«Ταράσσει τους ανθρώπους ου τα πράγματα, αλλά τα περί των πραγμάτων δόγματα» (Επίκτητος).
Το διαρκές και εναγώνιο αίτημα του ανθρώπου για ασφάλεια αδυνατίζει την κρίση του στο θέμα του σαφούς προσδιορισμού του περιεχομένου της. Σχηματικά, ωστόσο, θα μπορούσαν να καταγραφούν τα δυο είδη ασφάλειας. Στην πρώτη ομάδα εντάσσεται η ασφάλεια ως μια τελείως εσωτερική, υποκειμενική σταθερότητα ανεξάρτητα από το περιβάλλον και τις πιέσεις, τις επιταγές, τους κινδύνους και τα προβλήματα που γεννά.
Σε αυτό το πλαίσιο βρίσκει δικαίωση και η θέση του Επίκτητου που διακήρυξε πως ο άνθρωπος υποφέρει περισσότερο από τις δοξασίες του για τα πράγματα και λιγότερο από τα ίδια τα πράγματα «τούτον θλίβει ου το συμβεβηκός, αλλά το δόγμα το περί τούτου». Ο φόβος και η ανασφάλεια που αυτός προκαλεί συνιστά μια υποκειμενική κατάσταση – ευθύνη και όχι κάτι που απορρέει από την εξωτερική – αντικειμενική πραγματικότητα. Γι’ αυτό, «απαιδεύτου έργον το άλλοις εγκαλείν, εφ οις αυτός πράσσει κακώς» (Επίκτητος).
Με βάση το παραπάνω είδος ασφάλειας οι Στωικοί προκρίνουν την καρτερικότητα και την αταραξία απέναντι σε φαινόμενα που τείνουν να αποδιοργανώνουν την εσωτερική γαλήνη και ευρυθμία. Αυτό, ωστόσο, προϋποθέτει ένα υψηλό επίπεδο αυτοκυριαρχίας και εσωτερικής πειθαρχίας. Είναι σημαντικό, δηλαδή, να μένεις όρθιος κι ασάλευτος στους ανέμους του κόσμου.
«Μέσα στη γενικευμένη ανασφάλεια του κόσμου, πρέπει να διαφυλάξει την απόλυτη εσωτερική ασφάλεια» (Φρεντερίκ Γκρο).
Ο Επίκουρος συνδέει την αταραξία – ως προϋπόθεση της ασφάλειας – με την αποφυγή των κίβδηλων ηδονών και την άρνησή του να φθαρεί από τις κοινωνικές συναναστροφές. Το «Λάθε βιώσας» συνιστά την αντιπροσωπευτικότερη πρόταση ζωής για τη βίωση της αταραξίας και της εσωτερικής ασφάλειας.
Συναφείς με τα παραπάνω είναι και οι διαπιστώσεις του Πύρρωνα:
«(1) τα πράγματα είναι εκ φύσεως αδιάφορα, ασταθή, αμφίβολα˙ (2) δεν πρέπει λοιπόν να διαμορφώσουμε καμία σταθερή άποψη γύρω από αυτά˙ (3) από εδώ προκύπτει η σιωπή (αφασία) και η ασφάλεια (αταραξία). Εδώ συνδέονται αυστηρά μεταξύ τους η σιωπή και η πνευματική ασφάλεια» (Φρεντερίκ Γκρο).
Η υποταγή, λοιπόν, στην αναγκαιότητα και η αναγνώρισή της ως τέτοιας συνιστά και το προοίμιο της ασφάλειας ως μιας εσωτερικής – υποκειμενικής στάσης.
Ακρότατη έκφραση αυτής της στάσης είναι η θεωρία του Επίκουρου για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το φόβο του θανάτου. Ειδικότερα τονίζει:
«Το φρικωδέστατο νουν των κακών ο θάνατος ουθέν προς ημάς, επειδήπερ όταν μεν ημείς ώμεν, ο θάνατος ου παρέστιν, όταν δε ο θάνατος παρή, τοθ’ ημείς ουκ εσμέν. Ούτε ουν προς τους ζώντάς έστιν ούτε προς τους τετελευτηκότας, επειδήπερ περί ους μεν ουκ έστιν, οι δε ουκέτι εισίν» (όταν εμείς υπάρχουμε – ζούμε ο θάνατος δεν είναι παρών. Όταν ο θάνατος είναι παρών, τότε δεν υπάρχουμε εμείς… Άρα ο θάνατος δεν υπάρχει).
