Φιλόδημος περί θανάτου
Αιώνες, άπειρο χρόνο προτού γεννηθούμε, δεν υπήρχαμε, και δεν μας πείραζε καθόλου αυτό, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαμε. Το ίδιο, και μετά το θάνατό μας, δεν θα υπάρχουμε και δεν θα μας πειράζει καθόλου αυτό, ακριβώς επειδή πάλι δεν θα υπάρχουμε.
Όλες οι ελληνιστικές σχολές, ως γνωστό, θεωρούσαν ότι τα συναισθήματα, οι συγκινήσεις (τα πάθη) οι επιθυμίες, οφείλονται στις πεποιθήσεις. Ότι τα ψυχολογικά προβλήματα (όχι οι ασθένειες όπως η μανιοκατάθλιψη ή η σχιζοφρένεια ή οι ψυχώσεις, δηλαδή βλάβες που τις θεωρούσαν σωματικές – αλλά ό,τι παράγει και αναπαράγει την καθημερινή ανθρώπινη μιζέρια, ό,τι στέκεται εμπόδιο στην ευδαιμονία, αυτά δηλαδή από τα οποία πάσχει η πλειονότητα των ανθρώπων) οφείλονται σε πεποιθήσεις ή τουλάχιστον δεν είναι ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις.
Ένα πολύ απλό παράδειγμα: αν σου κλέψουν κάτι το οποίο δεν έχει για σένα καμία αξία, δεν θα στεναχωρηθείς – ενώ αν το θεωρείς πολύτιμο θα βυθιστείς στο πένθος ή θα εξοργιστείς, θα μισήσεις τον κλέφτη κλπ. Το θέμα λοιπόν είναι πώς αξιολογείς τα πράγματα· τα αξιολογείς με βάση τις ιδέες σου, άρα τα προβλήματά σου επιδέχονται φιλοσοφική θεραπεία. Αυτά σε χοντρές γραμμές.
[Ανοίγω μια παρένθεση για να επισημάνω πως συχνά χρησιμοποιείται καθ’ υπερβολή η έκφραση «φόβος του θανάτου». Ο φόβος του θανάτου δεν είναι πάντα ο κατάλληλος όρος. Τον χρησιμοποιούμε συμβατικά, αλλά και καταχρηστικά. Δεν πρόκειται απλώς και μόνο για «φόβο», ότι δηλαδή φοβάται κανείς την ώρα εκείνη που θα έρθει ο θάνατος να τον βρει ή φοβάται για το τι μπορεί να επακολουθεί.
Ένα αρχαίο ρήμα, που το χρησιμοποιεί και ο Επίκουρος, είναι το δείδω, δέδια, δεδιέναι – εξ ου και το δέος. Το δέος είναι πιο ευρεία έννοια από τον φόβο. Άλλο είναι να λέμε «σε πιάνει δέος με κάτι» και άλλο ότι απλώς το φοβάσαι. Σε κάποιο σημείο λέει ο Επίκουρος, «Ό,τι δεν σε στενοχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να θλίβεσαι όταν το περιμένεις να έρθει» (προσδοκώμενον κενῶς λυπεῖ). Χρησιμοποιεί τη λέξη λυπῶ.
Ή ας πούμε, μια άλλη επικούρεια έκφραση: ἀνύποπτον ο θάνατος. Το ὕποπτον, είναι αυτό το οποίο (όπως λέει το Λεξικό Liddel-Scott) βλέπουμε κατεβάζοντας τα φρύδια ή πλαγίως: ὅν βλέπει τις καταβιβάζων τὰς ὀφρῦς ἢ πλαγίως – το ρήμα είναι ὑφοράω: στραβοκοιτάω θα λέγαμε σήμερα.
Ο Φιλόδημος στην πραγματεία του Περί Θανάτου χρησιμοποιεί πάρα πολύ συχνά τη λέξη δηγμός (πόνος οξύς, δαγκωματιά – σήμερα λέμε, αυτός κάνει δηκτικά σχόλια), καθώς και το ρήμα νύττεσθαι (τρυπώ με αιχμηρό όργανο) – δεν χρησιμοποιεί τον όρο «φόβος του θανάτου».]
