Από αυτή τη δήλωση συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ψυχική αθανασία ή Παλιγγενεσία όπως απεκαλείτο από τους προγόνους μας, αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ψυχή είναι άφθαρτη και παραμένει αναλλοίωτη και μετά τον λεγόμενο θάνατο ή μετάσταση του σώματος, του θνητού της δηλαδή περιβλήματος, δεν είναι ούτε πρόσφατη, ούτε βέβαια και παρωχημένη. Ανάγεται ιστορικά στο απώτατο παρελθόν, η προέλευσή της προέρχεται από την αρχέγονη αρχαιότητα, συνυφασμένη με τα καίρια υπαρξιακά ερωτήματα τα οποία διακατέχουν την ανθρώπινη ύπαρξη, ίσως ακόμη και από κτίσεως κόσμου.
Συνδέεται δε άμεσα, λόγω της φύσεώς της, με τα υπαρξιακά και μεταφυσικά ερωτήματα τα οποία προβληματίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη. Και αυτό είναι απόλυτα λογικό, αφού η απάντηση σε ένα τέτοιο κρίσιμο όσο και θεμελιώδες ερώτημα, παρέχει αλλυσιδωτά απαντήσεις σε μία σειρά από καίρια ζητήματα σχετιζόμενα με την προέλευση, τον σκοπό της ανθρώπινης ζωής, και την τελική κατάληξή της.Το τρίπτυχο του Εγώ, της ανθρώπινης δηλαδή υποστάσεως, συνίσταται σε πνεύμα, σώμα και ψυχή. Το τρίτο από αυτά τα συστατικά στοιχεία της ζώσης υπάρξεως, είναι Θεϊκό και αθάνατο.
Τίποτε στο κοσμικό βασίλειο δεν αφανίζεται, δεν πεθαίνει, υπόκειται όμως σε μορφική μεταβολή. Με γνώμονα αυτήν την αρχή, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι τα πάντα βρίσκονται σε ένα διαρκές γίγνεσθαι. Τα πάντα υπόκεινται στον νόμο της μεταβολής, τίποτε δεν παραμένει αμετάβλητο. Παράλληλα όμως δεν υφίσταται κανένα υλικό δημιούργημα το οποίο να αποτελεί μία ύπαρξη ολοκληρωτικά καινούργια. Κάθε έκφανση στο σύμπαν ανάγεται ως προς τα συστατικά της στοιχεία σε μία ανασύνθεση αρχών.Σε αυτή ακριβώς τη διαπίστωση προέβη και ο μέγας φιλόσοφος και επιστήμων Θαλής, όταν αποφαινόταν 'Τίποτε δεν διαφέρει ο θάνατος από τη ζωή" (Διογένους Λαερτίου Βίοι Φιλοσόφου, I, 35).
Πνεύμα και ψυχή, αυτές είναι οι ενεργειακές δυνάμεις οι οποίες καθιστούν τη ζωή ενσυνείδητη. Συνεπώς ο άνθρωπος πρωτίστως αποτελεί μία πνευματική οντότητα, η οποία καθ’ όλη τη διάρκεια της υπάρξεώς της, στο γήινο επίπεδο, χρησιμοποιεί ένα θνητό περίβλημα για την ανάπτυξή της. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, συχνά αποδίδεται στο σώμα ο χαρακτηρισμός "όχημα της ψυχής". Ασφαλώς επ’ αυτού δεν είναι καθόλου τυχαίος ο ισχυρισμός του Πλουτάρχου ο οποίος στα "Ηθικά" (163 Ε) αποφαίνεται ότι: "Ψυχής γap όργανον το σώμα".