Η ασφάλεια, ωστόσο, υφίσταται και ως μια αντικειμενική κατάσταση που διέπεται από την απουσία κινδύνων. Αυτό σημαίνει την προσδοκία μιας οριστικής εξάλειψης των κινδύνων που κυοφορεί η εξωτερική πραγματικότητα και τραυματίζει τον ψυχισμό του ανθρώπου. Αυτή η ασφάλεια, όμως, συνιστά μια ουτοπία που δρα θεραπευτικά στο φόβο και την αγωνία για το μέλλον. Ο τέλειος κόσμος κινείται στο χώρο της προσδοκίας και της ανθρώπινης φαντασίωσης.
Σε αυτό το πεδίο της ασφάλειας αναπτύχθηκαν οι πολλαπλές αποχρώσεις της Τελεολογίας και της Εσχατολογίας. Η περιγραφή ενός κόσμου όπου θα κυριαρχεί η αρμονία, το δίκαιο και το καλό θέρμαινε την ελπίδα των βασανισμένων και τόνωνε το ηθικό των κατατρεγμένων. Η «Αποκάλυψη» του Ιωάννη και ο Χιλιασμός αποτελούν τις πιο χειροπιαστές ενδείξεις για τη βαθύτερη ανάγκη του ανθρώπου να αισθάνεται ασφαλής σε έναν κόσμο που σπαράσσεται από το άδικο και το κακό. Όλοι ανέμεναν την περίοδο των Χιλίων Ετών κατά την οποία ο Διάβολος(το πνεύμα του Κακού) θα έμενε ανενεργός και το καλό θα κυριαρχούσε. Η επιστροφή του Χριστού θα σήμαινε και την τελική συντριβή του Αντίχριστου με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις δυνάμεις του Κακού.
Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται και οι θέσεις του Καντ που προσπαθεί να ανιχνεύσει τις αφανείς διαδρομές μιας τελεολογικής πορείας του κόσμου:
«Η Ιστορία της ανθρωπότητας, αν τη δούμε συνολικά, μπορεί να θεωρηθεί διαδικασία πραγματοποίησης ενός κρυφού σχεδίου της φύσης να δημιουργήσει μια πολιτική κατάσταση των πραγμάτων, εσωτερικά και εξωτερικά τέλεια, ως τη μόνη κατάσταση στην οποία μπορούν να αναπτυχθούν πλήρως και να εκδηλωθούν όλες οι ικανότητες που εμφύτευσε στην ανθρωπότητα» (Όγδοη θέση, ‘’Ιδέα για μια καθολική ιστορία από κοσμοπολίτικη άποψη’’).
Σε αυτό το είδος της ασφάλειας κινήθηκε και ο Μεσσιανισμός με όλες τις αποχρώσεις του (θρησκευτικές, πολιτικές..) αλλά και κάποιες πολιτικές ιδεολογίες που προμήνυαν έναν κόσμο ειρηνικό, χωρίς εκμετάλλευση και κοινωνικές ανισότητες. Βασικός εκπρόσωπος αυτών των ιδεολογιών ο Αναρχισμός και ο Κομμουνισμός. Ο κόσμος της Μαρξιστικής ιδεολογίας περιέγραφε έναν κόσμο χωρίς αλλοτρίωση, έναν κόσμο ελευθερίας και δημιουργίας. Σε αυτόν τον κόσμο οι άνθρωποι θα ήταν ελεύθεροι να πλάσουν τον εαυτό τους συμφιλιωμένοι με τη φύση, με τους άλλους ανθρώπους και με τον εαυτό τους. Η Ρωσική επανάσταση (1917) για άλλους ήταν η αρχή ενός νέου κόσμου και για άλλους μια μεγάλη απογοήτευση και απάτη.
Τη σκυτάλη για τη φαντασίωση ενός άλλου κόσμου – και το τέλος του παλιού – πήρε ο Φουκουγιάμα με το βιβλίο του «Το τέλος της Ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος» (1992). Το κομμουνιστικό πείραμα μπορούμε να το αξιολογήσουμε – κρίνουμε αφού πέρασαν 100 χρόνια (1917-2017). Τις διακηρύξεις, όμως, και τις προβλέψεις του Φουκουγιάμα δυσκολευόμαστε να τις αξιολογήσουμε αντικειμενικά και ιδιαίτερα την πεποίθησή του πως «η φιλελεύθερη δημοκρατία αποτελεί το ακροτελεύτιο σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας».
Με οποιοδήποτε κριτήριο κι αν περιγράψουμε το σημασιολογικό φορτίο της ασφάλειας (ψυχική ηρεμία/ απουσία κινδύνων) πάντοτε οδηγούμαστε στα ίδια αναπάντητα ερωτήματα που σχετίζονται με τα πρωτογενή αίτιά της, τη σχέση της με την ελευθερία και τους τρόπους με τους οποίους ο άνθρωπος προσπαθεί να την κατακτήσει. Το θέμα της ασφάλειας δεν είναι αντικείμενο έρευνας μόνο των ψυχολόγων αλλά και τον φιλοσόφων, των κοινωνιολόγων και των πολιτικών.
