Η εξαίρεση σ' αυτό είναι γνωστή ως συνειδητό όνειρο, κατά το οποίο το άτομο συνειδητοποιεί ότι ονειρεύεται και συχνά είναι σε θέση να αλλάξει το ονειρικό του περιβάλλον και να ασκήσει έλεγχο σε διάφορες πτυχές του ονειρικού περιεχομένου. Το ονειρικό περιβάλλον είναι πολύ πιο ρεαλιστικό κατά τη διάρκεια του συνειδητού ονείρου - συχνά αντίστοιχου ρεαλισμού με τον φυσικό κόσμο κατά τη διάρκεια της εγρήγορσης - και οι αισθήσεις του ατόμου οξυμένες. Τα όνειρα σύμφωνα με την σημερινή ψυχολογική ερμηνεία τους, αναδύονται από το ασυνείδητο και σύμφωνα με τον Σίγκμουντ Φρόυντ, το όνειρο είναι ο πλέον ξεκάθαρος δρόμος (βασιλική οδός) προς αυτό.
Με τα όνειρα συνδέεται η ανάλυση ονείρων, μια ψυχοθεραπευτική τεχνική που χρησιμοποιεί την ερμηνεία ονείρων ως μέσο θεραπείας. Η έρευνα πάνω στη διαδικασία του ύπνου στηρίζεται στην πολυυπνογραφία, μία μέθοδο καταγραφής συγκεκριμένων ηλεκτροφυσιολογικών παραμέτρων κατά τη διάρκεια του ύπνου. Με αυτό τον τρόπο έγινε γνωστό πως ο ύπνος διακρίνεται σε δύο στάδια ανάλογα με το αν υπάρχουν ταχείες οφθαλμικές κινήσεις (Rapid Eye Movement, REM) ή όχι (NREM). Τα όνειρα ενεργοποιούνται μόνο στο REM στάδιο, που χαρακτηρίζεται επίσης από πλήρη μυϊκή χαλάρωση.
Σχετικά με την ερμηνεία των ονείρων έχουν ασχοληθεί αρκετοί ψυχαναλυτές με κυριότερους τον Sigmund Freud και τον Carl Jung.Ο Freud άρχισε να ασχολείται με την ανάλυση των ονείρων καθώς πίστευε ότι κάθε ανθρώπινη πράξη, αντίδραση δεν συμβαίνει τυχαία αλλά υποκινείται ως ένα βαθμό από το υποσυνείδητο. Ο άνθρωπος στη σημερινη κοινωνία τείνει να καταστέλνει τις επιθυμίες και τα ενστικτά του, τα οποία του βγαίνουν στη διάρκεια των ονείρων.
Ο Freud επίσης υποστήριζε πως το υποσυνείδητο χρησιμοποιεί μία συμβολική γλώσσα για να εκφραστεί. O Jung παράλληλα με τον δάσκαλό του υποστήριζε και αυτός την ύπαρξη του υποσυνείδητου όμως αντίθετα του έδινε μια πιο πνευματική μορφή. Τα όνειρα δεν πρέπει να λαμβάνονται ως τα πραγματικά αισθήματα του συνειδητού μυαλού αλλά ως ένα "παράθυρο" στο υποσυνείδητο, προσφέροντας προτεινόμενες λύσεις για ένα πρόβλημα του συνειδητού κόσμου του ατόμου.
Συνειδητό όνειρο (διαυγές όνειρο) είναι κάθε όνειρο κατά το οποίο το άτομο έχει συνείδηση ότι ονειρεύεται ενώ το όνειρο είναι σε πλήρη εξέλιξη. Κατά τη διάρκεια του συνειδητού ονείρου, είναι δυνατό να ασκήσει κανείς έλεγχο πάνω στο ονειρικό περιβάλλον και να κάνει πράγματα που αλλιώς θα ήταν αδύνατο να κάνει στη φυσική πραγματικότητα. Ένα συνειδητό όνειρο μπορεί να αρχίσει με έναν από τους εξής δύο τρόπους. Ένα συνειδητό όνειρο από όνειρο (DILD - dream-initiated lucid dream) αρχίζει ως κανονικό όνειρο και το άτομο σε κάποια στιγμή λογικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ονειρεύεται - χωρίς αυτό να τον αφυπνίσει.
