Η ευτυχία ως πρόσβαση στο θείο - Point of view

Εν τάχει

Η ευτυχία ως πρόσβαση στο θείο




  

   Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει τίποτε πιο σταθερό από τις πράξεις της αρετής που θα οδηγήσουν στην ευτυχία. Κι αυτός είναι και ο λόγος που η ευδαιμονία πρέπει επίσης να ορίζεται από σταθερότητα και μονιμότητα: «Κανένα, πράγματι, από τα έργα των ανθρώπων δεν παρουσιάζει τέτοια σταθερότητα και μονιμότητα όση οι σύμφωνες με την αρετή ενέργειες. Αυτές θεωρούνται, πράγματι, πιο μόνιμες και από τις επιστήμες. Από τις ενέργειες, πάλι, αυτές οι πολυτιμότερες και οι πιο σημαντικές είναι μονιμότερες, γιατί οι ευδαίμονες περνούν τη ζωή τους ασκώντας τες σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι όλες τις άλλες και με τρόπο πιο συνεχή από ό,τι όλες τις άλλες».


Και προς αποφυγή οποιασδήποτε παρερμηνείας θα επαναλάβει: «Θα υπάρξει λοιπόν στον ευδαίμονα άνθρωπο η σταθερότητα και η μονιμότητα που λέμε, και θα μείνει σε όλη του τη ζωή έτσι όπως είναι· γιατί θα εκτελεί ή θα θεάται τις πράξεις της αρετής πάντοτε, ή κατά κύριο λόγο αυτές παρά οτιδήποτε άλλο».


Οι αντιρρήσεις που θέλουν την αντιξοότητα της τύχης να στέκεται πάνω από την αρετή, καθιστώντας τον ενάρετο ανίσχυρο μπροστά στην τυχαία συμφορά, ανάγουν την ευτυχία σε τυχαιότητα, αντίληψη που αντίκειται εξ’ ορισμού στον παράγοντα της μονιμότητας που θέτει ο Αριστοτέλης. Φυσικά, θα ήταν παράλογο να μη λαμβάνει κανείς υπόψη του τα παιχνίδια της τύχης. Τα παραδείγματα των ανθρώπων που, ενώ είχαν ευτυχισμένη ζωή, γνώρισαν δυστυχισμένα γηρατειά από αστάθμητους παράγοντες, χωρίς να ευθύνονται, είναι υπαρκτά.


Ο Αριστοτέλης δεν προτίθεται να το αμφισβητήσει αυτό. Αυτό, όμως, που επισημαίνει είναι ότι ο ενάρετος άνθρωπος, ακόμη και σε μια τέτοια αντίξοη μοίρα, έχει τον τρόπο να υπερέχει έναντι οποιουδήποτε άλλου, για να την υπομείνει: «Όσο για τις εναλλαγές της τύχης, αυτές θα τις αντιμετωπίσει με τον ωραιότερο τρόπο και σίγουρα με απόλυτη ευπρέπεια, αυτός που είναι “από κάθε άποψη καλός, τετράγωνος και δίχως κανένα απολύτως ψεγάδι”». (Ο Δημήτρης Λυπουρλής διευκρινίζει ότι ο στίχος κατά πάσα πιθανότητα είναι παρμένος από ποίημα του Σιμωνίδη).


Με άλλα λόγια, η ευτυχία δεν παρουσιάζεται σαν κάτι απόλυτο ή αδιατάραχτο. Μια τέτοια προοπτική δε θα ήταν σύμφωνη με την ανθρώπινη φύση. Η ευτυχία εκλαμβάνεται ως αποτέλεσμα της άσκησης της αρετής, που θα επέλθει μέσα στα δυνατά μέτρα: «Γιατί ο αληθινά καλός και μυαλωμένος άνθρωπος ξέρει – όπως δεχόμαστε – να υπομένει με ευπρέπεια όλες τις εναλλαγές της τύχης και να κάνει πάντοτε – μέσα στα εκάστοτε δεδομένα – το καλύτερο, ακριβώς όπως ο καλός στρατηγός ξέρει να κάνει την καλύτερη από πολεμικής απόψεως χρήση του στρατού που έχει στη διάθεσή του, και όπως ο παπουτσής ξέρει, από τα δέρματα που του έχουν δοθεί, να κάνει ένα ωραιότατο παπούτσι – με τον ίδιο τρόπο και όλοι οι άλλοι τεχνίτες».


