*κνώδαλα = Άνθρωπος ασήμαντος, χαζός ή τιποτένιος.
Εκ του αρχαίου κνώδαλον (άγριο πλάσμα, κτήνος].
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
- Άντε να μου χαθείς ρε κνώδαλο. Ούτε μια σωστή δουλειά δεν μπορείς να κάνεις ντιπ άχρηστος είσαι!
Ο Π. Ζερβός αποκαλεί κνώδαλο τον Ν. Ηλιόπουλο στην ταινία «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες». Στο έργο επίσης εξαπολύονται τα εξής κοσμητικά επίθετα:
- Όρνιο
- Ρεντίκολο της κοινωνίας
- Κνώδαλο
- Μούλωξες ρε κοπρόσκυλο
- Αίσχος του Κουτσόπυργου
- Ρεζίλ μπασή
- Ανάπηρο κορμί
- Άχρηστο τομάρι
- Τρεμουλιασμένο ψωρόγιδο
- Ψοφίμι
- Ψοφάλογο
- Ζοντόβολο
- Καρνάβαλε
- Αρχιρεζίλι του Κουτσόπυργου και αίσχος των Κοντογιώργηδων
- Τρεμολέων
- Αίσχος της φαμίλιας μας