Ένα συνειδητό όνειρο από εγρήγορση (WILD - wake initiated lucid dream) επιτυγχάνεται όταν το άτομο από την πλήρη εγρήγορση μεταβαίνει σε όνειρο χωρίς διακοπή στην συνείδηση. Το συνειδητό όνειρο έχει μελετηθεί επιστημονικά και η δυνατότητα επίτευξης του θεωρείται πλέον τεκμηριωμένη. Ερευνητές όπως ο Allan Hobson με την νευροφυσιολογική προσέγγιση του στο όνειρο έχει βοηθήσει να γίνει το συνειδητό όνειρο, λιγότερο θεωρητικό και ατεκμηρίωτο.
Το πρώτο βιβλίο για τα συνειδητά όνειρα όπου αναγνωρίστηκε η δυνατότητα ύπαρξης τους ως επιστημονικά τεκμηριώσιμο γεγονός, ήταν η μελέτη της Celia Green το 1968 με τίτλο Lucid Dreams. Έπειτα από ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας και προσθέτοντας δεδομένα και από τις δικές της μελέτες, ανέλυσε τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των ονείρων και συμπέρανε ότι αποτελούσαν μία κατηγορία εμπειρίας αρκετά ξεχωριστή από τα συνήθη όνειρα. Προέβλεψε ότι θα συσχετίζονταν με τον ύπνο REM και ήταν η πρώτη που τα συνέδεσε με το φαινόμενο της ψευδούς αφύπνισης. Ο φιλόσοφος Norman Malcolm σε κείμενο του 1959 με τίτλο "Dreaming" αμφισβήτησε την δυνατότητα ελέγχου της ακρίβειας των αναφορών στο περιεχόμενο ονείρων.
Ωστόσο η συνειδητοποίηση ότι οι κινήσεις των ματιών κατά τη διάρκεια ενός ονείρου επηρέαζαν τα φυσικά μάτια του ατόμου που ονειρεύεται έδωσε τη δυνατότητα να αποδειχθεί ότι κινήσεις των ματιών συμφωνημένες κατά την εγρήγορση, μπορούσαν να ανακληθούν και να εκτελεστούν κατά τη διάρκεια ενός συνειδητού ονείρου. Η πρώτη απόδειξη αυτού του είδους έγινε στα τέλη της δεκαετίας του '70 από τη Βρετανή παραψυχολόγο Keith Hearne. Ένας εθελοντής ονόματι Alan Worsley χρησιμοποίησε τις οφθαλμικές κινήσεις για να σηματοδοτήσει της έναρξη ενός συνειδητού ονείρου, κάτι που καταγράφηκε από ένα μηχάνημα πολυϋπνογράφου. Κατά τη δεκαετία του '80 , προέκυψαν επιπλέον στοιχεία που τεκμηρίωναν την ύπαρξη του φαινομένου, καθώς τα πειράματα της Hearne επαναλήφθηκαν και από άλλους ερευνητές όπως ο Stephen LaBerge του πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Επιπλέον, αναπτύχθηκαν τεχνικές που αποδεδειγμένα αυξάνουν την πιθανότητα επίτευξης συνειδητού ονείρου. Η έρευνα στις τεχνικές και τα αποτελέσματα του συνειδητού ονείρου συνεχίζει σε ένα αριθμό πανεπιστημίων και κέντρων, όπως το "The Lucidity Institute" του LaBerge.
Ο νευροεπιστήμονας J. Allan Hobson προσπάθησε να περιγράψει το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο κατά το συνειδητό όνειρο. Το πρώτο βήμα για το συνειδητό όνειρο είναι να αναγνωρίσει κανείς ότι ονειρεύεται και αυτή η αναγνώριση πιθανότατα συμβαίνει στον πλαγιοπίσθιο προμετωπιαίο φλοιό, ο οποίος είναι μία από τις λίγες περιοχές που απενεργοποιούνται κατά τον ύπνο REM και όπου γίνεται η επεξεργασία της μνήμης.