Ο δε Ισοκράτης στον "Περί Αντιδόσεως" λόγο του (180) αναφέρει ότι Ή φύση, μας δημιούργησε με σώμα και ψυχή...της μεν ψυχής έργο είναι να σκέπτεται...του δε σώματος να εκτελεί τις αποφάσεις της ψυχής".Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η άποψη του Πλάτωνος στον "Μένωνα" (81 β) όπου υποστηρίζει ότι: Ή ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και συμβαίνει άλλοτε μεν να τελειώνει -την επίγεια παρουσία της-, πράγμα που ως γνωστάν οι άνθρωποι το ονομάζουν θάνατο, άλλοτε να ξαναγιεννιέται, αλλά ποτέ δεν χάνεται". Την ίδια αντίληψη προβάλλει και στον "Γοργία" (524Β) όπου ισχυρίζεται ότι Ό θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο χωρισμός δύο πραγμάτων του ενός από το άλλο, δηλαδή της ψυχής από το σώμα".
Όταν αντίθετα μία ψυχή ενσαρκώνεται, εγκαταλείπει το υπερπέραν και αποχωρίζεται από μία οικογένεια ψυχών, ενώ όταν επέρχεται ο λεγόμενος θάνατος, εισέρχεται εκ νέου στο ουράνιο πεδίο, απ’ όπου άλλωστε έλκει και την προέλευσή της. Εάν η ψυχή κατά την γήϊνη παρουσία της κατόρθωσε να ανελιχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, εκδηλώνοντας τις μέγιστες πνευματικές δυνάμεις, τότε επέρχεται η ολοκλήρωση της αποστολής της και μετά την διάλυση του ανθρώπινου οργανισμού, όντας ευρισκόμενη στην υπέρτατη βαθμίδα της εξελικτικής ανελίξεως (Θέωση), μεταβαίνει στα Ηλύσια Πεδία, έναν ουράνιο χώρο ο οποίος ανταποκρίνεται στην ποιοτική της κατάσταση. Αντίθετα, εάν η τελείωση δεν πραγματώθηκε κατά την διάρκεια του ενσαρκωμένου βίου της, τότε η ψυχή μεθίσταται στον Άδη.
Οπωσδήποτε, εάν αποδεχόμαστε την αθανασία της ψυχής μετά τη μετάσταση, ευνόητο είναι ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε ότι η αθάνατη υπόστασή της υφίσταται και προ της γεννήσεως. Ο Πλάτων μάλιστα στον 'Τίμαιο"προσδιορίζει και τον σαρκικό φορέα εντός του οποίου θα ενσαρκωθεί η ψυχή, ανάλογα με την πορεία της στον πρότερο βίο. Οι δειλοί θα γίνουν γυναίκες, οι επιπόλαιοι πουλιά, οι αμαθείς άγρια ζώα, ενώ οι διεφθαρμένοι ερπετά.
Η διαδικασία της κρίσεως των έργων τα οποία σχετίζονται προς την ψυχική προσωπικότητα. ονομάσθηκε ψυχοστασία, κατά την οποία η ψυχή του ετοιμοθανάτου ζυγιζόταν, ενώπιον δικαστών (Αίαντας, Αιακός, Ραδάμανθυς), σύμφωνα με τις αντιλήψεις πάντοτε που επικρατούσαν στα αρχαία Μυστήρια, και αποφαίνονταν σε σχέση προς αυτήν. Αξίζει να αποδωθεί έμφαση στο γεγονός ότι στον Πλατωνικό Ταργία"εκφράζεται αυτή η αντίληψη της ψυχοστασίας κατά τρόπο έκδηλο. Συγκεκριμένα αναφέρεται ότι οι υποχθόνιοι δικαστές του Άδη θα εξετάσουν την ψυχή γυμνή, αποστερημένη από το θνητό της περίβλημα που τη συσκοτίζει. Περί της Ειμαρμένης, ο ατομικός φιλόσοφος Λεύκιππος (Αέτιος 1, 24, 4) αναφέρει τα ακόλουθα: 'Τα πάντα γίνονται κατ' αναγκαιότητα, την αναγκαιότητα δε αυτή ονομάζουμε ειμαρμένη".