Το απρόοπτο είναι συνυφασμένο με το ανθρώπινο. Η διασφάλιση ή η γνώση του μέλλοντος αφορά μόνο τους θεούς. Και η ευτυχία δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί στα ανθρώπινα δεδομένα. Από αυτή την άποψη, εκείνος που αντιλαμβάνεται την ευτυχία σαν μια παντοτινή συνθήκη ευημερίας αναζητά το αδύνατο. Ακόμη και ο ευδαίμων μπορεί να γνωρίσει στιγμές που δε θα είναι μακάριος: «Αν έτσι έχει το πράγμα, ο ευδαίμων άνθρωπος δε θα γίνει ποτέ δυστυχισμένος, σίγουρα όμως δε θα είναι μακάριος, αν περιπέσει σε συμφορές σαν τις συμφορές του Πρίαμου».


Αυτό που λέει ο Αριστοτέλης είναι ότι ο ευδαίμων δεν μπορεί να γίνει δυστυχισμένος, ακόμη κι αν βρεθεί σε συνθήκες δυστυχίας. Γιατί αν είναι αληθινά ευδαίμων θα ξαναφτάσει στην ευτυχία, έστω κι αν χρειαστεί πολύς καιρός για να ξεπεράσει τη συμφορά: «γιατί ούτε μπορεί εύκολα να μετακινηθεί από την ευδαιμονία του και, πάντως, όχι από συνηθισμένες αναποδιές της τύχης, αλλά από μεγάλες και αλλεπάλληλες δυστυχίες· και αν τον βρουν τέτοιες δυστυχίες, δε θα γίνει πάλι ευδαίμων μέσα σε λίγο χρόνο, αλλά, και αν ξαναγίνει, αυτό θα συμβεί αφού συμπληρωθεί πολύς χρόνος, όταν στο μεταξύ θα έχει πετύχει μεγάλα και ωραία πράγματα».


Η αρετή, ως υπέρτατη ψυχική ενέργεια είναι η διασφάλιση της ατομικής ισορροπίας. Ο ισορροπημένος άνθρωπος, αυτός, δηλαδή, που έχει καταφέρει να εναρμονίσει τις πράξεις με τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος εισπράττει την εσωτερική γαλήνη της ικανοποίησης του εαυτού. Τα ενδεχόμενα λάθη, όπως και οι μικρές ατυχίες της ζωής, είναι αδύνατο να κλονίσουν τη γενική εικόνα. Γι’ αυτό ο άνθρωπος πρέπει να ενεργήσει. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να φτάσει στην ψυχική ισορροπία. Και μόνο οι ενέργειες που κινούνται προς την κατεύθυνση της αρετής είναι θέση να το επιφέρουν αυτό. Σε τελική ανάλυση, ο άνθρωπος οφείλει να ασκεί την αρετή πρωτίστως για τον εαυτό του, αφού μόνο έτσι θα οδηγηθεί στην πληρότητα.