Αφότου η περιοχή ενεργοποιηθεί και το άτομο συνειδητοποιήσει ότι ονειρεύεται, θα πρέπει να είναι προσεκτικός ώστε αφ' ενός να αφήσει την ονειρική ψευδαίσθηση να συνεχίσει, αφ' ετέρου να κρατήσει την επίγνωση ότι είναι όνειρο. Η διαδικασία μπορεί να ειδωθεί ως ισορροπία μεταξύ συνείδησης και συναισθήματος. Για την διατήρηση της ισορροπίας, οι αμυγδαλές και ο παραϊπποκάμπειος φλοιός πρέπει πιθανόν να βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα διέγερσης. Η παράταση των έντονων ονειρικών ψευδαισθήσεων ίσως απαιτεί να παραμένει η γέφυρα και ο φλοιός της βρεγματοϊνιακής συμβολής ενεργός.
Ο χρόνος που περνά κατά το συνειδητό όνειρο έχει δειχτεί ότι είναι περίπου ο ίδιος με αυτόν της εγρήγορσης. Το 1985 ο LaBerge έκανε μία πιλοτική μελέτη στην οποία άτομα κατά τη διάρκεια συνειδητού ονείρου μετρούσαν από το ένα ως το δέκα (στο όνειρο) και σηματοδοτούσαν το τέλος του μετρήματος με προσυμφωνημένες οφθαλμικές κινήσεις οι οποίες καταγράφονταν από πολυϋπνογράφο.Η μελέτη επαναλήφθηκε το 2004 από μελετητές στη Γερμανία και τα αποτελέσματα του LaBerge επαναλήφθηκαν. Η Γερμανική μελέτη των Erlacher, D. & Schredl, Μ επίσης μελέτησε την κινητική λειτουργία και βρήκε ότι τα βαθιά καθίσματα χρειάζονταν 44% περισσότερο χρόνο να γίνουν κατά τη διάρκεια συνειδητού ονείρου.
Έχει δειχθεί ότι κατά τη διάρκεια συνειδητού ονείρου, το άτομο μπορεί να ελέγξει τόσο τις κινήσεις των ματιών του - αλλάζοντας εκούσια την κατεύθυνση του βλεμματος του στο ονειρικό του οπτικό πεδίο - όσο και τη συχνότητα των αναπνοών του. Η διαφορετική ενεργοποίηση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων άναλογα με το είδος της εγκεφαλικής δραστηριότητας που παρατηρείται κατά την εγγρήγορση, έχει δειχθεί και κατά τη διάρκεια του συνειδητού ονείρου. Σε μία μελέτη του LaBerge το 1982 φάνηκε ισχυρότερη ενεργοποίηση του δεξιού βρεγματικού λοβού κατά το τραγούδι και του αριστερού κατά το μέτρημα.
Άτομα που υποφέρουν από εφιάλτες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από την ικανότητα να αναγνωρίζουν ότι ονειρεύονται. Μία πιλοτική μελέτη έγινε το 2006 και έδειξε ότι η θεραπεία συνειδητού ονείρου ήταν αποτελεσματική στην μείωση της συχνότητας των εφιαλτών. Η θεραπεία περιελάμβανε κατανόηση της λογικής του συνειδητού ονείρου, εκμάθηση της τεχνικής πρόκλησης του και ασκήσεις συνειδητότητας. Αν και δεν ήταν ξεκάθαρο σε ποία πτυχή της θεραπείας οφειλόταν η επιτυχία, ωστόσο η θεραπεία σαν σύνολο ήταν επιτυχής. Σε μία μελέτη 14 ατόμων με ικανότητα πρόκλησης συνειδητών ονείρων το 1991, όσοι εκτελούσαν WILD, ανέφεραν εμπειρίες παρόμοιες με πτυχές των εξωσωματικών εμπειριών όπως αιώρηση πάνω από το κρεβάτι και αίσθηση αποχωρισμού από το σώμα.
