Στο μεμονωμένο να βλέπεις πάντα το γενικό, είναι ακριβώς το βασικό χαρακτηριστικό της μεγαλοφυΐας, ενώ ο κανονικός άνθρωπος στο μεμονωμένο αντιλαμβάνεται μόνο το μεμονωμένο ως τέτοιο, αφού μόνο ως τέτοιο ανήκει στην πραγματικότητα, η οποία και μόνο έχει για αυτόν ενδιαφέρον, δηλαδή σχέσεις προς τη βούλησή του.
Ο κανονικός άνθρωπος δηλαδή βρίσκεται μέσα στον σάλο και την ταραχή της ζωής, στην οποία ανήκει μέσω της βούλησής του- η νόησή του είναι γεμάτη από τα πράγματα και τα συμβαίνοντα της ζωής- όμως αυτά τα πράγματα και την ίδια τη ζωή στην αντικειμενική τους σημασία δεν τα βλέπει καθόλου, όπως ο έμπορος στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ καταλαβαίνει πολύ καλά τι λέει διπλανός του, αλλά το έντονο βούισμα, σαν αυτό της θάλασσας, ολόκληρης της αίθουσας του χρηματιστηρίου δεν το ακούει καθόλου, κάτι για το οποίο ένας πιο απομακρυσμένος παρατηρητής απορεί. Η μεγαλοφυΐα αντίθετα, η νόηση της οποίας έχει αποκοπεί από τη βούληση, δηλαδή από το άτομο, αναγνωρίζει ότι τα πράγματα που σχετίζονται με αυτό δεν είναι ο ίδιος ο κόσμος και τα ίδια τα πράγματα. Αυτά η μεγαλοφυΐα τα βλέπει τα ίδια καθαυτά, καθαρά, και τα αναγνωρίζει με την αντικειμενική παρατήρηση- με αυτή την έννοια είναι η ουσία της μεγαλοφυΐας στοχαστική.
Αυτή η στοχαστικότητα είναι που καθιστά ικανό τον ζωγράφο να απεικονίσει πιστά τη φύση που έχει μπροστά του, και τον ποιητή να προβάλει το παρόν που παρατηρεί με ακρίβεια.
Το ζώο ζει χωρίς κανέναν στοχασμό. Συνείδηση έχει, που σημαίνει αναγνωρίζει τον εαυτό του και το καλό ή το κακό του, ακόμα και τα αντικείμενα που τα προκαλούν αυτά. Όμως η αντίληψή του παραμένει πάντα υποκειμενική, δεν γίνεται ποτέ αντικειμενική: όλα όσα αντιλαμβάνεται του φαίνονται αυτονόητα, και επομένως δεν μπορεί ποτέ να γίνουν ούτε θέμα (αντικείμενο περιγραφής) ούτε πρόβλημα (αντικείμενο διαλογισμού).
Η συνείδησή του βρίσκεται λοιπόν εντελώς μέσα στα εμπειρικά όρια. Βέβαια όχι από την ίδια, αλλά από συγγενή υφή είναι η συνείδηση του συνηθισμένου ανθρώπινου τύπου, καθώς και η δική του αντίληψη των πραγμάτων είναι προπάντων υποκειμενική και κατά κύριο λόγο παραμένει μέσα στα εμπειρικά πλαίσια. Αντιλαμβάνεται τα πράγματα στον κόσμο, αλλά όχι τον κόσμο- αντιλαμβάνεται τις πράξεις του και τις δυστυχίες του, αλλά όχι τον ίδιο τον εαυτό του.