Η δικαιοσύνη, η φιλία, η γενναιότητα, η ορθή κρίση, η τήρηση του μέτρου, η λογική, όλα αυτά που πραγματώνουν την αρετή είναι οι όψεις της ανθρώπινης ολοκλήρωσης. Τα υλικά αγαθά, από μόνα τους, δεν έχουν τέτοιες δυνατότητες. Η ψυχή δεν τρέφεται με αυτά. Τα υλικά αγαθά είναι το μέσο που διευκολύνει τη ζωή, όχι ο σκοπός της. Η επάρκειά τους είναι απαραίτητη για μια καλή ζωή, όμως η ζωή που αναλώνεται στο πλαίσιο της άσκοπης υπεραφθονίας είναι μια χαμένη ζωή. Κι αυτό γιατί θα περιορίζεται στην προσωρινότητα των εξαγορασμένων ευχαριστήσεων αδυνατώντας να συλλάβει τη μονιμότητα της ευτυχίας. Στην ουσία δεν μπορεί παρά να πρεσβεύσει την κενότητα της ύπαρξης. Και η κενότητα είναι το αντίθετο της πληρότητας που προσφέρει η ευτυχία.


Και βέβαια, η ευτυχία κάθε πράγματος πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με τη φύση του. Η αναζήτηση της ανθρώπινης ευτυχίας, ως εγγύηση αποτροπής του αστάθμητου αποτελεί τη ματαίωσή της, αφού προσεγγίζει το ανθρώπινο με θεϊκά μέτρα. Είναι σαν να ζητάμε την ευτυχία του σκύλου με την εκμάθηση της φιλοσοφίας. Η αυτογνωσία, ως ύψιστη πραγμάτωση του μέτρου, καθορίζει τις δυνατότητες. Η προσπάθεια εκπλήρωσης στόχων πέρα των δυνατών ορίων είναι η προεξόφληση της αποτυχίας που θα φέρει τη δυστυχία. Κι αυτός είναι ο παράγοντας της λογικής που θα προσγειώσει τις προσδοκίες στο εφικτό: «Αν είναι έτσι, ευδαίμονες θα ονομάσουμε εκείνους τους ζωντανούς ανθρώπους, οι οποίοι έχουν, και θα έχουν, όλα αυτά που είπαμε – πάντως, είπαμε: “ανθρώπους”».


Και φυσικά, ο άνθρωπος, ως φύσει πολιτικό ον, είναι αδύνατο να μην επηρεάζεται από αυτά που συμβαίνουν στα κοντινά του πρόσωπα. Η τύχη που επιφυλάσσεται στους φίλους ή στους απογόνους αποτελεί πολύ σημαντικό παράγοντα ευτυχίας ή δυστυχίας: «Το να πούμε ότι οι τύχες των απογόνων και όλων των φίλων μας δε συμβάλλουν καθόλου στη δική μας τύχη, δείχνει αφιλία και έρχεται σε αντίθεση με τις συνήθεις δοξασίες».


Αυτή η παραδοχή είναι αρκετή για τον Αριστοτέλη. Το να προχωρήσει σε επιμέρους λεπτομέρειες που καθορίζουν αυτού του είδους τις σχέσεις και τα επακόλουθα ευχάριστα ή δυσάρεστα συναισθήματα κρίνεται άσκοπο, καθώς υπόκεινται στο γενικό διάγραμμα της ευτυχίας που έχει ήδη σχεδιάσει: «Αυτά, βέβαια, που μπορεί να μας συμβούν είναι πολλά και ποικίλα· επίσης: άλλα από αυτά μας αγγίζουν περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μια λεπτομερειακή λοιπόν συζήτηση των επιμέρους περιπτώσεων είναι φανερό ότι θα μας πήγαινε μακριά – μπορεί και να μην τελειώναμε ποτέ. Ένας γενικός, επομένως, διαγραμματικός λόγος ίσως θα ήταν αρκετός».


Η ευτυχία, ως ολοκλήρωση του ανθρώπου, είναι η ύψιστη απόλαυση που μπορεί να υπάρξει. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για το ανώτερο δώρο που του έχουν προσφέρει οι θεοί. Από αυτή την άποψη, κρύβει κάτι το θεϊκό μέσα της. Ο άνθρωπος οφείλει να την προσδιορίσει με τα δικά του σταθμά προκειμένου να την κατακτήσει ως μέσο για να εξυψωθεί στο θείο. Αυτός είναι και ο λόγος που για χάρη της ξοδεύει όλη την ενέργειά του. Γιατί θέλει να συμμετέχει στη θεϊκή μοίρα: «Ότι έτσι έχει το πράγμα προκύπτει λογικά και από το ότι η ευδαιμονία είναι αρχή· για χάρη της πράγματι κάνουμε όλοι όλα τα άλλα. Αυτό όμως που είναι η αρχή και η αιτία των αγαθών λέμε ότι είναι κάτι το άξιο τιμής, κάτι το θεϊκό».