Η ίδια αντίληψη εκτίθεται, μεταγενέστερα, και στον πλατωνικό διάλογο "Φαίδων1' (85ε-86δ), όπου ο Σιμμίας ισχυρίζεται ότι η ψυχή συνιστά αρμονία των αντιθέσεων οι οποίες συνθέτουν το σώμα. Από την αντίληψη της ανωτερότητος της ψυχής, απέρρευσε μάλιστα και η Ορφική αντίληψη, σύμφωνα με την οποία το σώμα αποτελεί για την ψυχή μία ασφυκτική φυλακή, είναι το σήμα, δηλαδή ο τάφος που περιορίζει τραγικά τη δράση της ψυχικής προσωπικότητας. Επομένως, κατά τους Ορφικούς φιλοσόφους, η Αληθινή Ζωή εκκινά μετά τον διαχωρισμό της ψυχής από τα δεσμό του σώματος.
Η Ψυχή επιπροσθέτως, ασκεί καθοδηγητικό ρόλο, έχει δηλαδή προορισμό όχι να υποτάσσεται και να υπακούει, αλλά να οδηγεί και να άρχει, όπως αναφέρει ο Πλάτων στον "Φαίδωνα" (80.α). Κατά τον Όμηρο, η ψυχή ενυπάρχει στο σώμα, ενώ όταν επέρχεται ο θάνατος, η ψυχή αποσύρεται στον Άδη, όπου και κινείται σαν μία άϋλη σκιά. Για τους Ορφικούς φιλοσόφους, όπως αναφέρθηκε, η ψυχή αποτελεί “πραγματικό ον Θείας φύσεως και αθάνατον ειμαρμένης". Τα Ορφικά Μυστήρια δίδασκαν ότι μόλις η ψυχή απαλλαγεί από το σώμα, εφ’ όσον διήγαγε βίο αγαθό, ανέρχεται σε Ανώτερους Κόσμους, τελειοποιηθείσα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μετενσαρκώνεται, έως ότου ανελιχθεί.
Η ψυχή, ανερχόμενη την διαβαθμισμένη εξελικτική κλίμακα των θνητών, ημιθέων, Θεών,ανελίσεται σε ανώτερα πνευματικά στάδια, φθάνοντας τελικά στην ιδεώδη κατάσταση της γαλήνης και της ευδαιμονίας. Δια των διαδοχικών της εξαγνισμών και ανελίξεων, η ψυχή κατορθώνει να αποκτήσει έναν πνευματικό και πλέον υλικό οργανισμό, δια του οποίου ανέρχεται στην ουράνια κλίμακα.
Ο μυσταγωγός Πλούταρχος, μυημένος στα Δελφικά Μυστήρια, στο έργο του "Βίοι Παράλληλοι" (Ρωμύλος, 28) δικαιώνει αυτή την αντίληψη, προσθέτοντας μάλιστα ότι: "Οι ψυχές. πολύ φυσικά και σύμφωνα με τη Θεία δικαιοσύνη, μεταβάλλονται από ανθρώπους σε ήρωες, από ήρωες σε ημιθέους και από ημιθέους σε Θεούς, αν καθαριστούν και εξαγνιστούν τελείως, αποβάλλοντας κάθε τι που είναι θνητό και που υπόκειται σε πάθη".
Ο "σκοτεινός" Εφέσιος φιλόσοφος ακόμη υπεστήριζε ότι η γνώση της ψυχής έχει άμεση συνάφεια με την γνώση της δομής του κόσμου. Ο Εμπεδοκλής συγκεκριμένα, στο προαναφερόμενο έργο του, υποστηρίζει ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της απολυτρώσεως από τον κύκλο των γεννήσεων. Σε αυτή την αντίληψη αποδίδεται και η δήλωση "Αθάνατος εγώ κι όμοιος Θεός.. .Τια τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και ειδικότερα για τον Αναξι• μένη (6ος αιών π.Χ.), η ψυχή ταυτίζεται με την αρχή της φύσεως.
