Ένα κείμενο του Ρουσσώ
για τους αιώνια ντροπαλούς,
για όσους νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά
Ευγενής άγριος, ακροβάτης δυο κόσμων, να ισορροπεί ενστικτωδώς ανάμεσα στον ρεαλισμό και τον διαφωτισμό, ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ υπήρξε κάτι περισσότερο από τον στοχαστή που οι ξύλινες ανεπαρκείς περιγραφές των σχολικών εγχειριδίων προσπαθούν να αποδώσουν. Από αυτά τα ανόρεχτα πονήματα θα θυμόμαστε πάντα ότι ο Ρουσσώ υπήρξε πρωτεργάτης του Διαφωτισμού, από τους πιο γνωστούς «Εγκυκλοπαιδιστές», μορφή που επέδρασε βαθιά σε ό,τι αφορά τη Γαλλική Επανάσταση με το "Κοινωνικό Συμβόλαιο", δεν θα θυμόμαστε, ποτέ, ωστόσο, ότι υπήρξε από τους πρώτους που κοίταξαν, άφονα μέσα στην ανθρώπινη ψυχή – κάνοντας την αρχή από τη δική του – αναζητώντας τις ρίζες της δύναμης και της αδυναμίας της.
Είμαι φλεγόμενος, αλλά βλαξ. Για να σκεφτώ, πρέπει να είμαι ψύχραιμος. Το περίεργο είναι πως είμαι ιδιαίτερα εύστοχος, ή ακόμα και πνευματώδης, αρκεί να με περιμένουν. Βρίσκω τις πιο αποστομωτικές απαντήσεις, αλλά μονάχα με την ησυχία μου, γιατί επί τόπου δεν θυμάμαι να έκανα ή να είπα ποτέ τίποτα αξιόλογο. Θα μπορούσα να κάνω μία απολαυστική συζήτηση δι’ αλληλογραφίας, όπως λέγεται ότι παίζουν σκάκι οι Ισπανοί. Όταν κάποτε διάβασα εκείνη τη χαρακτηριστική ιστορία κάποιου δούκα της Σαβοΐας, ο οποίος αναφώνησε ξαφνικά στα μισά του δρόμου: «Να τα φάτε, Παρισινέ πραματευτή*», είπα μέσα μου: «Να, ποιος είμαι».
Όταν αλλάζει σκηνή, κυριαρχεί στα μεγάλα αυτά θέατρα μια τρομερή αναμπουμπούλα που διαρκεί αρκετή ώρα. Όλα τα σκηνικά γίνονται άνω κάτω, βλέπεις από όλες τα μεριές ένα εκνευριστικό σούρτα φέρτα και έχεις την εντύπωση πως πρόκειται να γκρεμιστεί το παν. Αλλά σιγά – σιγά όλα τακτοποιούνται, δεν λείπει πια τίποτα, και βλέπεις κατάπληκτος ένα μαγευτικό θέαμα να διαδέχεται αυτή την έκρυθμη κατάσταση. Κάτι παρόμοιο είναι και η διαδικασία που συντελείται μέσα στο κεφάλι μου όταν προσπαθώ να γράψω. Αν είχα την υπομονή να περιμένω πρώτα, ώστε να δώσω ύστερα σε όλη τους την ομορφιά τα όσα αναδύονται μέσα από αυτή, ελάχιστοι συγγραφείς θα με είχαν ξεπεράσει. Ένα κείμενο του Ρουσσώ για τους αιώνια ντροπαλούς, για όσους νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά
Ποτέ δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα καθισμένος σ’ ένα τραπέζι, με μια πένα στο χέρι και μπροστά μου μια κόλλα χαρτί. Μόνο περπατώντας ανάμεσα στις πέτρες και τα δέντρα ή τη νύχτα, ξαπλωμένος και ξάγρυπνος στο κρεβάτι μου, μόνο τότε γράφω και πάντα νοερά. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πόσο αργή είναι αυτή η διαδικασία για έναν άνθρωπο εντελώς ανίκανο να απομνημονεύσει οτιδήποτε, έναν άνθρωπο που ποτέ στη ζωή του δεν κατόρθωσε να μάθει έξι στίχους απ’ έξω. Υπάρχουν παράγραφοι στα κείμενα μου, που τις στριφογύριζα και τις ξαναστριφογύριζα πέντε και έξι νύχτες στο μυαλό μου μέχρι να είναι έτοιμες να μπουν στο χαρτί.