Λόγω της φαινομενικής επικάλυψης μεταξύ των συνειδητών ονείρων, των προθανάτιων εμπειριών και των εξωσωματικών εμπειριών, είναι πιθανό κατά τους ερευνητές να αναπτυχθεί ένα πρωτόκολλο πρόκλησης συνειδητού ονείρου παρόμοιου με τις ανωτέρω εμπειρίες στο εργαστήριο. Πολλοί είναι αυτοί που αναφέρουν ότι έζησαν κάποιο συνειδητό όνειρο ως παιδιά και γενικά τα παιδιά φαίνεται ότι κάνουν συχνότερα συνειδητά όνειρα από τους ενήλικες. Αν και το συνειδητό όνειρο είναι κάτι που μαθαίνεται, το να έχει κανείς τακτικά συνειδητά όνειρα είναι μάλλον δύσκολο και όχι τόσο συχνό. Με τον καιρό έχουν αναπτυχθεί διάφορες τεχνικές πρόκλησης συνειδητών ονείρων κατά βούληση.
Η ανάκληση ονείρων είναι η ικανότητα να θυμάται κανείς τα όνειρα του. Η ικανοποιητική ανάκληση θεωρείται το πρώτο βήμα για την επίτευξη συνειδητού ονείρου. Η κύρια τεχνική που χρησιμοποιείται είναι να κρατά κανείς ένα ημερολόγιο ονείρων (ονειρολόγιο) στο οποίο να καταγράφει ό,τι όνειρο (ή τμήμα ονείρου) θυμάται ακριβώς μόλις ξυπνήσει. Είναι σημαντική η άμεση καταγραφή (το ονειρολόγιο δίπλα στο κρεβάτι) γιατί το όνειρο ξεχνιέται πολύ γρήγορα καθώς περνά η ώρα.[20] Η ανάκληση ονείρων μπορεί επίσης να βελτιωθεί αν το άτομο δεν κινηθεί καθόλου αμέσως μόλις ξυπνήσει.
Αυτό συμβαίνει διότι κατά τη διάρκεια του ύπνου REM (όπου εξελίσσονται τα συνειδητά όνειρα) οι μύες του σώματος βρίσκονται σε πλήρη παράλυση - με εξαίρεση αυτούς των ματιών και δευτερευόντως συχνά τους υπεύθυνους για την ομιλία. Έτσι η κίνηση των μυών σηματοδοτεί την πλήρη αφύπνηση και κάνει δυσκολότερη την ανάκληση ονειρικών γεγονότων. Ο έλεγχος πραγματικότητας είναι ένας τρόπος να καθορίσει κανείς αν ονειρεύεται η όχι.
Γίνεται με την πραγματοποίηση κάποιας ενέργειας που έχει διαφορετικά αποτελέσματα στην εγρήγορση και στο όνειρο. Κάνοντας τακτικούς ελέγχους κατά τη διάρκεια της μέρας, είναι πιθανό κανείς να κάνει από συνήθεια έλεγχο και κατά τη διάρκεια ενός ονείρου, οπότε το θετικό αποτέλεσμα του ελέγχου θα τον κάνει να καταλάβει ότι ονειρεύεται μπαίνοντας την ίδια στιγμή σε συνειδητό όνειρο.
Συνήθη τεστ ελέγχου πραγματικότητας - και τα θετικά τους αποτελέσματα- είναι:
Διάβασμα ενός κειμένου, απομάκρυνση βλέμματος και ξαναδιάβασμα του κειμένου - το κείμενο συνήθως αλλάζει εντυπωσιακά.
Κοίταγμα της ώρας, απομάκρυνση βλέμματος και ξαναδιάβασμα της ώρας - η ώρα συνήθως έχει αλλάξει τελείως (αν το ρολόι είναι ψηφιακό πιθανότατα θα είναι τελείως ακατανόητη).