Οι ψυχαναλυτές παρατηρούν πως το άτομο οδεύει προς την υποταγή στην εξουσία του ΥπερΕγώ(Ηθική συνείδηση) σε μια προσπάθεια να νιώθει σιγουριά και ασφάλεια. Ωστόσο, αυτή η υποταγή μπορεί να συνιστά ταυτόχρονα και πηγή ανασφάλειας στο βαθμό υπάρχει πάντα ο φόβος απόκλισης από τις εντολές του Υπερεγώ (συνείδηση – ηθικοί φραγμοί). Και όλα συμβαίνουν γιατί όπως τονίζει και ο Φρόιντ
«Το δύστυχο Εγώ βρίσκεται σε ακόμη πιο δύσκολη θέση. Υπηρετεί τρία αυστηρά αφεντικά και προσπαθεί να εναρμονίσει τις μεταξύ τους αξιώσεις. Οι αξιώσεις αυτές είναι πάντα διαφορετικές και συχνά φαίνονται να είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους…. Τα τρία αυστηρά αφεντικά είναι ο εξωτερικός κόσμος, το Υπερεγώ και το Αυτό…. Περιορίζεται από τρεις πλευρές, απειλείται από τρεις κινδύνους, στους οποίους αντιδρά σε περίπτωση μεγάλης πίεσης αναπτύσσοντας άγχος…. Η ζωή δεν είναι εύκολη!» (Νέα σειρά παραδόσεων για την εισαγωγή στην ψυχανάλυση).
Αντίδοτο στην πίεση που δέχεται το άτομο είναι η ανάπτυξη μιας τάσης διάλυσης του Εγώ και διάχυσής του στο σύνολο. Ο κομφορμισμός συμπυκνώνει όλα αυτά κι ανακουφίζει το άτομο παρέχοντας μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Σχετικά με αυτό ο Έριχ Φρομ επισημαίνει: «Αισθάνεται ασφαλής με το να είναι όσο το δυνατό όμοιος με το συνάνθρωπό του. Υπέρτατος σκοπός του είναι να γίνει δεκτός από τους άλλους… Το να είναι διαφορετικός, το να βρεθεί στην μειοψηφία, να οι κίνδυνοι που επαπειλούν την αίσθηση ασφάλειάς του. Απ’ αυτό προβάλλει μια επιθυμία για απεριόριστο κομφορμισμό. Είναι προφανές ότι η επιθυμία αυτή κομφορμισμού προκαλεί με τη σειρά της μια συνεχή, αν και κρυφή, αίσθηση ανασφάλειας. Κάθε παρέκκλιση από τα πρότυπα, κάθε κριτική, προκαλεί το φόβο και την ανασφάλεια…» (Η υγιής κοινωνία).
Κάθε πρόταση για την υπέρβαση της ανασφάλειας πρέπει να λαμβάνει υπόψη το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στις επιθυμίες – βλέψεις μας και αυτών που μπορούμε να πετύχουμε – διασώσουμε στο βραχύ χρόνο της ζωής μας. Απώτατος στόχος του ανθρώπου είναι η ελευθερία(πνευματική, κοινωνική….) χωρίς εκπτώσεις στο όνομα της ασφάλειας. Σχετικά με αυτό ο Πολωνός στοχαστής Ζίγκμουντ Μπάουμαν γράφει:
«Ελευθερία και ασφάλεια αντιπροσωπεύουν μάλλον την κύρια αντίφαση. Τις χρειαζόμαστε και τις δυο αλλά ταυτόχρονα δυσκολευόμαστε να τις συμφιλιώσουμε, έτσι ώστε να επωφελούμαστε και από τις δυο. Καμία τέλεια σύνθεση, καμία σωστή αναλογία μεταξύ τους δεν έχει βρεθεί ακόμα και φαίνεται πως είμαστε αναγκασμένοι να μετακινούμαστε από το ένα άκρο στο άλλο…».
Η ζωή του ανθρώπου συντίθεται από αναγκαιότητες, τις οποίες πρέπει να λαμβάνει ως προϋπόθεση της ελευθερίας του. Μόνον έτσι θα κατανικήσει τις ανασφάλειές του και θα νιώθει ασφαλής μέσα στην περατότητά του.
«Να πεθαίνεις κάθε μέρα. Να γεννιέσαι κάθε μέρα. Ν’ αρνιέσαι ό,τι έχεις κάθε μέρα. Η ανώτατη αρετή δεν είναι να σαι ελεύτερος, παρά να μάχεσαι για ελευτερία. / Μην καταδέχεσαι να ρωτάς: «θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;» Πολέμα!» (Καζαντζάκη, «Ασκητική»).
Ηλίας Γιαννακόπουλος
Φιλόλογος