Σύμφωνα με την κοσμοαντίληψη του Αναξιμένους, η ψυχή εκπροσωπεί την κοσμική τάξη, από τις αρχές της οποίας διέπεται και ο άνθρωπος. Ο γνωμικός ποιητής Φωκυλίδης, θεωρεί ότι η μετάσταση αποτελεί την αφετηρία για την Θέωση και αυτό διότι "αφού θα εγκσταλείψουμε το νεκρό σώμα μας εδώ κάτω, θα γίνουμε Θεοί, γιατί μέσα μας κατοικούν ψυχές αθάνατες και αδιάφθαρ- τες".
Έχοντας διαποτισθεί από ανάλογες αντιλήψεις, ο φιλόσοφος Κλεόμβροτος ο Αμβρακεύς, θα οδηγηθεί στην μέλλουσα ζωή, πηδώντας από έναν πύργο, ενώ ο πασίγνωστος φιλόσοφος Ηγησίας ο Πεισιθάνατος ασκούσε τόσο μεγάλη επιρροή στις τάξεις των μαθητών του, ώστε όταν οι αυτοκτονίες αυξήθηκαν σε σημαντικό βαθμό εξαιτίας των κηρυγμάτων του περί της αξίας του θανάτου και την προσδοκία της μελλούσης ζωής, ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος έκλεισε τις σχολές του προκειμένου να ανασχέσει αυτό το φιλοσοφικό και κοινωνικό φαινόμενο.
"Κάθε ψυχή είναι αθάνατη, διότι κάθε τι που κινείται από μόνο του είναι αθάνατο. Κάθε άλλο όμως, που κάτι άλλο κινεί και από κάτι άλλο κινείται, όταν τερματίζει την κίνησή του τερματίζει και τη ζωή του. Μόνο λοιπόν αυτό που κινεί το ίδιο τον εαυτό του είναι και πηγή κίνησης για το υπόλοιπα, όσα κινούνται, επειδή ακριβώς ποτέ δεν εγκαταλείπει τον εαυτό του.
Η αρχή επομένως, είναι κάτι που δεν δημιουργείται. Διότι κατ' ανάγκη, κάθε τι που δημιουργείται οφείλει τη δημιουργία του σε μία αρχή. Η αρχή όμως σε τίπστε. Διότι εάν η αρχή πραγματοποιείται από κάτι άλλο, δεν θα ήταν δυνατό να ονομασθεί αρχή. Εφ' όσον λοιπόν δεν δημιουργείται, αναγκαστικά είναι και άφθαρτη. Διότι εάν πραγματικά χαθεί η αρχή, ούτε η ίδια είναι δυνατόν να δημιουργήσει κάτι άλλο, ούτε κάτι άλλο από αυτήν, εάν αναγκαστικά τα πάντα οφείλουν τη δημιουργία τους σε μία αρχή. Έτσι λοιπόν η αρχή της κίνησης είναι το ον εκείνο που κινεί μόνο του τον εαυτό.
Αυτό μάλιστα δεν είναι δυνατό ούτε να χαθεί ούτε να γεννηθεί, διαφορετικά και ολόκληρος ο ουρανός και στο σύνολό της η δημιουργία θα καταποντισθούν και θα σταθούν και ποτέ δεν θα έχουν αρχή, από την οποία θα κινηθούν και πάλι.
Αφού λοιπόν αποδείξαμε πως είναι αθάνατο αυτό που κινεί τον εαυτό του, δεν θα διστάσει κανείς να ομολογήσει ότι και η ουσία και η αιτία ύπαρξης της ψυχής είναι αυτή η ίδια η ύπαρξη. Διότι κάθε σώμα στο οποίο η κίνηση προέρχεται από εξωτερικές δυνάμεις, είναι άψυχο. Αυτό όμως στο οποίο η κίνηση προέρχεται από τον ίδιο τον εαυτό του, είναι έμψυχο και τέτοιου είδους είναι η φύση της ψυχής. Αν όμως αυτό έτσι έχει, εάν δηλαδή αυτό που κινεί μόνο του τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ψυχή, αναγκαστικά η ψυχή θα είναι κάτι αδημιούργητο και αθάνατο...''.
Όπως ανέφερα στην αρχή, θα ήταν φαιδρό ο άνθρωπος να προπαρα- σκευάζεται σε όλη του τη ζωή για να είναι είναι κοντά στον θάνατο και να αγανακτεί σαν έρθει τέλος σ' αυτόν...". Και προσθέτει: "Και μεν το σώμα εστίν ημίν σήμα, της δε ψυχής τούτο". Στον "Γοργία" ο μεγάλος μυσταγωγάς Σωκράτης εκφράζει την ακόλουθη αντίληψη: "Ποιός γνωρίζει εάν η ζωή είναι θάνατος και ο θάνατος ζωή;".
Η ψυχή δεν διατηρεί μνήμες από πρώτερες ενσαρκώσεις της, ώστε να έχει την ευχέρεια να δοκιμασθεί εκ νέου και μέσα από την υπέρβαση των δοκιμασιών που υφίσταται, να εξελιχθεί και να ανελιχθεί. Ωστόσο η ανάμνηση των αιωνίων αρχετύπων υφίσταται υποσυνείδητα. Επειδή η ψυχή είναι άμεσα συνυφασμένη με το Αιώνιο Ον, όταν παραμείνει μόνη της, αποχωριζόμενη από το σώμα, επανακτά τις αναμνήσεις της και επανευρίσκει την Αιώνια Αλήθεια.
Τίθεται επομένως το ζήτημα της αθανασίας της ψυχής, όντας αχώριστη από την Αιώνια Αρχή που κυριαρχεί στο σύμπαν. Αυτή η διαπίστωση παρέχει στον Πλάτωνα την ευχέρεια να ισχυρίζεται στον διάλογο "Θεαίτητος"ότι "Κάθε άνθρωπος έχει εν εαυτώ το θειον Άρχον", μετέχει δηλαδή της Θείας ουσίας, δια του ψυχικού τμήματος της δυαδικής υποστάσεώς του. Γι' αυτό λοιπόν, όταν η ψυχή ερευνά μέσα της πηγαίνει κατ’ ευθείαν στο ον το καθαρό, το αιώνιο, το αθάνατο, το αναλλοίωτο, και συγγενεύοντας συνενώνεται πάντα μαζί του απαλλασσόμενη από την προηγούμενη πλάνη και υπάρχει πάντα αναλλοίωτη, αφού ενώνεται και με το αναλλοίωτο εκείνο ον.
Η ψυχική αυτή κατάσταση, ονομάζεται φρόνηση, διατείνεται ο Σωκράτης. Και συνεχίζει στον διάλογο "Φαίδων", υποστηρίζοντας τα κατωτέρω: "Σκέψου λοιπόν αν από όσα είπαμε δεν συμπεραίνεται ότι η ψυχή μεν είναι όμοια με το Θείο, το αθάνατο, το λογικό, το αδιάλυτο, και πάντα ίσο, προς τον εαυτό του, ενώ το σώμα είναι όμοιο με κάθε τι ανθρώπινο, θνητό, άλογο, διαλυτό και ουδέποτε ίσο προς τον εαυτό του...".
Επιπροσθέτως στον "Φίληβο", ο Σωκράτης εκθέτει την αντίληψη ότι "Σοφία μην και νους άνευ ψυχής ουκ αν ποτέ γενοίσθην" δηλαδή νους και σοφία άνευ ψυχής δεν δύνανται να υπάρξουν. Επίσης οι Στωϊκοί φιλόσοφοι, έχοντας δεχθεί επιρροές από την πλατωνική διδασκαλία, δέχονταν ότι η ψυχή αποτελεί τμήμα της αναπόσπαστης ψυχής του Κόσμου. Ακόμη και αυτός ο ορθολογιστής Αριστοτέλης, ο οποίος αντέκρουε τις πλατωνικές ιδέες περί μετεμψυχώσεως και ψυχικής αθανασίας, υπεστήριζε ότι η ψυχή ταυτίζεται με το στοιχείο της ζωής.