Κι εδώ βρίσκεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στον έπαινο και το σεβασμό ή την τιμή: «Είναι φανερό ότι κάθε φορά που επαινούμε κάτι, το επαινούμε α) επειδή έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα, και β) επειδή βρίσκεται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση προς κάτι άλλο. Επαινούμε, πράγματι, τον δίκαιο, τον ανδρείο και γενικά τον καλό άνθρωπο και την αρετή εξαιτίας των πράξεων και των έργων τους· επαινούμε, επίσης, τον δυνατό αθλητή, τον δρομέα και όλους τους υπόλοιπους επειδή έχουν κάποιες φυσικές ιδιότητες και επειδή βρίσκονται σε κάποια συγκεκριμένη σχέση με κάτι καλό και αξιόλογο».


Με δυο λόγια, τα χαρακτηριστικά του επαίνου αφορούν το θαυμασμό των ανθρώπων για κάτι σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια. Γι’ αυτό σχετίζεται με «μια συγκεκριμένη ιδιότητα» και πάντα σε «σχέση προς κάτι άλλο». Και η ιδιότητα και το μέτρο του συσχετισμού καταδεικνύουν την ανθρώπινη αδυναμία να συλλάβει το αυτόνομο μεγαλείο της αυθύπαρκτης ιδέας, που υπερέχει χωρίς να χρειάζεται ούτε να συγκριθεί ούτε να προσδιοριστεί με συγκεκριμένες ιδιότητες. Μια τέτοια ιδέα, επειδή ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα χαρακτηρίζεται θεός. Κι αυτός είναι ο λόγος, που κάθε έπαινος φαίνεται παιδαριώδης, αν πρόκειται να αποταθεί σε θεό: «οι έπαινοι αυτοί φαίνονται αστείοι, γιατί οι θεοί επαινούνται με τα μέτρα που ισχύουν για μας τους ανθρώπους· αυτό όμως συμβαίνει, επειδή ο έπαινος γίνεται, όπως είπαμε, ενσχέσει με κάτι άλλο».


Με τον ίδιο τρόπο η ευδαιμονία, ως πραγμάτωση του θείου μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη, είναι αδύνατο να αποτιμηθεί με την έννοια του επαίνου. Της αξίζει κάτι βαθύτερο και πιο ουσιαστικό, κάτι που θα καταδεικνύει τη θεϊκή της υπόσταση: «Αν ο έπαινος είναι για πράγματα σαν αυτά που περιγράψαμε, είναι φανερό ότι για τα άριστα πράγματα δεν ταιριάζει ο έπαινος, αλλά κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο, όπως δείχνουν και τα ίδια τα πράγματα· τις λέξεις, πράγματι, “μακαρίζω” και “ευδαιμονίζω” τις λέμε για τους θεούς και, ύστερα, για τους πιο θεϊκούς μεταξύ των ανθρώπων». Κι ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα αγαθά: «Το ίδιο και για τα αγαθά· κανένας, πράγματι, δεν επαινεί την ευδαιμονία όπως επαινεί τη δικαιοσύνη, αλλά τη μακαρίζει, σαν κάτι το θεϊκότερο και καλύτερο».


Το τελικό συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: «Για μας έχει γίνει φανερό από όσα ειπώθηκαν ότι η ευδαιμονία είναι από τα πράγματα που, ως τέλεια, αξίζουν την τιμή και το σεβασμό μας». Και προς ενίσχυση της θεϊκής πνοής που ενσταλάζει μέσα στην έννοια της ευδαιμονίας ο Αριστοτέλης επικαλείται τον πρώτο του δάσκαλο, όταν κατέβηκε στην Αθήνα για να φοιτήσει στην Ακαδημία του Πλάτωνα, τον Εύδοξο από την Κνίδο: «Έτσι και ο Εύδοξος άσκησε με πολλή επιτυχία το έργο του συνηγόρου υποστηρίζοντας την απονομή του αριστείου στην ηδονή: ήταν, δηλαδή, της γνώμης ότι το γεγονός πως η ηδονή, παρόλο ότι είναι ένα από τα αγαθά, δεν επαινείται, δηλώνει ότι είναι κάτι ανώτερο από τα πράγματα στα οποία ταιριάζει να απονέμεται έπαινος· τέτοια θεωρούσε ότι είναι η περίπτωση του θεού και του υπέρτατου αγαθού – γιατί όλα τα άλλα κρίνονται εν σχέσει με αυτά».


Αυτός είναι και ο λόγος που η ευδαιμονία ταιριάζει με τη σταθερότητα. Γιατί η σταθερότητα έχει να κάνει περισσότερο με το θείο. Ο άνθρωπος που καταφέρνει και ξεπερνά όλες τις συμφορές επιστρέφοντας με το πέρασμα του χρόνου στην ευδαιμονία έχει κάτι το θεϊκό μέσα του. Κι αυτό κρίνεται ως η ύψιστη αποστολή του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης καταφέρνει να κάνει χειροπιαστό (δίνοντας ιδιότητες και ξεκαθαρίζοντας όλους τους συσχετισμούς) αυτό που αξίζει όχι τον έπαινο αλλά το σεβασμό. Θα έλεγε κανείς ότι αποδίδει το θεϊκό στα ανθρώπινα μέτρα, προκειμένου να γίνει αντιληπτό.


Παρακολουθούμε την αριστοτελική εκδοχή του αγαθού, που προτάσσεται ως νόημα ύπαρξης. Θα έλεγε κανείς ότι κινήθηκε εκ διαμέτρου αντίθετα με το δάσκαλό του. Ενώ ο Πλάτωνας απέδωσε το αγαθό προσαρμόζοντας το ανθρώπινο στο θεϊκό, ο Αριστοτέλης κατέθεσε τη δική του εκδοχή προσαρμόζοντας το θεϊκό στα ανθρώπινα μέτρα. Κι αυτό είναι το νόημα της φιλοσοφίας. Η προσπάθεια διερεύνησης όλων των εννοιών από την πλευρά του ανθρώπου. Η ευτυχία, η αρετή, η τελειότητα, η ολοκλήρωση νοούνται μόνο μέσα από τις ανθρώπινες δυνατότητες.


Αυτό που μένει είναι η τελική διαπίστωση του Αριστοτέλη (που ο Δημήτρης Λυπουρλής αποδίδει σαν ερώτημα): «Τι μας εμποδίζει λοιπόν να λέμε ότι ευδαίμων είναι ο άνθρωπος που ενεργεί σύμφωνα με την τέλεια αρετή, έχοντας στη διάθεσή του σε ικανοποιητικό βαθμό και τα εξωτερικά αγαθά, όχι για ένα κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στη διάρκεια μιας τέλειας ζωής; Ή μήπως πρέπει να προσθέσουμε “και που θα ζήσει με αυτόν τον τρόπο και θα τελειώσει τη ζωή του με ανάλογο τρόπο”, γιατί το μέλλον μας είναι άγνωστο, η ευδαιμονία όμως δεχόμαστε ότι είναι τέλος και κάτι το τέλειο από κάθε άποψη;»

Αριστοτέλης: «Ηθικά Νικομάχεια»,
 μετάφραση Δημήτριος Λυπουρλής,
 εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ, πρώτος τόμος, 
Θεσσαλονίκη 2006.

via

[full_width]

Pages