «διαφωτιστική βιβλιογραφία» εμμένει όπως και άλλοτε στον παλαιό δυϊσμό ορμών και πνεύματος, σεξουαλικότητας και ψυχής.

  Τρίτον, επειδή η μάζα των καθολικών (και όχι μόνον αυτή) δεν έχει σχεδόν κανένα όφελος από τις μικρές παραχωρήσεις των «προοδευτικότερων», ενώ οι διανοούμενοι καλούνται να πιστέψουν σε μια δήθεν αλλαγή προς το καλύτερο.

 Τέταρτον, επειδή και η «σοβαρή» ηθική θεολογία κατά βάθος βρίσκεται εκεί όπου βρισκόταν πάντοτε.

 Και πέμπτον, επειδή η Εκκλησία μπορεί πάντοτε να ανακαλεί παραχωρήσεις, όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες.


 Επισκοπώντας την ιστορία δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί, λιγότερο από όλους μάλιστα ένας θεολόγος της ηθικής, ότι σε όλες τις εποχές οι πιστοί εμπλέκονταν με τον ίδιο τρόπο στη σεξουαλική αμαρτία. Ο απόστολος Παύλος καταφέρεται κατά της σεξουαλικότητας με παρόμοιο τρόπο όπως ένας σχολαστικός θεολόγος της πρώιμης ή της μεσαίας περιόδου ή ένας ηθικολόγος του 20ού αιώνα. Ηταν δηλαδή μάταιες οι παιδαγωγικές προσπάθειες δύο χιλιετιών;


 Φανερό είναι πάντως ότι ο καθολικός θεσμός της μετάνοιας δεν αποτρέπει τους πιστούς από την αμαρτία. Φανερό είναι επίσης ότι αυτό το γνώριζε ο κλήρος καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Και δεν το ήξερε μόνο, αλλά και -αυτό είναι και το πιο σημαντικό συμπέρασμα της επισκόπησής μας- δεν ήθελε τους ανθρώπους διαφορετικούς. Τέτοιους οπαδούς χρειαζόταν.

 Στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους όλα αυτά γίνονταν ίσως χωρίς υστεροβουλία, χωρίς φανερή ανειλικρίνεια. Η αυστηρότητα των αρχικών τιμωριών υποβάλλει τουλάχιστον αυτή την ιδέα. Οταν όμως η μία φορά της μετάνοιας έγινε δύο φορές και έπειτα μόνιμος θεσμός (όπως λέει ο Νίτσε: 


 «Ψιθυρίζει με τη γλωσσούλα, /

 υποκλίνεται και... έχε γεια, /

 και η νέα αμαρτιούλα / 

σβήνει πάντα την παλιά»), 

τότε άρχισε να γίνεται όλο και πιο σαφές ότι δεν επρόκειτο για χρηστά ήθη, για μια ηθική, για τη «βελτίωση» του αμαρτωλού, αλλά για τη δημιουργία εξαρτημένων ατόμων.


 Ο κλήρος χρειάζεται την αμαρτία, ζει από αυτήν. Και πολύ καλύτερα ζει από την αμαρτία που είναι η πιο συχνή και κατά συνέπεια το αγαπημένο του παιδί: τη σεξουαλική.

 Μέχρι την πιο βαθιά ίνα του εγκεφάλου του και την τελευταία γωνιά του κρεβατιού του ο πιστός υποδουλώνεται μέσω της αμαρτίας στην Εκκλησία, αναπτύσσει από μικρό παιδί μια απέχθεια απέναντι στις ορμές, μπολιάζεται με τη συναίσθηση της αμαρτίας.

 Ετσι ξέρει ότι είναι αδύνατον να μείνει αναμάρτητος, ότι θα περιέρχεται συχνά και τακτικά σε συγκρούσεις, θα αμαρτάνει συνεχώς, θα αποτυγχάνει συνεχώς και μόνον ως ένοχος, ως αποτυχημένος μπορεί να έχει την εκκλησιαστική βοήθεια, την απαλλαγή από το βάρος της αμαρτίας, και να ελπίζει στην ποθητή αιώνια λύτρωση.

 Με άλλα λόγια πρέπει να παραμένει χειραγωγημένος, ελεγχόμενος, καταπιεσμένος.


  Ο κλήρος προπαγανδίζει και θέλει τη θυσία, την παραίτηση. Υπολογίζει στην «αδυναμία» της ανθρώπινης φύσης, για την οποία θρηνολογεί με ψευδευλάβεια, ενώ στην πραγματικότητα είναι η μεγαλύτερη ευτυχία γι’ αυτόν, η βάση της ύπαρξής του.

  Ο Λούθηρος, συχνά ο πιο ειλικρινής της συντεχνίας του, το διατύπωσε ανοιχτά:

 «Να είσαι αμαρτωλός και να αμαρτάνεις με γενναιότητα, αλλά να έχεις εμπιστοσύνη στον Χριστό και να χαίρεσαι γι’ αυτό».

 Και ίσως ακόμη πιο μεστά:

 «Οι σωστοί άγιοι του Χριστού πρέπει να είναι καλοί, δυνατοί αμαρτωλοί και τέτοιοι άγιοι να μείνουν».

 Αλλά ένας αδιάφορος καθολικός ή διαμαρτυρόμενος, ή ένας άνθρωπος χωρίς θρήσκευμα θα μπορούσε να πει: «Τι με ενδιαφέρει όλο αυτό το παρελθόν του χριστιανισμού, τι με νοιάζει η Εκκλησία σήμερα!», θα ήταν όμως μεγάλο λάθος και πολύ επικίνδυνο. Οσο μικρή και αν είναι σήμερα η πνευματική σημασία του χριστιανισμού, τόσο μικρή όσο ποτέ πριν, ίσως μηδενική, επηρεάζει ωστόσο όχι μόνο την πολιτική και την οικονομία, αλλά και τη σεξουαλική ηθική, και μάλιστα αποφασιστικά.

  Ετσι ο χριστιανισμός επιδρά σε κάθε άνθρωπο του δυτικού κόσμου, ακόμη και πέρα από αυτόν, ακόμη και σε μη χριστιανούς και σε αντιπάλους του χριστιανισμού. Παραμένουν ακόμη καθοριστικά για τους επίσημους κώδικες της Ευρώπης και της Αμερικής αυτά που σκέφτηκαν πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια μερικοί νομάδες αιγοβοσκοί. Υπάρχει ακόμη μια απτή σχέση ανάμεσα στις διεστραμμένες σεξουαλικές αντιλήψεις των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης ή του απόστολου Παύλου και την ποινική δίωξη της ακολασίας στη Ρώμη, το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη.

  Εξακολουθεί όμως και στη Γερμανία να υπάρχει μια τάση να ταυτίζεται το δίκαιο με την ηθική, προπάντων η ηθικότητα με τη σεξουαλική ηθική, μια ολοφάνερη κληρονομιά της χριστιανικής καταπίεσης των ορμών. Με κουραστική μονοτονία ο νομοθέτης παραπέμπει εδώ στα «ηθικά αισθήματα», «στην ισχύουσα μέχρι σήμερα ηθική τάξη», στις «θεμελιώδεις αντιλήψεις του λαού» - διατυπώσεις πίσω από τις οποίες κρύβεται απλώς η παλαιά αντισεξουαλική στάση του χριστιανισμού.

   Ετσι λοιπόν και το συνταγματικό δικαστήριο με τη δική του γλώσσα επικαλείται τις «δημόσιες θρησκευτικές κοινότητες», «ιδιαίτερα τα δύο μεγάλα χριστιανικά θρησκεύματα, από τις διδασκαλίες των οποίων μεγάλες μερίδες του λαού αντλούν τα κριτήρια για την ηθική τους συμπεριφορά».

  Ανάλογη είναι η κατάσταση σε πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Λόγου χάρη η εκκλησιαστική απαγόρευση της αιμομιξίας καθορίζει την απονομή δικαιοσύνης, η έννοια της ακολασίας εφαρμόζεται ακόμη και στα παντρεμένα ζευγάρια με την απειλή πολύ υψηλών ποινών, παιδιά που προήλθαν από πράξεις μοιχείας δεν νομιμοποιούνται ούτε μετά τον επακόλουθο γάμο, η έκτρωση, η σεξουαλική επαφή με ανηλίκους, η διαφήμιση αντισυλληπτικών μέσων, όλα αυτά και πολλά άλλα τιμωρούνται κατ’ αρχήν σύμφωνα με την εκκλησιαστική ηθική.

  Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου τουλάχιστον θεωρητικά υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ θρησκείας και δικαίου, η θρησκεία ασκεί πολύ ισχυρή επιρροή στο δίκαιο, αφού μάλιστα οι αποφάσεις των αμερικανικών ποινικών δικαστηρίων όσον αφορά τη σεξουαλική συμπεριφορά εξακολουθούν να στηρίζονται προπάντων στη σεξουαλική νομοθεσία των αγγλικών πολιτικών δικαστηρίων του όψιμου Μεσαίωνα, τα οποία με τη σειρά τους είχαν ως πρότυπο τους σεξουαλικούς νόμους της Εκκλησίας.


  Ανεξάρτητα όμως από το ισχύον δίκαιο, ή άδικο, οι γενικοί ηθικοί κώδικες -και όχι μόνο στη Δύση- είναι πολύ καταπιεστικοί.


 Παρ’ όλες τις παραβιάσεις των ταμπού, τα ταμπού εξακολουθούν να ισχύουν. Είναι βαθιά ριζωμένα στις μάζες, και όχι μόνο σε αυτές. Μέσα από τη θεολογία και το δίκαιο, ακόμη και μέσα από ορισμένους τομείς της ιατρικής και της ψυχολογίας, τα εκτρώματα των προλήψεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης εξακολουθούν να ασκούν επιδράσεις και να παραβλάπτουν σε μεγάλο βαθμό τη σεξουαλική μας ζωή, τη ζωή μας γενικότερα.

  Με λίγα λόγια, θα ήταν μωρία να πιστέψουμε ότι τα κληρικό ταμπού έχουν ήδη πέσει, ότι η αντιηδονιστική στάση έχει εκλείψει, ότι η γυναίκα έχει χειραφετηθεί.

 Οπως μας διασκεδάζει σήμερα η μεσαιωνική πουκαμίσα των μοναχών, έτσι θα γελούν στο μέλλον με αυτό που εμείς αποκαλούμε «ελεύθερο έρωτα»: μια σεξουαλική ζωή που δεν επιτρέπεται να εκδηλώνεται δημόσια, που περιστοιχίζεται από τοίχους και κλείνεται σε αυτή την αχ τόσο ελεύθερη «προσωπική-ιδιωτική σφαίρα», Του χρειάζεται το σκοτάδι της νύχτας όπως όλες οι σκοτεινές δουλειές για μια αποκορύφωση της χαράς, της ηδονής, του έρωτα, η οποία περιορίζεται όμως από λογοκριτικές αρχές και νόμους, με τον φόβο της τιμωρίας - μια ζωή δήθεν γεμάτη μυστικά· μια πηγή καταθλιπτικών διαθέσεων - εν μέρει επικίνδυνων επιθετικών συμπεριφορών· ένας από τους κύριους λόγους υστερίας, ερωτικής ψυχρότητας, άγχους, βαρυθυμίας και υποκρισίας.

  Μπορεί και πρέπει να επιρρίψει κανείς στον χριστιανισμό πολλά και τερατώδη πράγματα και δεν υπάρχει γι’ αυτά καμιά δικαιολογία. Αλλά η πιο βαριά κατηγορία είναι η εξής: 

ο χριστιανισμός δεν έκανε τους ανθρώπους πιο ευτυχισμένους. Τους έκανε πιο δυστυχισμένους.

Θα κλείσουμε όμως αυτή τη σύντομη επισκόπηση δίνοντας τον λόγο όχι σε έναν αντίπαλο του χριστιανισμού, αλλά στον θεολόγο Δημοσθένη Σαβράμη:

«Ζηλοτυπία, δολοφονία, αυτοκτονία, διαστροφές κάθε είδους, υποκρισία, πολυάριθμες ορμικές στερήσεις και επιθετικές συμπεριφορές, πλήρης πραγμοποίηση της γυναίκας [...] υποβιβασμός της συμβίωσης δύο ανθρώπων στο επίπεδο των ισόβιων δεσμών και παραμέληση των ΚΥΡΙΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΩΝ του γάμου και της οικογένειας, δηλαδή της ευθύνης και της φροντίδας για τα παιδιά, αυτοί είναι μερικοί από τους αμέτρητους καρπούς της αντισεξουαλικής ηθικής των Εκκλησιών, που ακόμη και σήμερα υποστηρίζουν, στο όνομα του Χριστού, με όλα τα μέσα και σε βάρος όλων των ανθρώπων, το καταστροφικό τους έργο στο πεδίο της σεξουαλικότητας».


Από το βιβλίο του Καρλχάιντς Ντέσνερ
"Σεξουαλικότητα και Χριστιανισμός"
 σε μετάφραση Λευτέρη Αναγνώστου
via

Pages