Ο ηνίοχος, που αλληγορικά αντιστοιχεί στον Νου, από κοινού με το λευκό άλογο που αντιπροσωπεύει το θυμικό, προσπαθούν να συμμορφώσουν το μελανό άλογο το οποίο ανταποκρίνεται στο επιθυμητικό, ώστε ευθυγραμμιζόμενο προς τον προορισμό τους, να πορευθούν προς την ουράνια ανάταση, στην οποία οδηγεί η πορεία προς τον μυητικό Όλυμπο. Ακριβώς στο σημείο αυτό πραγματοποιείται σαφής μνεία στις δύο πολικότητες οι οποίες διαπερνούν ολόκληρο το σύμπαν, στη θετική και στην αρνητική δύναμη, η σύνθεση των οποίων άγει και υπηρετεί τον σκοπό της Δημιουργίας.
Οι φυσικοί νόμοι διδάσκουν ότι τίποτε δεν πεθαίνει, απλά όλα μεταβάλλονται. Όπως προαναφέρθηκε, ο ψυχικός παράγοντας και η αείζωη ιδιότητα - ποιότητα αυτού, αναδείχθηκε μέσω των αρχέγονων μυστηριακών θεσμών. Ο βαθύτερος σκοπός των μυσταγωγικών θεσμοθεσιών ήταν η δια τελετουργικών πράξεων Αφύπνιση του Εσώτερου, Αθάνατου, Εαυτού, η ψυχική και πνευματική ανάταση, ο εξαγνισμός και η ανύψωση στον Μυητικό Όλυμπο με στόχο την κατανόηση του ανθρωπίνου προορισμού και τη βαθμιαία επίτευξη της αυτογνωσίας.
Τα Ελευσίνια, όπως και όλα τα πανάρχαια Ελληνικά Μυστήρια, δίδασκαν δια της αλληγορίας και των συμβολισμών ότι η Ζωή εκδηλώνεται κατά περιοδικό τρόπο άλλοτε στο γήινο επίπεδο, δια της παρουσίας της Περσεφόνης στον κόσμο των ζώντων, και άλλοτε στον κάτω κόσμο, στο πεδίο των ψυχών δια της παρουσίας της στο βασίλειο του Άδη.
Τι επιζητεί όμως η ψυχή. εδραζόμενη εντός της ύλης; Αναμφίβολα επιζητεί το νοητό Αγαθό, το οποίο μόνο μέσα στον Απόλυτο κόσμο των ιδεών ανευρίσκεται. Στην αρχή της εργασίας αυτής υποστηρίχθηκε ότι σύμφωνα με τις αρχέγονες αρχαιοελληνικές μυστηριακές αντιλήψεις, το πνευματικό στοιχείο και η ψυχή ζωτικοποιούν την ύπαρξη.
Αυτή ακριβώς η αντίληψη ενυπάρχει αυτούσια στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σύλληψη όπου σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στο έργο του "Περί Ψυχής" (Α,2, 4030) υποστηρίζεται ότι η ψυχή παρέχει στο ζωντανό ον εντός του οποίου εισέρχεται, την εμψυχωτική κίνηση και την αίσθηση. Η δε ψυχή του Κόσμου, τυγχάνει αλάνθαστη, όπως προκύπτει από τους "Νόμους" του Πλάτωνος (X, 898).
Ας προσέξουμε την υψηλή αντίληψη της πλατωνικής διδασκαλίας για τον καθο- δηγητικό ρόλο που ασκεί η ψυχή, μία αντίληψη η οποία δικαιολογείται, βρίσκοντας άλλωστε την ιστορική της δικαίωση μέσα από την ανωτερότητα του ίδιου του Ελληνικού Πολιτισμού. Μέσα από τήν ύψιστη εμπειρία της πνευματικής καθοδηγήσεως του σώματος, καθίσταται αντιληπτή η ηγεμονική φύση της ψυχής.