Από την κορυφή κι επάνω - Χόρχε Μπουκάι, - Point of view

Εν τάχει

Από την κορυφή κι επάνω - Χόρχε Μπουκάι,




  Επειδή «Το εγώ», σύμφωνα με τον Ούγγρο συγγραφέα και νομπελίστα Ίμρε Κέρτες, 

 «είναι ένα επινόημα για το οποίο στην καλύτερη περίπτωση είμαστε συνυπεύθυνοι»….



 Επειδή «Υπάρχουν περισσότερα πράγματα μέσα στον εαυτό μας απ’ όσα μπορεί να φανταστεί η φιλοσοφία μας» παραφράζοντας τον Σαίξπηρ….





Επειδή ο άνθρωπος αναζητά ένα νόημα, χρειάζεται μια «αποστολή», νιώθει την ανάγκη να υπηρετήσει κάτι που βρίσκεται έξω από τον εαυτό του…. 



διαβάστε αυτή την ιστορία που κρατάει για το τέλος του βιβλίου του «Ο δρόμος της πνευματικότητας» ο Χόρχε Μπουκάι:







Από την κορυφή κι επάνω


Ο Ντέιβιντ Σέρβαν-Σράιμπερ άρχισε να γράφει το βιβλίο του «Αντικαρκίνος», όταν πληροφορήθηκε τη δική του διάγνωση. Από τότε, αφοσιώθηκε σχεδόν αποκλειστικά σε ετοιμοθάνατους ασθενείς τους οποίους συντρόφευε ως το τέλος. Στο βιβλίο του αναφέρει μαρτυρίες πολλών συγκλονιστικών περιπτώσεων, παραθέτω εδώ όμως εκείνη που με συγκίνησε περισσότερο.

Είναι η ιστορία ενός σαραντάχρονου άντρα, που τον επισκέπτεται κυριολεκτικά «παράλυτος», με διάγνωση: καρκίνος του πνεύμονα με πολλαπλές μεταστάσεις.

Έρχεται με ανάμεικτα συναισθήματα κατάθλιψης και οργής — πράγμα συχνό σε τέτοιους ασθενείς: είναι οργισμένος με τον Θεό, με τη ζωή και με τον ίδιο του τον εαυτό.

Ο δόκτωρ Σέρβαν αφηγείται ότι προσπαθεί να πείσει τον ασθενή του ν' ασχοληθεί στο χρόνο που του μένει με κάτι που να τον ανακουφίζει ή να τον παρηγορεί, εκείνος όμως περιφρονεί τη συμβουλή του γιατρού, λέγοντας ότι δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που θα μπορούσε να τον παρηγορήσει. Ποτέ δεν υπήρχε. Ωστόσο, αποφασίζει να συνεχίσει τις επισκέψεις του στον θεραπευτή μία φορά την εβδομάδα.

Ένα πρωί, όταν ο ασθενής φτάνει στο ιατρείο, ο δόκτωρ Σέρβαν του ζητάει συγγνώμη και του λέει ότι δεν θα έχουν συνεδρία εκείνη τη μέρα, γιατί ο γιατρός πρέπει να πάει στην εκκλησία του χωριού: ένας τοίχος ράγισε στη διάρκεια της καταιγίδας που ξέσπασε τη νύχτα και είναι έτοιμος να καταρρεύσει. Οι ενορίτες συμφώνησαν να τον επισκευάσουν και κάλεσαν και τον γιατρό να τους βοηθήσει.

Ο ασθενής γκρινιάζει για την κακή του τύχη και, αντί άλλης απάντησης, ο θεραπευτής τον ρωτάει χωρίς να το πολυσκεφτεί αν θα ήθελε να τον συνοδεύσει, αφού δεν έχει τίποτ' άλλο να κάνει εκείνη την ημέρα.



Έτσι, τις επόμενες τέσσερις ώρες, μαζί με άλλους έξι άντρες ασχολούνται με την υποστύλωση του τοίχου με χοντρά ξύλινα δοκάρια, και υπόσχονται να επιστρέψουν την επομένη για να γκρεμίσουν ένα τμήμα που έχει σχεδόν καταστραφεί και να το ξαναχτίσουν, πιο στέρεο και πιο ασφαλές.