Η ιδέα του θανάτου μπορεί να φοβίζει τα μικρά παιδιά και τους θρησκευόμενους που φαντάζονται τιμωρίες μετά θάνατο· στον ενήλικα όμως, εκτός από φόβο προκαλεί απελπισία, λύπη για το ότι ο ίδιος θα αφανιστεί και θα ’ναι ανύπαρκτος για πάντα, άγχος, πόθο για αθανασία και πάει λέγοντας.
Όλοι ξέρουμε τι διαδρομές, τι μονοπάτια μπορούν να ακολουθήσουν μες στο νου μας, τι διαστάσεις μπορούν να αποκτήσουν, τι εμμονές μπορούν να προκαλέσουν –που συχνά δεν βρίσκονται και λόγια να τις περιγράψουν– και πόσο δύσκολο είναι να συμφιλιωθεί κανείς με την ιδέα ότι θα τελειώσει και θα λείψει για πάντα. Και βέβαια, όλοι ξέρουμε πώς δένουν όλα αυτά με τη θρησκευτικότητα και με την ανάγκη για μεταφυσική παρηγοριά. Σε μεγάλο βαθμό οφείλονται σε ένα υπερτροφικό εγώ.
Και υπερτροφικό εγώ δεν έχουν μόνο οι αλαζόνες, οι μεγαλοσχήμονες και οι φαφλατάδες. Θα το βρεις και σε ανθρώπους σεμνούς και χαμηλών τόνων, που αδυνατούν να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ο θάνατος είναι η ώρα όπου θα πρέπει να καλύψεις μια επιταγή που υπογράφηκε τη στιγμή που γεννήθηκες. Ή με την ιδέα πως δεν είσαι παρά ένα μόριο σκόνης μέσα στο σύμπαν, ένα βιολογικό συμβάν μέσα στη φύση ανάμεσα σε τρισεκατομμύρια άλλα βιολογικά συμβάντα που έχουν υπάρξει και υπάρχουν μέσα στη φύση. Ή απλά να πεις, όπως είπε ο Ιουλιανός ο αυτοκράτορας την ώρα που πέθαινε στα 31 του χρόνια,
«Ήρθε τελικά για μένα η στιγμή, φίλοι μου, ν’ αφήσω αυτή τη ζωή, την οποία επιστρέφω χαρούμενος στη Φύση, σαν τίμιος οφειλέτης».
Ο Ιουλιανός είχε μια –νεοπλατωνικού τύπου– μεταφυσική παρηγοριά. Αντίθετα οι Στωικοί και οι Επικούρειοι δεν είχαν να προσφέρουν μεταφυσική παραμυθία. Η θεραπεία έπρεπε να βασίζεται σε φιλοσοφική/ορθολογική επιχειρηματολογία. Και όφειλε να απαλλάξει το νου από όλα τα παραπάνω εμπόδια που ορθώνονται στο δρόμο για την ευδαιμονία.
Εν πάση περιπτώσει, οι Επικούρειοι αναγνωρίζοντάς τα, όλα τα παραπάνω, ως τα πιο καταστροφικά από τα αρνητικά πάθη, πάσχιζαν απ’ όλες τις μπάντες να τα εξουδετερώσουν. «Σου έχω φράξει όλες τις διόδους», λέει ο επικούρειος Μητρόδωρος. «Πᾶσαν σὴν παρείσδυσιν ἐνέφραξα … (Δηλαδή: δεν τα έχω αφήσει στην τύχη όλα αυτά, και δεν θα μπορέσουν να μπουν μέσα μου να μου φάνε την ψυχή. Δεν είμαι έρμαιο της Τύχης).
«Και σαν έρθει η ώρα να φύγω, θα φτύσω τη ζωή και όσους με ματαιοδοξία προσκολλώνται σ’ αυτήν, θα φύγω απ’ τη ζωή μ’ ένα ωραίο τραγούδι λέγοντας πόσο καλά την έζησα.»
Αυτό προσπαθεί ο Φιλόδημος στην πραγματεία του Περί Θανάτου, αυτό προσπαθεί και ο Λουκρήτιος στο ποίημά του Για τη φύση των πραγμάτων: να «φράξουν όλες τις διόδους».
Η πρωτοτυπία του Λουκρήτιου –αν και το πιο σωστό είναι να πούμε: η εντελώς πρωτοποριακή αντιμετώπιση– του θανάτου, είναι ότι δεν καταγίνεται μόνο με τις συνειδητές έγνοιες μας για το θάνατο, τις θλιβερές σκέψεις που κάνουμε, τις συνειδητές πεποιθήσεις και τις ιδέες που μας διακατέχουν. Αλλά, σε «παγκόσμια πρώτη» θα λέγαμε, άπτονται του υποσυνείδητου. Επιχειρούν να ερμηνεύσουν το «μυστικό κεντρί που κρύβεται μες στην καρδιά».
Ότι οφείλεται στο ότι, ακόμη κι αν πιστεύει κανείς πως ο θάνατος είναι ένα φυσικό γεγονός που ούτως ή άλλως θα συμβεί, και πάλι δε μπορεί να συμφιλιωθεί με την ιδέα. Σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για «παγκόσμια πρώτη», μόνο που δεν ξέρουμε αν αυτή είναι του Επίκουρου, που έζησε 250 χρόνια πριν τον Λουκρήτιο, ή του ίδιου του Λουκρήτιου, ο οποίος ωστόσο στο ποίημά του, όπως λέει και ο ίδιος, ακολουθεί κατά πόδας τον Επίκουρο. Λέει τα εξής:
«… η πλεονεξία κι η τυφλή φιλοδοξία που εξωθούν τους δύστυχους ανθρώπους να καταπατούν το νόμο, και να πασχίζουν μέρα-νύχτα ν’ αναρριχηθούν στην κορυφή της εξουσίας – τούτες τις πληγές της ζωής, όχι λίγες φορές, τις τρέφει ο φόβος του θανάτου».
Ή πάλι:
«Σπρωγμένοι απ’ αυτόν τον αβάσιμο φόβο, αυγατίζουν το βιός τους με το αίμα των συμπολιτών τους και άπληστοι διπλασιάζουν τα πλούτη τους»
Κι αυτό γιατί, όπως ακριβώς λέει ο Λουκρήτιος, η συσσώρευση πλούτου κάνει τον κάτοχό του να νιώθει πως παίρνει κάποια απόσταση από το θάνατο ενώ «η μαύρη φτώχεια, αταίριαστη με τη σίγουρη ζωή, μοιάζει να βρίσκεται πιο σιμά στο θάνατο». Όλα αυτά είναι ψυχολογικές ερμηνείες που αφορούν στον τρόπο που δρα το υποσυνείδητο. Ένα άλλο, πιο γνωστό απόσπασμα:
«Κάποιον που σκυλοβαριέται να μένει μες στο σπίτι τον βλέπεις να βγαίνει έξω συχνά· και ξαφνικά κάτι τον πιάνει και ξαναγυρνάει σπίτι, γιατί έξω δε νιώθει καθόλου καλύτερα. Ξεκινάει μετά για την εξοχική του βίλα, οδηγώντας ξέφρενα την άμαξα με τ’ άλογά του, θαρρείς κι έχει πιάσει φωτιά η έπαυλη και τρέχει να προλάβει». [Συχνά κι εμείς τα καλοκαίρια καθ’ οδόν προς Χαλκιδική βλέπουμε τον άλλο να γκαζώνει στα 130 χλμ την ώρα για να φτάσει στο εξοχικό του, ενώ θα μπορούσε να πηγαίνει με 80]. Και συνεχίζει ο Λ. «Με το που φτάνει στο κατώφλι, αρχίζει να βαριέται και να χασμουριέται ή πέφτει βαρύς να κοιμηθεί ζητώντας λησμονιά στον ύπνο ή πάλι ξεκινά να φύγει γιατί βιάζεται να επιστρέψει στην πόλη.
»Αν μπορούσαν οι άνθρωποι, εκεί που νιώθουν ένα βάρος να τους πλακώνει την ψυχή και να τους εξουθενώνει, να συλλάβουν τα αίτιά του και να μάθουν από τι προέρχεται τούτος ο όγκος του κακού που τους έχει κάτσει στο στήθος, τότε δεν θα έκαναν τη ζωή που τόσο συχνά τους βλέπουμε να κάνουν τώρα, όπου δεν ξέρουν τι θέλουν, και διαρκώς ζητούν ν’ αλλάξουν τόπο, θαρρείς και μπορούν έτσι να ρίξουν χάμω το φορτίο τους.
»Έτσι προσπαθεί ο καθένας να ξεφύγει από τον εαυτό του· μα παρά τις προσπάθειες, ξέρουμε ότι δεν κατορθώνει ποτέ να δραπετεύσει, μένει δεμένος με τον εαυτό του και τον μισεί· κι αυτό γιατί είναι ένας άρρωστος που δεν ξέρει την αιτία της αρρώστιας του· γιατί αν την έβλεπε, θα παρατούσε όλα τ’ άλλα και θα φρόντιζε πάνω απ’ όλα να κατανοήσει τη φύση των πραγμάτων».
Με τέτοιες λεπτές ψυχολογικές ερμηνείες και διαγνώσεις που συσχετίζουν με την ιδέα του θανάτου ένα μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων, o μαθητής αποκτά μια επίγνωση, κι αυτό είναι ήδη ένα βήμα προόδου προς τη θεραπεία.
Για τη θεραπεία, οι Επικούρειοι επιστρατεύουν μια μεγάλη γκάμα επιχειρημάτων (άλλοτε η επιχειρηματολογία έχει αυστηρώς ορθολογικό χαρακτήρα, άλλοτε πάλι χρησιμοποιεί ρητορικά και λογοτεχνικά σχήματα). Δεν επιτρέπει η οικονομία αυτής της ομιλίας να τα παραθέσουμε, πόσο μάλλον να τα αναπτύξουμε.
Ενδεικτικά μόνο να αναφέρω ένα από αυτά, το λεγόμενο «επιχείρημα της συμμετρίας»:
Αιώνες, άπειρο χρόνο προτού γεννηθούμε, δεν υπήρχαμε, και δεν μας πείραζε καθόλου αυτό, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαμε. Το ίδιο, και μετά το θάνατό μας, δεν θα υπάρχουμε και δεν θα μας πειράζει καθόλου αυτό, ακριβώς επειδή πάλι δεν θα υπάρχουμε.
Ή πάλι, μια ρητορικού χαρακτήρα επιχειρηματολογία που μας προτρέπει να αναλογιστούμε το θάνατο τόσων και τόσων σπουδαίων ανθρώπων συγκρίνοντας τον εαυτό μας με τους ανθρώπους αυτούς. Λέει για παράδειγμα ο Λουκρήτιος:
«Ακόμη κι ο Επίκουρος, σαν έφτασε το φως της ζήσης του στο τέρμα, πέθανε κι αυτός – αυτός που με το πνεύμα του ξεπέρασε τους πάντες κι έσβησε όλους τους σοφούς, σαν ήλιος που ανατέλλει και σβήνει τ’ αστέρια. Ποιος είσαι εσύ που θ’ απορήσεις και θ’ αγανακτήσεις για το θάνατό σου, εσύ, ένας ζωντανός νεκρός σχεδόν, που το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής σου το χαράμισες στον ύπνο και ροχαλίζεις ξυπνητός και βλέπεις όνειρα διαρκώς με το νου ταραγμένο από αναίτιους φόβους, ανίκανος να βρεις την αιτία του κακού όταν οι έγνοιες σε συνθλίβουν από παντού κι εσύ παραδέρνεις μέσα στις πλάνες του μυαλού σου;»
Ο Φιλόδημος στο Περί θανάτου καταπιάνεται με λογιών-λογιών περιπτώσεις, εύκολες και δύσκολες, π.χ. την περίπτωση όπου θλίβεται κάποιος γιατί καταδικάστηκε άδικα σε θάνατο, ή τον πονάει η σκέψη ότι δεν θα τον θυμάται κανείς, ή ότι θα πεθάνει μακριά από την πατρίδα και τους αγαπημένους του, ή ότι θα πεθάνει άσημος, και πάει λέγοντας.
Λέει ακόμη, μεταξύ αστείου και σοβαρού, για την περίπτωση που κάποιος στεναχωριέται που θα πεθάνει χωρίς ν’ αφήσει απογόνους, και έτσι θα χαθεί το όνομά του.
«Κοιμήσου ήσυχος, το όνομά σου θα το έχουνε μυριάδες, για να μη πω αμέτρητοι συνονόματοί σου…» (καθεύδειν ἔξεστιν ἐπ’ ἀμφότερα. μυρίων, μᾶλλον δ’ ἀπείρων τοῖς αὐτοῖς ὀνόμασιν προσαγορευθησομένων).
Ή για κάποιον που στεναχωριέται γιατί δεν έχει δικά του παιδιά να αφήσει την περιουσία του, και οι κόποι μιας ζωής θα πάνε σε κάποιους άλλους που θα την κληρονομήσουν:
«Μα τόσες και τόσες φορές, δεν συμβαίνει να είναι πιο ευχάριστο να αφήνει κάποιος την περιουσία του οπουδήποτε αλλού παρά σε συγκεκριμένα τέκνα!». (Λέει δηλαδή, πού ξέρεις ότι τα παιδιά που θα είχες θα ήταν τόσο εντάξει ώστε να τους αξίζει να σε κληρονομήσουν;). Χώρια που αυτοί οι άλλοι που θα σε κληρονομήσουν μπορεί να μην είναι ούτε φαύλοι ούτε ανάξιοι. (χωρὶς τοῦ μηδὲ φαύλους εἶναι μηδὲ ἀναξίους ἐνίοτε τοὺς κληρονομήσοντας). Αν πάλι είναι παλιάνθρωποι, μπορείς να πάρεις προφυλάξεις και να τα αφήσεις σε καλούς ανθρώπους και σε φίλους. Αν πάλι δεν έχεις τέτοιους, τότε, και μόνο γι’ αυτό το λόγο, είσαι αξιολύπητος, κι όχι επειδή…»– εδώ κόβεται το απόσπασμα, ο πάπυρος είναι κατεστραμμένος.
Μόνο σε δύο περιπτώσεις αναγνωρίζει ότι είναι φυσικό να θλίβεται κανείς που θα πεθάνει. Εδώ μάλιστα έχουμε να κάνουμε με μια εξέλιξη και εκλέπτυνση της θέσης του Επίκουρου ότι ο θάνατος δεν μας αφορά.
Αναγνωρίζει ότι το να αφήνεις πίσω σου γονείς ή παιδιά ή σύζυγο ή άλλους δικούς σου ανθρώπους που θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση (ἐν συμφοραῖς ἐσομένους) ύστερα από τον θάνατό σου ή ότι θα τους λείψουν τα αναγκαία, είναι φυσικότατο (ακριβώς αυτή τη λέξη χρησιμοποιεί, φυσικώτατον) σε κάθε λογικό άνθρωπο, περισσότερο από καθετί άλλο να φέρνει πόνο και δάκρυα. (Θέματα όπως αυτό, οι Στωικοί τα αντιμετώπιζαν διαφορετικά· η θέση τους συνοψιζόταν στο εξής: Αυτά που σου συμβαίνουν δεν εξαρτώνται από τη βούλησή σου, είναι «ἀπροαίρετα», άρα δεν φέρεις ευθύνη, επομένως δεν σε αφορούν· εφ’ όσον δεν περνάει από το χέρι σου να αλλάξεις την κατάσταση και δεν σου παρέχεται πεδίο ώστε να ασκήσεις την αρετή, δεν έχεις κανένα λόγο να θλίβεσαι…).
Η δεύτερη περίπτωση είναι το να πεθαίνει κάποιος πρόωρα, προτού προλάβει να αφομοιώσει και να ενστερνιστεί την επικούρεια φιλοσοφία. Ο Φιλόδημος παραδέχεται ότι είναι φυσικό να νιώσει κάποιος πόνο αν πρέπει να πεθάνει προτού κατακτήσει την τέλεια ευδαιμονία μέσω της φιλοσοφίας. Αλλά και αφού το πετύχει αυτό, πάλι χρειάζεται κάποιο, μικρό έστω, χρονικό διάστημα: ποσὸν χρόνον ἐπιζήσαντι.
Δεν προσδιορίζει πόσος χρόνος είναι αυτό. Κάποιοι μελετητές πάντως έχουν την άποψη ότι εδώ ο Φ. κάνει ένα είδος παραχώρησης. Φυσικά δεν παρεκκλίνει από την κύρια γραμμή. Κλείνει την πραγματεία του ως εξής:
Φιλόδημος Περί θανάτου: Το να καταλαβάνεσαι εξ απίνης και να συγκλονίζεσαι όταν ζυγώνει ο θάνατος, θαρρείς και συμβαίνει κάτι απροσδόκητο και παράδοξο, είναι ηλιθιότητα, συμβαίνει όμως έτσι με τον περισσότερο κόσμο, που δεν ξέρει πως ο καθένας άνθρωπος, ακόμα κι αν είναι πιο δυνατός κι από τους Γίγαντες, ἐφήμερός ἐστιν ως προς τη ζωή και το θάνατο, και του είναι άδηλο, όχι μόνο το αύριο αλλά και η αμέσως επόμενη στιγμή.
Γιατί σε ό,τι αφορά στο θάνατο όλοι μας ἀτείχιστον πόλιν οἰκοῦμεν και τα πάντα είναι γεμάτα από αιτίες που τον προκαλούν – τόσο επειδή τέτοια είναι η φυσική μας σύσταση έτσι αδύναμοι που είμαστε και η ψυχή εύκολα μπορεί να εκπνεύσει, όσο και επειδή το περιβάλλον μας σε συνδυασμό με την τύχη παράγει αναρίθμητα αίτια της διάλυσής μας, και μάλιστα πολύ συχνά σε χρόνο dt (differential of time). Με την ταχύτητα της σκέψης (ἅμα νοήματι).
Βάλε ακόμη και την κακία των ανθρώπων που επιφέρει ακόμη περισσότερα αίτια θανάτου, ένα σωρό, που δυσκολεύεσαι και να τα φανταστείς. Οπότε, εκτός κι αν είσαι κανένας τιποτένιος (εὐτελέστατος), θα σου φανεί παράδοξο όχι το ότι πεθαίνει κάποιος αλλά το ότι μένει ζωντανός για κάποιο χρονικό διάστημα, κι αν μάλιστα φτάσει ως τα γεράματα, θα σου φανεί και αφύσικο. Όμως υπάρχουν κάποιοι τόσο άσχετοι με την ανθρώπινη ζωή (ο Φ. τους λέει πάροικους της ζωής, δηλ. ξένους), κι όχι μόνο απλοί άνθρωποι του λαού αλλά και μεταξύ των λεγομένων φιλοσόφων.
Ο άλλος προγραμματίζει να ζήσει τόσα χρόνια στην Αθήνα για να ικανοποιήσει τη φιλομάθειά του, κι άλλα τόσα για να επισκεφτεί διάφορα μέρη της Ελλάδας και άλλων βαρβαρικών χωρών –όποια μέρη μπορεί να επισκεφθεί τελοσπάντων–, κι άλλα τόσα για διαλέξεις στην πόλη του κλπ. και για τις συναναστροφές του και πάει λέγοντας — και ξαφνικά, αόρατη, κρυμμένη η αναγκαιότητα έρχεται και του αφαιρεί τις μεγάλες ελπίδες.