Όλα τελικά εξαρτώνται από το πού βρίσκεται η βασική σοβαρότητα του ανθρώπου. Σχεδόν σε όλους βρίσκεται αποκλειστικά στο δικό τους καλό και στο καλό των δικών τους, γι’ αυτό και δεν είναι ικανοί να προωθήσουν τίποτα άλλο έξω από αυτό. Γιατί καμία πρόθεση, καμιά θεληματική και εσκεμμένη προσπάθεια δεν αποφέρει την αληθινή, βαθιά σοβαρότητα, ή την αντικαθιστά, ή πιο σωστά την εκτοπίζει. Γιατί αυτή μένει πάντα εκεί που την έχει τοποθετήσει η φύση. Γι’ αυτό, μεγαλοφυή άτομα φροντίζουν συχνά ανεπαρκώς για το δικό τους καλό. Όπως ένα μολυβένιο κομμάτι σε μια αλυσίδα που αιωρείται, την επαναφέρει πάλι πίσω στο σημείο που είναι προσδιορισμένο από τη βαρύτητα, έτσι και η αληθινή σοβαρότητα του ανθρώπου τραβάει τη δύναμη και την προσοχή της νόησής του πάντα πίσω προς τα εκεί που είναι προορισμένη να βρίσκεται: όλα τα άλλα τα κάνει ο άνθρωπος χωρίς αληθινή σοβαρότητα. Γι’ αυτό μόνο οι εξαιρετικά σπάνιοι, μη κανονικοί άνθρωποι, η αληθινή σοβαρότητα των οποίων δεν βρίσκεται στο προσωπικό και πρακτικό, παρά στο αντικειμενικό και θεωρητικό, είναι σε θέση να αντιληφθούν το ουσιαστικό των πραγμάτων και του κόσμου, που σημαίνει τις ύψιστες αλήθειες, και με κάποιο τρόπο να τις προβάλουν. Γιατί μια τέτοια σοβαρότητα, που βρίσκεται έξω από το υποκείμενο, στο αντικειμενικό, είναι κάτι ξένο από την ανθρώπινη φύση, κάτι αφύσικο, στην ουσία υπερφυσικό- όμως μόνο μέσα από αυτήν είναι ένας άνθρωπος μεγάλος, και οι δημιουργίες του είναι σαν να προέρχονται από ένα, διαφορετικό από αυτόν, δημιουργικό πνεύμα, το οποίο τον κατέλαβε. Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, η ζωγραφική, η ποίηση ή η σκέψη είναι σκοπός, στους άλλους είναι μέσο. Αυτοί επιδιώκουν τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν κατά κανόνα να τα προωθούν προσαρμοζόμενοι στους συγχρόνους τους, έτοιμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες τους και τα κέφια τους- γι’ αυτό κατά το πλείστον ζουν σε ευτυχείς συνθήκες, εκείνος όμως συχνά σε πολύ πενιχρές- γιατί το προσωπικό του καλό το θυσιάζει στον αντικειμενικό σκοπό: δεν μπορεί δηλαδή να κάνει αλλιώς, γιατί εκεί βρίσκεται η σοβαρότητά του. Οι άλλοι κάνουν το αντίστροφο: γι’ αυτό αυτοί είναι μικροί, εκείνος όμως μεγάλος. Σύμφωνα με αυτά, το έργο του είναι για όλους τους καιρούς, αλλά η αναγνώρισή του αρχίζει συνήθως στους μεταγενέστερους. Οι άλλοι ζουν και πεθαίνουν με την εποχή τους. Μεγάλος γενικά είναι εκείνος που με τη δράση του (είτε αυτή είναι πρακτική είτε θεωρητή) δεν επιδιώκει τα συμφέροντά του, παρά ακολουθεί μόνο έναν αντικειμενικό σκοπό. Το ότι αυτός δεν επιδιώκει το καλό του και τα συμφέροντά του, αυτό τον κάνει κάτω από όλες τις συνθήκες μεγάλο. Μικρή αντίθετα είναι κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί σε προσωπικούς σκοπούς, γιατί αυτός που ενεργεί έτσι, αναγνωρίζει και βρίσκει τον εαυτό του μόνο στο απειροελάχιστα μικρό άτομό του. Αντίθετα, όποιος είναι μεγάλος αναγνωρίζει τον εαυτό του σε όλα, δηλαδή στην ολότητα: δεν ζει, όπως εκείνος, μόνο στον μικρόκοσμο, παρά ακόμα πιο πολύ στον μακρόκοσμο. Γι’ αυτό και η υπόθεσή του είναι η ολότητα, και επιδιώκει να την αντιληφθεί, για να την παρουσιάσει, ή για να την εξηγήσει, ή για να επενεργήσει σε αυτήν πρακτικά. Γιατί αυτή δεν του είναι ξένη, νιώθει ότι τον αφορά.
Οι ατέλειες της νόησης
και η μεγαλοφυΐα
ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΚΤΟΣ