«Τίποτα δεν φοβάμαι. Έχω παλέψει με θεριά. Έχω πολεμήσει και με τ’ αληθινά θεριά, τους ανθρώπους. Τα ‘βαλα και με τα μεγάλα θεριά, τη θάλασσα και τη γη. Και το μεγαλύτερο θεριό, τη γυναίκα, την αγάπησα.
Θεούς και διαβόλους δεν φοβάμαι. Για τον θάνατο ούτε που με νοιάζει.
Τίποτα δεν φοβάμαι. Μόνο ένα: Τα γεράματα.Φοβάμαι μην έρθει η στιγμή που δεν θα μπορώ ούτε να κατουρήσω. Που θα περιμένω την νύφη μου να με ταΐσει. Που δεν θα μπορώ να σταθώ όρθιος.Μόνο αυτό φοβάμαι. Που θα ‘μαι γέρος κι ανήμπορος.»
Ο Ζορμπάς έζησε μέχρι τα 76, άλκιμος κι ανυπόταχτος. Πέθανε όρθιος στην Κατοχή. Τελευταία ανάσα την πήρε μπρος στο παράθυρο, αναθυμούμενος πόσες ωραίες πράσινες πέτρες βρήκε, πόσες γυναίκες αγκάλιασε, πόσα παιδιά έκανε. Τυχερός άνθρωπος.
«Τίποτα δεν έκανα.»
«Είναι άσχημα τα γηρατειά», κάνει, σαν να το λέει στον εαυτό του.
«Το ξέρω, το ‘χω καταλάβει», απαντάω εγώ.
«Δεν μπορείς να καταλάβεις», μου λέει ο γέρος. «Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς.»
Νομίζουμε ότι ξέρουμε τι είναι ο πόλεμος, επειδή είδαμε το Platoon και το Δουνκέρκη.
Νομίζουμε ότι μπορούμε να καταλάβουμε το δράμα ενός γονιού που έχασε το παιδί του, επειδή είμαστε γονείς κι εμείς.
«Για μια αναρχική κοινωνία», της απαντώ.
«Δεν βλέπω να διαβάζω.»
«Θέλετε να σας διαβάσω εγώ λίγο;» τη ρωτάω.
Καταλαβαίνεις ότι το σκυλί «σου» ήταν μέλος της οικογένειας μόνο όταν αναγκάζεσαι να του κάνεις ευθανασία.
Καταλαβαίνεις τι σημαίνει πατρίδα μόνο όταν ζεις καιρό ανάμεσα σ’ αλλόθροους ανθρώπους, σε ανήλιαγα μέρη, όπου εσύ είσαι ο ξένος.
Καταλαβαίνεις πόσο την αγαπούσες μόνο όταν την χάνεις.