Κλείσιμο της μύτης και προσπάθεια αναπνοής - συνήθως η αναπνοή θα είναι ανεπηρέαστη.
Κοίταγμα στα χέρια και προσπάθεια επιμήκυνσης των δακτύλων - τα δάκτυλα μακραίνουν εύκολα με τη σκέψη και μόνο.
Τα ονειρομοτίβα είναι στοιχεία που εμφανίζονται συχνά στα όνειρα αλλά ποτέ ή σπάνια κατά την εγρήγορση. Συνεπώς η εξάσκηση στην εντόπιση τους μπορεί να βοηθήσει στο να καταλάβει κανείς ότι ονειρεύεται. Τα ονειρομοτίβα μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες:
α) Καταστάσεις που είναι αδύνατο ή σχεδόν αδύνατο να συμβούν κατά την εγγρήγορση, όπως πχ:
Εικόνες σε περιοδικό ή εφημερίδα να γίνονται τρισδιάστατες και κινούμενες.
Κίνηση με τεράστια άλματα ή πετώντας.
Το μέρος όπου βρίσκεται το άτομο να είναι τελείως απίθανο – π.χ. μία ξένη χώρα ή άλλος πλανήτης.
Τα πρόσωπα που βλέπει κανείς στο όνειρο να αλλάζουν ρούχα ή μορφή καθώς εξελίσσεται το όνειρο.
Η αντίληψη της πραγματικότητας να είναι αλλοιωμένη – π.χ. σφαιρική παραμόρφωση ή εικόνα με μεγάλα εικονοστοιχεία.
Αυτόματη μετάβαση σε άλλο χώρο - τηλεμεταφορά.
β) Καταστάσεις που αν και μπορεί να συμβούν κατά την εγγρήγορση, είναι πολύ συχνότερες στο όνειρο, όπως:
Δυσλειτουργία διακοπτών ή ηλεκτρικών συσκευών.
Να φτάνει κανείς κάπου καθυστερημένος.
Να διαπιστώνει ότι δέν έχει δόντια ή είναι γυμνός.
Να δυσκολεύεται να κινηθεί.
Η αναγνώριση των χαρακτηριστικών ονειρομοτίβων του κάθε ατόμου γίνεται συνήθως με το να ανατρέξει και να εξετάσει τις καταγραφές του ονειρολογίου του. Γνωρίζοντας τα προσωπικά του ονειρομοτίβα, είναι ευκολότερο κανείς να εξασκηθεί να τα αναζητεί και να κάνει έλεγχο πραγματικότητας όταν τα εντοπίζει.
Μνημονικά προκαλούμενο συνειδητό όνειρο (MILD)
Η τεχνική αναπτύχθηκε από τον LaBerge και στηρίζεται στην προοπτική μνήμη (να θυμηθεί κανείς να κάνει κάτι στο μέλλον). Συνίσταται στην συνεχή επανάληψη πρό του ύπνου της πρόθεσης του ατόμου να θυμηθεί να κάνει έλεγχο πραγματικότητας όταν θα ονειρεύεται (ή όταν συναντήσει ένα συγκεκριμένο ονειρομοτίβο).
Αφύπνιση και πίσω στο κρεβάτι (WBTB)
Η τεχνική είναι ίσως η ευκολότερη και από τις πιο αποτελεσματικές. Συνίσταται στην έγερση μετά από περίπου πέντε ώρες ύπνου, παραμονή μίας ώρας σε εγρήγορση και κατάκλιση εκ' νέου κάνοντας χρήση της τεχνικής MILD. Έρευνες έχουν δείξει 60% αποτελεσματικότητα με τη χρήση αυτής της μεθόδου.
