Το παρόν απόσπασμα είναι οι πρώτες σελίδες από ένα εξαιρετικό βιβλίο. Λέγεται «Λόγος Περί Νήψεως» και είναι υπομνηματισμός του γέροντος Αιμιλανού Σιμωνοπετρίτου στο «Λόγος περί νήψεως και ησυχίας χωρισμένος σε 203 κεφάλαια» του αγίου Ησύχιου. Όλος ο λόγος του αγίου Ησύχιου βρίσκεται εδώ:
Η λέξη νήψις παράγεται από το ρήμα νήφω, που σημαίνει παρατηρώ προσεκτικά, αγρυπνώ.
Η ψυχή μου δεν κοιμάται, αλλά ζωηρώς παρακολουθεί. Η αρχική όμως έννοια του ρήματος είναι δεν πίνω οίνο. Όχι μόνον δεν πίνω, αλλά η εγκράτειά μου και η εγκαρτέρησις μου φθάνουν μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να μην δέχομαι τίποτε στον οργανισμό μου. νηστεύω διαρκώς για έναν και μοναδικό λόγο, για την παρακολούθηση κάποιου. Επομένως, αγρυπνητικώς παρατηρώ κάποιον και συμμετέχω στις κινήσεις του, για να είμαι ενήμερος ανά πάσα στιγμή των ενεργειών του. Η λέξη νήψις λοιπόν έχει την έννοια της αδιαλείπτου αγρυπνίας, που είναι καθαρή ενέργεια του νου.
Μέθοδος πνευματική.
Στην καθημερινή μας ζωή, μέθοδος είναι ο τρόπος, η οδός, το σύστημα που ακολουθούμε, για να πετύχουμε κάτι. παράγεται δε από το ρήμα μεθοδεύω, που σημαίνει οδεύω μετά από κάποιον, παίρνω κάποιον κατά πόδας – εν προκειμένω τον ίδιο τον Θεό- τον ακολουθώ, τον παρακολουθώ. Άρα, η λέξις μέθοδος δεν έχει τυχαίως τοποθετηθεί εδώ. Αποδίδει την ακριβή έννοια του ουσιαστικού νήψις, ότι δηλαδή είναι η πράξις που δεν την κάνω μόνος μου, αλλά παρακολουθώντας κάποιον άλλον. Ο άνθρωπος επομένως που δεν μπορεί να αισθάνεται τον συνάνθρωπό του, να τον χαίρεται, να τον ακολουθεί, να συμπορεύεται μαζί του, ο ακοινώνητος, ο κοινωνικώς ανυπόστατος, ο μονωτικός – όχι ο άνθρωπος της πνευματικής αλλά της ψυχικής μονώσεως – είναι ανίκανος να κάνει νήψη. Για τον λόγο αυτό η Εκκλησία μας κατέστησε τον μοναχισμό κοινωνία, της οποίας υπέρτατη μορφή είναι η κατά μόνας μετά του Κυρίου ερημιτική ζωή, με τον οποίο συνυπάρχει όλη η Εκκλησία.
Οι κοσμικοί άνθρωποι αποτελούν κοινωνία, αλλά έχουν το τρεχαλητό και την μέριμνα του κόσμου. Κυνηγούν τα φθαρτά, τα μάταια, την καθημερινότητα, η οποία χάνεται μόλις περάσει το σήμερα, που είναι ένα τώρα. Το δέ τώρα, πριν προφέρεις το τελευταίο του γράμμα, ήδη έχει παρέλθει. Ο κόσμος, «το σχήμα του κόσμου», κατά κάποιον τρόπο προπορεύεται εκείνου το οποίο νοεί ο άνθρωπος, και επομένως η πορεία του είναι φευγαλέα.