Όποιος έχει μυαλό όμως, έχοντας ήδη αποκτήσει ό,τι αρκεί για να εξασφαλίζει με αυτάρκεια τον ευδαίμονα βίο, ευθύς αμέσως μετά, στην υπόλοιπη ζωή του περπατάει ἐντεταφιασμένος (ενν. προετοιμασμένος για τον τάφο) κι η κάθε μία μέρα είναι γι’ αυτόν κέρδος ίσο με μια ολόκληρη ζωή· κι όταν τούτη η ημέρα πάει να του αφαιρεθεί, αυτός ούτε εντυπωσιάζεται με τα όσα του συμβαίνουν ούτε τα ακολουθεί σαν κάποιος που υστερεί ως προς τον άριστο βίο, μόνο τραβά μπροστά, έχοντας δεχτεί τον επιπλέον χρόνο που του χαρίστηκε σαν κάποιος που του έλαχε μια σπάνια καλοτυχία και ευχαριστεί –ή ευγνωμονεί– τις περιστάσεις. [Εδώ μπορούμε να παραβάλουμε τον Επίκουρο, την Κύρια Δόξα 20: η διάνοιά μας, έχοντας εκτιμήσει σωστά τον σκοπό και τα όρια του σώματός μας και έχοντας διαλύσει τις ανησυχίες μας περί αιωνιότητας, ετοίμασε την τέλεια ζωή και δεν έχει πια ανάγκη τον άπειρο χρόνο. Δεν αποφεύγει την ηδονή αλλά ούτε, όταν οι περιστάσεις οδηγούν στην έξοδο από τη ζωή και όταν φτάνει στο τέλος της, δεν είναι λειψή ως προς τον άριστο βίο.]
Αντίθετα –συνεχίζει ο Φ.– ο κάθε κηφηνώδης (νωθρός πνευματικά) τύπος, ακόμη κι όταν γεράσει ούτε που αναλογίζεται ότι η ιδιοσυστασία μας είναι φθαρτή και θνητή και το θεωρεί εύλογο να λέμε πως είναι παράδοξο να βλέπουμε ένα γέρο καπετάνιο στα καράβια ή ένα γέροντα τύραννο αλλά όχι παράδοξο γενικά το να βλέπουμε γέρους ζωντανούς. Κι ακόμη κι όταν έχει πέσει επιδημία κι αρρωστήσει, αυτός δεν προσμένει το θάνατο αλλά μες στην γενικότερη σύγχυσή του δεν χάνει την ελπίδα της αθανασίας – και τον βλέπουμε να σκάει απ’ το κακό του για δυο χάλκινα νομίσματα, και να ρίχνει τα θεμέλια κτιρίων που δεν γίνεται να χτιστούν ούτε σε χίλια χρόνια.
Κανείς δεν θα ’λεγε πως τα πάθη αυτά διαφέρουν από το να νομίζουμε πως γυάλινα και κεραμικά σκεύη που τσουγκρίζονται συνεχώς με άλλα από σκληρό μέταλλο θα παραμένουν άθραυστα. Αλλά τέτοιοι άνθρωποι είναι φανερό πως απωθούν την ιδέα του θανάτου και πως είναι κολλημένοι στη ζωή επειδή τους πιάνει φρίκη με τον θάνατο κι όχι επειδή η ζωή τους είναι γλυκιά.
Κι όταν πια είναι ξεκάθαρη η όψη του θανάτου, τους φαίνεται σαν κάτι παράδοξο, και για το λόγο αυτό δεν αντέχουν ούτε τη διαθήκη τους να γράψουν, νιώθουν περικυκλωμένοι και πως τους βρήκε διπλή συμφορά για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Δημόκριτου. Αντίθετα, όσοι έχουν σώας τας φρένας, ακόμη κι αν για κάποια αιτία δεν βάζουν με το νου τους πως σύντομα θα φτάσουν στο τέρμα της ζωής τους, όταν τελικά βλέπουν καθαρά να ζυγώνει το τέλος, τότε αυτοί, μ’ ένα τρόπο που δεν μπορεί να περιγραφτεί στους αδαείς (ἀρρήτως τοῖς ἀγνοοῦσιν) διέρχονται –κάνουν μια βαθιά επισκόπηση (περιοδεύσαντες ὀξύτατα, ίσως μπορούμε να το μεταφράσουμε “αναλογίζονται έντονα”) το γεγονός ότι έχουν απολαύσει τα πάντα, όσο και το ότι θα έχουν πλήρη απώλεια αίσθησης με το θάνατο, κι έτσι ξεψυχούν ατρόμητοι…