Ένα συνειδητό όνειρο από εγρήγορση, επιτυγχάνεται όταν το άτομο μεταβαίνει απευθείας από την εγρήγορση σε όνειρο χωρίς να χάσει ούτε στιγμή την διαύγεια του και την συνείδηση εαυτού. Υπάρχουν πολλές τεχνικές που βοηθούν στην επίτευξη WILD. Κοινό τους σημείο είναι ότι βοηθούν στην διατήρηση της συνειδητότητας κατά τη διάρκεια της υπναγωγικής φάσης του ύπνου, την οποία το άτομο πρέπει να αναγνωρίσει και να παρακολουθήσει παθητικά αλλά συνειδητά έως ότου μπει στο όνειρο. Ένα πρόβλημα αυτών που επιχειρούν συνειδητό όνειρο είναι η γρήγορη αφύπνιση, λίγο αφότου έχουν συνειδητοποιήσει ότι ονειρεύονται.
Ο Stephen LaBerge έχει προτείνει δύο μεθόδους για την παράταση του ονείρου. Η πρώτη συνίσταται στην γρήγορη περιστροφή του ατόμου. Η δεύτερη είναι το τρίψιμο των χεριών. Αμφότερες αυξάνουν την αισθητηριακή πρόσληψη στοιχείων του ονειρικού περιβάλλοντος και εμποδίζουν την αίσθηση του σώματος στο κρεβάτι να παρεισφρήσει στη συνειδητότητα τερματίζοντας το όνειρο.
Ψευδή αφύπνιση έχουμε όταν κάποιος ονειρεύεται ότι έχει ξυπνήσει. Συνήθως στην ψευδή αφύπνιση το υπνοδωμάτιο είναι το ίδιο ή σχεδόν το ίδιο με το πραγματικό και αν το άτομο είχε πρίν την ψευδή αφύπνηση επίγνωση ότι ονειρεύεται (συνειδητό όνειρο), πιστεύει πλέον ότι ξύπνησε ενώ στην πραγματικότητα ακόμη κοιμάται. Η σημασία του φαινομένου για το συνειδητό όνειρο είναι διπλή: Αφ' ενός μπορεί να τερματίσει ένα συνειδητό όνειρο, αφ' ετέρου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πρόκληση συνειδητού ονείρου, αν κανείς κάνει έλεγχο πραγματικότητας κάθε φορά που ξυπνάει. Υπνοπαράλυση Κατά τη διάρκεια του ύπνου REM όλοι οι μύες του σώματος (με εξαίρεση αυτούς των ματιών) παραλύουν, διότι σε αντίθετη περίπτωση οι κινήσεις του σώματος στο όνειρο θα γινόταν και από το σώμα στο κρεβάτι με αποτέλεσμα την αφύπνιση. Ωστόσο είναι δυνατόν ο μηχανισμός που προκαλεί την παράλυση να κινητοποιηθεί και πριν την έναρξη του ονείρου (π.χ. κατά τη διάρκεια της τεχνικής WILD) ή να παραμείνει ενεργός μετά την αφύπνιση του ατόμου.
Στην τελευταία περίπτωση το άτομο νιώθει ότι βρίσκεται ξαφνικά στο κρεβάτι τελείως παραλυμένο και το καταλαμβάνει φόβος. Λόγω της φύσης της κατάστασης μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης και του συνακόλουθου φόβου από την παράλυση, συχνά παρατηρούνται στη φάση αυτή και υπναγωγικές ψευδαισθήσεις (κυρίως ακουστικές) που επιτείνουν την αγωνία του ατόμου. Η κατάσταση αντιμετωπίζεται ωστόσο επιτυχώς από όποιον γνωρίζει τη φύση της, με βαθιές αναπνοές και διατήρηση της ηρεμίας. Η παραπάνω πρακτική είτε λύει την παράλυση, είτε την μετατρέπει σε συνειδητό όνειρο. Κατά την διάρκεια της τεχνικής WILD περνά κανείς εκούσια από την παραπάνω κατάσταση, οπότε ουσιαστικά αποσυνδέει το "ονειρικό" του σώμα από το παραλυμένο. Στην περίπτωση αυτή, ο φόβος είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος καθώς υπάρχει πλήρης επίγνωση της κατάστασης.
Stephen LaBerge & Patricia L. Garfield