πολλά πράγματα γινόντουσαν, τα κάναμε, και δεν καταλαβαίναμε τίποτα.
Αμαρτάναμε, ζούσαμε αδιάφορα, η ζωή μας κυλούσε μέσα σε μια αμέλεια, σε μια αποχαύνωση και δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τίποτα.
Ήταν τρόπω τινά όλα ήσυχα, σα να μην υπήρχε ούτε πόλεμος, ούτε ανησυχία, ούτε αγωνία, ούτε λογισμοί, τίποτα.
Γιατί;
Διότι ήμασταν σε μια νάρκη, σε έναν ύπνο, έναν βαθύ ύπνο, και όλα γινόντουσαν κι εμείς ιδέα δεν είχαμε για το τί γινόταν γύρω μας, τί γινόταν μέσα μας, τί κάναμε εμείς οι ίδιοι.
Είναι μεγαλύτερο θαύμα να αναστηθεί μία νεκρή ψυχή παρά ένας νεκρός άνθρωπος σωματικά.
Μεγαλύτερο θαύμα να αναστηθεί η νεκρή μας ψυχή η οποία είναι βυθισμένη μέσα στο θάνατο της αμαρτίας, παρά να αναστηθεί ένας βιολογικά νεκρός.