Και γεννήθηκαν γενιές ευτυχισμένες που χόρταιναν το χάδι και τις αγκαλιές, που τα πρωινά τους γέμιζαν φιλιά κι οι νύχτες τους αναστεναγμούς.
Και της μιλούσε για όρκους που δεν κρατήθηκαν, για αδύναμους όρκους των θνητών που θα έκαναν την Ψυχή να ματώσει, να αλλάξει και να πάρει την παγωμένη μάσκα της Αναισθησίας.
«Όσα δεν είσαι σε μένα θα τα βρεις, όσα σου λείπουν πάρε μου για να ολοκληρωθείς, δανείσου από την πίστη μου μέχρι να στερεωθείς» ψιθύριζε ο Νους ξανά και ξανά.
Κι ο Νους κρυφά τη θαύμαζε που γινόταν με κάθε χάδι πιο λαμπερή, με κάθε φιλί πιο γαλήνια, με κάθε ανατριχίλα του κορμιού πιο θεϊκή.
«Μη μου ζητάς τις πιο κρυφές σκέψεις μου, μη βασανίζεσαι αν ζω χωρίς εσένα.
Εσύ μου έμαθες ελεύθερα να ζω μα εγώ κατάλαβα πως ζω για να αγαπώ.
Μη με ρωτάς πώς θέλω πια να ζήσω.
Μόνο με έρωτα κι αγάπη… κι ας μου πεις πως θα χαθώ».
Πώς μπορεί το κορμί να σταματήσει να νιώθει από το Νου;
Πώς μπορεί ο χείμαρρος του έρωτα να στερέψει;
Ο Νους το ξέρει πια καλά κι αφήνει την Ψυχή να πετάει.