Τηρώντας την υπόσχεσή τους, οι άντρες χτίζουν έναν νέο τοίχο. Κάποιος προτείνει να τον σοβατίσουν και να τον βάψουν. Συμφωνούν όλοι, αλλά πάνω από τους μισούς ερασιτέχνες χτίστες δεν μπορούν να λείψουν άλλο απ' τις εργασίες τους. Αν και θα πέσει πάνω τους πολλή δουλειά, οι εναπομείναντες αποφασίζουν να συνεχίσουν όπως μπορούν.

Μια βδομάδα μετά, οι μόνοι που καταφέρνουν να συνεχίσουν με τον ίδιο ρυθμό, είναι ο θεραπευτής και ο ασθενής του. Ο τοίχος όμως, έχει επιτέλους τελειώσει. Ο εφημέριος τους ευχαριστεί και λυπάται που, πολύ σύντομα, και οι άλλοι τοίχοι θα περιέλθουν στην ίδια κατάσταση.

Οι δύο άντρες κοιτάζονται και, χωρίς να χρειαστεί ν' ανταλλάξουν κουβέντα, συγκινημένοι από την κατάσταση, δεσμεύονται ν' αντιμετωπίσουν την καινούργια πρόκληση.
Σχεδόν έξι μήνες μετά, στη διάρκεια των οποίων κάποιες φορές ο ασθενής δουλεύει μόνος του, η εκκλησία είναι έτοιμη για βάψιμο. Πολύ σύντομα θα είναι «σαν καινούργια».





Ο ασθενής, όμως, δεν μπορεί να παραστεί στη λειτουργία που θα τελεστεί για να ευχαριστήσουν τους εργάτες της εκκλησίας, λόγω ενός επεισοδίου δύσπνοιας που έκανε αναγκαστική την εισαγωγή του στη μονάδα εντατικής θεραπείας του Περιφερειακού Νοσοκομείου.



Ο δόκτωρ Σέρβαν πηγαίνει να τον επισκεφτεί.

Μόλις φτάνει εκεί, ο ογκολόγος της κλινικής του λέει ότι η κατάσταση του ασθενή είναι πολύ άσχημη κι ότι του μένουν μόλις λίγες ώρες ζωής.

Ο θεραπευτής αποφασίζει να μείνει κοντά του και να τον συντροφεύσει στις τελευταίες του στιγμές.

Τα ξημερώματα, ο ασθενής ψυχορραγεί.

Οι τελευταίες του λέξεις είναι για τον θεραπευτή του....του λέει:

«Σ' ευχαριστώ πολύ, δόκτωρ Σέρβαν... Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά μου έσωσες τη ζωή...»

Ο δόκτωρ Σέρβαν έχει δίκιο σ' αυτό που λέει και σ' αυτό που υπαινίσσεται.
Και ο ασθενής του επίσης.

Μόνο μια ζωή που έχει νόημα μπορεί να θεωρείται ζωή• Μέχρι τη στιγμή που πήγε σ' εκείνη την μισογκρεμισμένη εκκλησία, ο ασθενής σπαταλούσε τις μέρες του και ξόδευε το χρόνο του σε πράγματα ασήμαντα. «Περνούσε από τη ζωή» —που δε σημαίνει ότι τη ζούσε κιόλας— χωρίς να την εκτιμάει καθόλου.

Η δουλειά που έκανε με τα χέρια του, αφιερώνοντας τον χρόνο του και την καρδιά του στην υπηρεσία των άλλων, μπορεί να μην του έσωσε το σώμα ούτε να καθυστέρησε τον θάνατο, όμως, το ότι μπόρεσε να φανεί χρήσιμος σε κάποιους, κυριολεκτικά του έσωσε τη ζωή, δίνοντας ένα υπερβατικό νόημα στην ουσία του, στην ύπαρξη του, στο πνεύμα του.

Εν ολίγοις, βοήθησε αυτόν τον άνθρωπο να ανέβει: 

Από την κορυφή κι επάνω.



Απόσπασμα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι 
«Ο Δρόμος της Πνευματικότητας» Εκδόσεις OPERA
via

Pages