Και ετέρπετο, ηδονιζόταν. Νόμιζε ότι ήταν αλλότρια, ξένα, πλούσια περισσεύματα των Φραγκογερμανών. Έπινε όμως το αίμα της, το αίμα των αγέννητων, το αίμα των νεκρών. Και έχασε την μιλιά της, την γλώσσα της, τα τζιβαϊρικά της. Έμεινε άλαλη, αναξιοπρεπή,ς άλογη και παράλογη.
Τίποτε.
Αφωνότερος των ιχθύων και απραγέστερος των βατράχων.