Γι’ αυτό και τα καταφέρνω καλύτερα με τα κείμενα που απαιτούν πολλή δουλειά, παρά με εκείνα που γράφονται με κάποια προχειρότητα, όπως ας πούμε τα γράμματα, ένα είδος στου οποίου το πνεύμα δεν μπόρεσα ποτέ μου να μπω, και που ανέκαθεν αποτελούσε για ‘μένα πραγματικό μαρτύριο. Για να καταφέρω να γράψω ένα γράμμα για οποιοδήποτε ασήμαντο θέμα, πρέπει να παιδευτώ ώρες ολόκληρες. Αν δοκιμάσω να γράψω απευθείας ό,τι μου έρχεται, δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω και που να τελειώσω · το γράμμα μου γίνεται μία δαιδαλώδης, ατέλειωτη φλυαρία, και είναι πολύ αμφίβολο, αν βγάζει κάποιο νόημα αυτός που το διαβάζει.
Σε όλα συμβαίνουν, όλα όσα λένε και κάνουν οι άλλοι μπροστά μου, δεν διαβλέπω τίποτα, δεν εμβαθύνω σε τίποτα. Το μόνο που προσέχω είναι η επιφάνεια. Αργότερα, όμως, μου ξανάρχονται όλα. Θυμάμαι τον τόπο, τον χρόνο, το ύφος, το βλέμμα, την κίνηση, την ειδική συνθήκη · τίποτα δεν μου διαφεύγει. Και τότε, μέσ’ από εκείνα που έκαναν ή είπαν, καταλαβαίνω τι σκέφτονταν και σπάνια πέφτω έξω.
Ομολογώ πως δεν καταλαβαίνω που βρίσκουν οι άλλοι το κουράγιο να μιλάνε σε μια συντροφιά, όπου σε κάθε σου λέξη πρέπει να λαμβάνεις υπόψη σου όλους τους παρευρισκομένους, κι όπου μόνο αν ξέρεις τα πάντα για τον χαρακτήρα και την προσωπική ιστορία του καθενός, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι αυτό που θα πεις δεν θα θίξει κανέναν. Πάνω σ’ αυτό, οι άνθρωποι των σαλονιών έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: επειδή ξέρουν καλύτερα τι δεν πρέπει να πουν, μπορούν να είναι πιο σίγουροι γι’ αυτό που λένε. Αλλά και πάλι κάνουν κι αυτοί κάποιες γκάφες. Φανταστείτε τώρα έναν άνθρωπο που πέφτει μέσα εκεί ουρανοκατέβατος. Είναι σχεδόν αδύνατον να μιλήσει έστω και ένα λεπτό, χωρίς να το μετανιώσει.
Όσο για την κουβέντα ανάμεσα σε δύο άτομα, έχει ένα άλλο μειονέκτημα, που για ‘μένα είναι ακόμη χειρότερο. Είσαι υποχρεωμένος να μιλάς συνεχώς. Όταν σου μιλάνε, πρέπει να απαντάς και όταν πέφτει σιωπή πρέπει να τη σπας. Αυτός ο αφόρητος καταναγκασμός θα ήταν ήδη υπεραρκετός για να με κάνει να αποφεύγω τις συναναστροφές. Δεν υπάρχει για ‘μένα χειρότερη καταπίεση από την υποχρέωση να μιλάω χωρίς χρονοτριβή και χωρίς ανάπαυλα. Δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με τη θανάσιμη απέχθεια μου για κάθε μορφή καταδυνάστευσης, αλλά αρκεί να πρέπει να μιλήσω οπωσδήποτε για να είναι βέβαιο ότι θα πω κάποια βλακεία.